From Wikipedia, the free encyclopedia
Η γκάιντα ή τσαμπούνα ή τουλούμι ή αγγείο είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή είδος παραδοσιακού πνευστού μουσικού οργάνου, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος. Η γκάιντα αποτελεί παραδοσιακό μουσικό όργανο σε όλη την Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Η γκάιντα αποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς γλωττιδόφωνους αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο.
Ο ασκός παρέχει τον αυλό με αέρα. Πρόκειται για ένα αεροστεγή σάκο από δέρμα προβάτου ή κατσίκας.[1] Όταν ο ασκός έχει συμπιεστεί με το χέρι του παίκτη, αναγκάζεται ο αέρας να περάσει μέσα από τον αυλό για να δημιουργήσει ήχο. Διαφορετικές περιοχές έχουν διαφορετικούς τρόπους επεξεργασίας του δέρματος. Ο απλούστερος τρόπος περιλαμβάνει μόνο τη χρήση αλατιού, ενώ πιο περίπλοκες επεξεργασίες χρησιμοποιούν γάλα, αλεύρι για την αφαίρεση της γούνας. Οι τρύπες της γκάιντας είναι οι φυσιολογικές τρύπες από τα πόδια του προβάτου.
Στις περιοχές της Μακεδονίας, η απόκρυψη της γούνας γίνεται έτσι ώστε η γούνα να είναι στο εσωτερικό του σάκου, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποθηκεύεται και υγρασία. Αυτό βοηθά ώστε το δέρμα να μένει μαλακό.
Το Επιστόμιο (μουσική) επιστόμιο (φυσούνα, φερέκι, στόμιο) είναι ένας ξύλινος κωνικός σωλήνας, απ' όπου ο γκαϊτατζής φυσάει και γεμίζει τον ασκό με αέρα, ο οποίος συγκροτείται από μια πέτσινη βαλβίδα. Τα υλικά κατασκευής του επιστόμιου και των αυλών είναι από ξύλο δαμασκηνιας, ακρανιάς, ή αμυγδαλιάς.
Ο αυλός (γκαϊντανίτσα) για τη μελωδία έχει συνήθως επτά οπές μπροστά και μια πίσω. Είναι κυλινδρικός, και έχει μήκος γύρω στα 25-30 εκ, μοιάζει με φλογέρα. Στο σημείο που ενώνεται με τον ασκό προσαρμόζεται το λεγόμενο καλάμι (ή Τσαμπούνα, ζαμπούνα, κουμούσι, γκαϊτοκάλαμο). Το δεύτερο τμήμα παραγωγής ήχου, είναι ένας μακρύς σωλήνας χωρίς τρύπες (μπουρί, τζαμάρα, μπουρού), και παράγει ένα μονότονο ήχο. Το μέγεθος του μπουριού ποικίλει. Πάντα όμως είναι αρκετά μεγαλύτερο από αυτό του κυρίως αυλού. Ο τρίτος αυλός (μπάσο) δεν διαθέτει τρύπες.[2] Επίσης το σχήμα και ο τρόπος κατασκευής της γκαϊντανίτσας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Για παράδειγμα η γκάϊντα της Θράκης, της ανατολικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας είναι πολύ διαφορετικές με τις γκάϊντες της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Παρόλο που ο τρόπος κατασκευής και χρήσης του δέρματος (ασκού), φυσούνα (τμήμα εισαγωγής αέρα) και μπουρί είναι ακριβώς ίδια, παρατηρούμε ότι η γκαϊντανίτσα Θράκης έχει κωνικό σχήμα (ανοίγει προς τα κάτω) και κυρίως κουρδίζεται σε λα και ρε, η γκαϊντανίτσα της Μακεδονίας ενώ έχει κωνικό σχήμα, κλείνει προς τα κάτω και είναι πιο παχιά προς τα πάνω και κυρίως κουρδίζετε σε μι. Επίσης το τελείωμα της γκαϊντανίτσας της Μακεδονίας είναι παρόμοιο με την Καμπάλσκα Γκάϊντα (Kaba Gaida) της Βουλγαρίας, δηλαδή τελειώνει με το ξύλο να προεξέχει περίπου 3 εκατοστά σε γωνία περίπου από την υπόλοιπη γκαϊντανίτσα 150-165 μοίρες και είναι πολύ πιο μπάσος ο ήχος.
Καταρχήν τα μουσικά διαστήματα που διέπουν τους δακτυλισμούς είναι συγκερασμένα, υπεισέρχεται δηλαδή η έννοια του «μορίου» που σημαίνει ότι η γκάιντα κουρδίζεται όχι μόνο με τη ρύθμιση του καμουσιού αλλά και με την διεύρυνση ή σύγκλειση των οπών. Η γκάιντα έχει έκταση μίας οκτάβας και μπορούμε να παίξουμε σε αυτή τις εξής κλίμακες: Μινόρε, Ματζόρε, Χιτζάζ, Ουσάκ (πιο σπάνια χρήση) και Πεντατονική. Τον τόνο της η κάθε γκάιντα τον παίρνει από την νότα που προκύπτει εάν κλείσουμε τις πρώτες 3 μπροστινές και την οπίσθια οπή. Οι Βούλγαροι μουσικοί, κατά το ορθότερον, αντιστοιχίζουν τον τόνο της γκάιντας στην νότα που προκύπτει εάν κλείσουν τις 7 μπροστινές και την οπίσθια οπή [3]. Αντιστοιχούν δύο τονικότητες ανά γκαϊντανίτσα. Η μία τονικότητα προκύπτει από την δακτυλοθεσία που θέτει το κούρδισμα (πρώτες 3 πρόσθιες και η οπίσθια οπή κλειστές) ενώ η άλλη προκύπτει εάν κλείσουμε τις πρώτες 6 πρόσθιες και την οπίσθια οπή. Π.χ. σε μια ΡΕ γκαϊντανίτσα (πρώτες 3 πρόσθιες και η οπίσθια οπή κλειστές) έχουμε μισή οκτάβα ΡΕ κλιμάκων, και μία ολόκληρη οκτάβα ΛΑ κλίμακας (πρώτες 6 πρόσθιες και οπίσθια οπή κλειστές).
Η γκάιντα που παίζεται στον Ελλαδικό χώρο δεν είναι ίδια σε όλες τις περιοχές. Διακρίνουμε τη θρακιώτικη γκάιντα, κυρίως αυτή του βόρειου Έβρου. Την γκάιντα της Δράμας στα χωριά Καληβρύση και Βώλακας που είναι πιο πρίμα από την αντίστοιχη της Θράκης. Την γκάιντα των Πιερίων στην Κατερίνη. Στον Πόντο συναντάμε το τουλούμ(ι) ή αγγείο. Στα νησιά των Κυκλάδων συναντάμε την τσαμπούνα, ενώ στην Κρήτη την ασκομαντούρα οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια του άσκαυλου όπως και η γκάιντα. [4]
Κατά την διάρκεια της ημερίδας [5][6] για την θρακιώτικη γκάιντα (στις 12/12/2009) ιδρύθηκε ο σύλλογος γκαϊντατζήδων Έβρου με σκοπό την ανάδειξη της θρακιώτικης μουσικής. Ο μουσικολόγος Χάρης Σαρρής εκπόνησε το 1995 σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διδακτορική διατριβή πάνω στην γκάιντα. Το 1995 ο νεότερος σε ηλικία γκαϊντατζής ήταν γεννημένος το 1939. Το 2007 ο Δήμος Διδυμότειχου ξεκίνησε σεμινάρια για την εκμάθηση γκάιντας και έκτοτε ο νεότερος γκαϊντατζής είναι μόλις 5 χρονών.[7]
Οι διάφορες παραλλαγές της γκάιντας συναντώνται σε:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.