Αυτόνομη Ανατολική Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Εκκλησία του Όρους Σινά είναι μία αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία, που σύμφωνα με το εκκλησιαστικό καθεστώς της[1], «δὲν ὑπάγεται σὲ κανένα Πατριαρχεῖο ἢ Σύνοδο». Προκαθήμενος της Εκκλησίας είναι ο εκάστοτε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ. Παραδοσιακά, χειροτονείται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων τον οποίο και μνημονεύει όταν λειτουργεί ο ίδιος. Η επικράτειά της αποτελείται από το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, μαζί με πολλά μετόχια σε όλη την χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο.
Εκκλησία του Όρους Σινά | |
---|---|
Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης, έδρα της Εκκλησίας | |
Ανεξαρτησία | de facto από το 640, de jure από το 1575 (καθεστώς αυτονομίας) |
Αναγνώριση | Ορθόδοξη Εκκλησία |
Προκαθήμενος | Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, Δαμιανός |
Έδρα | Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά, Σινά, Αίγυπτος |
Επικράτεια | Αίγυπτος |
Κυριότητες | Όρος Σινάι |
Γλώσσα | Ελληνιστική Κοινή |
Δικτυακός τόπος | Ιερά Μονή Όρους Σινά |
Από το 1973 μέχρι σήμερα την Εκκλησία του Όρους Σινά ποιμαίνει ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, Δαμιανός.
Ο Χριστιανισμός στη χερσόνησο του Σινά εμφανίστηκε το αργότερο τον 3ο αιώνα. Αρκετά νωρίς σε αυτά τα μέρη εμφανίζονται οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί. Στις 14 Ιανουαρίου 305, κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού, συνελήφθησαν οι πέντε πρώτοι μάρτυρες στην περιοχή του όρους Σινά και της Ράιφα. Αρχικά, οι μοναχοί και οι χριστιανοί του Σινά βρίσκονταν υπό το ωμοφόριο των Επισκόπων Φαράν και των Επισκόπων Αϊλά, πρώτος από τους οποίους είναι ο Πέτρος, ένας από τους πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Η Εκκλησία του Σινά οφείλει την ύπαρξή της στη Μονή της Μεταμορφώσεως (περισσότερο γνωστή ως Μονή της Αγίας Αικατερίνης). Η προέλευση του μοναστηριού εντοπίζεται στο παρεκκλήσι της "Φλεγόμενης Βάτου" που η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, είχε χτίσει πάνω από την τοποθεσία όπου ο Μωυσής είδε την "Φλεγόμενη Βάτο". Μεταξύ 527 και 565, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' διέταξε να χτιστεί το μοναστήρι για να περικλείει το παρεκκλήσι. Το μοναστήρι συνδέθηκε με την Αγία Αικατερίνη την Μεγαλομάρτυρα μέσω της πεποίθησης ότι τα λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί ως εκ θαύματος.
Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, όπως είναι γνωστό από τον 9ο αιώνα, ήταν αρχικά τμήμα του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, εντός της επισκοπής Φαράν. Μετά την καθαίρεση του επισκόπου του Φαράν για την αίρεση του μονοθελητισμού το 681 μ.Χ., η έδρα μεταφέρθηκε στο ίδιο το μοναστήρι, με τον ηγούμενο να γίνει επίσκοπος Φαράν. Με την επακόλουθη ένωση της επισκοπής Ραΐθου με το μοναστήρι, όλοι οι χριστιανοί της χερσονήσου του Σινά περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Ηγουμένου-Αρχιεπισκόπου.
Το 1575, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε στην Εκκλησία του Όρους Σινά αυτόνομο καθεστώς. Αυτό επιβεβαιώθηκε εκ νέου το 1782 με το Συγγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη, Γαβριήλ Δ΄:[2]
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν χερσόνησο τοῦ Σινᾶ ἀποτελεῖ τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Σινᾶ, Φαρὰν καὶ Ραϊθώ, ἡ ὁποία ἐντάσσεται πνευματικὰ στὸ σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν ὀκτὼ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Σύμφωνα μὲ τὶς ἀποφάσεις τοπικῶν Συνόδων καὶ Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν ἀλλὰ καὶ ἱσχυρὴ παλαιοτάτη παράδοση, ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ κατέχει τὸ μοναδικὸ προνόμιο στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανοσύνη νὰ εἶναι πνευματικῶς «ἀδούλωτος, ἀσύδοτος, ἀκαταπάτητος, πάντῃ καὶ παντὸς ἐλευθέρα». Διοικουμένη ἀπὸ τὴν Γενικὴ Συνέλευση τῆς Σιναϊτικῆς Ἀδελφότητος καὶ τὴν Ἱερὰ τῶν Πατέρων Σύναξη, προεδρεύοντος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ, δὲν ὑπάγεται σὲ κανένα Πατριαρχεῖο ἢ Σύνοδο. Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπός της ἐπέχει στὴν Ἀδελφότητα θέση Ἡγουμένου, ἀσκώντας τὰ ἀρχιερατικά του καθήκοντα κατὰ τὴν θεία Λατρεία.
Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ ἐκλέγεται ἀπὸ τὴν Γενικὴ Συνέλευση τῆς Σιναϊτικῆς Ἀδελφότητος καὶ στὴν συνέχεια χειροτονεῖται Ἀρχιερεὺς παρὰ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖο καὶ μνημονεύει ὁσάκις ἱερουργεῖ ὁ ἴδιος.
Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, η οποία χαρακτηρίστηκε από πικρία μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το μοναστήρι προστάτευαν τόσο οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες όσο και οι ηγεμόνες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και οι αντίστοιχες αυλές τους.
Σήμερα, εκτός από τους 20 περίπου μοναχούς της μοναστικής κοινότητας, αυτή η Εκκλησία περιλαμβάνει μερικές εκατοντάδες Βεδουίνους και ψαράδες που ζουν στο Σινά. Από την ισραηλινή εισβολή το 1967, ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινότητα ήταν η διατήρηση ενός αυθεντικού μοναστικού τρόπου ζωής ενώ αντιμετωπίζει μια μαζική εισροή τουριστών. Αυτό το πρόβλημα συνεχίστηκε μετά την επιστροφή της περιοχής στην Αίγυπτο το 1982 που ο πληθυσμός της περιοχής αυξανόταν. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' επισκέφθηκε το μοναστήρι στις 26 Φεβρουαρίου 2000[3].
Η βιβλιοθήκη της μονής φημίζεται για την αρχαιότητά της, καθώς και τα χειρόγραφά που φυλάσσονται. Το 1859, ο Γερμανός θεολόγος Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ ανακάλυψε εδώ τον Σιναϊτικό Κώδικα. Σήμερα, στη βιβλιοθήκη περιέχονται περίπου 4.000 χειρόγραφα και μερικές από τις αρχαιότερες εικόνες του κόσμου βρίσκονται επίσης στο μοναστήρι, το οποίο βρισκόταν ήδη εκτός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τη διαμάχη των εικονομάχων, όταν καταστράφηκαν πολλές εικόνες στην αυτοκρατορία.
Αυτή τη στιγμή το μοναστήρι εκτός από τη βιβλιοθήκη διαθέτει ξενώνα και νοσοκομείο για τον ντόπιο πληθυσμό. Οι μοναχοί διοικούν επίσης σχολείο στο Κάιρο από το 1860. Το μοναστήρι είχε ιστορικά πολλές εξαρτημένες εκκλησίες και μοναστήρια σε άλλες χώρες. Το 2006 υπήρχαν μοναστήρια στο Κάιρο (όπου κατοικεί συχνά ο Ηγούμενος) και στην Αλεξάνδρεια, εννέα στην Ελλάδα, τρία στην Κύπρο, ένα στον Λίβανο και ένα στην Κωνσταντινούπολη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.