Ένα τέλειο γλυκό του κόσμου μας! From Wikipedia, the free encyclopedia
Η βάφλα (waffle) αποτελεί ένα ελαφρύ γλύκισμα από γάλα, αλεύρι, ζάχαρη και αυγά, ψημένο σε ειδική τοστιέρα που του δίνει χαρακτηριστική κυψελωτή μορφή.
Βέλγικη βάφλα. | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Υπάρχουν πολλοί τύποι βάφλας. Από τις πιο γνωστές είναι η Βέλγικη βάφλα. Ένα άλλο είδος βάφλας είναι οι βάφλες Στρουπβάφλε (Stroopwaffle). Οι βάφλες είναι δημοφιλείς σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα όμως στην Αμερική όπου τις τρώνε για πρωινό με βούτυρο και σιρόπι σφενδάμου.
Στα αρχαία χρόνια, οι Έλληνες μαγείρευαν επίπεδα κέικ, ψήνοντας τα ανάμεσα σε δυο καυτές μεταλλικές πλάκες. Αυτή η μέθοδος συνεχίστηκε σε όλο το μεσαίωνα. Κατά το 1200, ένας βιοτέχνης σφυρηλατώντας μεταλλικά πιάτα ανακάλυψε το χαρακτηριστικό σχήμα των κηρήθρων. Το 1700, τα πάρτι βάφλας καθιερώνονται ως μια δημοφιλής μορφή οικογενειακής ψυχαγωγίας. Το 1789, Τόμας Τζέφερσον (3ος πρόεδρος της Αμερικής), επέστρεψε από τη Γαλλία με μια μηχανή ψησίματος βάφλας, δηλαδή ένα ταψάκι που έδινε μορφή και τραγανότητα στη βάφλα. Παράλληλα, τον ίδιο αιώνα, η βάφλα απεικονίζεται σε πίνακες ζωγραφικής των Γιόαχιμ ντε Μπόικελερ, Πίτερ Άρτσεν και Πίτερ Μπρίγκελ.[1]
Πολλά χρόνια μετά, το 1911, δημιουργείται η πρώτη ηλεκτρική μηχανή ψησίματος βάφλας. Το 1955, ανοίγει το πρώτο εστιατόριο βάφλας σε ένα προάστιο της Ατλάντα. Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από 1300 ίδια εστιατόρια. Πέντε έτη αργότερα, ο Μορίς Βέρμερς παρουσιάζει στην διεθνή έκθεση στο Βέλγιο, την ‘Βάφλα των Βρυξελλών’, μια συνταγή βάφλας της συζύγου του. Για πρώτη φορά η βάφλα παρουσιάζεται με κρέμα και φράουλες. Το 1964, η ίδια συνταγή παρουσιάζεται στη παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης και αλλάζει το όνομα της σε ‘Βέλγικη βάφλα’.[2]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.