Οι χλωρίδες των διαφόρων περιοχών αποτελούνται από δύο μεγάλες κατηγορίες φυτικών ειδών, ως εξής:[2]
|
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΦΥΤΙΚΟΥ ΕΙΔΟΥΣ |
|
ΠΑΡΟΥΣΙΑ |
1. |
Αυτόχθον είδος ή Γηγενές |
|
πρωταρχική |
2. |
Αλλόχθον είδος ή Ανθρωπόφυτο |
Αρχαιόφυτο |
πριν το 1500 μ.Χ |
Νεόφυτο |
μετά το 1500 μ.Χ |
- Τα αρχαιόφυτα δεν ανήκουν στα αυτόχθονα είδη φυτών μιας περιοχής των οποίων η παρουσία είναι πρωταρχική, δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν ως γηγενή. Τα αρχαιόφυτα περιλαμβάνονται στα αλλόχθονα είδη, των οποίων η παρουσία σε έναν τόπο οφείλεται στη σύμπραξη του ανθρώπου και γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ο όρος «ανθρωπόφυτα».[2]
- Ανήκουν επίσης στα «επιγενή» φυτικά είδη μιας περιοχής, τα οποία είναι ξένα είδη που μεταφέρθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή από τον άνθρωπο, σκόπιμα, με σκοπό την καλλιέργειά τους.[3] Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα είδη αυτά εξαπλώθηκαν τυχαία ή κατά λάθος από κόκκους σιτηρών ή από είδη ζιζανίων.
- Στην Ευρώπη, αρχαιόφυτα θεωρούνται τα είδη που εισήχθησαν για πρώτη φορά πριν από το 1500 π.Χ. και πιο συγκεκριμένα πριν το 1492, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος έφτασε στο Νέο Κόσμο και ξεκίνησε η Κολομβιανή ανταλλαγή. Όσα είδη φυτών εισήχθησαν μετά το 1500 π.Χ. ονομάζονται νεόφυτα.[1]
- Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισαγόμενα είδη φυτών, αρχαιόφυτα ή νεόφυτα, μπορεί να ήταν εγγενή της περιοχής πριν από την εποχή των παγετώνων, κατά την οποία εξαφανίστηκε τεράστιος αριθμός φυτικών ειδών. Το Rhododendron ponticum είναι ένα παράδειγμα φυτικού είδους που επαναπροσδιορίστηκε στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη μετά τους παγετώνες.[4]
- Οι τόποι που έχουν κατοικηθεί ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους έχουν χλωρίδες πλούσιες σε αρχαιόφυτα. Πολλά από αυτά, ίσως τα περισσότερα, έχουν ήδη εγκλιματισθεί και ενσωματωθεί στις αυτόχθονες φυτοκοινότητες ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να διαχωριστούν από τα πραγματικά αυτόχθονα είδη.[2]
- Πριν και μετά το Μεσαίωνα, η δυσκολία να προσδιοριστεί η περίοδος εισαγωγής των αρχαιόφυτων σε μια περιοχή οφείλεται συχνά στην έλλειψη συστηματικών καταγραφών για τη συγκεκριμένη περιοχή ανά τους αιώνες. Για τον λόγο αυτό, η διάκρισή τους προκύπτει από συνδυαστική μελέτη και σύγκριση παλαιοβοτανικών, αρχαιοβοτανικών, οικολογικών και ιστορικών δεδομένων.
- Η ξενική χλωρίδα της Ελλάδας περιλαμβάνει 343 ταξινομικές μονάδες (αγγλικά: taxa). Από αυτές, οι 49 ταξινομικές μονάδες, δηλαδή ένα ποσοστό 14,3%, χαρακτηρίζονται ως αρχαιόφυτα.[2]
- Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης μεταξύ των 176 αλλοχθόνων φυτών, 52 ταξινομικές μονάδες (αγγλικά: taxa) χαρακτηρίζονται ως αρχαιόφυτα.[5]
- Στην Κρήτη, τα αρχαιόφυτα έχουν εισαχθεί πριν το 1500 μ.Χ. και εντάσσονται στις παραδοσιακές καλλιέργειες του νησιού.[6] [7]
- Στο Κάστρο της Μονεμβασιάς, το οποίο κατοικείται αδιάκοπα τα τελευταία 1500 χρόνια χωρίς ποτέ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου να απαλλαγεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, η αλλόχθων χλωρίδα συνίσταται από πέντε αρχαιόφυτα με αβέβαιο χρόνο εισαγωγής.[8]
- Στα μικρονησιωτικά συμπλέγματα των Εχινάδων έχει καταγραφεί ένα αρχαιόφυτο taxon με άγνωστη προέλευση, η ελαιοκράμβη (Brassica napus).[9]
- Στην Κύπρο, το είδος του καλαμιού Arundo donax αναφέρεται επίσημα ως επιγενές φυτό, αφού ως αρχαιόφυτο (εισήχθη πριν το 1500 π.Χ.) θεωρείται ότι αποτελεί πλέον μέρος της ιθαγενούς χλωρίδας. Το είδος Arundo donax προέρχεται από την Ασία, αλλά έχει εξαπλωθεί εδώ και πολλούς αιώνες σε πολλές τροπικές και θερμές εύκρατες περιοχές.[3]
- Στα αρχαιόφυτα του Ηνωμένου Βασιλείου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων το σιτάρι, το γλυκό κάστανο (Castanea sativa), το αιγοπόδιο το ποδάγριο (Aegopodium podagraria), η κοινή παπαρούνα των αγρών (Μήκων η ροιάς ή Papaver rhoeas), η κόκκινη βαλεριάνα (Centranthus ruber), και τα είδη Descurainia sophia, Saponaria officinalis, Chaenorhinum minus, Chenopodium bonus-henricus και Centaurea cyanus.[10]
Πήρε το όνομά της από τον Χριστόφορο Κολόμβο και ήταν η ευρεία μεταφορά φυτών, ζώων, πολιτισμού, ανθρώπινων πληθυσμών, τεχνολογίας, ασθενειών και ιδεών μεταξύ της Αμερικής, της Δυτικής Αφρικής και του Παλαιού Κόσμου τον 15ο και 16ο αιώνα. Αφορά επίσης τον ευρωπαϊκό αποικισμό και το εμπόριο μετά από το ταξίδι του Κολόμβου το έτος 1492.[11]
- Η μετακίνηση φυτών, από μια περιοχή σε μια άλλη, είναι μια πρακτική που εφάρμοσε ο άνθρωπος από την αρχαιότητα, κατά τον αποικισμό νέων τόπων, με σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του. Πολλά είδη φυτών που εισήχθησαν σκόπιμα σε νέες περιοχές επέδρασαν ευεργετικά στη γεωργία και στο εμπόριο και άλλαξαν σημαντικά τους παγκόσμιους πληθυσμούς.
- Κάποια επιγενή φυτά δύναται να εξελιχθούν σε χωροκατακτητικά είδη με αρνητικές επιπτώσεις στους φυσικούς οικοτόπους, τα οικοσυστήματα και γενικά στη βιοποικιλότητα μιας περιοχής. Σε πολλές περιπτώσεις πυρκαγιάς ή υλοτομίας, κατά τις οποίες προκύπτει υποβάθμιση ενός οικοτόπου, τα χωροκατακτητικά είδη καταλαμβάνουν τον χώρο και δύσκολα επιτρέπουν να επανεμφανιστούν άλλα είδη, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στη μείωση της βιοποικιλότητας χλωρίδας αλλά και πανίδας.[3]
- Η χαμηλή αντιπροσώπευση και η μικρή εισροή ανθρωπόφυτων σε ακατοίκητες και ακαλλιέργητες περιοχές καθιστά τα φυσικά οικοσυστήματά τους εκτός κινδύνου από την εισβολή ξενικών ειδών.[12]
- Οι μεταδοτικές ασθένειες στη γεωργία υπήρξαν υποπροϊόν της Κολομβιανής ανταλλαγής.
Τρίγκου, Β. (2004). «Ενδιαφέροντα taxa της Κρήτης: αρχαιόφυτα, φαρμακευτικά, εδώδιμα και καλλωπιστικά». Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Βιολογίας.
Christopher D. Preston· David A. Pearman; Allan R. Hall (15 Ιουλίου 2004). «Archaeophytes in Britain». Botanical Journal by the Linnean Society (στα Αγγλικά). Oxford Academic. σελίδες 257–294.