Ρώσος αρχιστράτηγος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Σουβόροφ (ρωσ. Алекса́ндр Васи́льевич Суво́ров[1], 24 Νοεμβρίου 1730 – 18 Μαΐου 1800) ήταν Ρώσος στρατιωτικός. Συμμετείχε σε εξήντα μάχες κατά των Πολωνών, των Γάλλων και των Τούρκων, τις οποίες κέρδισε όλες. Θεωρείται ως ο σημαντικότερος θεμελιωτής της ρωσικής πολεμικής τακτικής και είναι γνωστός για τα στρατιωτικά εγχειρίδια που συνέγραψε.[1] Επί Αικατερίνης Β' είχε νικήσει πολλές φορές τους Τούρκους και τους Πολωνούς και διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με την Αυτοκράτειρα, η οποία λέγεται ότι τον έσωσε από τη θανατική ποινή. Ωστόσο, με τον επόμενο Αυτοκράτορα, Παύλο Α', ο Σουβόροφ είχε κακές σχέσεις και έπεσε σε πρόσκαιρη δυσμένεια. Ύστερα όμως του ανατέθηκε να βοηθήσει τους Αυστριακούς στον πόλεμο κατά της Γαλλικής Επανάστασης και εξεστράτευσε στην Ιταλία και στην Ελβετία. Μετά τις εν λόγω εκστρατείες, επέστρεψε στη Ρωσία, όπου άφησε την τελευταία του πνοή έπειτα από λίγες ημέρες. Ο Σουβόροφ έφερε τον τίτλο του κόμη του Ρίμνικ και του απονεμήθηκαν ο ιταλικός τίτλος του πρίγκιπα του Οίκου της Σαβοΐας και ο γερμανικός του κόμη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ έφτασε στον βαθμό του Αρχιστράτηγου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (θεωρείται ο τέταρτος και τελευταίος, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο αυτοτιτλοδοτημένος Στάλιν).[1][2]
Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Σουβόροφ Александр Васильевич Суворов | |
---|---|
Πορτραίτο του Σουβόροφ, έργο του Τζωρτζ Ντόου | |
Γέννηση | 13 (24) Νοεμβρίου 1730 Μόσχα, Ρωσική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 6 (18) Μαΐου 1800 Αγία Πετρούπολη, Ρωσική Αυτοκρατορία |
Ενταφιασμός | Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αλέξανδρου Νιέφσκι, Αγία Πετρούπολη, Ρωσική Αυτοκρατορία |
Χώρα | Ρωσικός Αυτοκρατορικός Στρατός |
Κλάδος | Πεζικό και Φρουρά |
Εν ενεργεία | 1748-1800 |
Βαθμός | Στρατάρχης |
Μονάδες | Μονάδες της Ρωσικής και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας |
Μάχες/πόλεμοι | Πόλεμοι με τη Συνομοσπονδία του Μπαρ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) Πολιορκία του Γκίρσοβο Μάχη του Κοζλούντζι Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787—1792) Μάχη του Κίνμπουρν Μάχη του Φοκσάνι Μάχη του Ρίμνικ Πολιορκία του Ισμαηλίου (1790) Ιταλική εκστρατεία του Σουβόροφ Μάχη του Νόβι (1799) Μάχη του ποταμού Άντα Ελβετική εκστρατεία του Σουβόροφ |
Τιμές | Τάγμα του Αγίου αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου Τάγμα του Αγίου Γεωργίου Χρυσό Σπαθί «Δι' ανδρείαν» Τάγμα του Αγίου Βλαδίμηρου Τάγμα του Αγίου Αλέξανδρου Νιέφσκι Τάγμα της Αγίας Άννας Σταυρός του Αγίου Ιωάννης της Ιερουσαλήμ κ.α |
Σύζυγος | Varvara Ivanovna Prozorovskaya |
Συγγενείς | Βαρβάρα Ιβάναβνα Προζορόφσκι (σύζυγος), Νατάλια Αλεξάντραβνα (κόρη) και Αρκάντι Αλεξάντροβιτς (γιος) |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αλεξάντρ Σουβόροφ γεννήθηκε στις 13 (24) Νοεμβρίου[Σημ. 1] 1729 ή 1730, και καταγόταν από οικογένεια Ρώσων ευγενών.[3] Στη μοναδική και αυτόγραφη σημείωσή του αναφέρει ότι γεννήθηκε το 1730 αλλά σε μια απ' τις αυτοβιογραφίες του δηλώνει ότι κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό το 1742, στην ηλικία των 15, δηλαδή γεννήθηκε το 1727.[4] Στα χαρτιά του σώματος που κατατάχθηκε αναφέρεται ότι ο Αλεξάντρ ήταν 12 ετών εκείνη την εποχή, άρα γεννήθηκε το 1730.[5][4] Ακόμα και ο τόπος γέννησης του είναι αβέβαιος, αλλά θεωρείται ότι γεννήθηκε στη Μόσχα.[5] Πατέρας του ήταν ο Βασίλι Ιβάνοβιτς Σουβόροφ, συγγραφέας του πρώτου ρωσικού στρατιωτικού λεξικού, μεταφραστής των έργων οχυρωματικής του μαρκησίου Βωμπάν (Vauban) και ανάδοχος του Τσάρου Πέτρου Α'. Μητέρα του ήταν η Αβντότια (Ευδοκία) Φεντόσεεβνα Σουβόροβα για την οποία λεγόταν ότι ήταν αρμενικής καταγωγής[6][7] — αν και η άποψη αυτή αμφισβητείται.[8] Οι πρόγονοι του Σουβόροφ, που έφεραν αρχικά το επίθετο Σουβόρ, κατάγονταν απ' τη Σουηδία και μετακόμισαν στη Ρωσία το 1662, όποτε έλαβαν τη ρωσική ιθαγένεια.[9][10]
Κατά την παιδική του ηλικία, ο Σουβόροφ ήταν φιλάσθενος και, γι´αυτό, ο πατέρας του τον προόριζε για πολιτική υπηρεσία.[6] Ωστόσο, ο Αλεξάντρ ενδιαφερόταν περισσότερο για το στρατό και μάθαινε στρατιωτική ιστορία απ' τα βιβλία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Ο Αβραάμ Πετρόβιτς Γκαννιμπάλ, οικογενειακός φίλος των Σουβόροφ, έπεισε τον Βασίλι να επιτρέψει στον γιο του ν’ ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία.[11] Το 1742 κατατάχθηκε στο Σύνταγμα Φρουράς του Σεμιενόφσκι, όπου υπηρέτησε για 6,5 έτη και μάθαινε ξένες γλώσσες.
Το 1754, ο Σουβόροφ έλαβε τον βαθμό του υπολοχαγού και εντάχθηκε στο Σύνταγμα Πεζικού του Ιγνκερμάνλαντσκ, ενώ κατά την περίοδο 1756-1758 υπηρέτησε στο Ανώτατο Επιτελείο (το οποίο δημιούργησε ο Πέτρος Α'). Κατά τον Επταετή Πόλεμο υπηρέτησε στο ρωσικό πυροβολικό με τον βαθμό του ταγματάρχη. Το 1758 διορίστηκε διοικητής του Μέμελ (νυν Κλαϊπέντα) και στις 14 (25) Ιουλίου 1759 έτρεψε σε φυγή ένα σώμα Πρώσσων Δραγόνων ως διοικητής του αντίστοιχου ρωσικού σώματος και αργότερα έγινε επιτελικός στο σώμα του Αρχιστράτηγου Βίλλιμ Φέρμορ. Μ' αυτό τον βαθμό πολέμησε στο Κούνερσντορφσκ,[12] ενώ τον επόμενο χρόνο έγινε διοικητής μεγάλης μονάδας και έλαβε μέρος στην κατάληψη του Βερολίνου από τους Ρώσους. Το 1761 ήταν διοικητής διάφορων σωμάτων Δραγόνων, Ιππέων και Κοζάκων, τα οποία συμμετείχαν σε επιθέσεις στην Πολωνία και ανάγκασε τον Γερμανό στρατηγό Πλάτεν να απομακρύνει τις δυνάμεις του απ' το Γκολνάου.
Στις 26 Αυγούστου (7 Σεπτεμβρίου) 1762, ο Σουβόροφ έλαβε το βαθμό του συνταγματάρχη και διορίστηκε διοικητής του 12ου Σώματος των Γρεναδιέρων στο Αστραχάν, το οποίο ανέλαβε τη φρουρά της Αγίας Πετρούπολης κατά τη διάρκεια της στέψης της Αικατερίνης Β' στη Μόσχα.[5] Όταν έφτασε στη Μόσχα, η Αικατερίνη του χάρισε ένα πίνακα, όπου ο Σουβόροφ έγραψε: «Αυτή η πρώτη συνάντηση άνοιξε τον δρόμο μου στη δόξα».[13] Κατά την περίοδο 1763-1769 ήταν διοικητής του 62ου Σώματος Πεζικού στο Σούζνταλ. Εκεί έγραψε το βιβλίο Εγκατάσταση του Συντάγματος (ρωσ. Полковое учреждение), στο οποίο κατέγραψε κανόνες για την εκπαίδευση των στρατιωτών.[14][15] Το Σεπτέμβριο του 1768 έλαβε τον βαθμό του ταξίαρχου.
Στις 15 (26) Μαΐου διορίστηκε διοικητής των Σωμάτων Φρουράς του Σμολένσκ, του Σούζνταλσκ και του Νιζεγκαρόντσκ, με διαταγές να κινηθεί στην Πολωνία για ν' αντιμετωπίσει τη Συνομοσπονδία του Μπαρ. Αυτή η εκστρατεία έδειξε τα αποτελέσματα της μεθόδου εκπαίδευσης του Σουβόροφ: Οι στρατιώτες του διέσχισαν την απόσταση των 850 μιλίων μέσα σε ένα μήνα και μονάχα έξι απ' αυτούς αρρώστησαν.[16] Η τακτική του Σουβόροφ έδωσε πολλές νίκες στους Ρώσους.[17] Ως διοικητής διάφορων σωμάτων, ο Σουβόροφ επιτέθηκε στα σώματα της Συνομοσπονδίας του Μπαρ σ' αρκετές πόλεις της Πολωνίας. Στις 2 (13) Σεπτεμβρίου 1769 πέτυχε νίκη σε μάχη που διεξήχθη στο χωριό Ορέχοβο, ενώ στις 1 (12) Ιανουαρίου 1770 έλαβε τον βαθμό του υποστράτηγου.
Τον ίδιο χρόνο, ο Σουβόροφ νίκησε τους Πολωνούς σε αρκετές μάχες και τον Οκτώβριο στάλθηκε στην περιφέρεια Λιούμπλινσκ για να αναλάβει τη διοίκηση του ρωσικού στρατού στην περιοχή, αλλά στον δρόμο υπέστη κάταγμα θώρακος και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο για περίπου επτά μήνες. Το Μάιο του 1771 νίκησε το Γάλλο στρατηγό Σαρλ Φρανσουά Ντυμουριέ στη μάχη του Λιαντσκορόνα.[18] Στις 13 (24) Σεπτεμβρίου 1771 κατατρόπωσε το σώμα του Μιχαήλ Ογκίνσκι, αν και ο αντίπαλος ήταν αριθμητικά υπέρτερος (πέντε χιλιάδες Πολωνοί έναντι 900 Ρώσων). Σ´αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 80 Ρώσοι και χίλιοι Πολωνοί. Οι Ρώσοι αιχμαλώτισαν επίσης 700 Πολωνούς, συμπεριλαμβανομένων και 30 διοικητών.[19]
Κύρια επιτυχία του Σουβόροφ στην πρώτη του εκστρατεία στην Πολωνία ήταν η ανακατάληψη του οχυρού της Κρακοβίας, το οποίο είχαν καταλάβει οι Γάλλοι, υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Σουαζί. Ο Σουβόροφ, μαθαίνοντας το νέο, συγκέντρωσε ένα μικρό σώμα και βάδισε κατά του οχυρού · καθ’ οδόν άλλα ρωσικά σώματα ενώθηκαν μαζί του. Το οχυρό πολιορκήθηκε επί τρεις μήνες, ενώ, παράλληλα, οι Πολωνοί προσπαθούσαν να σπάσουν το ρωσικό μέτωπο. Τελικά, στις 15 (26) Απριλίου 1772, ο Σουβόροφ κατέλαβε το οχυρό. Γι' αυτή την επιτυχία έλαβε χίλια τσέρνοβετς και δέκα χιλιάδες ρούβλια για τον εαυτό του και για τους στρατιώτες του.[20] Η επιτυχία αυτή του Σουβόροφ επηρέασε αποφασιστικά τις τελικές ρυθμίσεις του διαμελισμού της Πολωνίας μεταξύ Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσίας (Σεπτέμβριος 1772).[21][22]
Μετά την επιτυχία του στην Πολωνία, ανετέθη στο Σουβόροφ η αποστολή να επιθεωρήσει και να ενισχύσει τη ρωσική φρουρά στα σύνορα με τη Σουηδία. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1773 στάλθηκε στα Βαλκάνια και, συγκεκριμένα, στην Πρώτη Στρατιά του Πιότρ Ρουμιάντσεφ, στο σώμα του στρατηγού Σαλτικόφ. Όταν έφτασε στο Νεγκοέστι, έλαβε διαταγή να παρακολουθεί το οχυρό του Τουρτουκάι. Οι Τούρκοι πίστεψαν ότι οι Ρώσοι δεν θα επιχειρούσαν να καταλάβουν το οχυρό καθώς είχαν λιγότερες δυνάμεις. Ωστόσο, οι Ρώσοι επιτέθηκαν και κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους, αλλά η πόλη καταστράφηκε και οι γεωργοί μετανάστευσαν στα ρωσικά εδάφη του Δούναβη. Ο Σουβόροφ τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και δέχτηκε αυστηρή επίπληξη, καθώς είχε λάβει εντολές να παρακολουθεί και όχι να καταλάβει το οχυρό. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Επιτελείο φαίνεται να ζήτησε τη θανάτωσή του, αλλά η Αικατερίνη Β', σύμφωνα με την προφορική παράδοση, δήλωσε ότι «τους νικητές δεν τους δικάζουν».[23] Οι Ρώσοι δεν εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη του Σουβόροφ με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ανακαταλάβουν το οχυρό. Στις 17 (28) Ιουνίου, όμως, ο Σουβόροφ επιτέθηκε, αν και οι Τούρκοι είχαν τους διπλάσιους άνδρες, και κατάφερε να απωθήσει εκ νέου τους Τούρκους και να καταλάβει το οχυρό.[24]
Ο Σουβόροφ διορίστηκε, τον Ιούλιο, διοικητής φρουράς στο Γκίρσοβο (ή Χίρσοβο - βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούναβη), όπως στις 3 (14) Σεπτεμβρίου 1773 δέχθηκε επίθεση απ' τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους τέσσερις χιλιάδες άνδρες πεζικό και τρεις χιλιάδες άνδρες ιππικό. Ο Σουβόροφ περίμενε τους Τούρκους να πλησιάσουν και άρχισε να αντεπιτίθεται σε διάφορα σημεία. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες των Τούρκων ανέρχονταν σε σχεδόν δύο χιλιάδες άνδρες (μαζί με δύο πασάδες), ενώ των Ρώσων σε μονάχα 200 άνδρες.[25]
Ο Σουβόροφ επιστρέφει στη Μόσχα τον Οκτώβριο για διακοπές και το Μάρτιο του επόμενου έτους λαμβάνει τον βαθμό του αντιστρατήγου. Αργότερα συμμετέχει στην επίθεση του Καμένσκι στο Ντόμπριτς και, εν συνεχεία, αντιμετωπίζει τους Τούρκους στο Κοζλούντζι. Χάρη στη βοήθεια του Μιχαήλ Καμένσκι, μελλοντικό Στρατάρχη των Ρωσικών Δυνάμεων, ο Σουβόροφ κατάφερε να επικρατήσει έναντι του Αμπντούλ Ρεζάκ στη μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκαν 209 Ρώσοι και 1.200 Τούρκοι. Κύρια συνέπεια της μάχης ήταν η υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[26] Στη συνθήκη αυτή οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, η ανάπτυξη του εμπορίου των Ελλήνων, υπόδουλων εκείνη την εποχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που είχε σαν απώτερη συνέπεια την οικονομική ευρωστία του ελληνικού χώρου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.[5] Προς τιμή του Σουβόροφ η πόλη μετονομάστηκε σε Σουβόροβο, όνομα που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Το 1774 έγινε διοικητής της 6ης μοσχοβίτικης μονάδας και τον Αύγουστο του ιδίου έτους στάλθηκε για να καταπνίξει την Αγροτική Επανάσταση, αρχηγός της οποίας ήταν ο Εμελιάν Πουγκατσιόφ.[5][27] Ο Ιβάν Μίχελσον είχε, όμως, ήδη διαλύσει τις επαναστατικές δυνάμεις πριν από την άφιξη του Σουβόροφ στο Βόλγα, στον οποίο ανετέθη νέα αποστολή (μαζί με τον Μίχελσον): να κινηθεί προς το Τσαρίτσιν (νυν Βόλγκογκραντ) για να συλλάβει τον Πουγκατσιόφ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε εντέλει από τον εκατόνταρχο Χάρτσεφ. Ο Σουβόροφ τον έφερε στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ) και, εν συνεχεία, ασχολήθηκε με την ακινητοποίηση των επαναστατικών σωμάτων και την ειρήνευση του πληθυσμού στην περιοχή.[28] Τον επόμενο χρόνο έλαβε άδεια για ένα έτος λόγω του θανάτου του πατέρα του και της γέννησης της κόρης του, Νατάλιας.[29] Με τη λήξη της άδειάς του, ο Σουβόροφ διορίστηκε διοικητής της μονάδας της Αγίας Πετρούπολης, και αργότερα ανέλαβε, εξαιτίας ασθένειας του στρατηγού Πραζαρόφσκι, την ηγεσία ολόκληρου του ρωσικού στρατού στην Κριμαία και στο δέλτα του Δούναβη. Ο Σουβόροφ υποστήριξε τον διορισμό του Σαχίν Γκιρέι στη θέση του χάνου της Κριμαίας (την έλαβε κατόπιν μεγάλης πίεσης των ρωσικών δυνάμεων και της ρωσικής διπλωματίας), ενώ ο προηγούμενος χάνος, Ντεβλέτ Δ' Γκιρέι, ύστερα από βαριές ήττες, διέφυγε στην Τουρκία.[30]
Όταν η κατάσταση στην περιοχή έγινε πιο ήρεμη, ο Σουβόροφ έλαβε άδεια για λόγους υγείας και μετακόμισε στην Πολτάβα. Στα τέλη του 1777 διορίστηκε Διοικητής του Σώματος του Κουμπάν.[31] Μέσα σε τρεις μήνες, ο Σουβόροφ αναδιοργάνωσε την άμυνα της πόλης, εκπαίδευσε κατάλληλα τον στρατό και οργάνωσε άριστη κατασκοπία, κάτι που του επέτρεπε να γνωρίζει τις κινήσεις των ανταρτών. Οι αντάρτες αυτοί ήταν απόγονοι των Κοζάκων και ορισμένοι εντάχθηκαν στη φρουρά του Σουλτάνου. Οι υπόλοιποι στάλθηκαν στον Δούναβη, αλλά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να περιπλανηθούν στα βουνά του Κουμπάν λόγω της εκεί παρουσίας των Ρώσων αλλά και των Νογκάι (τουρκικής φυλής).[32] Την περίοδο εκείνη ανεδείχθησαν οι διπλωματικές του ικανότητες, καθώς κατάφερε να ειρηνεύσει την περιοχή χάρη στην ήπια συμπεριφορά του προς τους αιχμαλώτους και τον άμαχο πληθυσμό.[33] Το 1778, ο Σουβόροφ μετέφερε τους Αρμένιους και τους Έλληνες από την Κριμαία στον ποταμό Ντον, κοντά στην περιοχή του Ροστόβ.[34] Το Μάιο του ιδίου έτους, ο Σουβόροφ ασκούσε καθήκοντα διοικητή τόσο στην Κριμαία όσο και στο Κουμπάν με κύριαν αποστολή την αποτροπή της εισβολής των Τούρκων.[35] Τον Οκτώβριο μετέφερε το σώμα του απ' το Μπαχτσισαράι στο Γκιοζλιόφ (νυν Ευπατόρια) και παρέμεινε εκεί για επτά μήνες.[36] Την εποχή εκείνη στην Ευρώπη διαδόθηκε επιδημία πανώλης αλλά η Ευπατόρια, χάρη στις προληπτικές ενέργειες του Σουβόροφ, κατάφερε να αποφύγει την ασθένεια.[36] Οι στρατιώτες καθάρισαν όλες τις τουαλέτες και τους στάβλους της πόλης, επισκεύασαν τα πηγάδια και τα λουτρά, έλεγχαν τα εισαγόμενα προϊόντα και ανάγκασαν τους κατοίκους να καθαρίζουν τακτικά τα σπίτια τους.[36] Οι κάτοικοι δεν ήταν πολύ ικανοποιημένοι με αυτές τις αποφάσεις, αλλά το Στρατιωτικό Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψιν τις διαμαρτυρίες τους και ο Σουβόροφ, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, διέταξε τη δημιουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στην πόλη.[36] Το 2004 στήθηκε εκεί άγαλμα του στρατηγού[37]
Στα μέσα του 1778, ο Σουβόροφ κατάφερε με απειλές να αποτρέψει την απόβαση των Τούρκων στα Αχτιάρσκ και τους υποχρέωσε ν' αναγνωρίσουν το Σαχίμ Γκιρέι ως χάνο.[38] Μετά την αναγνώριση του Σαχίμ Γκιρέι ως χάνου της Κριμαίας από την Τουρκία, οι κύριες ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν από την περιοχή, το 1779, ενώ τον Μάιο, ο Σουβόροφ ανέλαβε τη θέση του Διοικητή της Μονάδας του Μαλαροσσίσκ και, αργότερα, του Νοβοροσίσκ. Την περίοδο 1780-1781, ο Σουβόροφ ήταν διοικητής του στρατού στο Άστραχαν και ετοιμαζόταν για εκστρατεία στο Ιράν, η οποία, όμως, τελικά ακυρώθηκε. Τον Αύγουστο του 1782 στάλθηκε στο Κουμπάν για να αντιμετωπίσει την εξέγερση των Νογκάι. Μετά τη νίκη του στο Κρεμέντσικ, οι ηττημένοι Νογκάι αναγνώρισαν την προσάρτηση της Κριμαίας και άλλων εδαφών τους στη Ρωσία.[39] Κατά το έτος 1783, ο Σουβόροφ συνέχισε τις μάχες κατά των Νογκάι.[40] Τον Απρίλιο του 1784, μετά την αναγνώριση από την Τουρκία της προσάρτησης των εδαφών αυτών στη Ρωσία, ο Σουβόροφ ανέλαβε τη διοίκηση της μονάδας του Βλαντίμιρσκ και το επόμενο έτος της μονάδας της Αγίας Πετρούπολης.[41] Στις 22 Σεπτεμβρίου (3 Οκτωβρίου) 1786 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού (γαλ. général en chef), ενώ νωρίτερα, τον Ιανουάριο, είχε γίνει διοικητής της Στρατιωτικής Μονάδας της Κριμαίας.[5] Φέροντας αυτό το αξίωμα, ο Σουβόροφ συμμετείχε σε ασκήσεις, τις οποίες παρακολούθησαν η Αικατερίνη Β' και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ιωσήφ Β΄.[42]
Το 1787 ξέσπασε νέος πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφ' ενός και Ρωσίας και Αυστρίας αφ' ετέρου, κατά την έναρξη του οποίου ο Σουβόροφ ήταν διοικητής σώματος στο Κίνμπουρν με αποστολή να φρουρεί τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.[43] Στις 1 (12) Οκτωβρίου 1787, οι Τούρκοι αποβίβασαν 5–6.000 άνδρες στην περιοχή, την οποία φρουρούσαν περίπου 4.000 Ρώσοι. Στην αρχή, ο Σουβόροφ περιόρισε τους στρατιώτες του σε άμυνα, αλλά, όταν οι Τούρκοι έφθασαν διακόσια βήματα από στην πόλη, διέταξε αντεπίθεση. Τότε, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας έχασαν τους περισσότερους άνδρες τους — ο ίδιος ο Σουβόροφ αναφέρει ότι μόνο 500 Τούρκοι κατάφεραν να σωθούν.[44] Στη μάχη αυτή ο Σουβόροφ τραυματίστηκε δύο φορές.[45] Το επόμενο έτος συμμετείχε στην πολιορκία του Οτσάκοφ μαζί με τον Ποτέμκιν,[46] ο οποίος αποφάσισε να μην επιτεθεί στο οχυρό, απόφαση με την οποία διαφώνησε ο Σουβόροφ.[47] Παρά τις προσπάθειες του τελευταίου, ο Ποτέμκιν επέμεινε στην απόφασή του να μην επιτεθεί, γι' αυτό και ο Σουβόροφ, ο οποίος ήταν τραυματίας, ανέθεσε την ηγεσία του σώματος του στον Αλεξάντρ Μπιμπίκοφ. Τελικά, οι Ρώσοι κατάφεραν να καταλάβουν το οχυρό στις 6 Δεκεμβρίου 1788, ύστερα από επίθεση διάρκειας μίας ώρας και δεκαπέντε λεπτών. Επικριτικός στην απόφαση του Ποτέμκιν ήταν και ο στρατηγός Ρουμιάντσεφ, ο οποίος χαρακτήρισε την πολιορκία του οχυρού ως «πολιορκία της Τροίας».[48] Από την πλευρά της, η Αικατερίνη Β' είχε συμφωνήσει με τους στρατηγούς που υποστήριξαν ότι οι Ρώσοι μπορούσαν να καταλάβουν το Οτσάκοφ τον Απρίλιο και ότι είχαν χάσει πολύτιμο χρόνο.[49]
Το έτος 1789, ο Σουβόροφ επικεφαλής επτά χιλιάδων ανδρών, ανέλαβε τη φρούρηση της αριστερής ακτής του Προύθου και την παροχή βοήθειας στους Αυστριακούς. Οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την αργή προώθηση των Ρώσων, κινήθηκαν με τριάντα χιλιάδες στρατιώτες στην Αντζούντα, αναγκάζοντας τον Φρειδερίκο-Ιωσία πρίγκιπα του Κόμπουργκ να ζητήσει τη βοήθεια του Σουβόροφ,[50] ο οποίος ενώθηκε με τους Αυστριακούς στις 17 (28) Ιουλίου και την επόμενη μέρα βάδισε προς τη Φωξάνη. Κατά τη διάρκεια της νικηφόρας για το Σουβόροφ μάχης σκοτώθηκαν 1.600 Τούρκοι και 400 Ρώσοι/Αυστριακοί.
Μετά τη νίκη αυτή, ο Ποτέμκιν μετέφερε τις κύριες δυνάμεις του στις Μπεντέρες, ενώ οι Τούρκοι, έχοντας στη διάθεση τους 200.000 άνδρες υπό την ηγεσία του Γιουσούφ πασά, κινήθηκαν στη Φωξάνη. Κατόπιν εκκλήσεως των Αυστριακών, ο Σουβόροφ διέσχισε την απόσταση των εκατό χιλιομέτρων μέσα σε 2–3 μέρες και ενώθηκε με τους Αυστριακούς. Στις 11 (22) Σεπτεμβρίου 1789, έχοντας υπό τις διαταγές του 25.000 στρατιώτες, πέρασε τον ποταμό Ρίμνικ και επιτέθηκε στους Τούρκους που διέθεταν τετραπλάσιες δυνάμεις. Στη μάχη, η οποία διήρκεσε δώδεκα ώρες, σκοτώθηκαν 20.000 Τούρκοι και μόλις 600 Ρώσοι/Αυστριακοί. Για τη νίκη αυτή, ο Σουβόροφ τιμήθηκε με τον τίτλο του Κόμη του Ρίμνικ, το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου Α' Τάξεως και τον τίτλο του Κόμη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[51]
Το 1790, η Ρωσική Νότια Στρατιά του Ποτέμκιν μετά από πολλές νίκες έφθασε στο Ισμαήλιο με σκοπό να καταλάβει το οχυρό, αλλά απέτυχε. Γι' αυτόν το λόγο, ο Ποτέμκιν διέταξε τον Σουβόροφ να αναλάβει την πολιορκία του οχυρού.[52] Αυτός, μέσα σε οκτώ μέρες, ετοίμασε τους άνδρες του για μάχη και απαίτησε την παράδοση του Μεχμέτ πασά. Στις 11 (22) Δεκεμβρίου 1790 ξεκίνησε η πολιορκία του οχυρού, όταν ο Μεχμέν πασά αρνήθηκε να παραδοθεί. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκαν 4.000 Ρώσοι, ενώ άλλοι 6.000 τραυματίστηκα. Απ'την πλευρά των Τούρκων σκοτώθηκαν 26.000 άνδρες και μονάχα 9.000 επέζησαν.[5] Η κατάληψη του οχυρού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη λήξη του πολέμου και έδωσε στον Σουβόροφ τον τιμητικό τίτλο του Αντισυνταγματάρχη του Σώματος του Πρεομπραζένσκι.[53]
Ο Σουβόροφ δεν έμεινε ικανοποιημένος από την ανταμοιβή του, κυρίως επειδή ο Ποτέμκιν, με τον οποίο δε διατηρούσε καλές σχέσεις, είχε λάβει περισσότερα βραβεία και τιμές.[54] Το 1791, ενώ βρίσκονταν στη Φινλανδία, ανέλαβε την οχύρωση περιοχών στα σύνορα με τη Σουηδία, αλλά το επόμενο έτος, εξαιτίας του θανάτου του Ποτέμκιν, του ανετέθη η ηγεσία της Ρωσικής Νότιας Στρατιάς. Αργότερα ανέλαβε την ενίσχυση των ρωσοτουρκικών συνόρων στον Δνείστερο και έχτισε ένα οχυρό στην Τιράσπολη.[55][56]
Τον Μάιο του 1794, ο Σουβόροφ ξεκίνησε την ετοιμασία για δεύτερη εκστρατεία στην Πολωνία. Στα μέσα του Αυγούστου ενώθηκε με το σώμα του Νικολάι Ρέπνιν με 4-5 χιλιάδες άνδρες και ανέλαβε την ηγεσία ενός σώματος από έντεκα χιλιάδες στρατιώτες. Μέσα σε έξι μέρες πέτυχε τέσσερις νίκες: στο Ντίβιν και στο Κόμπριν (3-4 (14-15) Σεπτεμβρίου),[57] στο Κρούπνιτς[58] και στο Μπρεστ, όπου κατατρόπωσε το σώμα του Πολωνού στρατηγού Σερακόφσκι στις 8 (19) Σεπτεμβρίου. Τον επόμενο μήνα, ο ηγέτης της πολωνικής εξέγερσης Αντζέι Κοστιούσκο αιχμαλωτίστηκε από τον Ιβάν Φέρζεν, ο οποίος ενώθηκε με τον στρατό του Σουβόροφ και με 17.000 άνδρες βάδισαν κατά της Βαρσοβίας. Στις 15 (26) Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια μάχης στο Κόμπλικ, ο Σουβόροφ κατατροπώνει τον Πολωνό στρατηγό Μαϊένα και αναγκάζει αρκετούς Πολωνούς να υποχωρήσουν στην Πράγα. Μέχρι τις 21 Οκτωβρίου (1 Νοεμβρίου) ο Σουβόροφ ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία των στρατευμάτων του.
Στις 23 Οκτωβρίου (3 Νοεμβρίου) 1794, ο Σουβόροφ με 25.000 άνδρες επιτέθηκε στην Πράγα (προάστιο της Βαρσοβίας). Την επόμενη μέρα, οι Ρώσοι έφθασαν κοντά στα μισοκατεστραμμένα τείχη της πόλης και επιτέθηκαν από διάφορα σημεία, αναγκάζοντας τους Πολωνούς να παραδοθούν αμέσως. Κατά τη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκαν, σύμφωνα με μερικές πηγές, δέκα με δέκα τρεις χιλιάδες άνδρες - απ' την άλλη, ο Ρώσος ιστορικός και στρατηγός Μπαντίς-Καμένσκι[59] δηλώνει πως στη μάχη σκοτώθηκαν 20.000 Πολωνοί και 580 Ρώσοι, ενώ άλλοι 960 Ρώσοι στρατιώτες τραυματίστηκαν.[60] Ο Ρώσος στρατηγός Μπουλγκάριν αναφέρει στα απομνημονεύματα του τη διήγηση του στρατηγού φον Κλούγκεν: «οι κάτοικοι μας πυροβολούσαν απ' τις στέγες των σπιτιών ενώ οι στρατιώτες μας έμπαιναν στα σπίτια και σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους..οι αξιωματικοί δεν είχαν τη δύναμη να σταματήσουν την αιματοχυσία...τα δάκρυα των γυναικών και των παιδιών προκαλούσαν πόνο στη ψυχή».[61]
Ο Σουβόροφ υποδέχθηκε τους ηττημένους Πολωνούς επαναστάτες στο πεδίο της μάχης, εν μέσω πτωμάτων, προφανώς για να προειδοποίησει τους Πολωνούς για τις συνέπειες της περαιτέρω αντίστασης τους, δέχθηκε τα κλειδιά της Βαρσοβίας στις 29 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου),[62] και έγραψε στην Αικατερίνη Β' αναφορά, λέγοντας: «Ζήτω! Η Βαρσοβία είναι δική μας!» Η απάντηση της Αικατερίνης Β' ήταν «Ζήτω! Στρατάρχη Σουβόροφ!»[63] και η προαγωγή του Σουβόροφ στον βαθμό του Στρατάρχη. Στις αρχές του 1795 είχε υπό τις διαταγές του όλες τις ρωσικές δυνάμεις στην Πολωνία, ενώ αργότερα ανέλαβε την ηγεσία 80.000 Ρώσων στρατιωτών στο Χάρκοβο και σ' άλλες πόλεις. Εκείνη την εποχή έγραψε το βιβλίο «Επιστήμη της νίκης»[64]).
Η Αικατερίνη Β' πέθανε στις 6 (17) Νοεμβρίου 1796[65] και τη θέση της έλαβε ο Παύλος Α', ο οποίος ήταν φανατικός θαυμαστής του Φρειδερίκου του Μέγαλου της Πρωσίας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν μεγάλες αλλαγές στον ρωσικό στρατό.[66] Αυτές οι αλλαγές δεν ικανοποίησαν τον Σουβόροφ, ο οποίος συνέχιζε να εκπαιδεύει τους στρατιώτες με τον δικό του τρόπο, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τη φράση «οι Ρώσοι πάντα νικούσαν τους Πρώσους, τι έχουμε εμείς να μάθουμε απ' αυτούς;»[67] Αυτή η φράση προκάλεσε την οργή του Παύλου Α', ο οποίος έδιωξε τον Σουβόροφ απ' τον στρατό.[68]
Τον Απρίλιο, ο Σουβόροφ βρισκόταν στο Κόμπριν ενώ τον επόμενο μήνα στάλθηκε στο χωριό Κοντσάνσκογιε-Σουβόροφσκογιε. Η παρακολούθηση του ανατέθηκε στον Α. Λ. Βιντόμσκι και αργότερα στον Α. Ν. Νικολάεφ, ο οποίος έφτασε στο Κόμπριν με διαταγή αποχώρησης του Σουβόροφ στο Κοντσάνσκογιε-Σουβόροφσκογιε και σύλληψης όποιων στρατιωτικών τον επισκέπτονταν.[69] Κατά τον Ρώσο ιστορικό Αλεξάντρ Πετρουσέφσκι, την περίοδο αυτή ο Σουβόροφ ξυπνούσε νωρίς, έψαλνε ύμνους στην εκκλησία αλλά δεν μιλούσε σε κανένα εκτός από μερικούς φίλους, οι οποίοι παραιτήθηκαν από τον στρατό.[65]
Στις 1 (12) Φεβρουαρίου 1798, ο Κόμης Αντρέι Ιβάνοβιτς Γκορτσάκοφ μετέφερε στον Σουβόροφ το μήνυμα ότι μπορεί να επιστρέψει στην Αγία Πετρούπολη,[70] αλλά ο Σουβόροφ αρνήθηκε, έχοντας αποφασίσει, λόγω προβλημάτων υγείας, να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Έστειλε σχετική αναφορά στον Τσάρο Παύλο Α', ο οποίος απάντησε: «Κόμη Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς! Τώρα δεν είναι ώρα για διαφωνίες. Τον φταίχτη θα τον συγχωρέσει ο Θεός. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας σας θέλει διοικητή του στρατού του και σας παραδίδει το μέλλον της Αυστρίας και της Ιταλίας. Εγώ πρέπει να συμφωνήσω ενώ εσείς να τους σώσετε. Παρακαλώ να έρθετε γρήγορα για να μην χάνετε την ώρα της δόξας και να μην χάσω εγώ τη χαρά να σας δω».[71] Τον Σεπτέμβριο, ο υποστράτηγος Πρέβο ντε Λουμίνα ρώτησε τον Σουβόροφ τι έπρεπε να κάνει σ' αναμέτρηση με τους Γάλλους - ο τελευταίος του υπαγόρευσε εννέα κανόνες που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό την επίθεση.[72]
Η Ρωσική Αυτοκρατορία έγινε μέλος της Β' αντιγαλλικού συνασπισμού μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία, την Τουρκία και το Βασίλειο της Νάπολης, το έτος 1798. Οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι αποφάσισαν να στείλουν στρατό για να εκδιώξουν τον στρατό του Διευθυντηρίου της Γαλλίας από τα εδάφη της Βόρειας Ιταλίας. Στην αρχή, οι Σύμμαχοι θέλησαν τον Αρχιδούκα Ιωσήφ στην αρχηγία του στρατού, αλλά οι Βρετανοί έπεισαν τον Παύλο Α' να δώσει στον Σουβόροφ αυτή τη θέση.[73] Ο Σουβόροφ έφτασε στη Βιέννη, στις 14 (25) Μαρτίου, όπου έλαβε τον βαθμό του Στρατάρχη από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Β΄.[74] Ένα μήνα αργότερα έφτασε στη Βερόνα και στο Βαλέτζο (ιτ. Vallegio sul Mincio, Βαλέτζο σουλ Μίντσο). Στις 8 (19) Απριλίου, ο Σουβόροφ προώθησε τον ρωσοαυστριακό στρατό (80.000 στρατιώτες) στον ποταμό Άντα και δύο μέρες αργότερα διεξήχθη η πρώτη μάχη μεταξύ Γάλλων και Συμμάχων, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Μπρέσια από τους τελευταίους και την πολιορκία της Μάντουας και της Πεσκιέρας. Οι Σύμμαχοι κινήθηκαν στο Μιλάνο και στις 15 (26) Απριλίου κατέλαβαν τη Λέκκο, ενώ την επόμενη νίκησαν τους Γάλλους στον ποταμό Άντα.[75] Στη μαχη σκοτώθηκαν 3.000 Γάλλοι στρατιώτες, ενώ άλλοι 5.000 αιχμαλωτίστηκαν.[76]
Μετά από δύο ημέρες, οι Σύμμαχοι έφθασαν στο Μιλάνο και μετά στον ποταμό Πάδο, αφήνοντας φρουρές από Αυστριακούς στην Πεσκιέρα, στην Τορτόνα και στο Πινιγκετόνε. Στις αρχές του Μάη, ο Σουβόροφ φθάνει στο Τορίνο, ενώ πέντε μέρες αργότερα οι Γάλλοι επιτέθηκαν στους Αυστριακούς στο Μαρένγκο, αλλά ηττήθηκαν χάρη στη βοήθεια που στάλθηκε από τον Πιότρ Μπαγκρατιόν - οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα οχυρά τους στο Καζάλε και στο Βαλέτζο, ενώ το Τορίνο παραδόθηκε στα μέσα του μήνα. Παράλληλα, στη Φλωρεντία έφτασε το σώμα του Μακντόναλντ, το οποίο κινήθηκε στη Γένοβα για να ενωθεί με τους στρατιώτες του Μορό. Στις 6 (17) Ιουνίου σημειώθηκε σύγκρουση στον ποταμό Τρέβια μεταξύ Ρώσων/Αυστριακών και Γάλλων, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των Γάλλων - μετά από τρεις ημέρες μαχών - και την απώλεια του μισού στρατού τους.[77] Τον Ιούλιο του 1799 έπεσαν τα οχυρά στην Αλεσσάντρια και στη Μάντουα, κάτι που έδωσε στον Σουβόροφ τον τίτλο του πρίγκιπα του Οίκου της Σαβοϊας και άλλες μεγάλες τιμές απ' τον βασιλιά της Σαρδηνίας. Ωστόσο, ο Μπαρτελεμί Ζουμπέρ, νέος ηγέτης των γαλλικών δυνάμεων στην περιοχή, συγκέντρωσε αρκετό στρατό και κινήθηκε στο Πεδεμόντιο. Στις 3 (14) Αυγούστου, οι Γάλλοι κατέλαβαν το Νόβι, αλλά την επόμενη μέρα ηττήθηκαν σε μάχη από τους Συμμάχους - επτά χιλιάδες Γάλλοι (μαζί με τον Ζουμπέρ) σκοτώθηκαν, 4,5 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν, άλλοι πέντε χιλιάδες τραυματίστηκαν ενώ τέσσερις χιλιάδες Γάλλοι λιποτάκτισαν.[78]
Μετά την ανάκτηση της Βόρειας Ιταλίας, ο Σουβόροφ πρότεινε επίθεση στη Γαλλία με την προώθηση των κύριων συμμαχικών δυνάμεων στην Γκρενόμπλ, στη Λυών και στο Παρίσι. Ωστόσο, οι Σύμμαχοι, φοβούμενοι την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή, αρνήθηκαν και δοκίμασαν να απομακρύνουν τους Ρώσους από την Ιταλία. Γι' αυτό και ο Σουβόροφ διατάχθηκε να βαδίσει στην Ελβετία για να επιτεθεί στις γαλλικές θέσεις.[79] Οι Ρώσοι χρειάστηκαν έξι μέρες για να φτάσουν από την Αλεσσάντρια στο Ταβέρνο, όπου έμαθαν ότι αν και οι Αυστριακοί υποσχέθηκαν να στείλουν 1429 ζώα έστειλαν μονάχα 650 - κι αυτό μετά από τέσσερις μέρες. Επίσης συνειδητοποίησαν ότι οι Αυστριακοί τους έδωσαν λανθασμένες πληροφορίες για τις γαλλικές δυνάμεις.[80]
Στις 31 Αυγούστου (11 Σεπτεμβρίου), οι Ρώσοι άρχισαν την επίθεση και ταυτόχρονα την ελβετική εκστρατεία του Σουβόροφ, η οποία έμελλε να γίνει και η τελευταία του.[81] Η πρώτη σοβαρή μάχη με τους Γάλλους σημειώθηκε στο πέρασμα Γκόταρντ, έναντι του στρατηγού Λεμπούρ. Μετά την κατάληψη της Ούρζερν και του Χοσπεντάλ (γερ. Hospental - ή Χόσπενταλ), οι Ρώσοι επιτέθηκαν στο πέρασμα Γκόταρντ (13 (24) Σεπτεμβρίου), το οποίο κατέλαβαν με την τρίτη προσπάθεια. Μετά, οι Ρώσοι βάδισαν κατά του Σβίτς, αν και στον δρόμο έπρεπε να πολιορκήσουν τα γαλλικά οχυρά υπό πολύ δύσκολες συνθήκες.[82] Οι Ρώσοι κατάφεραν να απωθήσουν τους Γάλλους στη Γέφυρα του Διαβόλου (Teufelsbrücke), την οποία κατέλαβαν χωρίς να καταστρέψουν.[83] Μετά από πολλές δυσκολίες κατόρθωσαν να προωθηθούν αλλά έχασαν πολλές δυνάμεις στο βουνό Μπίντνερμπεργκ και μετά ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχε δρόμος μέχρι τον ποταμό Λιούτσερνκ - όπως τους είπαν οι Αυστριακοί - άρα θα τους ήταν δύσκολο να προωθηθούν στο Σβίτς.[84]
Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι συγκέντρωσαν τις κύριες δυνάμεις τους στον ποταμό Φιρβαλστέντσκι, γι' αυτό και ο Σουβόροφ επέλεξε να περάσει από το Ρόστοκ, την κοιλάδα Μούττενσκ και μετά να κινηθεί στο Σβίτς. Καθώς περνούσαν το Ρόστοκ αρρώστησε σοβαρά,[85] ενώ αργότερα οι Ρώσοι επιτέθηκαν στην κοιλάδα Μούττενσκ, αλλά έμαθαν ότι οι δυνάμεις του Κορσακόφ ηττήθηκαν. Οι Ρώσοι είχαν περικυκλωθεί από τους Γάλλους,[84] αλλά μετά από σκληρές μάχες κατάφεραν να προωθηθούν στα χιονισμένα βουνά και περάσματα έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Στις 20 Σεπτεμβρίου, επτά χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες υπό τις διαταγές του Αντρέι Ρόζενμπεργκ διέλυσαν το σώμα του Μασσενά, το οποίο είχε τους διπλάσιους στρατιώτες - στη μάχη σκοτώθηκαν περίπου πέντε χιλιάδες Γάλλοι, ενώ άλλοι χίλιοι αιχμαλωτίστηκαν. Απ' την άλλη, οι Ρώσοι έχασαν 650 άντρες.[84] Μετά τη νίκη, οι Αυστριακοί άφησαν τους Ρώσους στο Γκλάρους και οι τελευταίοι αποφάσισαν να περάσουν απ' την κοιλάδα του Πάνκις για να ενωθούν με τον Κορσάκοφ. Οι Γάλλοι προσπάθησαν να σταματήσουν τους Ρώσους, αλλά χωρίς επιτυχία - η εκστρατεία έληξε στο Φέλντκιρχ. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ο Σουβόροφ έχασε πέντε χιλιάδες άνδρες ενώ οι Γάλλοι δεκαπέντε-είκοσι χιλιάδες άνδρες. Απόδειξη του ρωσικού θριάμβου αποτέλεσε η αιχμαλωσία περίπου τριών χιλιάδων ανδρών - αν και κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανούς μονάχα τους μισούς.[84] Χάρη στην εκστρατεία αυτή, ο Σουβόροφ έλαβε τον βαθμό του Αρχιστράτηγου.[86]
Στις 29 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου) ο Σουβόροφ έλαβε διαταγή από τον Παύλο Α' να διακόψει τη συνεργασία με τους Αυστριακούς και να επιστρέψει στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, οι Ρώσοι σταμάτησαν στη Βοημία και στη Βόρεια Αυστρία (ο Σουβόροφ βρισκόταν στην Πράγα), καθώς πίστευαν ότι θα ξανάρχιζε ο πόλεμος με τους Γάλλους. Αυτό δεν έγινε και στις 14 (25) Ιανουαρίου 1800, ο Σουβόροφ και οι στρατιώτες του επέστρεψαν στη Ρωσία. Στην Κρακοβία παρέδωσε τον έλεγχο της πόλης στον Αντρέι Ρόζενμπεργκ και πήγε στην Αγία Πετρούπολη. Ωστόσο, αρρώστησε[87] και έμεινε στο Κόμπριν μέχρι να βελτιωθεί η υγεία του ώστε να μπορεί να πραγματοποιήσει θριαμβευτική είσοδο στην πρωτεύουσα. Ο Σουβόροφ, όμως, έπεσε ξαφνικά σε δυσμένεια - ο λόγος είναι άγνωστος, ωστόσο θεωρείται ότι έπεσε σε δυσμένεια επειδή οι αντίπαλοι του, οι οποίοι τον ζήλευαν, ανάφεραν στον Αυτοκράτορα ότι ο Αλεξάντρ είχε υπό τις διαταγές του επιτελικό στρατηγό, κάτι που μπορούσε να κάνει μόνο ο μονάρχης. Αυτή η πράξη είχε προσβάλλει τον Σουβόροφ.[88][89]
Η σωματική υγεία του Σουβόροφ χειροτέρευε μέρα με τη μέρα,[90] γι' αυτό και η υποδοχή ακυρώθηκε. Ο Σουβόροφ έμεινε στο σπίτι του Ντμίτρι Χβαστόφ (σύζυγος της ανιψιάς του) και, μετά από άδεια του Παύλου Α', δεχόταν επισκέψεις από φίλους του ενώ ήταν ετοιμοθάνατος.[1][91] Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Σουβόροφ είπε στον Ιβάν Κουταϊσοφ: «Ετοιμάζομαι να δώσω αναφορά στον Θεό, ενώ για τον Τσάρο δεν θέλω να σκέφτομαι».[92] Ο Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Σουβόροφ πέθανε στην Αγία Πετρούπολη, στις 6 (18) Μαΐου 1800, στις 14:00.[91][92] Τον έθαψαν στη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αλέξανδρου Νιέφσκι με την επιγραφή «Εδώ κοιμάται ο Σουβόροφ».[93]
Ο Γαβριήλ Ντερζάβιν αφιέρωσε στον Σουβόροφ το παρακάτω επιτάφιο επίγραμμα:
О вечность! прекрати твоих шум вечных споров
|
Ω, αιωνιότητα! πάψε τους θορύβους των αιώνιων εχθροπραξεών
|
Ο Σουβόροφ παντρεύτηκε τη Βαρβάρα Ιβάναβνα Πραζαρόφσκαγια, κόρη του Κόμη Ιβάν Πραζαρόφσκι, στις 16 (27) Ιανουαρίου 1774.[95] Οι σχέσεις του Σουβόροφ και της συζύγου του δεν ήταν καλές, ενώ αργότερα άρχισε να πιστεύει ότι τον είχε απατήσει, γι' αυτό και τη χώρισε.[96] Ο Σουβόροφ απέκτησε μια κόρη και ένα γιο, τη Νατάλια και τον Αρκάντι. Η Νατάλια παντρεύτηκε τον Κόμη Νικολά Ζούμποφ, με τον οποίο απέκτησε έξι παιδιά. Ο Αρκάντι παντρεύτηκε τη Γιελένα Ναρίσσκινα, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τη Μαρία, τη Βαρβάρα, τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο - οι τελευταίοι ήταν πρίγκιπες που έλαβαν τον τίτλο του Γαληνότατου.
Διάφοροι αυτοκράτορες, στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι, Ρώσοι και άλλοι είχαν περιγράψει την προσωπικότητα του Σουβόροφ. Ο μετέπειτα Λουδοβίκος ΙΗ' της Γαλλίας, μετά από συνάντηση που είχε μαζί του, έγραψε στα απομνημονεύματα του ότι ο Σουβόροφ ήταν «το σπαθί της Ρωσίας, ο απόλυτος τρόμος και φόβος για Τούρκους και Πολωνούς...ήταν σκληρός και ένωνε τις αδυναμίες των Ρώσων και τα χαρακτηριστικά των ηρώων».[97] Ο Αλεξάντρ Λανζερόν έγραψε ότι ο Σουβόροφ ήταν εξαίρετος στρατιωτικός και πολιτικός.[98] Ο Λουί Φιλίπ Σεγκύρ, ο οποίος ήταν πρέσβης της Γαλλίας στη Ρωσία, έγραψε ότι ο Σουβόροφ είχε χαρακτήρα που προκαλούσε συχνά απορίες, αλλά μπορούσε να εμπνεύσει τους στρατιώτες του και να επιτελέσει ένα θαύμα. Ο ίδιος ο Σουβόροφ δήλωνε ότι «είχε πολλούς φίλους, όπως τον Καίσαρα, τον Αννίβα, τον Βωμπάν, τον Μίννο ντε Κόχορν (ή Κέγκορν εκρωσισμένα) κ.α...είναι αμαρτία να αλλάζεις τους παλιούς φίλους με καινούριους».[99]
Ο Σουβόροφ θεωρείται εξαίρετος στρατιωτικός και εφευρέτης τακτικών για ανοιχτό πεδίο,[1][100][101] ενώ επίσης ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους της εποχής του σε πολλές επιστήμες, αφήνοντας μεγάλη κληρονομία στον στρατιωτικό τομέα.[102] Ο Σουβόροφ συμμετείχε σε εξήντα μάχες, κατά τις οποίες δεν υπέστη καμία ήττα.[1][103] Κατά την τακτική του, κύριος στόχος ήταν η καταστροφή του αντίπαλου στρατού σ' ανοιχτό πεδίο,[104] ως αποτέλεσμα της επίθεσης στο πιο αδύναμο σημείο του αντιπάλου.[105] Ωστόσο, αν ήταν αναγκαίο, ο Σουβόροφ δεχόταν να κάνει ένα αμυντικό ελιγμό για να σώσει τους άνδρες του.[104]
Ο Σουβόροφ παρέτασσε τα σώματα του σε εκτεταμένη σειρά, χρησιμοποιώντας πυροβόλα όπλα και λόγχες, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιούσε κατάσκοπους για να μάθει τις κινήσεις των αντιπάλων. Αυτές οι τακτικές χρησιμοποιήθηκαν στη Δύση την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και τελειοποιήθηκαν από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.[104] Κύριος στόχος του Σουβόροφ ήταν να πείσει τον κάθε στρατιώτη ότι είναι αποφασιστικό όργανο για τη νίκη, αφού πρώτα του έλεγε τι πρέπει να κάνει στη μάχη ώστε να φέρει τη νίκη.[104][106][107] Ήταν μαθητής του Ρουμάντσιεφ και πιστός στις ιδέες του Πέτρου Α' της Ρωσίας και είχε εκπαιδεύσει γνωστούς Ρώσους στρατιώτες όπως ο Κουτούζοφ και ο Μπαγκρατιόν[108] - οι ιδέες του είχαν εμπνεύσει τους Ντμίτρι Μιλιούτιν, Μιχαήλ Ντραγκαμίροφ, Αλεξέι Μπρουσίλοφ κ.α.
Ο Ρώσος ιστορικός Φ. Γκλίνκα, στο έργο «Σημειώσεις της Πολεμικής Ιστορίας», αναφέρει ότι ο Ναπολέοντας χρησιμοποίησε αρκετές φορές τις τακτικές του Σουβόροφ, κάτι που αποδέχεται και ο ίδιος ο Βοναπάρτης σε γράμματα του από την Αίγυπτο[109] - εκεί ο Ναπολέων έγραψε ότι κανείς δεν θα νικήσει τον Σουβόροφ αν δεν μάθει τους κανόνες του.[110] Αρκετοί αντίπαλοί του αναγνώρισαν την εφευρετικότητα του Σουβόροφ. Ο Ζαν Βικτόρ Μορό δήλωσε ότι η στρατηγική του στη μάχη του Τρέβια ήταν «δείγμα εξαιρετικής πολεμικής σκέψης».[77][111] Ο Γάλλος Στρατάρχης Μακντόναλντ, αναφερόμενος στην ίδια μάχη, δήλωσε ότι «η στρατιωτική τιμή του σώθηκε μόνο και μόνο επειδή τον είχε νικήσει ο μεγάλος Σουβόροφ»,[112] ενώ ο Στρατάρχης Μασσενά δήλωσε ότι «θα έδινε όλες τις νίκες του για μια ελβετική εκστρατεία σαν αυτή του Σουβόροφ».[113]
Όπως αναφέρει άρθρο των «Times», ο Σουβόροφ μοιραζόταν με τους στρατιώτες του διάφορες στιγμές της ζωής τους. Όταν περνούσαν από τις Άλπεις, είχε αναθέσει μια πολύ δύσκολη δουλειά στους άνδρες του, οι οποίοι εκτελούσαν απρόθυμα. Τότε άνοιξε ένα λάκκο, μπήκε μέσα και είπε: «Ρίξτε χώμα πάνω μου, ο στρατηγός σας θέλει να θαφτεί, αφού τον προδώσατε». Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να πέφτουν στα πόδια του. Αργότερα ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄ διέταξε να στηθεί ανδριάντας προς τιμή του στρατηγού - αλλά, το άρθρο τελειώνει με τα λόγια: «ωστόσο αυτές οι τιμές δεν μπορούν να σβήσουν την ατιμία για τη σκληρότητα του [αναφέρεται προφανώς στην σφαγή της Πράγας που συγκλόνισε την δυτική κοινή γνώμη] και να αναγκάσουν τον ιστορικό να γράψει για τον Σουβόροφ με άλλες πινελιές απ' αυτές που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν ένα τυχερό τρελό μιλιταριστή ή πονηρό βάρβαρο».[114]
Ο Σουβόροφ είχε λάβει τα παρακάτω παράσημα [115]:
Ο Σουβόροφ είναι ο πρώτος στρατιωτικός, προς τιμήν του οποίου άνοιξε στη Ρωσία προσωπικό μουσείο,[123] όπως και σε άλλες χώρες.[124] Πολλές πόλεις, χωριά, πλατείες, ένας αστεροειδής,[125] ένα θωρηκτό[126] και διάφορα στρατιωτικά και πολιτικά δικαστήρια έλαβαν το όνομα του στρατηγού. Προς τιμήν του ανεγέρθηκε ανδριάντας στη Ρωσία και σ' άλλες χώρες.[127] Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, θεσπίστηκε στην ΕΣΣΔ το Τάγμα του Σουβόροφ, το οποίο αποτελείτο από τρεις τάξεις.[128][129] Το παράσημο αυτό απονεμήθηκε περισσότερες από επτά χιλιάδες φορές.[130]
Επίσης δημιουργήθηκαν, με διατάγμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, διάφορες στρατιωτικές σχολές στις οποίες δόθηκε το όνομα του Σουβόροφ.[131] Το 1986 κυκλοφόρησαν και διάφορες επιστολές του Σουβόροφ.[132] Το πρόσωπο του στρατηγού απεικονίζεται σε νομίσματα της Υπερδνειστερίας (περιοχή στη Μολδαβία) και γι' αυτό το 1993 πήραν το όνομα «σουβόρικι»,[133] καθώς και σε αναμνηστικά νομίσματα της Ρωσίας.[134] Στην Ελβετία και στο Λίχτενσταϊν εκδόθηκαν μάρκες (γραμματόσημα) με τον στρατηγό απεικονισμένο σ' αυτές.[135] Τη ζωή του Σουβόροφ έχει θέμα ομώνυμη σοβιετική κινηματογραφική ταινία του 1941.[136]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.