Ορκάδες
Διοικητικό νησιωτικό έδαφος της Σκωτίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Διοικητικό νησιωτικό έδαφος της Σκωτίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Ορκάδες (αγγλικά: Orkney IPA [ ['ɔːkni]], σκωτικά γαελικά: Arcaibh[2][3]) είναι αρχιπέλαγος, το οποίο βρίσκεται κοντά στις βόρειες ακτές της Σκωτίας, από τις οποίες απέχει μόλις 16 χιλιόμετρα, και νότια από τα νησιά Σέτλαντ. Το αρχιπέλαγος αποτελείται από περίπου 70 νησιά, από τα οποία κατοικούνται τα 19.[4] Η συνολική έκταση των νησιών είναι περίπου 990 τ. χλμ. και ο πληθυσμός τους ανέρχεται στους 21.349 κατοίκους.[1] Το μεγαλύτερο νησί είναι το Μέινλαντ (The Mainland), το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του συμπλέγματος και χωρίζει τα υπόλοιπα σε δύο ομάδες, τα βόρεια και τα νότια νησιά. Οι Ορκάδες ανήκουν πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ διοικητικά αποτελούν την ομώνυμη περιφέρεια (Orkney Islands). Γεωγραφικά ανήκουν στη Σκωτία. Το Κέρκγουολ (Kirkwall) (9.293 κάτοικοι το 2011),[1] η μεγαλύτερη πόλη και διοικητικό κέντρο, βρίσκεται στο νησί Μέινλαντ.
Ορκάδες
Orkney Arcaibh | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Boreas domus mare amicus | |||
Η θέση των Ορκάδων στη Σκωτία | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Κέρκγουολ 58°58′52″N 2°57′36″W | ||
Αγγλικά (ανεπίσημα) Ορκαδιανή διάλεκτος των Σκωτικών (Σκωτς) | |||
Κυρίαρχο κράτος | Ηνωμένο Βασίλειο | ||
Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Κάρολος Γ΄ Άλιστερ Κάρμαϊκλ Νίκολα Στέρτζιον Λίαμ ΜακΆρθουρ | |||
• Σύνολο | 990 km2 | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2017 • Απογραφή 2011 • Πυκνότητα | 22.100 21.349[1] 19,44 κατ./km2 |
Το αρχαίο όνομα Ορκάδες μαρτυρείται από τον 1ο π.Χ. αιώνα ή και νωρίτερα, ενώ τα νησιά κατοικούνται εδώ και τουλάχιστον 8.500 χρόνια. Αρχικά κατοικήθηκαν από φυλές της Μεσολιθικής και της Νεολιθικής περιόδου και στη συνέχεια από τους Πίκτους. Το 875 οι Ορκάδες καταλήφθηκαν και προσαρτήθηκαν στη Νορβηγία και εποικίστηκαν από Σκανδιναβούς. Το 1472 εξαιτίας της αδυναμίας εκπλήρωσης της προικώας συμφωνίας της Μαργαρίτας της Δανίας προς τον σύζυγό της Ιάκωβο Γ' της Σκωτίας, οι Ορκάδες προσαρτήθηκαν στο Βασίλειο της Σκωτίας.[5] Στις Ορκάδες βρίσκονται μερικοί από τους παλαιότερους και καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους της Ευρώπης. Η Καρδιά του Νεολιθικού Όρκνεϊ (Heart of Neolithic Orkney) στο νησί Μέινλαντ έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η υποκείμενη γεωλογική βάση όλων των νησιών αποτελείται από βραχώδεις σχηματισμούς από ερυθρό ψαμμίτη. Το κλίμα είναι ήπιο και η εύφορη γη καλλιεργείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Η γεωργία αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα της οικονομίας, ενώ η αξιοποίηση της αιολικής και της υδάτινης ενέργειας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Οι κάτοικοι των νησιών χρησιμοποιούν μια ιδιαίτερη διάλεκτο και διατηρούν την πλούσια λαογραφική τους παράδοση. Στα νησιά υπάρχει αφθονία άγριας πανίδας, πλούσιας σε θαλάσσια είδη και πτηνά.
Το αρχαίο όνομα του αρχιπελάγους είναι Ορκάδες. Η πρώτη σωζόμενη γραπτή αναφορά στις Ορκάδες βρίσκεται στα γραπτά του Έλληνα ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη. Ο Διόδωρος βασιζόμενος σε μια αναφορά του Πυθέα του Μασσαλιώτη, ο οποίος πιστεύεται ότι επισκέφθηκε τη Βρετανία μεταξύ του 322 και του 285 π.Χ., περιγράφει το σχήμα της ως τριγωνικό με τη βόρεια απόληξή της να έχει την ονομασία «Ορκάς». Αυτή η περιγραφή ίσως να αναφέρεται στη χερσόνησο Ντάνετ της ηπειρωτικής Σκωτίας, από όπου οι Ορκάδες είναι ορατές.[6][7] Ο Λατίνος γεωγράφος Πομπώνιος Μέλας (Pomponius Mela), γύρω στο 43 μ.Χ., ονομάζει τα νησιά "Orcades", όπως ακριβώς και ο Τάκιτος (Publius ή Caius Cornelius Tacitus) το 98 μ.Χ. Ο Τάκιτος μάλιστα, ισχυρίζεται ότι ο πεθερός του, ο Ρωμαίος στρατηγός Αγρίκολας (Cnaeus Julius Agricola), ανακάλυψε και υπέταξε τα έως τότε άγνωστα νησιά,[8] παρότι και ο Μέλας και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχαν ήδη αναφερθεί στα νησιά.[7] Η λέξη Orc αποδίδεται συνήθως ως ένα φυλετικό όνομα των Πίκτων, το οποίο σημαίνει «νεαρής ηλικίας χοίρος ή αγριόχοιρος».[9] Το παλαιό ιρλανδοκελτικό όνομα των νησιών ήταν Insi Orc («νησί των χοίρων»).[10][11] Η πρωτο-κελτική ρίζα *φorko-, μπορεί να σημαίνει είτε «χοίρος» είτε «σολομός», οπότε η εναλλακτική απόδοση μπορεί να είναι «νησί των σολομών».[12] Το αρχιπέλαγος είναι γνωστό στα σύγχρονα Σκωτικά Γαελικά ως Arcaibh. Όταν οι Νορβηγοί Βίκινγκ έφτασαν στα νησιά απέδωσαν το orc ως orkn το οποίο στα Αρχαία Σκανδιναβικά σήμαινε «φώκια» και πρόσθεσαν την κατάληξη ey που σημαίνει «νησί».[13] Κατ' αυτόν τον τρόπο το όνομα έγινε Orkneyjar, από το οποίο προήλθε ο συντετμημένος τύπος Orkney στα Αγγλικά.[11]
Ένα απανθρακωμένο κέλυφος φουντουκιού, το οποίο ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στη θέση Λόνγκχαου (Longhowe) του οικισμού Τάνκερνες (Tankerness) στο νησί Μέινλαντ το 2007, έχει χρονολογηθεί στο 6820-6660 π.Χ., αποτελώντας ένδειξη για την παρουσία νομαδικών φυλών της Μεσολιθικής περιόδου.[14] Η παλαιότερη γνωστή μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στην Κορυφή του Χάουαρ (Knap of Howar), ένα αγρόκτημα της Νεολιθικής περιόδου στο νησί Πάπα Γουέστρι (Papa Westray), το οποίο χρονολογείται στο 3500 π.Χ. Ο οικισμός Σκάρα Μπρέι (Skara Brae), η καλύτερα διατηρημένη εγκατάσταση της Νεολιθικής περιόδου στην Ευρώπη, πιστεύεται ότι κατοικήθηκε από το 3100 π.Χ. Λείψανα αυτής της περιόδου είναι ακόμη οι Ορθόλιθοι του Στένες (Standing Stones of Stenness), το ταφικό μνημείο Μέισοου (Maeshowe), ο Κύκλος του Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar) και άλλοι ορθόλιθοι. Πολλοί νεολιθικοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν περίπου το 2500 π.Χ., πιθανόν λόγω κλιματικών αλλαγών.[15][16][17]
Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Ορείχαλκου κτίσθηκαν λιγότερες μεγαλιθικές κατασκευές, αν και συνεχίστηκε η χρήση των μεγάλων τελετουργικών μονολιθικών κύκλων,[18] καθώς η μεταλλοτεχνία άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά στη Σκωτία, εισαγόμενη από την Ευρώπη, κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου.[19][20] Από αυτήν την εποχή έχουν διασωθεί σχετικώς λίγες αρχαιολογικές θέσεις, μεταξύ αυτών ο εντυπωσιακός Τύμβος του Πλάμκεϊκ (Plumcake Mound) κοντά στον Κύκλο του Μπρόντγκαρ, το Τοφτς Νες (Tofts Ness) στο νησί Σάντι (Sanday) και τα λείψανα δύο οικιών στη νησίδα Χολμ οβ Φάρι (Holm of Faray).[21][22]
Οι ανασκαφές στο Κουόντερνες (Quanterness) έφεραν στο φως μια πέτρινη κατοικία κτισμένη το 700 π.Χ. περίπου, ενώ παρόμοια ευρήματα ανακαλύφθηκαν στο Μπιου (Bu) του νησιού Μέινλαντ και στο Λατομείο Πίιρογουολ (Pierowall Quarry) στο νησί Γουέστρι (Westray).[23] Οι εντυπωσιακότερες κατασκευές της Εποχής του Σιδήρου στις Ορκάδες είναι τα ερείπια κυκλικών πύργων και των προσκείμενων σε αυτούς κατοικιών, όπως ο Πύργος του Μπάροουστον (Broch of Burroughston)[24] και ο Πύργος του Γκέρνες (Broch of Gurness). Η φύση και η προέλευση αυτών των κτισμάτων δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί. Άλλα κτίσματα αυτής της περιόδου είναι οι κυκλικές κατοικίες, συνήθως σε συνάφεια με τοποθεσίες όπου παλαιότερα υπήρχαν κυκλικοί πύργοι και οι υπόγειες αποθήκες.[25][26]
Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής εισβολής στη Βρετανία ο «Βασιλιάς των Ορκάδων» ήταν ένας από τους 11 Βρετανούς αρχηγούς οι οποίοι λέγεται ότι υποτάχθηκαν στον αυτοκράτορα Κλαύδιο το 43 μ.Χ. στο Καμουλόντουνουμ (Camulodunum), το σημερινό Κόλτσεστερ (Colchester).[27] Μετά την αποχώρηση του στόλου του Αγρίκολα, ο οποίος πιθανόν να αγκυροβόλησε στο νησί Σάπινσι (Shapinsay), η άμεση ρωμαϊκή επιρροή φαίνεται ότι εκδηλωνόταν περισσότερο με τη μορφή εμπορικών ανταλλαγών παρά με τη στρατιωτική κατοχή.[28]
Κατά την ύστερη Εποχή του Σιδήρου οι Ορκάδες αποτελούσαν μέρος του Βρυθονικού Βασιλείου των Πίκτων και παρόλο που τα αρχαιολογικά ευρήματα από αυτήν την περίοδο είναι λιγότερο εντυπωσιακά, υπάρχει κάθε λόγος να υποτεθεί ότι η εύφορη γη και η πλούσια θάλασσα τους προμήθευαν όλα όσα χρειάζονταν για μια άνετη ζωή.[28] Οι Πίκτοι του Βασιλείου των Ορκάδων ήταν πολιτικά οργανωμένοι, ενώ στην έδρα του μεγάλου βασιλιά των Πίκτων στο Ινβερνές (Inverness) υπήρχε το 565 μ.Χ. εκπρόσωπος-άρχοντας των Ορκάδων στην βασιλική αυλή.[29]
Οι Κέλτες άσκησαν επιρροή στα νησιά λόγω της γειτνίασης του Νταλριαδικού Βασιλείου (Dál Riata, Dalriadic Overkingdom) με την επικράτεια των Πίκτων, πιθανόν κυρίως μέσω των κελτικών χριστιανικών ιεραποστολών, όπως φαίνεται από την σχετική με τους ιεραποστόλους λέξη "Papa", που συναντάται στα ονόματα μερικών νησιών και σε άλλα τοπωνύμια.[30] Εντούτοις, πριν η κελτική παρουσία μπορέσει να εδραιωθεί, οι Πίκτοι άρχισαν βαθμιαία να εκδιώκονται από τους Σκανδιναβούς από τα τέλη του 8ου αιώνα και εφεξής. Η φύση αυτής της μετάβασης είναι αμφιλεγόμενη και οι θεωρίες ποικίλλουν κλιμακούμενες από την ειρηνική ενσωμάτωση μέχρι την υποδούλωση και έως ακόμη και τη γενοκτονία.[31]
Κατά τη διάρκεια του τέλους του 8ου και των αρχών του 9ου αιώνα οι Ορκάδες και τα Σέτλαντ επικοίστηκαν από σημαντικό αριθμό Νορβηγών. Οι Βίκινγκ έκαναν τα νησιά ορμητήριο των εκστρατευτικών επιδρομών τους εναντίον της Νορβηγίας και των ακτών της ηπειρωτικής Σκωτίας και σε απάντηση ο βασιλιάς Χάραλντ Α' της Νορβηγίας προσάρτησε τα Βόρεια Νησιά στη Νορβηγία το 875.[32] Τα νησιά δόθηκαν στον Ρόνβαλντ Όιστεϊνσον (Ragnvald Øysteinsson) ως αποζημίωση για τον θάνατο ενός γιου του σε μάχη στη Σκωτία και ο ίδιος έλαβε τον τίτλο του κόμη των Ορκάδων. Στη συνέχεια παραχώρησε την κομιτεία στον αδελφό του Σίγκουρντ Όιστεϊνσον (Sigurd Øysteinsson).[33]
Μετά τον θάνατο του Σίγκουρντ σε εκστρατεία, τον διαδέχτηκε ο γιος του Γκούθορμ Σίγκουρντσον (Guthorm Sigurdsson), ο οποίος αφού κυβέρνησε μόνο για ένα χειμώνα, πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους. Ο Ρόνβαλντ έστειλε ως αντικαταστάτη τον γιο του Χάλαντ Ράνβαλνταρσον (Hallad Ragnvaldarson), αυτός όμως στάθηκε ανίκανος να περιορίσει τις επιδρομές των Δανών στις Ορκάδες και παραιτήθηκε του τίτλου, επιστρέφοντας στη Νορβηγία. Η δυναστεία εδραιώθηκε τελικά από ένα άλλο γιο του Ρόνβαλντ και μιας σκλάβας τον Τόρφ-Έιναρ Ράνβαλνταρσον (Torf-Einarr Ragnvaldarson) και κυβέρνησε τα νησιά για αιώνες.[34] Διάδοχός του ήταν ο Θόρφιν Τορφ-Έιναρσον (Thorfinn Torf-Einarsson). Κατά τη διάρκεια της κομητείας του ο εκθρονισμένος Νορβηγός βασιλιάς Έρικ Χάραλντσον (Eric Haraldsson) χρησιμοποιούσε συχνά τις Ορκάδες ως βάση επιδρομών, πριν να σκοτωθεί το 954. Τον θάνατο του Θόρφιν, ο οποίος θεωρείται ότι τάφηκε στον Πύργο της Χόξα στο νησί Νότιο Ρονάλντσι (South Ronaldsay), ακολούθησε μια μακρά περίοδος δυναστικής διαμάχης.[35][36]
Τα νησιά εκχριστιανίστηκαν από τον Όλαφ Α' της Νορβηγίας το 995, όταν στάθμευσε στο νησί Νότιο Γουόλς (South Walls) καθ' οδόν από την Ιρλανδία προς τη Νορβηγία. Τα νησιά έγιναν χριστιανικά όταν ο βασιλιάς κάλεσε τον κόμη Σίγκουρντ Χλόντβισον (Sigurd Hlodvisson), εγγονό του Θόρφιν Τορφ-Έιναρσον και του είπε τα εξής: «Διατάζω εσένα και όλους τους υπηκόους σου να βαπτιστείτε. Αν αρνηθείς, θα βάλω να σε σκοτώσουν επί τόπου και ορκίζομαι ότι θα ερημώσω κάθε νησί με φωτιά και ατσάλι.» [37] Στις αρχές κιόλας του 11ου αιώνα απέκτησαν τον δικό τους επίσκοπο, με πρώτο καταγραμμένο τον Ερρίκο της Λούντ (Henry of Lund) πριν το 1035.[38] Η επισκοπική έδρα των Ορκάδων ανήκε την πρώιμη αυτήν περίοδο κατά διαστήματα είτε στον Αρχιεπίσκοπο Υόρκης είτε στην Αρχιεπισκοπή Αμβούργου-Βρέμης, ενώ από τα μέσα του 12ου αιώνα ως το 1472 στον Αρχιεπίσκοπο του Νίνταρος (σημερινό Τρόντχαϊμ).[39]
Ο Θόρφιν Σίγκουρντσον (Thorfinn Sigurdsson) ήταν γιος του Σίγκουρντ Χλόντβισον και εγγονός του Μάλκολμ Β' της Σκωτίας. Μαζί με τους τρεις αδελφούς του κυβέρνησε τις Ορκάδες κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 11ου αιώνα και επέκτεινε την εξουσία του σε μια έκταση από το Δουβλίνο μέχρι τα νησιά Σέτλαντ. Ο Θόρφιν πέθανε γύρω στο 1065 και οι γιοι του Πάουλ Θόρφινσον (Paul Thorfinnsson) και Έρλεντ Θόρφινσον (Erlend Thorfinnsson) οι οποίοι τον διαδέχτηκαν, πολέμησαν στη Μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ (Battle of Stamford Bridge) το 1066.[40] Τα δύο αδέλφια έριζαν μεταξύ τους και αυτή η διένεξη πέρασε και στην επόμενη γενιά. Ο μαρτυρικός θάνατος του γιου του Έρλεντ Θόρφινσον, Μάγκνους Έρλεντσον (Magnus Erlendsson), ο οποίος σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1116 από τον ξάδελφό του Χάακον Πάουλσον (Haakon Paulsson), γιο του Πάουλ Θόρφινσον, είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση του καθεδρικού ναού του αγίου Μάγκνους, ο οποίος αποτελεί ακόμη και σήμερα κυρίαρχο σημείο αναφοράς στην πόλη του Κέρκγουολ.[41] Ο Μάγκνους και ο Χάακον ήταν συγκυβερνήτες των Ορκάδων και παρότι ο πρώτος είχε τη φήμη ευσεβούς ανθρώπου, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πέθανε εξαιτίας της χριστιανικής πίστης του. Οι Σκανδιναβικοί λαοί, έχοντας σχετικά πρόσφατα μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, είχαν την τάση να ανακηρύσσουν μάρτυρες και αγίους, ηγετικές μορφές της εποχής τους που βρήκαν βίαιο θάνατο.[42]
Κατά τα φεουδαλικά έθιμα της εποχής, από την εποχή του Θόρφιν και έπειτα οι Νορβηγοί κόμητες όφειλαν πίστη και υποταγή και προς τη Νορβηγία εξαιτίας των Ορκάδων και προς το Σκωτικό στέμμα μέσω του τίτλου τους ως κόμητες του Κέιθνες (Caithness).[43] Κατά διαστήματα, από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα, οι Ορκάδες αποτέλεσαν μέρος του νορβηγικού Βασιλείου του Μαν και των νησιών (Kingdom of Mann and the Isles), του οποίου οι ηγέτες ήταν με τη σειρά τους υποτελείς στον Βασιλιά της Νορβηγίας. Το 1231 η αδιάκοπη αλυσίδα διαδοχής, η οποία είχε ξεκινήσει με τον Ρόνβαλντ Όιστεϊνσον το 875, τελείωσε με τη δολοφονία του Γιον Χάραλντσον (Jon Haraldsson), τριακοστού πρώτου νορβηγού κόμητα των Ορκάδων, στο Θέρσο (Thurso).[44] Η κομητεία του Κέιθνες παραχωρήθηκε στον Μάγκνους, τον δευτερότοκο γιο του κόμη του Άνγκους, τον οποίο ο Χάακον Δ' της Νορβηγίας εγκατέστησε ως πρώτο σκώτο κόμη των Ορκάδων το 1236.[45] Το 1290 ο θάνατος της πριγκίπισσας Μαργαρίτας στις Ορκάδες, καθ' οδόν προς την ηπειρωτική Σκωτία, προκάλεσε διαμάχη για τη διαδοχή η οποία κατέληξε στους Πολέμους της Σκωτικής Ανεξαρτησίας.[46] Το 1379 η κομητεία πέρασε στην πατριά Σινκλέρ (Clan Sinclair), ο αρχηγός της οποίας κατείχε επίσης και τον τίτλο του βαρόνου του Κάστρου Ρόσλιν (Roslin Castle) κοντά στο Εδιμβούργο.[47]
Τα ίχνη της παρουσίας των Βίκινγκ βρίσκονται παντού και περιλαμβάνουν τον οικισμό στη νησίδα Μπρο οβ Μπέρσι (Brough of Birsay),[48] τη μεγάλη πλειοψηφία των τοπωνυμίων,[49] και τις επιγραφές σε ρουνική γραφή στο Μέισοου, οι οποίες χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα.[50]
Το 1468 οι Ορκάδες δόθηκαν ως ενέχυρο από τον Χριστιανό Α' της Δανίας, με την ιδιότητά του ως βασιλιά της Νορβηγίας, για την αποπληρωμή της προίκας της κόρης του Μαργαρίτας της Δανίας η οποία μνηστεύθηκε τον Ιάκωβο Γ' της Σκωτίας. Η προικώα συμφωνία δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί και κατ' αυτόν τον τρόπο τα νησιά πέρασαν στο Σκωτικό στέμμα.
Η ιστορία των Ορκάδων πριν από αυτήν την εποχή συνέπιπτε κατά μεγάλο μέρος με την ιστορία της κυβερνώσας αριστοκρατίας. Στο εξής οι απλοί άνθρωποι ξεχωρίζουν ολοένα και περισσότερο, καθώς η συρροή Σκώτων επιχειρηματιών βοήθησε να δημιουργηθεί μια διαφορετική και ανεξάρτητη κοινότητα, η οποία περιλάμβανε καλλιεργητές, αλιείς και εμπόρους οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Κοινότητα των Ορκάδων (Comunitatis Orcadie) και οι οποίοι ολοένα και περισσότερο αποδείκνυαν την ικανότητά τους να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους έναντι των φεουδαρχών δεσποτών.[51][52]
Από τον 16ο αιώνα και μετά, ή και νωρίτερα, αλιευτικά σκάφη από την ηπειρωτική Σκωτία και τις Κάτω Χώρες κυριάρχησαν στην αλιεία της ρέγγας. Υπάρχουν λίγες ενδείξεις για την ύπαρξη Ορκαδιανού αλιευτικού στόλου μέχρι τον 19ο αιώνα, όμως στη συνέχεια υπήρξε γοργή ανάπτυξη. Κατά τη δεκαετία του 1840 ο αριθμός των αλιευτικών σκαφών είχε ανέλθει στα 700 με το νησί Στρόνσι (Stronsay) και αργότερα το λιμάνι Στρόμνες (Stromness) στο νησί Μέινλαντ να αναλαμβάνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε αντίθεση με άλλα σκωτικά λιμάνια, η αλιεία λευκόψαρων (γάδων, βακαλάων, μερλούγγιων, κ.λπ.) δεν απέκτησε ποτέ ιδιαίτερη σημασία στις Ορκάδες.[53]
Τον 17ο αιώνα οι Ορκάδιοι αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων της «Εταιρείας του Κόλπου του Χάντσον» στον Καναδά. Το δριμύ κλίμα των Ορκάδων και η υπόληψη την οποία είχαν κερδίσει οι Ορκάδιοι για τη σοβαρότητά τους στην εργασία και τις ικανότητές τους στον χειρισμό σκαφών, τους ανέδειξαν ως ιδεώδεις υποψήφιους για τις δοκιμασίες του καναδικού βορρά.[54] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η καύση φυκιών για παραγωγή σόδας έγινε για σύντομο χρονικό διάστημα ο στυλοβάτης της οικονομίας των νησιών. Για παράδειγμα, στο νησί Σάπινσι παράγονταν πάνω από 3.000 τόνοι καμμένων φυκιών το έτος, αποφέροντας 20.000 λίρες στην τοπική οικονομία.[55]
Η βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων η οποία ξεκίνησε τον 17ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την περίφραξη των κοινοτικών εκτάσεων και εντέλει, κατά τη διάρκεια της Βικτωριανής εποχής, οδήγησε στην εμφάνιση μεγάλων και σωστά διοικουμένων αγροκτημάτων, τα οποία χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα αμειψισποράς με πέντε στάδια εναλλαγής καλλιεργειών και παρήγαν βόεια κρέατα εκλεκτής ποιότητος.[56]
Στην υδάτινη περιοχή, που ονομάζεται Σκάπα Φλόου (Scapa Flow), κατασκευάστηκε το 1914 ναυτική βάση του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού (Royal Navy), η οποία έπαιξε καίριο ρόλο και στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την ανακωχή του 1918, 74 πλοία του Γερμανικού Στόλου Ανοικτής Θάλασσας (Hochseeflotte) μεταφέρθηκαν στο Σκάπα Φλόου, ενώ εκκρεμούσε η απόφαση η οποία θα καθόριζε την τύχη τους. Όμως, ο Γερμανός διοικητής ναύαρχος Λούντβιχ φον Ρόιτερ (Ludwig von Reuter) αποφάσισε να προκαλέσει την αυτοβύθισή τους, η οποία εκτελέστηκε στις 12 Ιουνίου 1919 προκαλώντας τη βύθιση 52 πλοίων. Τα περισσότερα από αυτά ανελκύσθηκαν την περίοδο 1921-1939, όσα όμως παρέμειναν ναυαγισμένα, αποτελούν σήμερα προσφιλείς τόπους επίσκεψης για όσους καταδύονται για αναψυχή.
Ένα μήνα μετά την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, στις 14 Οκτωβρίου 1939, το πολεμικό πλοίο του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού Ρόγιαλ Όακ (HMS Royal Oak) βυθίστηκε από το γερμανικό υποβρύχιο U-47 με κυβερνήτη τον Γκίντερ Πρίεν στο Σκάπα Φλόου. Για την προστασία της βάσης κατασκευάστηκαν τα Φράγματα Τσώρτσιλ (Churchill Barriers) με σκοπό να αποκλείσουν τις θαλάσσιες διόδους πρόσβασης. Αυτά τα φράγματα παρείχαν ως πρόσθετο πλεονέκτημα τη δυνατότητα κατασκευής δρόμων στην άνω πλευρά της υπερυψωμένης επιχωμάτωσής τους, οι οποίοι επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να περνούν από το ένα νησί στο άλλο χωρίς τη χρήση πλωτού μέσου. Οι δρόμοι αυτοί κατασκευάστηκαν από Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι κατασκεύασαν επίσης το περίτεχνο Ιταλικό Παρεκκλήσιο.[57] Η ναυτική βάση λειτούργησε και μετά τον πόλεμο, ώσπου τελικά έκλεισε το 1957.
Το πρόβλημα της μείωσης του πληθυσμού έλαβε σημαντικές διαστάσεις στα μεταπολεμικά χρόνια, αν και στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπήρξε κάποια ανάκαμψη και η ζωή στις Ορκάδες εστιάστηκε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και στην απάλειψη των κοινωνικών διαφορών.[58]
Οι Ορκάδες ορίζονται γεωγραφικά μεταξύ 58°41′ και 59°24′ Β και μεταξύ 2°22′ και 3°27′ Δ. Χωρίζονται από την ηπειρωτική Σκωτία από τη θαλάσσια δίοδο Πέντλαντ (Pentland Firth). Το νοτιότερο σημείο βρίσκεται στις βραχονησίδες Πέντλαντ (Pentland Skerries), καθώς το νησί Στρόμα (Stroma) ανήκει στην περιφέρεια Χάιλαντς (Highlands), και το βορειότερο στο νησί Βόρειο Ρονάλντσι (North Ronaldsay). Το ανατολικότερο σημείο βρίσκεται στο νησί Σάντι, ενώ το δυτικότερο στη βραχονησίδα Σουλ Στακ (Sule Stack).
Τα νησιά έχουν κυρίως χαμηλό υψόμετρο, με εξαίρεση μερικούς λόφους ψαμμόλιθου στα νησιά Χόι (Hoy) (εδώ βρίσκεται το υψηλότερο σημείο των νησιών, ο λόφος Γουόρντ (Ward Hill) με ύψος 481 μέτρα), Μέινλαντ (269 μέτρα) και Ράουσι (250 μέτρα). Χαρακτηριστικό, κυρίως των δυτικών ακτών, είναι οι απότομοι γκρεμοί, με μεγαλύτερο αυτόν που βρίσκεται στο νησί Χόι (350 μέτρα). Σχεδόν όλα τα νησιά έχουν λίμνες (loch), ενώ οι πηγές του νερού είναι απλώς ρυάκια τα οποία αποστραγγίζουν τις υψηλότερες περιοχές. Οι ακτογραμμές είναι διαμελισμένες και τα νησιά χωρίζονται μεταξύ τους από θαλάσσιους πορθμούς ή διόδους.[59][60]
Τα παλιρροιακά ρεύματα στα ανοιχτά των νησιών είναι ταχύτατα και συχνά σχηματίζουν δίνες.[61] Τα νησιά χαρακτηρίζονται από έλλειψη δέντρων, γεγονός το οποίο οφείλεται κατά ένα μέρος στους πολύ ισχυρούς ανέμους.[62]
Το Μέινλαντ (the Mainland = η κυρίως χώρα) είναι το μεγαλύτερο νησί των Ορκάδων. Και οι δύο μεγαλύτερες πόλεις των Ορκάδων, Κέρκγουολ (Kirkwall) και Στρόμνες (Stromness), βρίσκονται σε αυτό το νησί, το οποίο αποτελεί τον συγκοινωνιακό κόμβο των Ορκάδων, διαθέτοντας αεροπορική και ακτοπλοϊκή σύνδεση με πορθμεία, με τα υπόλοιπα νησιά και το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Το νησί είναι το περισσότερο πυκνοκατοικημένο (75% του πληθυσμού των Ορκάδων) από τα υπόλοιπα και έχει πολλά εύφορα αγροκτήματα.
Το νησί είναι στην πλειοψηφία του επίπεδο (κυρίως στην ανατολική πλευρά) με παράκτιους γκρεμούς στη βορινή και στη δυτική πλευρά και δύο ευμεγέθεις λίμνες: το Λοχ οβ Χάρεϊ (Loch of Harray) και το Λοχ οβ Στένες (Loch of Stenness). Στο Μέινλαντ διασώζονται λείψανα κατασκευών της Νεολιθικής περιόδου, των Πίκτων και των Βίκινγκ. Τέσσερεις από τις κύριες νεολιθικές αρχαιολογικές θέσεις εντάσσονται στον Πυρήνα των Νεολιθικών Ορκάδων (Heart of Neolithic Orkney), ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1999.
Τα υπόλοιπα νησιά κατατάσσονται ως Βόρεια και Νότια νησιά σχετικά με τη θέση τους όσον αφορά το Μέινλαντ. Εξαίρεση αποτελούν οι απομακρυσμένες βραχονησίδες Σουλ (Sule Skerry) και Στακ (Sule Stack ή Stack Skerry) οι οποίες παρότι βρίσκονται γύρω στα 60 χιλιόμετρα δυτικά του αρχιπελάγους, αποτελούν μέρος των Ορκάδων για διοικητικούς λόγους.
Η βόρεια ομάδα των νησιών είναι η περισσότερο εκτεταμένη και αποτελείται από μεγάλο αριθμό νησιών μεσαίου μεγέθους τα οποία επικοινωνούν με το Μέινλαντ ακτοπλοϊκώς και αεροπορικώς. Οι κύριες πηγές εισοδήματος για τους κατοίκους τους είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και ο τουρισμός. Το επίθημα «a» ή «ay» στις ονομασίες των νησιών αντιπροσωπεύει το σκανδιναβικό ey, το οποίο σημαίνει «νησί». Εκείνα τα οποία έχουν στην ονομασία τους τη λέξη «holm» είναι βραχονησίδες.
Το βορειότερο νησί είναι το Βόρειο Ρονάλντσι (North Ronaldsay) το οποίο βρίσκεται 4 χιλιόμετρα μακριά από τον κοντινότερο γείτονά του, το νησί Σάντι (Sanday). Στα δυτικά βρίσκεται το Γουέστρι (Westray) με πληθυσμό 550 κατοίκους. Συνδέεται με πορθμείο και αεροπλάνο με το Πάπα Γουέστρι (Papa Westray), το οποίο είναι γνωστό και με την ονομασία «Πάπι» (Papay). Το Έιντι (Eday) βρίσκεται στο κέντρο του συμπλέγματος. Στο κέντρο του υπάρχει μεγάλη τυρφώδης έκταση και η κύρια ασχολία των κατοίκων του είναι η εξαγωγή τύρφης και η εξόρυξη ασβεστόλιθου.
Τα νησιά Ράουσι (Rousay), Έιγκλσι (Egilsay) και Γκέρσι (Gairsay) βρίσκονται βόρεια από το δυτικό Μέινλαντ απέναντι από τον πορθμό Άινχαλο (Eynhallow Sound). Το Ράουσι είναι γνωστό για τα αρχαία μνημεία του, τα οποία περιλαμβάνουν τον λίθινο τύμβο Κουόινες (Quoyness chambered cairn), ενώ στο Έιγκλσι σώζονται τα ερείπια της μοναδικής εκκλησίας με κυκλικό κωδωνοστάσιο στις Ορκάδες. Στο νησί Γουάιαρ (Wyre) στα νοτιοανατολικά, βρίσκεται η αρχαιολογική θέση του κάστρου του Κάμπι Ρου (Cubbie Roo castle). Τα νησιά Στρόνσι (Stronsay) και Πάπα Στρόνσι (Papa Stronsay) βρίσκονται ακόμη ανατολικότερα απέναντι από τον πορθμό Στρόνσι (Stronsay Firth). Το Όσκερι (Auskerry) βρίσκεται νότια του Στρόνσι και ο πληθυσμός του είναι μόλις 5 κάτοικοι. Το Σάπινσι (Shapinsay), πάνω στο οποίο είναι κτισμένο το κάστρο Μπάλφουρ (Balfour Castle), βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Κέρκγουολ.
Άλλα μικρότερα ακατοίκητα νησιά στα Βόρεια νησιά είναι τα: Καλφ οβ Έιντι (Calf of Eday), Ντάμσι (Damsay), Άινχαλο (Eynhallow), Φάρι (Faray), Χέλιαρ Χολμ (Helliar Holm), Χολμ οβ Φάρι (Holm of Faray), Χολμ οβ Χιούιπ (Holm of Huip), Χολμ οβ Πάπα (Holm of Papa), Χολμ οβ Σκόκνες (Holm of Scockness), Κίλι Χολμ (Kili Holm), Λίνγκα Χολμ (Linga Holm), Μακλ Γκριν Χολμ (Muckle Green Holm), Ρασκ Χολμ (Rusk Holm) και Σουέιν Χολμ (Sweyn Holm).
Η νότια ομάδα των νησιών περιβάλλει το Σκάπα Φλόου. Το νησί Χόι (Hoy) είναι το δεύτερο μεγαλύτερο των Ορκάδων και ο λόφος Γουόρντ στη βόρεια άκρη του είναι το υψηλότερο σημείο του αρχιπελάγους. Το Ολντ Μαν οβ Χόι (Old Man of Hoy) είναι γνωστός θαλάσσιος ορθόλιθος. Το νησί Μπούρι (Burray) βρίσκεται ανατολικά του Σκάπα Φλόου και συνδέεται με επίχωστο δρόμο με το νησί Νότιο Ρονάλντσι (South Ronaldsay) όπου υπάρχει η αρχαιολογική θέση της νεολιθικής περιόδου Τάφος των Αετών (Tomb of the Eagles). Τα νησιά Γκρέμσι (Graemsay) και Φλότα (Flotta) συνδέονται με πορθμείο με τα νησιά Μέινλαντ και Χόι. Το Φλότα είναι γνωστό για τον πετρελαϊκό τερματικό σταθμό του. Το Σάουθ Γουόλς (South Walls) έχει ένα κυκλικό αμυντικό πύργο του 19ου αιώνα και συνδέεται με γέφυρα με τη χερσόνησο Άιρε του νησιού Χόι. Τα νησιά Νότιο Ρονάλντσι, Μπούρι και Λαμπ Χολμ συνδέονται οδικώς με το Μέινλαντ μέσω των Φραγμάτων Τσόρτσιλ.
Ακατοίκητα νησιά στα Νότια νησιά είναι τα: Κάλφ οβ Φλότα (Calf of Flotta), Κάβα (Cava), Κοπίνσι (Copinsay), Κορν Χολμ (Corn Holm), Φάρα (Fara), Γκλιμς Χολμ (Glims Holm), Χούντα (Hunda), Λαμπ Χολμ (Lamb Holm), Μικρό Ράισα (Rysa Little), Σουίθα (Switha) και Σουόνα (Swona). Οι βραχονησίδες Πέντλαντ (Pentland Skerries) βρίσκονται ακόμη νοτιότερα, κοντά στην ηπειρωτική Σκωτία.
Το επιφανειακό πέτρωμα το οποίο επικρατεί είναι ο ερυθρός ψαμμίτης, κυρίως της Μέσης Δεβόνιας περιόδου[63]
Όπως ακριβώς και στη γειτονική περιοχή του Κέιθνες της ηπειρωτικής Σκωτίας, αυτά τα πετρώματα στηρίζονται σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα, όπως μπορεί να παρατηρηθεί στο Μέινλαντ, όπου μία στενή λωρίδα εκτίθεται μεταξύ του Στρόμνες και του Ίνγκανες (Inganess), και επίσης στο μικρό νησί Γκρέμσι. Τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα αντιπροσωπεύονται από φαιούς γνεύσιους και γρανίτες[64]
Βασαλτικά ηφαιστειογενή πετρώματα της Μέσης Δεβόνιας υποπεριόδου βρίσκονται στο δυτικό Χόι, στο Ντίρνες του ανατολικού Μέινλαντ και στο Σάπινσι. Δεν είναι βέβαιο ακόμη αν τα πετρώματα στο Χόι συσχετίζονται με αυτά των δύο άλλων περιοχών.[65]
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις παγετωνικής δράσης στα πετρώματα των νησιών: κιμωλία, πυρόλιθοι, κ.λπ. Φερτές ύλες μέσω των παγετώνων από τον πυθμένα της Βόρειας θάλασσας βρίσκονται πάνω σε παλαιότερα πετρώματα: αφθονούν οι ογκόλιθοι από άργιλο, ενώ παγετωνικά κορήματα καλύπτουν σημαντικές εκτάσεις.[66]
Οι Ορκάδες έχουν ψυχρό εύκρατο κλίμα. Το κλίμα είναι αξιοσημείωτα ήπιο και σταθερό για ένα τόσο υψηλό γεωγραφικό πλάτος. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην επίδραση του Ρεύματος του Κόλπου (Gulf Stream).[67] Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 6-8,5 °C, η μέση χειμερινή 2-7 °C και η μέση θερινή 9,5-13 °C.[68]
Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης ποικίλει από 500-1.200 χιλιοστά, ενώ η μέση ετήσια ηλιοφάνεια είναι 1.000-1.450 ώρες.[68] Οι άνεμοι είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κλίματος, καθώς ακόμη και το καλοκαίρι φυσά μόνιμα θαλάσσια αύρα. Τον χειμώνα φυσούν συχνά ισχυροί άνεμοι, με μέσο όρο θυελλωδών ανέμων 52 ώρες ετησίως.[69]
Για όσους επισκέπτονται τα νησιά το καλοκαίρι, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η απουσία νύχτας. Την μακρύτερη ημέρα, στα τέλη Ιουνίου, ο ήλιος ανατέλλει στις 03:00 και δύει στις 21:29 GMT, ενώ το ολοκληρωτικό σκοτάδι είναι κάτι άγνωστο, αφού υπάρχει πάντοτε λυκόφως.[70] Κατ' αντιστοιχία οι νύχτες του χειμώνα είναι κι αυτές μακρές. Την μικρότερη ημέρα, στα τέλη Δεκεμβρίου, ο ήλιος ανατέλλει στις 09:05 και δύει στις 15:16 GMT.[71] Αυτήν την εποχή του χρόνου μπορεί να γίνει περιστασιακά ορατό το Βόρειο Σέλας στον βόρειο ορίζοντα.[72]
Οι Ορκάδες εκπροσωπούνται στη Βουλή των Κοινοτήτων ως τμήμα της εκλογικής περιφέρειας Ορκάδες και Σέτλαντ, η οποία εκλέγει ένα μέλος στο Κοινοβούλιο με το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας. Ο σημερινός βουλευτής είναι ο Άλιστερ Κάρμαϊκλ (Alistair Carmichael) των Ελεύθερων Δημοκρατών.[73]
Για το Σκωτικό Κοινοβούλιο η εκλογική περιφέρεια των Ορκάδων εκλέγει ένα μέλος, επίσης με το σύστημα της σχετικής πλειοψηφίας. Ο σημερινός βουλευτής είναι ο Λίαμ ΜακΆρθουρ (Liam McArthur) που ανήκει επίσης στους Ελεύθερους Δημοκράτες.[74] Πριν από αυτόν βουλευτής ήταν ο Τζιμ Γουάλας (Jim Wallace), τωρινό μέλος της Βουλής των Λόρδων, ο οποίος είχε χρηματήσει αναπληρωτής Πρώτος Υπουργός.[75]
Το (δημοτικό) Συμβούλιο των Ορκάδων αποτελείται από 21 μέλη, όλοι εκ των οποίων είναι ανεξάρτητοι, δηλαδή δεν ανήκουν σε κανένα πολιτικό κόμμα.[76]
Η Κίνηση των Ορκάδων, ένα πολιτικό κόμμα το οποίο υποστήριζε την αποχώρηση των νησιών από την υπόλοιπη Σκωτία, έλαβε μέρος στις εκλογές του 1987 ως μέρος του συνασπισμού Κίνηση των Ορκάδων και των Σέτλαντ. Το Σκωτικό Εθνικό Κόμμα επέλεξε να μη λάβει μέρος για να διευκολύνει την κατάληψη της βουλευτικής έδρας από την Κίνηση. Ο υποψήφιός της, Τζον Γκούντλαντ (John Goodlad) ήρθε 4ος με 3.095 ψήφους, το 14,5% των ψήφων, όμως η προσπάθεια δεν επαναλήφθηκε.[77]
Η γη είναι γενικά πολύ εύφορη και το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνεται από αγροκτήματα. Η αγροτοκτηνοτροφία είναι με διαφορά ο σπουδαιότερος τομέας της οικονομίας, παρέχοντας εργασία στο ένα τέταρτο της εργατικής δύναμης.[78] Περισσότερο από το 90% της γεωργικής γης είναι βοσκότοποι για πρόβατα και βοοειδή, με την καλλιέργεια δημητριακών να εξασκείται στο 4% των καλλιεργημένων εδαφών (4.200 εκτάρια), ενώ οι δασωμένες περιοχές καταλαμβάνουν μόλις 134 εκτάρια.[79]
Η αλιεία δεν έχει πλέον τη σπουδαιότητα του παρελθόντος. Παρ' όλα αυτά, το 2001 υπήρχαν ακόμη 345 άτομα τα οποία την εξασκούσαν, περίπου, δηλαδή, το 3,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η σύγχρονη αλιευτική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην αλιεία ρέγγας, λευκόψαρων, αστακών, καβουριών και άλλων οστρακόδερμων, και την ιχθυοκαλλιέργεια σολομών.[80]
Στις μέρες μας οι παραδοσιακοί πρωτογενείς τομείς της οικονομίας εξάγουν βοδινό κρέας, τυρί, μπίρα, ψάρια και θαλασσινά. Στα πρόσφατα χρόνια υπάρχει ανάπτυξη σε άλλα οικονομικά πεδία, τα οποία περιλαμβάνουν τον τουρισμό, τη βιομηχανική παραγωγή τροφίμων και ποτών, την κατασκευή κοσμημάτων, πλεκτών και άλλων χειροτεχνημάτων, τις κατασκευές, και τη μεταφορά πετρελαίου μέσω του πετρελαϊκού τερματικού σταθμού στο νησί Φλότα.[81] Το μεταπρατικό εμπόριο απασχολεί το 17,5% του συνόλου των εργαζομένων,[82] ενώ οι εργαζόμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες, την εκπαίδευση και την υγεία αποτελούν μεγάλο ποσοστό των απασχολούμενων, καθώς στον τριτογενή τομέα εργάζεται πάνω από το ένα τρίτο των κατοίκων (36%).[83] Η ανεργία κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς φτάνει μόλις στο 1,4% του εργατικού δυναμικού.[84]
Σύμφωνα με στοιχεία του 2007, το 55% των επιχειρήσεων είχαν σχέση με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη δασοκομία και την αλιεία, το 12% με τη βιομηχανία και τις κατασκευές, το 12% με το χοντρικό και το λιανικό εμπόριο και τις επισκευές, και το 5% με την παροχή υπηρεσιών στους τομείς της φιλοξενίας και της εστίασης. Ένα επιπλέον 5% είχε σχέση με τις δημόσιες υπηρεσίες. Το 70% των επιχειρήσεων απασχολούσε κάτω από 50 εργαζομένους.[85]
Οι Ορκάδες διαθέτουν σημαντικούς αιολικούς και υδάτινους ενεργειακούς πόρους και γι' αυτόν τον λόγο η αξιοποίηση των ανανεώσιμων αυτών πηγών ενέργειας έχει πρόσφατα έρθει στο προσκήνιο. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Θαλάσσιας Ενέργειας (European Marine Energy Centre, EMEC), μια ερευνητική μονάδα η οποία χρηματοδοτείται από το Σκωτικό Κοινοβούλιο, έχει εγκαταστήσει ένα δοκιμαστικό σύστημα κυματικής ενέργειας στο Μπίλια Κρου (Billia Croo) στο Μέινλαντ των Ορκάδων και ένα δοκιμαστικό σύστημα παλιρροιακής ενέργειας στο νησί Έιντι.[86][87] Η κατασκευή 4 ακόμη μικρότερων δοκιμαστικών συστημάτων χρηματοδοτήθηκε το 2009 από το Τμήμα Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Department for Energy and Climate Change, DECC) της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.[88]
Το κύριο αεροδρόμιο στα νησιά είναι το Αεροδρόμιο του Κέρκγουολ. Υπάρχουν δρομολόγια προς την ηπειρωτική Σκωτία και συγκεκριμένα προς το Αμπερντήν, το Εδιμβούργο, τη Γλασκώβη και το Ινβερνές, και επίσης προς τα νησιά Σέτλαντ και τη θερινή περίοδο προς το Μπέργκεν της Νορβηγίας.[89]
Το τοπικό συμβούλιο των νησιών συντηρεί αεροδρόμια και εκτελεί δρομολόγια προς τα περισσότερα από τα μεγαλύτερα νησιά, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Στρόνσι, Έιντι, Βόρειο Ρονάλντσι, Γουέστρι, Πάπα Γουέστρι και Σάντι.[90] Η συντομότερη τακτική αεροπορική διαδρομή στον κόσμο, είναι αυτή μεταξύ των νησιών Γουέστρι και Πάπα Γουέστρι για την οποία απαιτούνται μόλις δύο λεπτά,[91] αλλά μπορεί να διαρκέσει λιγότερο από ένα λεπτό εάν ο άνεμος είναι ευνοϊκός.
Τα πορθμεία συνδέουν τα νησιά με την υπόλοιπη Σκωτία, υπάρχουν όμως και δρομολόγια τα οποία συνδέουν τα διάφορα νησιά του αρχιπελάγους μεταξύ τους. Οι τακτικές γραμμές οι οποίες λειτουργούν συνδέοντας τις Ορκάδες με την ηπειρωτική Σκωτία και τα Σέτλαντ είναι:
Στο τοπικό συμβούλιο των νησιών ανήκει η εταιρεία Orkney Ferries η οποία συνδέει όλα τα κατοικημένα νησιά του συμπλέγματος με το Μέινλαντ των Ορκάδων.[92]
Στις Ορκάδες εκδίδονται δύο τοπικές εβδομαδιαίες εφημερίδες, η The Orcadian και η Orkney Today.[93]
Επίσης υπάρχει ένας τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός του BBC, το BBC Radio Orkney (τοπικό παράρτημα του BBC Radio Scotland), το οποίο εκπέμπει δύο φορές τη μέρα, με τοπικά νέα και ψυχαγωγικό πρόγραμμα.[94] Επίσης υπάρχει ένας εμπορικός ραδιοφωνικός σταθμός, ο The Superstation Orkney, ο οποίος εκπέμπει στο Κέρκγουολ και μέρος του Μέινλαντ.[95] Το Moray Firth Radio εκπέμπει σε όλο το αρχιπέλαγος στα AM και από ένα αναμεταδότη λίγο έξω από το Θέρσο στα FM. Επίσης ο ραδιοφωνικός σταθμός της Κοινότητας Caithness FM εκπέμπει στο μεγαλύτερο μέρος των Ορκάδων.[96]
Στην αρχή της καταγεγραμμένης ιστορίας τα νησιά κατοικούνταν από Πίκτους, η γλώσσα των οποίων ήταν βρυθονικά κελτικά.[97] Η επιγραφή σε γραφή Όγκαμ πάνω στον πέτρινο δακτύλιο αδραχτιού του Μπάκουοϊ (Buckquoy spindle-whorl) μαρτυρά την ύπαρξη της Αρχαίας Ιρλανδικής στις Ορκάδες.[98] Μετά την επικράτηση των Σκανδιναβών, σχεδόν όλα τα τοπωνύμια άλλαξαν σε δυτικά Σκανδιναβικά.[99] Τα Σκανδιναβικά εξελίχθηκαν στη διάλεκτο Νορν (Norn), η οποία έφθινε συνεχώς μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, όταν και τελικά εξέλιπε.[100] Τα Νορν αντικαταστάθηκαν από την Ορκαδιανή διάλεκτο των νησιωτικών Σκωτικών (Σκωτς). Η διάλεκτος αυτή βρίσκεται σε υποχώρηση λόγω της επιρροής της τηλεόρασης, της εκπαίδευσης και του μεγάλου αριθμού των εσωτερικών μεταναστών οι οποίοι έφτασαν στα νησιά. Παρά ταύτα, γίνονται προσπάθειες από μερικούς συγγραφείς και ραδιοπαρουσιαστές να αναζωογονήσουν τη χρήση της.[101]
Οι Ορκάδες έχουν πλούσιες λαογραφικές παραδόσεις με πολλές από τις παλιές ιστορίες να σχετίζονται με τα τρόου (trow), μια τοπική μορφή ξωτικών (troll) που παραπέμπει στη Σκανδιναβική παράδοση των νησιών.[102] Στο παρελθόν τοπικό έθιμο αποτελούσε και η τέλεση γαμικών τελετών στον Λίθο του Οντίν (Odin Stone), ο οποίος αποτελεί μέρος των Ορθόλιθων του Στένες (Standing Stones of Stenness).[103]
Οι γνωστότεροι λογοτέχνες από τις σύγχρονες Ορκάδες είναι ο ποιητής Έντουϊν Μιούιρ (Edwin Muir), ο ποιητής και συγγραφέας Τζορτζ Μακέι Μπράουν (George Mackay Brown) και ο συγγραφέας Έρικ Λίνκλεϊτερ (Eric Linklater).[104]
Οι γηγενείς κάτοικοι των Ορκάδων διατηρούν μια ιδιαίτερη ταυτότητα, με χαρακτηριστικά διαφορετικά από τους υπόλοιπους κατοίκους της Σκωτίας.[105] Αν και η προσάρτηση της κομητείας των Ορκάδων έλαβε χώρα το 1472, πριν από περίπου πεντέμιση αιώνες, οι περισσότεροι Ορκάδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους πρώτα Ορκάδιους και μετά Σκώτους.[106]
Όταν ένας Ορκάδιος μιλά για τη "Σκωτία", δεν εννοεί τις Ορκάδες ως μέρος τους, αλλά εννοεί τη χώρα η οποία βρίσκεται αμέσως νότια από τη θαλάσσια δίοδο Πέντλαντ (Pentland Firth). Όταν μιλά για την ηπειρωτική χώρα ("the mainland"), δεν εννοεί την ηπειρωτική Σκωτία, αλλά το νησί Μέινλαντ των Ορκάδων, το οποίο γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ντόπιοι ονομάζουν πάντοτε με το άρθρο ("The Mainland").[107] Τα ταρτάν (tartan), οι πατριές (clans), οι γκάιντες (bagpipes) και τα παρόμοια είναι παραδόσεις των Σκωτικών Χάιλαντ και δεν αποτελούν μέρος της ντόπιας νησιωτικής κουλτούρας.[108] Παρ' όλα αυτά έχουν καταγραφεί τουλάχιστον δύο ταρτάν τα οποία έχουν σχέση με τις Ορκάδες και ένα έχει σχεδιαστεί από κάτοικο του Σάντι για λογαριασμό του νησιού,[109][110][111] ενώ υπάρχουν και μπάντες με γκάιντες στις Ορκάδες.[112][113]
Οι Ορκάδες έχουν αφθονία άγριας πανίδας κυρίως φαιές φώκιες (Halichoerus grypus) και κοινές φώκιες (Phoca vitulina) και θαλασσοπούλια όπως αρκτικές φρατερκούλες (Fratercula arctica), τριδαχτυλόγλαρους (Rissa tridactyla), μαύρους κόλυμβους (Cepphus grylle) και μεγάλους ληστόγλαρους (Stercorarius skua). Στη θάλασσα γύρω από τις ακτές παρατηρούνται επίσης φάλαινες,[114] δελφίνια,[115] φώκαινες (Phocoena phocoena) και ευρωπαϊκές ενυδρίδες (Lutra lutra).
Στην ξηρά ο μίκρωτος των Ορκάδων (Microtus arvalis orcadensis) του νησιού Μέινλαντ, και ακόμη 4 υποείδη του κοινού μίκρωτου (Microtus arvalis), είναι ενδημικά είδη,[116] ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι το είδος απουσιάζει από την ηπειρωτική Βρετανία.[117][118] Τα υπόλοιπα 4 υποείδη βρίσκονται στα νησιά Σάντι, Γουέστρι, Ράουσι και Νότιο Ρονάνλτσι.[119]
Το πρόβατο του Βόρειου Ρονάλντσι είναι μια ασυνήθιστη ράτσα οικόσιτου ζώου, το οποίο τρέφεται κατά ένα μεγάλο μέρος με φύκια, καθώς τίθεται υπό περιορισμό στο αλίπεδο του νησιού κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, έτσι ώστε να συντηρούνται οι περιορισμένοι βοσκότοποι της ενδοχώρας.[120]
Οι παραλίες των νησιών είναι γνωστές για τα πολύχρωμα λουλούδια όπως τα τριπόλιο (ή αστέρας) (Aster tripolium), εαρινός υάκινθος (ή σκιλλοκρέμμυδο) (Scilla verna), χαλαβόχορτο (Armeria maritima), κοινή θαλασσολεβάντα (του γένους Limonium), καμπανορείκι (Erica cinerea) και κοινό ρείκι (Calluna vulgaris). Η σκωτική πρίμουλα (Primula scotica) βρίσκεται μόνο στις ακτές των Ορκάδων και κοντά στο Κέιθνες και το Σάδερλαντ.[121][122]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.