Αμυλάση
ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση του αμύλου προς υδατάνθρακες / From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο αμύλαση περιγράφεται το ένζυμο που μπορεί να αποικοδομεί το άμυλο σε υδατάνθρακες με μικρότερο μήκος αλυσίδας. Η διάσπαση του αμύλου από τις αμυλάσες γίνεται με υδρόλυση των γλυκοζιτικών δεσμών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολυσακχαρίτες, ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες και τελικά γλυκόζη.
Η αμυλάση είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε αρκετά όργανα του σώματος από τα οποία τα κυριότερα είναι οι σιελογόνοι αδένες, τα νεφρά και τα όργανα του πεπτικού συστήματος. Αιτίες υψηλής αμυλάσης στο πλάσμα είναι η οξεία παγκρεατίτιδα, η κατανάλωση αλκοόλ, η χολοκυστίτιδα, η νόσος της χοληδόχου κύστης, η εντερική απόφραξη, η απόφραξη παγκρεατικού πόρου καθώς και ο καρκίνος, όπως για παράδειγμα ο καρκίνος του παγκρέατος. Οι φυσιολογικές τιμές της αμυλάσης στο αίμα είναι 60-120 U/ml[1]
Στον ανθρώπινο οργανισμό υπάρχουν δύο αμυλάσες, μία στο σάλιο (γνωστή και ως «πτυαλίνη») και μία στο παγκρεατικό υγρό. Η αμυλάση του σάλιου έχει ως σκοπό να ξεκινήσει τη διαδικασία διάσπασης του αμύλου σε απλούστερα σάκχαρα (κυρίως δεξτρίνες και μαλτόζη) σχεδόν ταυτόχρονα με τη λήψη της τροφής. Έτσι, κατά τη διάρκεια της μάσησης και της ανάμιξης της τροφής με το σάλιο ξεκινά ήδη η πέψη των αμυλούχων τροφών. Η διαδικασία αποικοδόμησης συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στο λεπτό έντερο, με το μίγμα ενζύμων και ηλεκτρολυτών που εκκρίνεται από το πάγκρεας.