From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην πράξη της ιατρικής, ειδικά στη χειρουργική και στην οδοντιατρική, η αναισθησία είναι μία προκαλούμενη, προσωρινή κατάσταση με ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: αναλγησία (ανακούφιση ή πρόληψη από τον πόνο), παράλυση (μέγιστη μυϊκή χάλαση), αμνησία (απώλεια μνήμης), και απώλεια συνείδησης. Το αναισθητικό είναι ο παράγοντας που προκαλεί την αναισθησία. Ένας ασθενής υπό την επίδραση της αναισθησίας αναισθητοποιείται. Ο αναισθησιολόγος είναι ο ιατρός που πραγματοποιεί την αναισθησία,
Η αναισθησία επιτρέπει την ανώδυνη πραγματοποίηση ιατρικών εγχειρήσεων, οι οποίες θα προκαλούσαν πολύ έντονο ή και αφόρητο πόνο σε έναν μη αναισθητοποιημένο ασθενή. Υπάρχουν τρεις ευρείες κατηγορίες αναισθησίας:
Στην προετοιμασία μίας ιατρικής επέμβασης, ο αναισθησιολόγος διαλέγει και αποφασίζει τη δοσολογία ενός ή και περισσότερων φαρμάκων για να πετύχει το είδος και το βαθμό της αναισθησίας με τα κατάλληλα χαρακτηριστικά για το κάθε είδος επέμβασης και τον κάθε ασθενή. Τα είδη των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν τα γενικά αναισθητικά, τα υπνωτικά, τα κατασταλτικά, τα φάρμακα νευρομυϊκού αποκλεισμού, τα ναρκωτικά και τα αναλγητικά.
Υπάρχουν σημαντικοί και ασήμαντοι κίνδυνοι με την αναισθησία. Παραδείγματα σοβαρών κινδύνων είναι ο θάνατος, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η πνευμονική εμβολή ενώ οι ασήμαντοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν τη μετεγχειρητική ναυτία και εμετό και την επανεισαγωγή στο νοσοκομείο. Η πιθανότητα να συμβεί μία επιπλοκή είναι ανάλογη με τον σχετικό κίνδυνο που προκύπτει από μια ποικιλία παραγόντων που σχετίζονται με την υγεία του ασθενή, την πολυπλοκότητα του χειρουργείου που διεξάγεται και το είδος του αναισθητικού που χρησιμοποιείται. Απ' αυτούς τους παράγοντες, η κατάσταση της υγείας του ασθενή πριν το χειρουργείο (διαστρωματώνεται από τo ASA σύστημα κατάταξης της κατάστασης της υγείας) έχει τη μεγαλύτερη σχέση με την πιθανότητα να συμβεί μια επιπλοκή. Οι ασθενείς συνήθως ξυπνάνε μέσα σε λίγα λεπτά μετά τον τερματισμό της δράσης του αναισθητικού και ανακτούν τις αισθήσεις τους μέσα σε λίγες ώρες. Μία εξαίρεση είναι μία κατάσταση που λέγεται μετεγχειρητική νοητική δυσλειτουργία, και χαρακτηρίζεται από επίμονη σύγχυση που διαρκεί εβδομάδες ή και μήνες, και είναι πιο συχνή σ' αυτούς που υπόκεινται σε μία εγχείρηση καρδιάς και στους ηλικιωμένους.
Η πρώτη καταγεγραμμένη γενική αναισθησία πραγματοποιήθηκε από τον Crawford W.Long το 1842. Δυστυχώς για τον Long, δεν δημοσίευσε τις επιτυχίες του με τη χρήση αιθέρα για γενική αναισθησία μέχρι το 1849. Η πρώτη δημόσια επίδειξη της γενικής αναισθησίας έγινε το 1846 από έναν οδοντίατρο της Βοστώνης με το όνομα William T.G. Morton στο γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Ο Dr. Morton χρησιμοποίησε διαιθυλαιθέρα για γενικό αναισθητικό για την αφαίρεση ενός τραχηλικού όγκου από τον χειρούργο John Collins Warren (ο πρώτος εκδότης του ιατρικού περιοδικού New England Journal of Medicine και κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Harvard). Περίπου μία δεκαετία αργότερα, η κοκαΐνη εισήχθη ως το πρώτο εφικτό τοπικό αναισθητικό. John H. Packard, από τη Philadelphia, δημοσίευσε την πρώτη ανακοίνωση για χρήση αιθέρα για γενική αναισθησία το 1872.[1] Το 1930 ο Dr. Harvey Cushing συνέδεσε την αντίδραση του στρες με υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας και ξεκίνησε τη χρήση τοπικών αναισθητικών για επιδιόρθωση κήλων ταυτόχρονα με τη γενική αναισθησία.
Υπάρχουν τρεις βασικοί στόχοι ή τελικά σημεία για τους οποίους γίνεται η αναισθησία:[2]:236
Τα διάφορα είδη αναισθησίας (τα οποία συζητούνται στις επόμενες ενότητες) έχουν διαφορετικό τελικό στόχο. Η περιοχική αναισθησία, για παράδειγμα, έχει σαν αποτέλεσμα την αναλγησία, τα κατασταλτικά τύπου- βενζοδιαζεπίνης (χρησιμοποιούνται στην αναισθησία του λυκόφωτος) προκαλούν αμνησία και τα γενικά αναισθητικά μπορούν να προκαλέσουν όλα τα τελικά σημεία της αναισθησίας. Ο στόχος της αναισθησίας είναι να επιτευχθούν τα τελικά σημεία που απαιτούνται για κάθε χειρουργική επέμβαση με τον λιγότερο δυνατό κίνδυνο για τον ασθενή.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι της αναισθησίας, τα φάρμακα δρουν σε διαφορετικά αλλά συνδεόμενα μεταξύ τους μέρη του νευρικού συστήματος. Η ύπνωση, για παράδειγμα, προκαλείται μετά από επίδραση στον πυρήνα του εγκεφάλου και είναι όμοια με τη φυσιολογική ενεργοποίηση του ύπνου. Το αποτέλεσμα είναι οι ασθενείς να έχουν μικρότερη δυνατότητα αντίληψης και μικρότερη αντίδραση σε επώδυνα ερεθίσματα.[2]::245
Η απώλεια μνήμης (αμνησία) προκαλείται από τη δράση φαρμάκων σε πολλαπλές (αλλά συγκεκριμένες) περιοχές του εγκεφάλου. Η μνήμη δημιουργείται ως δηλωτική ή μη-δηλωτική μνήμη σε πολλά στάδια (ενεργή μνήμη, μακροχρόνια μνήμη, λειτουργική μνήμη) η δύναμη της οποίας καθορίζεται από την πλαστικότητα των συνάψεων δηλαδή τη δυνατότητα μεταβολής της ισχύς και του πλήθους των συνάψεων ανάμεσα στους νευρώνες.[2]:246 Κάθε αναισθητικό προκαλεί αμνησία μέ διαφορετικό μηχανισμό δράσης στο σχηματισμό της μνήμης ανάλογα με τη δόση. Τα εισπνεόμενα αναισθητικά προκαλούν αμνησία μέσω γενικής καταστολής του πυρήνα σε δόσεις χαμηλότερες απ' αυτές που απαιτούνται για απώλεια συνείδησης. Φάρμακα όπως η μιδαζολάμη προκαλούν αμνησία με διαφορετικά μονοπάτια και συγκεκριμένα μέσω αποκλεισμού του σχηματισμού της μακροχρόνιας μνήμης.[2]:249
Συνδεδεμένη στενά στα πλαίσια της αμνησίας και της ύπνωσης είναι και η συνείδηση. Συνείδηση είναι η υψηλής τάξης διεργασία με την οποία αναλύονται οι πληροφορίες. Για παράδειγμα, η λέξη "ήλιος" φέρνει στο μυαλό πιο πολλά συναισθήματα, αναμνήσεις και μία αίσθηση ζεστασιάς σε σχέση με μία περιγραφή μίας κυκλικής, πορτοκαλί θερμής σφαίρας που φαίνεται στον ουρανό για ένα διάστημα του 24-ώρου. Ομοίως, ένα άτομο μπορεί να βλέπει όνειρα (μία κατάσταση συνείδησης υποκειμενική) ή να έχει συναίσθηση της επέμβασης παρά το ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη γι' αυτό κατά τη διάρκεια της αναισθησίας. Εκτιμάται ότι το 22% των ανθρώπων βλέπουν όνειρα κατά τη γενική αναισθησία και 1 ή 2 ανά 1000 περιστατικά έχουν ένα μικρό επίπεδο συνείδησης κάτι το οποίο ονομάζεται "συναίσθηση κατά τη γενική αναισθησία".[2]:253
Η αναισθησία είναι μοναδική στο ότι δεν είναι ένα ευθύ μέσο θεραπείας, αλλά επιτρέπει σε άλλους να επεμβαίνουν για να διαγνώσουν ή να θεραπεύουν μία νόσο κάτι το οποίο διαφορετικά θα ήταν επώδυνο και πολύπλοκο. Το καλύτερο αναισθητικό είναι εκείνο με τον χαμηλότερο κίνδυνο για τον ασθενή ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται το τελικό επίπεδο της αναισθησίας για να ολοκληρωθεί η επέμβαση. Το πρώτο βήμα για την επίτευξη της αναισθησίας είναι η εκτίμηση προεγχειρητικά του κινδύνου με βάση το ιατρικό ιστορικό, τη φυσική εξέταση και τις εργαστηριακές εξετάσεις. Ο προεγχειρητικός έλεγχος της κατάστασης της υγείας του ασθενή επιτρέπει στον ιατρό να ελαχιστοποιεί τους κινδύνους κατά την αναισθησία. Ένα σωστό ιατρικό ιστορικό οδηγεί σε σωστό προεγχειρητικό έλεγχο στο 56% των περιπτώσεων και με μία κλινική εξέταση το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 73%. Ο εργαστηριακός έλεγχος βοηθάει στον προεγχειρητικό έλεγχο αλλά μόνο στο 3% των περιστατικών, τονίζοντας την ανάγκη για λήψη πλήρους ιστορικού και κλινικής εξέτασης πριν τη χορήγηση αναισθητικών φαρμάκων. Ανεπαρκής προετοιμασία και προεγχειρητικοί έλεγχοι είναι η αιτία του 11% των ανεπιθύμητων επιπλοκών κατά την αναισθησία.[2]:1003
ASA επίπεδο | Κατάσταση υγείας |
---|---|
ASA 1 | Υγιές άτομο |
ASA 2 | Ήπια συστηματική ασθένεια |
ASA 3 | Σοβαρή συστηματική ασθένεια |
ASA 4 | Σοβαρή συστηματική ασθένεια απειλητική για τη ζωή του ασθενή |
ASA 5 | Άτομο σε πολύ σοβαρή κατάσταση που δεν αναμένεται να επιβιώσει χωρίς την επέμβαση |
ASA 6 | Εγκεφαλικά νεκρό άτομο του οποίου τα όργανα αφαιρούνται και προορίζονται για δωρεά |
E | Πρόθεμα που προστίθεται για ασθενείς που υπόκεινται σε επείγουσες επεμβάσεις |
Ένα μέρος της εκτίμησης του κινδύνου βασίζεται στην υγεία του ασθενή. Η Αμερικάνικη Αναισθησιολογική Εταιρεία έχει αναπτύξει μία εξαβάθμια κλίμακα που ταξινομεί την προεγχειρητική φυσική κατάσταση του ασθενή και λέγεται ASA φυσική κατάσταση. Η κλίμακα αυτή εκτιμά ακριβέστερα τον κίνδυνο της αναισθησίας σε σχέση με τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενή.[3]
Το λεπτομερέστερο προεγχειρητικά ιατρικό ιστορικό έχει στόχο να ανακαλύψει γενετικές διαταραχές (όπως κακοήθης υπερθερμία ή ανεπάρκεια της ψευδοχολινεστεράσης), συνήθειες (κάπνισμα, λήψη ναρκωτικών ουσιών και λήψη αλκοόλ), ιδιοσυστασιακά χαρακτηριστικά (όπως παχυσαρκία ή δύσκολος αεραγωγός) και οποιεσδήποτε άλλες συνυπάρχουσες ασθένειες (ιδιαιτέρως καρδιακές και αναπνευστικές παθήσεις), οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν την αναισθησία. Η φυσική εξέταση βοηθά να ποσοτικοποιηθεί οτιδήποτε βρέθηκε στο ιατρικό ιστορικό επιπρόσθετα και με τις εργαστηριακές εξετάσεις.[2]:1003–1009
Εκτός από την εκτίμηση της γενικής κατάστασης της υγείας του ασθενή, μία αξιολόγηση ειδικών παραγόντων που σχετίζονται με το χειρουργείο πρέπει να συνυπολογισθούν κατά την αναισθησία. Για παράδειγμα, στην αναισθησία κατά τη διάρκεια ενός τοκετού θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν όχι μόνο η μητέρα αλλά και το έμβρυο. Καρκίνοι και όγκοι που βρίσκονται στους πνεύμονες ή στην τραχεία δημιουργούν ιδιαίτερες προκλήσεις στη γενική αναισθησία. Μετά τον καθορισμό της υγείας του ασθενή που πρόκειται να λάβει την αναισθησία και των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν για την ολοκλήρωση του χειρουργείου, επιλέγεται ο κατάλληλος τύπος της αναισθησίας. Η επιλογή της εγχειρητικής μεθόδου και της τεχνικής της αναισθησίας έχουν στόχο τη μείωση των επιπλοκών, την ελάττωση του χρόνου που απαιτείται για την ανάνηψη και την ελαχιστοποίηση απάντησης του οργανισμού στο χειρουργικό στρες.
Η αναισθησία αποτελεί συνδυασμό των στόχων που αναφέρθηκαν παραπάνω οι οποίοι επιτυγχάνονται με την επίδραση των φαρμάκων σε διαφορετικά αλλά αλληλοεπικαλυπτόμενα μέρη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η γενική αναισθησία (σε αντίθεση με τη νάρκωση και την περιοχική αναισθησία) έχει τρεις στόχους: την απουσία κινητικότητας (μυοχάλαση), την έλλειψη συνείδησης και την απουσία απάντησης στο χειρουργικό στρες (αναλγησία). Στα πρώτα χρόνια της αναισθησία, τα αναισθητικά μπορούσαν να επιτύχουν μόνο τους δύο πρώτους στόχους, επιτρέποντας του χειρουργούς να πραγματοποιήσουν επεμβάσεις, αλλά πολλοί ασθενείς πέθαιναν λόγω πολύ αυξημένης αρτηριακής πίεσης και ταχυκαρδίας διότι οι χειρουργικοί χειρισμοί ήταν ιδιαίτερα επίπονοι. Τελικά, την ανάγκη της αναλγησίας ταυτοποίησε ο Harvey Cushing, ο οποίος έκανε ένεση τοπικού αναισθητικού πριν την αποκατάσταση κηλών.[2]:30 Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη και άλλων φαρμάκων για αναλγησία ώστε να μειωθούν οι δείκτες θνησιμότητας.
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να επιτευχθούν οι στόχοι της γενικής αναισθησίας είναι μέσω της χρήσης εισπνεόμενων γενικών αναισθητικών. Κάθε ένα έχει τη δική του ισχύ που σχετίζεται με τη διαλυτότητά του σε έλαιο. Αυτή η σχέση υπάρχει διότι τα φάρμακα αυτά συνδέονται άμεσα με κοιλότητες στις πρωτεΐνες του κεντρικού νευρικού συστήματος,παρόλο που πολλές διαφορετικές θεωρίες για τη δράση των γενικών αναισθητικών έχουν περιγραφεί. Τα εισπνεόμενα αναισθητικά πιστεύεται ότι επιδρούν σε διαφορετικά μέρη του κεντρικού νευρικού συστήματος.Για παράδειγμα, η κατάργηση της κινητικότητας από τα εισπνεόμενα αναισθητικά οφείλεται στην επίδραση τους στη σπονδυλική στήλη ενώ η νάρκωση, η ύπνωση και η αμνησία περιλαμβάνουν περιοχές του εγκεφάλου. [2]:515 Η ισχύς των εισπνεόμενων αναισθητικών μετριέται με την ελάχιστη κυψελιδική συγκέντρωση ή MAC. Η MAC αποτελεί την ποσοστιαία δόση του αναισθητικού που αποκλείει την απάντηση σε επώδυνο ερέθισμα στο 50% των ατόμων. Όσο υψηλότερη είναι η MAC, γενικά, τόσο λιγότερο ισχυρό είναι το αναισθητικό.
Το ιδεατό αναισθητικό φάρμακο θα μπορούσε να παρέχει ύπνωση, αμνησία, αναλγησία και μυϊκή χάλαση χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες στην αρτηριακή πίεση, στις σφύξεις και στην αναπνοή. Στη δεκαετία του 1930,οι γιατροί άρχισαν να συνδυάζουν τα εισπνεόμενα αναισθητικά με ενδοφλέβια γενικά αναισθητικά. Τα φάρμακα αυτα χρησιμοποιούμενα σε συνδυασμό παρείχαν περισσότερη ασφάλεια στον αναισθητοποιημένο ασθενή και μία γρηγορότερη ανάνηψη. Ο συνδυασμός των φαρμάκων αργότερα αποδείχθηκε ότι οδηγεί σε χαμηλότερη πιθανότητα θανάτου στις 7 πρώτες μέρες μετά την αναισθησία. Για παράδειγμα, η προποφόλη (ενδοφλέβια έγχυση) θα πρέπει να χορηγείται για την εισαγωγή στην αναισθησία, η φεντανύλη (ενδοφλέβια έγχυση) χρησιμοποιείται για την κατάργηση της απάντησης στο στρες, η μιδαζολάμη (ενδοφλέβια έγχυση) χορηγείται για την επίτευξη αμνησίας και το σεβοφλουράνιο (εισπνεόμενο) χορηγείται κατά τη διάρκεια της επέμβασης για τη συντήρηση των επιδράσεων αυτών. Πιο πρόσφατα, έχουν αναπτυχθεί διάφορα ενδοφλεβίως χορηγούμενα φάρμακα, τα οποία, εάν χρειάζεται, μπορούν να αντικαταστήσουν τελείως τα εισπνεόμενα γενικά αναισθητικά.[2]:720
Το βασικό όργανο σε ένα σύστημα μεταφοράς εισπνεόμενου αναισθητικού είναι ένα μηχάνημα αναισθησίας. Αυτό διαθέτει ψεκαστήρες, εξαεριστήρες, ένα αναισθητικό κύκλωμα αναπνοής , ένα σύστημα σάρωσης των εκπνεόμενων αερίων και μετρητές πιέσεων. Ο σκοπός του μηχανήματος της αναισθησίας είναι να προμηθεύει αναισθητικό αέριο με μία συνεχή ροή (πίεση), οξυγόνο για την αναπνοή και να απομακρύνει το διοξείδιο του άνθρακα και τα υπόλοιπα αποβληθέντα αέρια της αναισθησίας. Καθώς τα εισπνεόμενα αναισθητικά είναι εύφλεκτα, έχουν αναπτυχθεί ποικίλοι έλεγχοι ώστε να επιβεβαιώνεται ότι το μηχάνημα είναι κατάλληλο για χρήση, ότι τα συστήματα ασφαλείας είναι ενεργά και δεν υπάρχουν κίνδυνοι από τα ηλεκτρικά συστήματα.[4] Το ενδοφλέβιο αναισθητικό χορηγείται είτε εφάπαξ είτε με αντλία συνεχούς έγχυσης. Υπάρχουν επίσης και πολλά μικρότερα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση του αεραγωγού και την ηλεκτρονική παρακολούθηση του ασθενή. Το κοινό νήμα της μοντέρνας μηχανικής στον τομέα αυτό είναι η χρήση εξασφαλισμένων συστημάτων που ελαττώνουν τις πιθανότητες καταστροφικής κακής χρήσης του αναισθητικού μηχανήματος.[5]
Οι ασθενείς που βρίσκονται υπό γενική αναισθησία θα πρέπει να υποβάλλονται σε συνεχή ηλεκτρονική παρακολούθηση των φυσιολογικών τους παραμέτρων για να εξασφαλιστεί η ασφάλειά τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αμερικάνικη Αναισθησιολογική Εταιρεία (ASA) έχει θεσπίσει πρωτόκολλο με τις ελάχιστες ζωτικές παραμέτρους που θα πρέπει να παρακολουθούνται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γενική αναισθησία, περιοχική αναισθησία και καταστολή. Αυτό περιλαμβάνει ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), καρδιακό ρυθμό, αρτηριακή πίεση, καταγραφή των εισπνεόμενων και εκπνεόμενων αερίων, κορεσμός του αρτηριακού αίματος σε οξυγόνο (παλμική οξυμετρία) και θερμοκρασία.[6] Στο Ηνωμένο Βασίλειο η Αναισθησιολογική Εταιρεία (AAGBI) έχει θεσπίσει πρωτόκολλο με τις ελάχιστες ζωτικές παραμέτρους που θα πρέπει να παρακολουθούνται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε γενική και περιοχική αναισθησία. Για ελάσσονες χειρουργικές επεμβάσεις, αυτό περιλαμβάνει καταγραφή του καρδιακού ρυθμού, του κορεσμού του αρτηριακού αίματος σε οξυγόνο, της αρτηριακής πίεσης, των εισπνεόμενων και εκπνεόμενων συγκεντρώσεων οξυγόνου, διοξειδίου του άνθρακα και των εισπνεόμενων αναισθητικών παραγόντων. Για περισσότερο επεμβατικές χειρουργικές επεμβάσεις, η καταγραφή θα πρέπει ακόμη να περιλαμβάνει τη θερμοκρασία, τα αποβαλλόμενα ούρα, την αρτηριακή πίεση, την κεντρική φλεβική πίεση, την πίεση στην πνευμονική αρτηρία, και την πίεση ενσφήνωσης στα πνευμονικά τριχοειδή, την καρδιακή παροχή, την δραστηριότητα του εγκεφαλικού φλοιού, και τη νευρομυϊκή λειτουργία. Επιπρόσθετα, ο χώρος του χειρουργείου θα πρέπει να παρακολουθείται για τη θερμοκρασία και την υγρασία του, όπως επίσης και για τη συσσώρευση των εισπνεόμενων αναισθητικών παραγόντων που αποβάλλονται κατά την εκπνοή, που μπορεί να είναι τοξικοί για την υγεία του προσωπικού της χειρουργικής αίθουσας.[7]
Η καταστολή (επίσης αναφέρεται σαν διαχωριστική αναισθησία ή αναισθησία του λυκόφωτος) δημιουργεί υπνωτικές, κατασταλτικές, αγχολυτικές, αμνησιακές, αντισπασμωδικές, και κεντρικά παραγόμενες μυοχαλαρωτικές ιδιότητες. Από την πλευρά του ατόμου που χορηγεί την καταστολή, ο ασθενής εμφανίζεται κοιμισμένος, χαλαρωμένος και έχοντας αμνησία, επιτρέποντας έτσι με ευκολία τη διενέργεια επώδυνων επεμβάσεων. Κατασταλτικά φάρμακα όπως οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται συνήθως σε συνδυασμό με αναλγητικά (όπως οπιούχα αναλγητικά, ή τοπικά αναισθητικά ή συνδυασμό τους) διότι από μόνα τους δεν μπορούν να προσφέρουν ικανοποιητική αναλγησία.[8]
Από την πλευρά του ατόμου που λαμβάνει την καταστολή, το αποτέλεσμα είναι η αίσθηση γενικής χαλάρωσης, η αμνησία (απώλεια μνήμης) και η αίσθηση ότι ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα. Πολλά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν καταστολή και αυτά είναι οι βενζοδιαζεπίνες, η προποφόλη, η πεντοθάλη, η κεταμίνη και τα εισπνεόμενα γενικά αναισθητικά. Το πλεονέκτημα της καταστολής σε σχέση με τη γενική αναισθησία είναι ότι γενικά δεν απαιτεί υποστήριξη του αεραγωγού ή της αναπνοής ( δεν απαιτείται ενδοτραχειακή διασωλήνωση ή μηχανικός αερισμός) και μπορεί να έχει μικρότερη επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα κάτι το οποίο προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια σε μερικούς ασθενείς.[2]:736
Όταν ο πόνος αποκλείεται σε μία περιοχή του σώματος χρησιμοποιώντας τοπικά αναισθητικά, τότε η αναισθησία αυτή αναφέρεται ως περιοχική αναισθησία. Υπάρχουν πολλοί τύποι περιοχικής αναισθησίας ανάλογα με το εάν εγχύεται τοπικό αναισθητικό στον ίδιο τον ιστό που γίνεται η επέμβαση, στη φλέβα που τροφοδοτεί τον ιστό αυτό ή γύρω από το νεύρο που παρέχει αισθητικότητα στην περιοχή της επέμβασης. Αυτός ο τελευταίος τύπος λέγεται και νευρικός αποκλεισμός, ο οποίος διαιρείται σε περιφερικό και κεντρικό νευρικό αποκλεισμό.
Τα παρακάτω αποτελούν τύπους της περιοχικής αναισθησίας:[2]:926–931
Όταν τοπικό αναισθητικό ενίεται γύρω από ένα μεγαλύτερης διαμέτρου νεύρο το οποίο παρέχει αισθητικές ίνες σε μία ολόκληρη περιοχή τότε αυτός καλείται νευρικός αποκλεισμός. Νευρικοί αποκλεισμοί χρησιμοποιούνται συνηθέστερα στην οδοντιατρική όταν το κάτω γναθιαίο νεύρο αποκλείεται για επεμβασεις στα δόντια της κάτω γνάθου. Σε μεγαλύτερης διαμέτρου νεύρα ( όπως κατά τον διασκαλινικό αποκλεισμό για τα άνω άκρα ή τον αποκλεισμό του διαμερίσματος του ψοίτη για τα κάτω άκρα) το νεύρο και η θέση της βελόνης καθορίζονται με υπέρηχο ή ηλεκτρικό ερεθισμό. Η χρήση του υπερήχου μπορεί να ελαττώσει τη συχνότητα των επιπλοκών και να βελτιώσει το χρόνο της προετοιμασίας και το χρόνο εγκατάστασης του αποκλεισμού.[9] Εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας του τοπικού αναισθητικού που απαιτείται για τον αποκλεισμό του νεύρου, θα πρέπει να υπολογίζεται με προσοχή η μέγιστη δόση του τοπικού ναισθητικού που δύναται να χορηγηθεί.Νευρικοί αποκλεισμοί μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και με συνεχή έγχυση, σε μέιζονα χειρουργεία όπως σε αρθροπλαστικές γόνατων, ισχίων και κατ΄ώμων αρθρώσεων, και μπορεί να συσχετιστούν με λιγότερες επιπλοκές.[10] Οι νευρικοί αποκλεισμοί συνδέονται είσης με μικρότερο κίνδυνο νευρολογικών επιπλοκών συγκρινόμενοι με νευροαξονικούς αποκλεισμούς.[2]:1639–1641
Η κεντρική νευροαξονική αναισθησία είναι η ένεση τοπικού αναισθητικού γύρω από τη σπονδυλική στήλη που παρέχει αναλγησία στην κοιλιακή χώρα, στην πύελο ή στα κατώτερα μέρη. Διακρίνεται σε ενδοραχιαία αναισθησία (ένεση μέσα στον υπαραχνοειδή χώρο), επισκληρίδιο (ένεση έξω από τον υπαραχνοειδή χώρο και μέσα στον επισκληρίδιο χώρο) και ιεροκοκκυγική (ένεση μέσα στην ιππουρίδα ή στο ουραίο τμήμα της σπονδυλικής στήλης). Η ενδοραχιαία και η επισκληρίδιος αναισθησία είανι οι πιο συχνά χρησιμποιούμενοι νευροαξονικοί αποκλεισμοί.
Η ενδοραχιαία αναισθησία γίνεται με ένεση μίας μόνο δόσης που προσφέρει γρήγορη εγκατάσταση και βαθιά αναισθησία με χαμηλότερες δόσεις αναισθητικού, και συνδέεται συχνότερα με νευρομυικό αποκλεισμό (απώλεια ελέγχου των μυών). Η επισκληρίδιος αναισθησία απαιτεί μεγαλύτερες δόσεις αναισθησικού που εγχέεται μέσω ενός τοποθετημένου καθετήρα ο οποίος επιτρέπει τον διαδοση της επίδρασης ενώ αυξάνεται το αναισθητικό. Η επισκληρίδιοα αναισθησία τυπικά δεν επιδρά στομυικό έλεγχο.
Επειδή οι κεντρικοί νευροαξονικοί αποκλεισμοί προκαλούν αγγειοδιαστολή, η πτώση της αρτηριασκής πίεσης είναι συνήθης. Αυτή η πτώση καθορίζεται περισσότερο από το φλεβικό κομμάτι του κυκλοφορικού συστήματος το οποίο κατέχει το 75% του κυκλοφορούμενου όγκου αίματος. Οι επιφράσεις αυτές στη φυσιολογία του οργανισμού είναι πιο ισχυρές όταν ο αποκλεισμός εγκαθίσταται πάνω από το 5ο θωρακικό νευροτόμιο. Ένας αναποτελεσματικός αποκλεισμός οφείλεται συχνότερα σε ανεπαρκή αγχόλυση ή καταστολή παρά σε αποτυχία του αποκλεισμού από μόνος του.[2]:1611
Ο πόνος ο οποίος διαχειρίζεται επιτυχώς κατά τη διάρκεια του χειρουργείου και κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο προάγει την υγεία των ασθενών (μειώνοντας το στρες που επηρεάζει τη φυσιολογία του οργανισμού) και την πιθανότητα εμφάνισης χρόνιου μετεγχειρητικού πόνου.[11] Η Αλγαισθησία (η αίσθηση του άλγους) δεν είναι στατικά σκληρά-συνδεδεμένη μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Αντιθέτως, είναι μία δυναμική διαδικασία όπου επίμονα επώδυνα ερεθίσματα μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το σύστημα και να κάνουν δύσκολη τη διαχείρηση του οξέος πόνου ή και να οδηγήσουν στην εμφάνιση χρόνιου πόνου.Γι αυτό το λόγο,η πρώιμη αντιμετώπιση του οξέος πόνου μπορεί να ελαττώσει συγχρόνως και τον οξύ και τον χρόνιο πόνο και είναι σχεδιασμένη για μία συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση, το συκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο χορηγείται (ενδονοσοκομειακός ή εξωνοσοκομειακός ασθενής) και επίσης εξατομικεύεται ανάλογα με τον ίδιο τον ασθενή.[2]:2757
Η αντιμετώπιση του πόνου ταξινομείται σε αυτή πριν να απαιτηθεί και σε αυτή όταν πια απαιτείται. Όταν απαιτείται περιλαμβάνει τυπικά είτε οπιοειδή ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αλλά μπορεί επίσης να γίνει χρήση νεότερων προσεγγίσεων όπως το εισπνεόμενο οξείδιο του αζώτου[12] ή η κεταμίνη.[13] Τα φάρμακα που χορηγούνται επί οξέος πόνου μπορεί να τα διαχειριστεί ο ιατρός (σαν φάρμακα που χρειάζονται κατόπιν αίτησης) ή ο ασθενής χρησιμοποιώντας ελεγχόμενη από τον ασθενή αναλγησία (PCA). Η PCA έχει αποδειχθεί ότι προσφέρει καλύτερο έλεγχο του πόνου και αυξάνει την ικανοποίηση των ασθενών σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους.[14] Συνήθεις προσεγγίσεις αντιμετώπισης οξέος πόνου πριν να απαιτηθεί είναι ο επισκληρίδιος νευροαξονικός αποκλεισμός [15] και οι νευρικοί αποκλεισμοί.[16] Μία αναδρομική μελέτη του ελέγχου του πόνου μετά από διακοιλιακή επέμβαση αορτής έδειξε ότι ο επισκληρίδιος αποκλεισμός προσφέρει καλύτερη ανακούφιση από τον πόνο (ειδικά κατά τις κινήσεις) στην περίοδο μέχρι και τρεις ημέρες μετεγχειρητικά. Επίσης ελαττώνει τη διάρκεια της μετεγχειρητικής ενδοτραχειακής διασωλήνωσης έως και στη μισή. Η εμφάνιση παρατεταμένου μετεγχειρητικά μηχανικού αερισμού και ισχαιμίας του μυοκαρδίου ελαττώνονται επίσης με την επισκληρίδιο αναλγησία.[17]
Οι κίνδυνοι και οι επιπλοκές που σχετίζονται με την αναισθησία διακρίνονται στη νοσηρότητα(μία ασθένεια ή διαταραχή που προέκυψε από την αναισθησία) ή τη θνησιμότητα (θάνατος που προέκυψε από την αναισθησία). Η προσπάθεια να καταγραφεί πόσο η αναισθησία συνδέεται με νοσηρότητα και θνησιμότητα μπορεί να είναι δύσκολη επειδή η κατάσταση της υγείας του ασθενή πριν από την επέμβαση καθώς και η πολυπλοκότητα της χειρουργικής επέμβασης μπουρούν επίσης να συμβάλλουν στους κινδύνους.
Πριν από την αναισθησία στις αρχές του 19ου αιώνα, το stress της φυσιολογίας του οργανισμού που προέκυπτε από την επέμβαση προκαλούσε σημαντικές επιπλοκές και πολλούς θανάτους που οφείλονταν σε καταπληξία. Όσο πιο γρήγορα γινόταν η επέμβαση, τόσο μικρότερη ήταν η συχνότητα των επιπλοκών (οδηγώντας σε αναφορές πολύ γρήγορων ακρωτηριασμών). Η έλευση της αναισθησίας επέτρεψε να πραγματοποιούνται πιο πολύπλοκες και σωτήριες επεμβάσεις, ελαττώνοντας το stress της φυσιολογίας του οργανισμού, αλλά προσθέτοντας έναν παράγοντα κινδύνου. Δύο χρόνια μετά την εισαγωγή του αιθέρα ως αναισθητικό καταγράφηκε ο πρώτος θάνατος που σχετιζόταν άμεσα με την αναισθησία.[19]
Η νοσηρότητα μπορεί να είναι μείζων (ισχαιμία του μυοκαρδίου, πνευμονία, πνευμονική εμβολή, νεφρική δυσλειτουργεία/ανεπάρκεια, μετεγχειρητική μειωμένη ικανότητα αντίληψηςognitive and αλλεργική αντίδραση) ή ελάσσων (ελάσσων ναυτία, έμετος, readmission). Συχνά υπάρχει μία αλληλοεπικάλυψη στους παράγοντες που συμβάλλουν στη νοσηρότητα και στη θνησιμότητα και αυτοί είναι η προηγούμενη κατάσταση της υγείας του ασθενή, η επέμβαση που πραγματοποιήθηκε και η αναισθησία. Για να γίνει αντιληπτός ο σχετικός κίνδυνος του κάθε παράγοντα που συμβάλλει, πρέπει κανείς να σκεφτεί ότι η συχνότητα των θανάτων που οφείλονται αποκλειστικά στην προηγούμενη κατάσταση της υγείας του ασθενή είναι 1:870. Συγκρίνοντας τη συχνότητα αυτή με αυτή των θανάτων που οφείλονται αποκλειστικά στη χειρουργική επέμβαση (1:2860) ή αποκλειστικά στην αναισθησία (1:185,056) αντανακλάται ότι ο σημαντικότερος παράγοντας στην αναισθησιολογική θνησιμότητα είναι η προηγούμενη κατάσταση της υγείας του ασθενή. Αυτά τα στατιστικά δεδομένα μπορούν επίσης να συγκριθούν με την πρώτη μελέτη βασισμένη στη θνησιμότητα στην αναισθησία που έγινε το 1954, η οποί έδειξε μία συχνότητα θανάτων από όλους τους παράγοντες κινδύνου 1:75 και μία συχνότητα θανάτου που αποδιδόταν αποκλειστικά στην αναισθησία 1:2680.[2]:993 Άμεσες συγκρίσεις ανάμεσα στα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τη θνησιμότητα δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων και χωρών εξαιτίας διαφορών στη διαστρωμάτωση των παραγόντων κινδύνου, ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αναισθητικά αύξησαν σημαντικά την ασφάλεια[20] αλλά σε πιο βαθμό είναι ακόμα αβέβαιο.[18]
Για να επιτευχθεί ένα σταθερό επίπεδο νοσηρότητας και θνησιμότητας, έχουν αναφερθεί πολλοί παράγοντες κινδύνου που συμβάλλουν στον σχετικό κίνδυνο της επέμβασης και της αναισθησίας μαζί. Για παράδειγμα, ένας ασθενής ηλικίας 60-79 ετών έχει 2.32 φορές υψηλότερο κίνδυνο από έναν ασθενή μικρότερο από 60 ετών. Επίσης ένας ασθενής με κλίμακα ASA 3,4 ή 5 έχει 10.65 φορές υψηλότερο κίνδυνο από έναν ασθενή με κλίμακα ASA 1 ή 2. Άλλες μεταβλητές περιλαμβάνουν την ηλικία άνω των 80 (3.29 υψηλότερος κίνδυνος από την ηλικία κάτω των 60), το φύλο (οι γυναίκες έχουν χαμηλότερο κίνδυνο 0.77), το επείγον της επέμβασης (οι επείγουσες επεμβάσεις έχουν 4.44 φορές υψηλότερο κίνδυνο), την εμπειρία του εκτελούντος το χειρουργείο (λιγότερα από 8 χρόνια εμπειρίας και/ή λιγότερες από 600 περιπτώσεις έχουν 1.06 φορές υψηλότερο κίνδυνο) και τον τύπο του αναισθητικού (τα τοπικά αναισθητικά έχουν χαμηλότερο κίνδυνο από τα γενικά αναισθητικά).[2]:984 Στις μαιευτικές επεμβάσεις, οι πολύ νέες γυναίκες καιθώς και οι πολύ ηλικιωμένες γυναίκες έχουν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών για αυτό πρέπει να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα ασφαλείας.[2]:969–986
Ο αμέσως επόμενος χρόνος μετά την αναισθησία καλείται ανάνηψη. Η ανάνηψη από τη γενική αναισθησία ή την καταστολή απαιτούν προσεκτική ηλεκτρονική παρακολούθηση γιατί εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος επιπλοκών.[21] Η Ναυτία και ο έμετος συμβαίνουν στο 9.8% αλλά μπορεί να ποικίλλει το ποσοστό ανάλογα με το είδος του αναισθητικού και το είδος της επέμβασης. Υπάρχει ανάγκη για υποστήριξη του αεραγωγού σε ποσοστό 6.8%, επίσης μπορεί να υπάρχει επίσχεση ούρων (πιο συχνά σε ασθενείς άνω των 50 ετών) και υπόταση σε ποσοστό 2.7%. Υποθερμία, ρίγος και σύγχυση είναι επίσης συχνά κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο εξαιτίας της έλλειψης μυικής κινητικότητας( και της επακόλουθης έλλειψης παραγωγής θερμότητας) κατά τη διάρκεια της επέμβασης.[2]:2707
Η Μετεγχειρητική Νοητική δυσλειτουργία (γνωστή επίσης σαν POCD(postoperative cognitive dysfunction) και μετά-αναισθητική σύγχυση) είναι μία διαταραχή στη νόηση μετά το χειρουργείο. Μπορεί να ποικίλλει και να εμφανίζεται ως παραλήρημα κατά την ανάνηψη (άμεση μετεγχειρητική σύγχυση) και βραχυπρόθεσμη νοητική δυσλειτουργία (ελαττωμένη νοητική λειτουργία την πρώτη μετεγχειρητική εβδομάδα). Παρόλο που οι τρεις οντότητες(παραλήρημα, βραχυπρόθεσμη μετεγχειρητική νοητική δυσλειτουργία και μακροπρόθεσμη νοητική δυσλειτουργία) είναι ξεχωριστές,η παρουσία μετεγχειρητικά παραληρήματος προμηνύει την παρουσία βραχυπρόθεσμης νοητικής δυσλειτουργίας. Δεν φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στο παραλήρημα και τη βραχυπρόθεσμη νοητική δυσλειτουργία και στη μακροπρόθεσμη νοητική δυσλειτουργία.[22] Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη που διενεργήθηκε από την Ιατρική Σχολή του David Geffen στο UCLA, ο εγκέφαλος καθοδηγείται μέσα από ποικίλα κέντρα για να βρει το δρόμο του πίσω στη συνείδηση. Ο Dr. Andrew Hudson, βοηθός διευθυντή σε αναισθησιολογικό τμήμα αναφέρει, "Η ανάνηψη από την αναισθησία δεν είναι απλά το αποτέλεσμα της αποβολής του αναισθητικού, αλλά ο εγκέφαλος βρίσκει το δρόμο του μέσα από ποικίλες διεργασίες σε αυτή που του επιτρέπει την ενσυνείδητη κατάσταση. Έτσι απλά, ο εγκέφαλος επανεκκινείται από μόνος του."[23]
Η μακροπρόθεσμη μετεγχειρητική νοητική δυσλειτουργία είναι μία λεπτή επιδείνωση στις νοητικές λειτουργίες, που μπορεί να διαρκέσει για εβδομάδες, μήνες ή και περισσότερο.Πιο συχνά, οι συγγενείς του ασθενή αναφέρουν έλλειψη προσοχής, διαταραχή στη μνήμη ή έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που προηγουμένως το άτομο έκανε με ευχαρίστηση (όπως για παράδειγμα η επίλυση σταυρόλεξου). Ανάλογα.άτομα από τον ίδιο εργασιακό χώρο αναφέρουν ανικανότητα του ατόμου να διεκπεραιώσει αποτελεσματικά καθήκοντα με την ίδια ταχύτητα που τα έκανε προηγουμένως..[24] Υπάρχει αρκετή εμπειρία που δείχνει ότι η μετεγχειρητική νοητική δυσλειτουργία συμβαίνει μετά από καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις και ο μείζων λόγος για αυτό είναι ο σχηματισμός μικροεμβολών. Η μετεγχειρητική νοητική δυσλειτουργία συμβαίνει επίσης και σε μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Τα αίτια της σε αυτές τις επεμβάσεις δεν είναι ξεκάθαρα αλλά η μεγάλη ηλικία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνισή της. [2]:2805–2816
Οι πρώτες προσπάθειες για γενική αναισθησία έγιναν με φυτικά φάρμακα/βότανα που χορηγήθηκαν στην προϊστορία. Η Αιθανόλη είναι ένα από τα παλαιότερα γνωστά κατασταλτικά και χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Μεσοποταμία χιλιάδες χρόνια πριν.[25] Οι Σουμέριοι λέγεται ότι καλλιέργησαν και παρήγαγαν Μήκων την υπνοφόρο (Papaver somniferum) στην κάτω Μεσοποταμία ήδη το 3400 π.Χ.[26][27] Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν κάποια χειρουργικά εργαλεία,[28][29] όπως επίσης και κάποια αδρά αναλγητικά και κατασταλτικά, συμπεριλαμβανομένων πιθανώς ένα εκχύλισμα από το φυτό Μανδραγόρας.[30] Ο Bian Que (Κινέζικα: 扁鹊, Wade–Giles: Pien Ch'iao, c. 300 BC) ήταν ένας θρυλικός Κινέζος παθολόγος και χειρουργός ο οποίος αναφέρεται ότι χρησιμοποιούσε γενική αναισθησία για χειρουργικές επεμβάσεις
Στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική μία ποικιλία ειδών Solanum που περιελάμβανε και ισχυρά αλκαλοειδή του τροπανίου χρησιμοποιούνταν για αναισθησία. Τον 13ο αιώνα στην Ιταλία, ο Theodoric Borgognoni χρησιμοποίησε παρόμοια μείγματα μαζί με οπιοειδή για να προκαλέσει έλλειψη συνείδησης, και αγωγή με συνδυασμένα αλκαλοειδή σαν βάση της αναισθησίας μέχρι τον 19ο αιώνα. Τοπικά αναισθητικά χρησιμοποιούνταν στον πολιτισμό των Ινκα όπου Σαμάνοι μασούσαν φύλλα κόκας και πραγματοποιούσαν επεμβάσεις στο κρανίο αφού πρώτα έφτυναν μέσα στις τομές που δημιουργούσαν για να αναισθητοποιήσουν την περιοχή[31] Η Κοκαΐνη απομονώθηκε αργότερα και έγινε το πρώτο αποτελεσματικό τοπικό αναισθητικό. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1859 από τον by Karl Koller, μετά από συμβουλή του Sigmund Freud, σε οφθαλμολογική επέμβαση το 1884.[32] Ο Γερμανός χειρουργός August Bier (1861–1949) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την κοκαΐνη για ενδοραχιαία αναισθησία το 1898.[33] Ο Ρουμάνος χειρουργός Nicolae Racoviceanu-Piteşti (1860–1942) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε οπιοειδή για ενδοραχιαία αναλγησία και παρουσίασε την εμπειρία του στο Παρίσι το 1901.[34]
Πρώιμες Αραβικές γραφές τονίζουν την αναισθησία μέσω εισπνοής.Η ιδέα αυτή αποτέλεσε τη βάση για τον "υπνωτικό σπόγγο" ("σπόγγο του ύπνου"), ο οποίος εισήχθη από την Ιατρική Σχολή του Salerno στα τέλη του 12ου αιώνα και από τον Ugo Borgognoni (1180–1258) τον 13ο αιώνα. Ο σπόγγος χρησιμοποιήθηκε και περιγράφηκε από τον συνεργάτη χειρουργό και υιό του Ugo, Theodoric Borgognoni (1205–1298). Σε αυτή την αναισθητική μέθοδο, ένας σπόγγος εμποτίζεται σε ένα διάλυμα οπίου, μανδραγόρα, χυμού από κώνειο και άλλες ουσίες. Ο σπόγγος στη συνέχεια στεγνώνει και αποθηκεύεται. Ακριβώς πριν από το χειρουργείο υγραίνεται και στη συνέχεια τοποθετείται κάτω από τη μύτη του ασθενή. Όταν όλα πηγαίνουν καλά, οι οσμές καθιστούν τον ασθενή αναίσθητο.
Το πιο δημοφιλές αναισθητικό, ο αιθέρας, πρέπει να συντέθηκε πρώτη φορά τον 8ο αιώνα,[35][35][36] αλλά πήρε αρκετούς αιώνες μέχρι να εκτιμηθεί η σημασία του ως αναισθητικό, παρόλο που τον 16ο αιώνα ο ιατρός και πολυμαθής Paracelsus σημείωσε ότι κοτόπουλα που εισέπνευσαν αιθέρα όχι μόνο κοιμόντουσαν αλλά δεν αισθάνονταν και πόνο. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο αιθέρας χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους, αλλά μόνο ως ναρκωτικό φάρμακο.[37]
Ταυτόχρονα, το 1772, ο Άγγλος επιστήμονας Joseph Priestley ανακάλυψε το αέριο υποξείδιο του αζώτου. Αρχικά, οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν θανατηφόρο αέριο, ακόμα και σε μικρές δόσεις, όπως κάποια άλλα οξείδια του αζώτου. Ωστόσο, το 1799, ο Άγγλος χημικός και εφευρέτης Humphry Davy αποφάσισε να αποκαλύψει δοκιμάζοντας το στον εαυτό του. Προς έκπληξη του ανακάλυψε ότι το υποξείδιο του αζώτου τον έκανε να γελά, για αυτό του έδωσε το υποκοριστικό αέριο του γέλιου. Ο Davy έγραψε για τις πιθανές αναισθητικές ιδιότητες του υποξειδίου του αζώτου, αλλά κανένας τότε δεν πείστηκε αρκετά.
Ο Αμερικάνος ιατρός Crawford W. Long σημείωσε ότι οι φίλοι του δεν αισθάνονταν πόνο όταν αυτοτραυματίζονταν κάτω από την επίδραση του αιθέρα. Αμέσως σκέφτηκε την πιθανότητα χρησιμοποίησης του στη χειρουργική. Ένας συμμετέχοντας σε αυτούς τους "εύθυμους του αιθέρα", ο μαθητής James Venable, είχε δύο μικρούς όγκους που έπρεπε να εκταμούν, αλλά φοβούμενος τον πόνο δεν υποβαλλόταν σε επέμβαση. Τότε ο Long, πρότεινε να κάνει την επέμβαση υπό την επίδραση του αιθέρα. Ο Venable συμφώνησε και στις 30 Μαρτίου του 1842 υποβλήθηκε σε μία ανώδυνη επέμβαση. Ωστόσο ο Long, δεν ανακοίνωσε την ανακάλυψή του μέχρι το 1849.[38]
Στις 16 Οκτωβρίου του 1846 ο οδοντίατρος από τη Βοστώνη William Thomas Green Morton έκανε την πρώτη του δημόσια παρουσίαση για τα εισπνεόμενα αναισθητικά.[39] Ο Morton, ο οποίος δεν γνώρισε τη προηγούμενη ανακάλυψη του Long, προσκλήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασσαχουσέτης για να παρουσιάσει τη νέα του τεχνική για ανώδυνα χειρουργεία. to demonstrate his new technique for painless surgery. Αφότου ο Morton εισήγαγε την αναισθησία, ο χειρουργός John Collins Warren αφαίρεσε έναν όγκο από τον τράχηλο του Edward Gilbert Abbott. Αυτό έγινε στην αίθουσα χειρουργείου που σήμερα ονομάζεται Ναός το Αιθέρα. Ο προηγουμένως σκεπτικός Warren εντυπωσιάστηκε και δήλωσε, "Κύριοι, αυτό δεν είναι ευτελές". Σε ένα γράμμα στον Morton σύντομα, ο ιατρός και συγγραφέας Oliver Wendell Holmes, Sr. πρότεινε να ονομαστεί η κατάσταση που δημιουργούνταν αναισθησία και η διαδικασία ως αναισθητικό.[37]
Ο Morton αρχικά προσπάθησε να κρύψει την πραγματική φύση της αναισθητικής του ουσίας, αναφέροντας την σαν Letheon. Έλαβε την Αμερικάνικη πατέντα για την ουσία του, αλλά τα νέα του πετυχημένου αναισθητικού εξαπλώθηκαν γρήγορα έως το 1946. Σεβαστοί χειρουργοί στην Ευρώπη όπως οι Liston, Dieffenbach, Pirogov, και Syme γρήγορα έκαναν πολυάριθμες επεμβάσεις με αιθέρα. Ένας γεννημένος στην Αμερική ιατρός, ο Boott, ενθάρρυνε τον Λονδρέζο οδοντίατρο James Robinson να πραγματοποιήσει μία οδοντιατρική επέμβαση σε μία κυρία Lonsdale. Αυτή ήταν η πρώτη φορά ενός χειρουργού-αναισθησιολόγου. Την ίδια μέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1846, στοDumfries Royal Infirmary, στη Σκωτία, ο Dr. Scott χρησιμοποίησε αιθέρα για μία χειρουργική επέμβαση.[40] Η πρώτη χρήση της αναισθησίας στο Νότιο Ημισφαίριο έγινε στο Launceston, Tasmania, το ίδιο έτος. Ανεπιθύμητες ενέργειες του αιθέρα όπως οι έντονοι έμετοι και η ευφλεκτότητά του οδήγησαν στην αντικατάστασή του στην Αγγλία από το χλωροφόρμιο.
Το χλωροφόρμιο ανακαλύφθηκε το 1831 από τον Αμερικάνο ιατρό Samuel Guthrie (1782-1848), και ανεξάρτητα κάποιους μήνες αργότερα από τον Γάλλο Eugène Soubeiran (1797-1859) και από τον Justus από τη Λιψία (1803-73) στη Γερμανία και ονομάστηκε και χαρακτηρίστηκε χημικά το1834 από τον Jean-Baptiste Dumas (1800–84).Οι αναισθητικές του ιδιότητες αναφέρθηκαν πρώιμα το 1847 από τη Marie-Jean-Pierre Flourens (1794–1867). Η χρήση του χλωροφορμίου είναι συνδεδεμένη με τον James Young Simpson, ο οποίος σε μία ευρεία μελέτη των oοργανικών ενώσεων, ανακάλυψε την αποτελεσματικότητα του χλωροφορμίου στις 4 Νοεμβρίου του 1847. Η χρήση του εξαπλώθηκε γρήγορα και κέρδισε βασιλική αποδοχή το 1853 όταν ο John Snow το χορήγησε στη βασίλισσα Βικτωρία κατά τη γέννηση του Πρίγκηπα Λεοπόλδου. Δυστυχώς παρά το ότι δεν ήταν εύφλεκτο και εκρηκτικό όπως ο αιθέρας, το χλωροφόρμιο δεν είναι ασφαλές φαρμακολογικά, ειδικά όταν χορηγείται από ανειδίκευτο προσωπικό (φοιτητές ιατρικής, νοσοκόμες και άλλα άτομα που πιέζονταν να χορηγήσουν αναισθησία. Αυτό οδήγησε σε πολλούς θανάτους από τη χρήση του χλωροφορμίου που (με τη γνώση που αποκτήθηκε μετά) θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. Ο πρώτος θάνατος που συνδέθηκε άμεσα με την αναισθησία με χλωροφόρμιο συνέβη στις 28 Ιανουαρίου του 1848 μετά το θάνατο της Hannah Greener.
Ο John Snow στο Λονδίνο δημοσίευσε άρθρα τον Μάιο του 1848 πάνω στο θέμα ο Ναρκωτισμός από την εισπνοή Ατμών στην ιατρική εφημερίδα του Λονδίνου.[41] Ο Snow επίσης εισήγαγε τον εαυτό του στην παραγωγή του εξοπλισμού που χρειάζεται για τη χορήγηση των εισπνεόμενων αναισθητικών,τον πρόδρομο του σημερινού μηχανήματος της αναισθησίας.
Από τα πρώτα διάσημα αναισθητικά, μόνο το υποξείδιο του αζώτου χρησιμοποιείται ευρέως ακόμα και σήμερα, με το χλωροφόρμιο και τον αιθέρα να έχουν αντικατασταθεί από άλλα ασφαλέστερα και μερικές φορές ακριβότερα γενικά αναισθητικά, και η κοκαΐνη από πιο αποτελεσματικά τοπικά αναισθητικά με λιγότερες πιθανότητες δημιουργίας εξάρτησης.
Σχεδόν όλοι οι πάροχοι υγείας χρησιμοποιούν σε κάποιο βαθμό την αναισθησία, ωστόσο οι περισσότεροι επαγγελματίες υγείας έχουν τους δικούς τους ειδικούς σε κάθε τομέα όπως στην ιατρική, τη νοσηλευτική και στην οδοντιατρική.
Οι γιατροί που ειδικεύονται στην περιεγχειρητική φροντίδα, την ανάπτυξη ενός αναισθητικού πλάνου, και στη διαχείριση των αναισθητικών είναι γνωστοί στις Ηνωμένες Πολιτείες ως αναισθησιολόγοι και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία ως αναισθητικοί ή αναισθησιολόγοι. Όλα τα αναισθητικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, το Χονγκ Κονγκ και την Ιαπωνία χορηγούνται αποκλειστικά από τους αναισθησιολόγους. Οι νοσηλευτές επίσης χορηγούν αναισθησία σε 109 έθνη.[42] Στις Ηνωμένες Πολιτείες 35% των αναισθητικών χορηγούνται αποκλειστικά από τους αναισθησιολόγους, περίπου 55% χορηγούνται από ομάδες αναισθητικής φροντίδας (ACTs, anesthesia care teams), όπου αναισθησιολόγοι καθοδηγούν άμεσα βοηθούς αναισθησιολόγων ή πιστοποιημένους νοσηλευτές αναισθησιολογίας (CRNAs, certified registered nurse anesthetics), και περίπου 10% των αναισθητικών χορηγούνται αποκλειστικά από τους πιστοποιημένους νοσηλευτές αναισθησιολογίας.[42][43][44] Επίσης μπορεί να υπάρχουν βοηθοί αναισθησιολόγου (Ηνωμένες Πολιτείες) ή βοηθοί ιατρού (αναισθησία) (Ηνωμένο Βασίλειο) οι οποίοι βοηθούν με την αναισθησία. [45]
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η αναισθησία πρέπει να διαφοροποιηθεί ανάλογα με το είδος της επέμβασης (π.χ. αν πρόκειται για καρδιοχειρουργική επέμβαση, καρδιοθωρακική επέμβαση ή νευροχειρουργική επέμβαση), τις ιδιαιτερότητες του ασθενή (π.χ αν πρόκειται για παιδιατρική, γηριατρική, βαριατρική ή μαιευτική επέμβαση) και σε ειδικές καταστάσεις (όπως είναι σε τραύμα, στη ρομποτική χειρουργική ή σε ιδιαίτερους περιβαλλοντικούς παράγοντες).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.