Ελληνοϊταλικός Πόλεμος
Σύγκρουση 1940–1941 / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (στην Ελλάδα αναφέρεται και ως Πόλεμος του '40 ή Έπος του '40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τη 1 Ιουνίου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας από τις γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Η ιταλική κυβέρνηση, μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα, απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια αόριστα στρατηγικά σημεία της Ελλάδας. Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής από τα βόρεια σύνορα της χώρας, ο ελληνικός στρατός είχε προελάσει στην Βόρειο Ήπειρο και στα αλβανικά εδάφη, ως αποτέλεσμα της μέχρι τότε αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ιταλο-αλβανικών δυνάμεων. Η άρνηση της Ελλάδας εορτάζεται στην Επέτειο του Όχι.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Μέρος της Βαλκανικής Εκστρατείας του Β' Π.Π. | |||
Χρονολογία | 28 Οκτωβρίου 1940 – 1 Ιουνίου 1941 | ||
Τόπος | Ελλάδα (Ήπειρος, Κέρκυρα), Αλβανία (Βόρεια Ήπειρος), Ιταλία (Τάραντας, Στενά του Οτράντο) | ||
Έκβαση | • Ελληνική νίκη και αντεπίθεση στην Ιταλική Αλβανία, με αποτέλεσμα την κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου από την Ελλάδα.
• Συνέχιση του Ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία, όπου οι ελληνικές και ιταλικές δυνάμεις έρχονται σε αδιέξοδο. • Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα οδηγεί στην από κοινού κατοχή της χώρας από τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία. | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Ο πόλεμος αυτός ήταν προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία και που άρχισε να εκδηλώνεται με την έναρξη του Β' Π.Π. και ειδικότερα μετά τη συνομολόγηση του Χαλύβδινου Συμφώνου. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από τη στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί τη γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο. Το τελεσίγραφο αυτό απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Μεταξά (το γνωστό «Όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον Ιταλικό Στρατό σε υποχώρηση. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ένα τέταρτο σχεδόν του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις: Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα, απελευθερώνοντας έτσι τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου για τρίτη φορά μέσα στον 20ό αιώνα. Η μεγάλη αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή βόρεια της Χειμάρρας, γεγονός που σφράγισε έτσι την νίκη των Ελλήνων στο μέτωπο[5]. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα επίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου, και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Β' Π.Π. και ανύψωσε το ηθικό των λαών στην Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς, που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941 ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας[6].