Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Άννα Μανιάνι (Ιταλικά: Anna Magnani, Ρώμη, 7 Μαρτίου 1908 – Ρώμη, 26 Σεπτεμβρίου 1973) ήταν Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του 20ού αιώνα και κατά καιρούς την έχουν αποκαλέσει «στοιχείο της Φύσης», «λύκαινα» και «εκρηκτική σαν ηφαίστειο». Κατά την πολυετή καριέρα της ανανέωσε τη φιγούρα της γυναίκας ηθοποιού και, μέσα από τη δύναμη της ερμηνείας της, άλλαξε τα καλλιτεχνικά στερεότυπα της εποχής της. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Ιταλούς σκηνοθέτες της εποχής της, όπως ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι. Ο θεατρικός συγγραφέας Τένεσι Ουίλιαμς υπήρξε φίλος και θαυμαστής της και έχοντας τη φιγούρα της στο μυαλό του έγραψε για εκείνη το έργο Τριαντάφυλλο στο στήθος. Η ερμηνεία της στην κινηματογραφική μεταφορά του, απέσπασε Βραβείο Όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου. Επίσης η ηθοποιός τιμήθηκε τόσο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, όσο και εκείνο του Βερολίνου. Αποτελεί δε μία από τις τέσσερις μόλις προσωπικότητες ιταλικής καταγωγής που διαθέτουν αστέρι στη διάσημη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1908 σύμφωνα με τα λεγόμενά της στην πόλη της Ρώμης. Το επώνυμό της τής το χάρισε η μητέρα της, μοδίστρα στο επάγγελμα, ενώ η ταυτότητα του πατέρα της είναι υπό αμφισβήτηση. Κατά άλλους επρόκειτο για έναν Αιγύπτιο αγνώστων στοιχείων, κατά άλλους για έναν Αυστριακό σύντροφο της μητέρας της, με τον οποίο διέμεναν στην Αλεξάνδρεια. Η Άννα τελικά επέστρεψε στην Ιταλία όπου και ανατράφηκε από τους παππούδες και τους θείους της. Κατά την παιδική της ηλικία έπαιζε συχνά στους δρόμους, όπου και απέκτησε σκληρή προσωπικότητα, μαθαίνοντας παράλληλα τη λεγόμενη «γλώσσα του δρόμου». Για μία περίοδο φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο το οποίο λειτουργούσαν καλόγριες. Παράλληλα έμαθε να παίζει πιάνο και να τραγουδά, φοιτώντας στο ωδείο της Ακαδημίας της Αγίας Καικηλίας.
Όταν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε της χρόνια, επηρεασμένη από το γεγονός ότι μεγάλωσε ανάμεσα σε δυναμικές και ανεξάρτητες γυναίκες, αποφάσισε να εργαστεί ώστε να κερδίζει μόνη τα προς το ζην. Ταυτόχρονα προσπάθησε να αναζητήσει τη μητέρα της.
Το ταλέντο της τής εξασφάλισε μια υποτροφία για δραματική σχολή. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, συμμετείχε σε ένα περιοδεύοντα θίασο υπό τις οδηγίες του θεατρανθρώπου Ντάριο Νικοντέμι, όπου και παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να εγκαταλείψει τις όποιες ανέσεις της ζωής της, να εγκαταλείψει το σπίτι της γιαγιάς της και να τριγυρνά από μέρος σε μέρος για τις ανάγκες των παραστάσεων. Η ίδια δήλωσε κάποτε πως η γιαγιά της τη συνόδεψε η ίδια μέχρι τον σταθμό και πως τότε της δημιουργήθηκε η αίσθηση πως δεν θα την ξαναέβλεπε πια. Πράγματι εκείνη απεβίωσε έξι μήνες μετά. «Από εκείνη τη στιγμή βρήκα το κουράγιο να κάνω την επανάστασή μου, να βγάλω από μέσα μου εκείνο που πάντα έμενε κρυμμένο, να ουρλιάζω όταν το είχα ανάγκη και να σιωπώ όταν δεν είχα κέφι. Ήταν εκείνη τη μέρα που γεννήθηκε η Μανιάνι».
Τα επόμενα έτη έπαιζε ό,τι ρόλο έβρισκε διαθέσιμο, λαμβάνοντας ως αμοιβή τίποτα περισσότερο από 25 λιρέτες τη μέρα. Στην προσωπική της ζωή υιοθετούσε παράξενα και ατημέλητα ντυσίματα, με αποτέλεσμα κάποιος κριτικός να σχολιάσει: «εμφανίστηκε σαν να είχε χτυπήσει το κουδούνι προτού προλάβει να ολοκληρώσει το ντύσιμό της». Η ίδια η Μανιάνι δεν έδινε καμία σημασία σε παρόμοια σχόλια, αποδεχόμενη την εμφάνισή της. Κατοικούσε σε φτηνές κατοικίες και έτρωγε ελάχιστα καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καφέ και τσιγάρων. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ζώα, υιοθετώντας κάποιο συχνά.
Δουλεύοντας άρχισε να αναλαμβάνει σιγά σιγά και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραστάσεις: «Άννα Λουκάστα», «Κάρμεν», «Το πέτρινο δάσος» και «Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν» για να αναφέρουμε κάποιες από αυτές. Επίσης, δουλεύοντας με τον περιοδεύοντα θίασο είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει ακόμη και στο εξωτερικό, ενώ από τις πολλές επαναλήψεις απομνημόνευσε πολλούς σημαντικούς ρόλους του θεάτρου. Όταν επέστρεψαν στη Γένοβα το 1929, η Άννα ήταν πλέον 21 ετών έχοντας μελετήσει πολύ, έτοιμη πλέον για έναν πραγματικά σημαντικό ρόλο.
Κατά τη διάρκεια της παραγωγής «La Sora Rose», η πρωταγωνίστρια αποφάσισε να εγκαταλείψει το θίασο για να παντρευτεί. Τότε ο παραγωγός την πλησίασε προτείνοντάς της τον ρόλο. Ήταν η μεγάλη της ευκαιρία, ωστόσο η Μανιάνι εμφανίστηκε πολύ φοβισμένη και διστακτική. Ωστόσο ο παραγωγός της απάντησε απλά: «Ανοησίες, Άννα. Μπορείς και θα το κάνεις». Τελικά έδωσε μεγαλειώδη ερμηνεία. Μάλιστα σε μία σκηνή όπου έπρεπε να κλάψει, έχυσε αληθινά δάκρυα. Το κοινό της πρεμιέρας την καταχειροκρότησε, ανοίγοντας το δρόμο για μια λαμπρή καριέρα.
Κατά την εποχή που στην Ιταλία κυριαρχούσε ο φασισμός, εκτός από προπαγανδιστικές ταινίες γυρίζονταν και αισθηματικές κωμωδίες, στις οποίες οι γυναικείες φιγούρες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αφελείς και ευαίσθητες κοπέλες με μοναδικό στόχο να πραγματοποιήσουν τα απλοϊκά τους σχέδια στον έρωτα. Η Μανιάνι δεν ανταποκρινόταν στην περιγραφή αυτή, θεωρώντας τους ρόλους αυτούς τελείως ψεύτικους. Κρίθηκε δε πως δεν διέθετε φωτογένεια κι έτσι λάμβανε μόνο δεύτερους ρόλους την εποχή εκείνη. Πρώτο της σημαντικό κομμάτι ήταν εκείνο στην ταινία «La cieca di Sorrento» του Νούντσιο Μαλασόμα. Στις επόμενες ταινίες της λαμβάνει την ευκαιρία να εκφραστεί και να πειραματιστεί, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο. Εξαίρεση αποτελεί η ταινία «Tempo massimo» του Βιττόριο ντε Σίκα, όπου και υποδύεται μια μυθομανή, η οποία πιστεύει πως την έχει ερωτευτεί ο εργοδότης της.
Εκείνη την περίοδο απέσπασε την προσοχή ενός όμορφου σκηνοθέτη ταινιών, του Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι (1904-1978). Ερωτεύτηκαν και μετά από μια περίοδο συμβίωσης παντρεύτηκαν το 1933. Ωστόσο ο νέος της σύζυγος αποθάρρυνε την Άννα από το να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο. Η Άννα επιθυμούσε να παλέψει για τον γάμο της, ωστόσο οι σχέσεις τους σταδιακά χειροτέρεψαν και το ζευγάρι τελικά χώρισε το 1940 (ο γάμος ακυρώθηκε επίσημα το 1950). Μετά το γεγονός αυτό, ο χαρακτήρας της έγινε ακόμη εκκεντρικότερος. Εθεάθη συχνά σε νυχτερινά κέντρα να καπνίζει πούρα, με τα μαλλιά ακατάστατα. Η διάθεσή της εναλλασσόταν από την οργή στη μελαγχολία. Χρησιμοποιούσε δε πολύ άκομψο και λαϊκό λεξιλόγιο.
Κατά την «άγρια» αυτή περίοδο ερωτεύτηκε παθιασμένα έναν όμορφο νεαρό ηθοποιό, το Μάσιμο Σεράτο. Καρπός του έρωτά τους ήταν ο γιος της Τσελίνο, τον οποίο συνήθιζε να αποκαλεί χαριτωμένα Λούκα. Δυστυχώς ο Λούκα προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα, κάτι που συνέτριψε την Άννα. Ορκίστηκε να του παρέχει την καλύτερη δυνατή θεραπεία και να τον βοηθήσει να ζήσει φυσιολογική ζωή. Έτσι και έπραξε. Ο νεαρός μπόρεσε για ένα διάστημα να περπατήσει με υποστήριξη, εντούτοις τελικά πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε αναπηρικό αμαξίδιο. Για να ανταποκριθεί στα ιατρικά έξοδα, η Μανιάνι αποδεχόταν όποιον καλοπληρωμένο ρόλο μπορούσε να αναλάβει. Σύντομα ζήτησε και έλαβε την υψηλότερη αμοιβή που διδόταν εκείνη την εποχή σε Ευρωπαία ηθοποιό. Όταν εμφανιζόταν σε ταινίες με χαμηλό μπάτζετ, η αμοιβή της αναλογούσε σε μεγάλο ποσοστό του κόστους παραγωγής.
Η στρατιά των θαυμαστών της συνέχιζε να αυξάνει, και οι Ρωμαίοι την είχαν αρχίσει πλέον να την αποκαλούν χαϊδευτικά «Νανναρέλλα». Το 1944 γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι. Η έλξη υπήρξε αμοιβαία, με αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα ειδύλλιο γεμάτο συγκρούσεις. Σύμφωνα με μαρτυρίες έφτασε στο σημείο να εκσφενδονίζει πήλινα σκεύη κατά του Ροσελίνι, ο οποίος δήλωσε για τη Μανιάνι: «Γεννήθηκε μεταφέροντας το συκώτι της στα δόντια». Σαν καλλιτεχνικό ζευγάρι όμως διέπρεψαν, με τις συντονισμένες τους προσπάθειες να φέρνουν στο φως μια ταινία-σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, ορόσημο του νεορεαλισμού, με τίτλο Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη. Βγάζοντας την κάμερα από το στούντιο, ο Ροσελίνι κινηματογράφησε στους δρόμους της Ρώμης τους Γερμανούς κατακτητές που ακόμη μάχονταν με τους παρτιζάνους. Η Μανιάνι έδωσε μια ηλεκτρισμένη ερμηνεία ως Πίνα, μια γυναίκα σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αρραβωνιασμένη με έναν νεαρό αντιστασιακό εργάτη που αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί. Στην τελευταία σκηνή, ενώ τρέχει πίσω από το όχημα που τον μεταφέρει μακριά φωνάζοντας το όνομά του, εκτελείται χωρίς οίκτο. Πρόκειται για μία από τις διασημότερες σκηνές ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η ταινία αυτή χάρισε στη Μανιάνι το πρώτο της βραβείο Nastro d'Argento - τα δεύτερα παλαιότερα κινηματογραφικά βραβεία στον κόσμο μετά τα Όσκαρ - από τα πέντε συνολικά που απέσπασε κατά τη διάρκεια της καριέρας της.
Το 1948, οι Μανιάνι και Ροσελίνι συνεργάστηκαν σε μια διμερή παραγωγή με τίτλο Αγάπη. Στους τίτλους ο σκηνοθέτης αφιερώνει την ταινία στην υψηλή τέχνη της Άννας Μανιάνι. Λόγω του ανορθόδοξου θρησκευτικού περιεχομένου του, το φιλμ υπέφερε από τη λογοκρισία και είχε περιορισμένη διανομή ανά τον κόσμο. Το ζεύγος συνεργάστηκε σε ακόμη μια ταινία, με τίτλο Αντζελίνα (1947), όπου υποδύθηκε την ηγέτιδα των επαναστατημένων πάμφτωχων γυναικών της Ρώμης. Η ερμηνεία της Μανιάνι βραβεύτηκε με το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Όταν ο Ροσελίνι γνώρισε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν επιθύμησε να γυρίσει μια ταινία μαζί της. Της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ρομαντικό δράμα με τίτλο Στρόμπολι. Κατά τη διάρκεια της ταινίας αναπτύχθηκε ειδύλλιο ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τη Σουηδέζα ηθοποιό. Όπως ήταν φυσικό η Μανιάνι εξοργίστηκε, κάτι που δεν διέφυγε της προσοχής του Τύπου. Παρά τις παρακλήσεις της, το ζήτημα αναφέρθηκε σε πολλά πρωτοσέλιδα ανά τον κόσμο. Τελικά ξέσπασε πόλεμος δηλώσεων ανάμεσα στους δύο που επεκτάθηκε και στον καλλιτεχνικό τομέα: ενώ ο Ροσελίνι ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει την ταινία του με τη νέα του αγαπημένη, η Μανιάνι σχεδίαζε να επισκιάσει την αντίζηλό της. Η ταινία της Ηφαίστειο (1950), με προϋπολογισμό $750.000, γυρίστηκε τόσο στα αγγλικά όσο και στα ιταλικά και συνετέλεσε στο να πάρει την εκδίκησή της. Τα διαφημιστικά σποτ την κατονόμαζαν ως μια από τις εντυπωσιακότερες ηθοποιούς του παγκόσμιου κινηματογράφου μετά την Γκάρμπο, ενώ η ίδια άσκησε πίεση ώστε η παραγωγή να ολοκληρωθεί προτού η ταινία του Ροσελίνι βγει στις αίθουσες. Για την ιστορία, τόσο η μία, όσο και η άλλη ταινία κινήθηκαν μέτρια εισπρακτικά, ίσως γιατί οι συντελεστές κατανάλωσαν περισσότερη ενέργεια στη μεταξύ τους αντιπαλότητα παρά για να πετύχουν ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Η επόμενη επιτυχία της Μανιάνι ήταν η ταινία του 1951 με τίτλο Μπελίσιμα, η γλυκόπικρη ιστορία μιας γυναίκας από την εργατική τάξη, η οποία και προσπαθεί με κάθε μέσο να σπρώξει τη μικρή της κόρη στο χώρο της showbiz. Το 1952 ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ της προσέφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μιούζικαλ Η χρυσή άμαξα. Η ταινία γυρίστηκε στην Ιταλία, ωστόσο για λόγους μάρκετινγκ οι ηθοποιοί κλήθηκαν να ερμηνεύσουν στα αγγλικά. Στο έγχρωμο αυτό φιλμ, η Άννα είχε τη δυνατότητα να αποδείξει τις ικανότητές της στην κωμωδία, το χορό και το τραγούδι, αλλά και να ερμηνεύσει μια έντονα δραματική σκηνή προς το τέλος της ταινίας. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε σε μια παραγωγή τεσσάρων επεισοδίων με τίτλο «Of Love and Life», όπου διακωμώδησε την ίδια της την προσωπικότητα.
Το 1950, ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο οποίος δήλωνε γοητευμένος από την ομορφιά της, έγραψε ένα θεατρικό έργο ελπίζοντας να την πείσει να υποδυθεί την κεντρική ηρωίδα, η οποία γράφτηκε στα μέτρα της. Ωστόσο η Μανιάνι, φοβούμενη ότι τα αγγλικά της δεν ήταν αρκετά καλά για μια παράσταση του Μπρόντγουεϊ αρνήθηκε. Ο Γούλιαμς απογοητεύτηκε πάρα πολύ, παρόλο που η Αμερικανίδα Μορίν Στέιπλετον ανέλαβε υποδειγματικά το ρόλο. Τελικά το θεατρικό αυτό έργο με τίτλο Τριαντάφυλλο στο στήθος μπήκε στον δρόμο της παραγωγής για τη μεγάλη οθόνη από την Paramount Pictures. Αυτή τη φορά η Μανιάνι δέχτηκε με χαρά το ρόλο μιας πάμφτωχης μοδίστρας, η οποία με εντελώς ατιμέλητη εμφάνιση θρηνεί για τον αποθανόντα σύζυγό της με τον οποίο υπήρξε βαθειά ερωτευμένη παρά τον άπιστο χαρακτήρα του. Φυλάγοντας ευλαβικά τις στάχτες του, κατοικεί σε έναν προσωπικό ονειρόκοσμο ενός ευτυχέστερου παρελθόντος, πολύ διστακτική για να ενδώσει σε ένα νέο έρωτα που μπαίνει στη ζωή της.
Η μεταφορά του θεατρικού του Ουίλιαμς με τίτλο Το στιγματισμένο ρόδο (The Rose Tattoo) έκανε πρεμιέρα στο Astor Theater στη Νέα Υόρκη στις 12 Δεκεμβρίου. Η Paramount επιθυμούσε φυσικά η σταρ να είναι παρούσα, ωστόσο εκείνη είχε αναχωρήσει για την Ιταλία αμέσως μόλις τα γυρίσματα έλαβαν τέλος. Ορθά κοφτά αρνήθηκε να παραστεί στην πρεμιέρα δηλώνοντας πως δεν σκόπευε να αφήσει για κανένα λόγο μόνο τον γιο της τα Χριστούγεννα. Για την ερμηνεία της η Άννα τιμήθηκε από την Ένωση Κριτικών της Νέας Υόρκης, απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα γυναικείας δραματικής ερμηνείας και κατόπιν έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου. Χωρίς να ξαφνιάσει κανέναν νίκησε, ωστόσο δεν ήταν παρούσα στην τελετή απονομής του βραβείου. Όταν τελικά της μίλησαν στο τηλέφωνο λίγο μετά την τελετή, με βαριά από τον ύπνο φωνή, άρχιζε να ξεφωνίζει σε εκείνον που την πήρε για την κακόγουστη φάρσα που επέλεξε να της κάνει. Κλείνοντας άρχισε τρισευτυχισμένη να πηδά από τη χαρά της. Αργότερα δήλωσε σε κάποιον δημοσιογράφο πως είχε νιώσει «σαν να είχε μόλις χτίσει το Κολοσσαίο». Το έγκριτο περιοδικό Life την παρομοίασε για άλλη μια φορά με την Γκρέτα Γκάρμπο.
Μετά από μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας εργάστηκε στην πατρίδα της, το 1957 εμφανίστηκε τελικά στην απονομή των Βραβείων Όσκαρ, απονέμοντας το χρυσό αγαλματίδιο στον ηθοποιό Γιουλ Μπρίνερ για την ερμηνεία του στην ταινία Ο βασιλιάς κι εγώ. Την ίδια χρονιά σε συνεργασία με την Paramount γύρισε την ταινία Άγριος είναι ο άνεμος (1957) με συμπρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. Σκηνοθετημένη με μαεστρία από τον Τζορτζ Κιούκορ, η ταινία αφορούσε την ιστορία ενός χήρου ιδιοκτήτη ράντσου, ο οποίος κάλεσε στη Νεβάδα την αδερφή της αποθανούσας συζύγου του προκειμένου να γίνει η νέα του νύφη. Η κοπέλα προσαρμόζεται στη νέα της ζωή και γοητεύεται από έναν μαύρο επιβήτορα τον οποίο κανένας δεν μπόρεσε να δαμάσει. Προς μεγάλη της απογοήτευση, όμως, ο σύζυγός της εξακολουθεί να βλέπει σε εκείνη τη νεκρή αδερφή της, αποκαλώντας την μάλιστα με το όνομα της τελευταίας. Εκείνη οργισμένη ξεσπά και τελικά απελευθερώνει το ατίθασο άτι ώστε να ζήσει ελεύθερο στον άνεμο. Η συγκινητική αυτή ιστορία κέρδισε τις καρδιές των Αμερικανών θεατών. Κατά τις εκδηλώσεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου του 1958 απέσπασε την Ασημένια Άρκτο για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία της χρονιάς.
Η επόμενη ταινία της επί αμερικανικού εδάφους ήταν το δράμα Ο φυγάς, ακόμη ένα θεατρικό του Τενεσί Ουίλιαμς που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη υπό τη σκηνοθετική ματιά του Σίντνεϋ Λουμέτ. Η Άννα υποδύθηκε τη σύζυγο ενός μεγαλύτερου της άνδρα ο οποίος πεθαίνει από καρκίνο, ενώ παράλληλα κάνει μίζερη τη ζωή όλων γύρω του με το δύστροπο χαρακτήρα του. Από τη δυστυχία της τη βγάζει ένας περιπλανώμενος νέος, τον οποίο υποδύθηκε ο Μάρλον Μπράντο, που πιάνει δουλειά κοντά της και τη βοηθά να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να ανοίξει ένα ζαχαροπλαστείο. Τα γυρίσματα υπήρξαν δυσάρεστα, καθώς οι δύο πρωταγωνιστές δεν είχαν ιδιαίτερα καλές σχέσεις.
Σημαντική χρονιά για τη Μανιάνι ήταν το 1962, όταν συμμετείχε στην ιταλική ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι Μάμα Ρόμα, στο ρόλο μιας μεσήλικης πόρνης που προσπαθεί να γλιτώσει από το δυσάρεστο επάγγελμά της. Όταν ο 16χρονος γιος της μαθαίνει την αλήθεια για τη ζωή της, η ηρωίδα έχει να αντιμετωπίσει την επανάστασή του, αλλά και την απόφασή του να γίνει κακοποιός. Το 1966 επέστρεψε στο θεατρικό σανίδι σε μια υψηλά δραματική εκδοχή της Μήδειας, που σκηνοθέτησε ο συνθέτης Τζιανκάρλο Μενότι. Την ίδια χρονιά απασχόλησε και πάλι τον τύπο, δηλώνοντας δυσαρεστημένη ότι η έτερη ντίβα του ιταλικού κινηματογράφου, η Σοφία Λόρεν, έχτιζε την καριέρα της μιμούμενη τη δική της παρουσία.
Η τελευταία της συμμετοχή σε αμερικάνικη ταινία ήταν το 1969 στο Το μυστικό της Σάντα Βιτόρια, με συμπρωταγωνιστή για άλλη μια φορά τον Άντονι Κουίν. Ακολούθησαν μια σειρά ιταλικών ταινιών, καθώς και η απόπειρα της ερμηνείας για τον τηλεοπτικό φακό. Υπό τη χρηματοδότηση του ιταλικού κρατικού καναλιού RAI, συμμετείχε σε μια σειρά τριών έγχρωμων αυτόνομων ιστοριών, στην τελευταία από τις οποίες συμπρωταγωνίστησε με τον όμορφο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 1972 σε ένα cameo υποδυόμενη τον εαυτό της, στην ταινία Ρώμη του Φεντερίκο Φελίνι.
Η Άννα Μανιάνι πάντα υπήρξε ανήσυχη για θέματα υγείας και είχε τη συνήθεια να κουβαλά μαζί ένα θερμόμετρο για να ελέγχει τη θερμοκρασία της. Σιγά σιγά η υγεία της άρχισε να χειροτερεύει και τελικά διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Οι τελευταίες τις ημέρες ήταν θλιμμένες, ωστόσο πλάι σε δικούς της ανθρώπους. Η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 ετών στις 26 Σεπτεμβρίου 1973. Στο πλάι της βρίσκονταν ο πολυαγαπημένος γιος της, Λούκα, και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, που παρόλο που κάποτε την είχε εγκαταλείψει για την Ίγκριντ Μπέργκμαν, είχε εξελιχθεί σε παλαιό και ακριβό φίλο. Μετά την τελετή της κηδείας της και υπό τη συνοδεία μεγάλου πλήθους Ρωμαίων, τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Ροσελίνι. Σήμερα αναπαύεται στο νεκροταφείο της πόλης Σαν Φελίτσε Τσιρτσέο.
Το Μάρτιο του 2008, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της ηθοποιού στην Ιταλία διοργανώθηκαν εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν της με το γενικότερο τίτλο «Ciao Anna».
Έτος | Τίτλος | Ελληνικός Τίτλος | Ρόλος |
Δεκαετία του 1920 | |||
---|---|---|---|
1928 | Scampolo | ||
Δεκαετία του 1930 | |||
1934 | La cieca di Sorrento | Άννα | |
Tempo massimo | Εμίλια | ||
1935 | Quei due | Πιερότα | |
1936 | Trenta secondi d'amore | Γκερτρούντε | |
Cavalleria | Φάνι | ||
1938 | La principessa Tarakanova | Ταρακάνοβα | Μαριέτα (καμαριέρα) |
Δεκαετία του 1940 | |||
1940 | Una lampada alla finestra | Ιβάνα | |
1941 | La fuggitiva | Βάντα Ρένι | |
Teresa Venerdì | Τερέζα Βερέντι | Λολέτα Πρίμα | |
1942 | Finalmente soli | Νινέτα / Λουλού | |
La fortuna viene dal cielo | Ζιζί | ||
1943 | L'avventura di Annabella | κοσμική | |
La vita è bella | Βιργκινία | ||
Campo de' fiori | Ελίντε | ||
T'amerò sempre | |||
Gli assi della risata | |||
L'ultima carrozzella | Μαρί Ντουνκέτι | ||
1944 | Il fiore sotto gli occhi | Μαρία Κομάσκο | |
1945 | Quartetto pazzo | Έλενα | |
Roma, città aperta | Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη | Πίνα | |
Abbasso la miseria! | Νανίνα Στρασέλι | ||
1946 | Lo sconosciuto di San Marino | Λιάνα | |
Un uomo ritorna | Αντέλε Βικαρέλι | ||
Il bandito | Η κοινωνία με έκανε εγκληματία | Λίντια | |
Avanti a lui tremava tutta Roma | Άντα | ||
Abbasso la ricchezza! | Τζοκόντα Περφέτι | ||
1947 | L'onorevole Angelina | Αντζελίνα | Αντζελίνα Μπιάνκι |
1948 | Molti sogni per le strade | Λίντα Μπερτόνι | |
L'amore | Αγάπη | γυναίκα στο τηλέφωνο / Νανίνα | |
Assunta Spina | Ασούντα Σπίνα | ||
Δεκαετία του 1950 | |||
1950 | Vulcano | Μανταλένα Νάτολι | |
1951 | Bellissima | Μπελίσιμα | Μανταλένα Τσεκόνι |
1952 | Camicie rosse | Ανίτα Γκαριμπάλντι | |
Le carrosse d'or | Η χρυσή άμαξα | Καμίλα | |
1955 | The Rose Tattoo | Το στιγματισμένο ρόδο | Σεραφίνα ντέλε Ρόζε |
1957 | Suor Letizia | Οι γυμνοί έρωτες μιας μοναχής | αδελφή Λετίτσια |
Wild Is the Wind | Άγριος είναι ο άνεμος | Τζόια | |
1959 | Nella città l'inferno | Γυναίκες της αμαρτίας | Έγκλε |
Δεκαετία του 1960 | |||
1960 | Risate di gioia | Τζόια Φαμπρικότι | |
The Fugitive Kind | Ο φυγάς | λαίδη Τόρενς | |
1962 | Mamma Roma | Μάμα Ρόμα | Μάμα Ρόμα |
1963 | Le magot de Josefa | Τζοζέφα | |
1965 | Made in Italy | Έρωτας και τα λοιπά... α λα ιταλικά! | Αντελίνα |
1969 | 1943: un incontro (TV) | Γιολάντα | |
The Secret of Santa Vittoria | Το μυστικό της Σάντα Βιτόρια | Ρόζα | |
Δεκαετία του 1970 | |||
1970 | La sciantosa (TV) | Φλόρα Τόρες | |
1971 | Correva l'anno di grazia 1870 (TV) | 1870 | Τερέζα Παρέντι |
1972 | L'automobile (TV) | Άννα | |
Roma | Ρόμα | Άννα Μανιάνι |
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Βράβευση:
Βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλλο
Βράβευση:
Βράβευση:
Υποψηφιότητα:
Nastro d'Argento
Βράβευση:
National Board of Review, USA
Βράβευση:
Βραβεία Κύκλου Κριτικών Νέας Υόρκης
Βράβευση:
Βράβευση:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.