Εμπρησμός του Ράιχσταγκ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως εμπρησμός του Ράιχσταγκ (γερμανικά: Reichstagsbrand, listen (βοήθεια·πολυμέσα)) έχει μείνει στην ιστορία η εμπρηστική επίθεση που έγινε στο γερμανικό Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) στο Βερολίνο, το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου 1933, η οποία κατέστρεψε ολοσχερώς το εσωτερικό του.
Συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ο νεαρός Ολλανδός χτίστης, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, ο οποίος και ομολόγησε την ενοχή του.
Με αφορμή την πυρκαγιά αυτή, ο Χίτλερ -που μόλις έναν μήνα πριν είχε ανέλθει στην εξουσία- ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο του Ράιχ Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, την επόμενη ακριβώς μέρα, στις 28 Φεβρουαρίου 1933, προεδρικό διάταγμα το οποίο ανέστειλε τις ατομικές ελευθερίες και τις ελευθερίες του Τύπου και έμεινε γνωστό ως Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ενώ παράλληλα επιδόθηκε και σε μια σωρεία συλλήψεων, κυρίως κομμουνιστών αλλά και σοσιαλδημοκρατών, μεταξύ των οποίων και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας Έρνστ Τέλμαν.[1]
Πολλοί από τότε και μέχρι σήμερα αμφισβήτησαν την ενοχή του Βαν ντερ Λούμπε, θεωρώντας πως ο εμπρησμός ήταν οργανωμένος από το Ναζιστικό Κόμμα, για να πανικοβάλει τον πληθυσμό και να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψει τη διακύβερνησή του σε δικτατορική.[2]