Θεός του Κάτω Κόσμου, των νεκρών και του πλούτου From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Άδης (γνωστός και ως Άιδης, πολυτονικώς: ᾍδης) γενικά στην Ελληνική Μυθολογία σήμαινε τόσο τον κάτω κόσμο όπου μεταβαίνουν οι ψυχές μετά θάνατο όσο και την ίδια ιδεατή ανθρωπόμορφη δύναμη που κυβερνούσε αυτόν τον χώρο. Η λέξη αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στον θεό. Η γενική πτώση της λέξης (Ἅιδου), ήταν συντόμευση της φράσης «σπίτι του Άδη», αλλά τελικά και η ονομαστική της λέξης άρχισε να περιγράφει την κατοικία των νεκρών.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Θεός Άδης | |
---|---|
Θεός του Κάτω Κόσμου, των νεκρών, των ορυκτών, και του πλούτου | |
Άλλες ονομασίες | Πλούτωνας, Εύβουλος, Ευρύπυλος, Κλύμενος, Περίκλυτος, Κλυτόπωλος, Αδάμαστος, Αμείλιχος κ.α. |
Σύμβολα | Ο Κέρβερος, το κέρας της Αμάλθειας, το σκήπτρο, το Κυπαρίσσι, ο Νάρκισσος και το κλειδί |
Σύζυγος-οι | Θεά Περσεφόνη |
Σύντροφος-οι | Μίνθη και Λεύκη |
Γονείς | Τιτάνας Κρόνος και Τιτανίδα Ρέα |
Αδέλφια | Θεά Εστία, θεά Δήμητρα, θεά Ήρα, θεός Ποσειδώνας και θεός Δίας. Ο κένταυρος Χείρωνας ήταν ετεροθαλής αδερφός του. |
Τέκνα | Ζαγρέας, Μηλινόη, Μακαρία, Ερινύες |
Στην Ρωμαϊκή μυθολογία | Πλούτο ή Ντις Πάτερ |
Στην Ετρουσκική μυθολογία | Άιτα |
Σχετικά πολυμέσα | |
wikidata (π) |
Στην Ελληνική μυθολογία ο Άδης, θεός του κάτω κόσμου, ήταν γιος των Τιτάνων Κρόνου και Ρέας. Είχε τρεις μεγαλύτερες αδελφές, την Εστία, τη Δήμητρα και την Ήρα, όπως επίσης δύο νεώτερους αδελφούς, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Μετά τη γέννησή του τον «κατάπιε» ο πατέρας του Κρόνος όπως και τ΄ αδέλφια του σε μια αλληγορική απόδοση της υπεροχής της ακολουθούμενης τότε «Κρόνιας θρησκείας», που τα πάντα σκίαζε η καταστροφή του χρόνου-Κρόνου.
Μετά τη δεύτερη μεγάλη θρησκευτική επανάσταση που συμβαίνει στην Ελληνική Μυθολογία φέρεται πως μόλις ενηλικιώθηκε ο Δίας, που είχε διασωθεί από την παιδοκτόνο τακτική του πατέρα του, τον ανάγκασε να ελευθερώσει τα αδέλφια του από το στομάχι του. Μετά την απελευθέρωσή τους οι έξι νεώτεροι θεοί, μαζί με τους συμμάχους που κατάφεραν να συγκεντρώσουν, διεκδίκησαν από τους γονείς τους και τους θείους τους την εξουσία προκαλώντας την Τιτανομαχία. Οι τρεις αδελφοί έλαβαν από τους Κύκλωπες τα όπλα που θα τους βοηθούσαν στη μάχη μεταξύ των θεών. Ο Δίας έλαβε τον κεραυνό, ο Ποσειδώνας μία τρίαινα και ο Άδης ένα κράνος που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε. Ο πόλεμος διήρκεσε 10 χρόνια και έληξε με τη νίκη των νεώτερων θεών. Μετά τη νίκη ο Άδης και οι δύο νεώτεροι αδελφοί του, ο Ποσειδώνας και ο Δίας, έριξαν κλήρο για να καθορίσουν τα βασίλεια που θα κυβερνούσαν. Ο Δίας ανέλαβε τον ουρανό και κυρίαρχος των πάντων, ο Ποσειδώνας τις θάλασσες και κάθε υγρό στοιχείο, ενώ ο Άδης τον κάτω κόσμο, το αόρατο βασίλειο στο οποίο πηγαίνουν οι νεκροί όταν αφήνουν τον επίγειο κόσμο.
Ο Άδης έλαβε ως σύζυγό του, την Περσεφόνη,[1] μέσα από τέχνασμα, μια ιστορία που συνέδεσε τα αρχαία Ελευσίνια Μυστήρια με το Ολύμπιο πάνθεον, σε μια πρώιμη αλληγορική παρουσία - σύνδεση ζωής και θανάτου.
Ο Άδης κυβερνούσε τους νεκρούς, βοηθούμενος από δαίμονες επί των οποίων είχε απόλυτη εξουσία. Απαγόρευε αυστηρά στους υποτελείς του να φύγουν από την περιοχή του και οργιζόταν αν κάποιος προσπαθούσε να διαφύγει, (να επανέλθει στη ζωή), ή αν κάποιος προσπαθούσε να του αφαιρέσει ότι του ανήκε.
Εκτός από τον Ηρακλή, οι μόνοι άλλοι ζωντανοί άνθρωποι που τόλμησαν να εισέλθουν στον Κάτω Κόσμο και να επιστρέψουν, επίσης όλοι ήρωες, ήταν: ο Ορφέας, ο Θησέας, ο Οδυσσέας και ο Αινείας (συνοδευόμενος από τη Σίβυλλα). Κανείς τους δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από ό,τι είδαν στο βασίλειο των νεκρών. Συγκεκριμένα, ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Αχιλλέας, τον οποίο ο Οδυσσέας συνάντησε στον Άδη είπε:
Υπήρχαν πολλοί τομείς του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των Ηλυσίων Πεδίων και του Ταρτάρου.
Στη Ρωμαϊκή μυθολογία, μια είσοδος στον κάτω κόσμο που βρισκόταν στο Αβέρνους, έναν κρατήρα κοντά στην Κύμη της Καμπανίας, ήταν ο δρόμος που ο Αινείας χρησιμοποίησε για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Συνεκδοχικά, η λέξη Αβέρνους μπορεί να ήταν υποκατάστατο ολόκληρης της σημασίας κάτω κόσμος. Οι Ινφέριι Ντίι ήταν οι Ρωμαίοι θεοί του κάτω κόσμου.
Οι νεκροί εισέρχονταν στον κάτω κόσμο διασχίζοντας τον ποταμό Αχέροντα, με τη βάρκα του Χάροντα, ο οποίος χρέωνε έναν οβολό για το πέρασμα, τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του νεκρού από τους πιστούς συγγενείς του. Οι άποροι και όσοι δεν είχαν φίλους παρέμεναν για πάντα στην όχθη του ποταμού. Η αντίπερα όχθη φυλασσόταν από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο που νικήθηκε από τον Ηρακλή. Πέρα από τον Κέρβερο, οι σκιές των τεθνεώτων εισέρχονταν στον Τάρταρο, τη γη των νεκρών.
Οι πέντε ποταμοί του Άδη ήταν οι Αχέρων (ο ποταμός της θλίψης), Κωκυτός (ο ποταμός του θρήνου), Φλεγέθων (ο ποταμός που έχει πύρινες φλόγες), Λήθη (ο ποταμός της λησμονιάς) και Στυξ (ο ποταμός του μίσους).
Η πρώτη περιοχή του Άδη περιλαμβάνει τους λειμώνες με τους ασφόδελους, που περιγράφονται στην Οδύσσεια, όπου οι σκιές των ηρώων περιφέρονται απελπισμένα μεταξύ κατώτερων πνευμάτων, που τιτιβίζουν γύρω τους σαν νυχτερίδες.
Πέρα από κει βρισκόταν το Έρεβος, που μπορεί να θεωρηθεί ως ευφημισμός του Άδη, το όνομα του οποίου προκαλούσε φρίκη. Υπήρχαν δύο πηγές, αυτή της Λήθης, όπου οι κοινές ψυχές συνέρρεαν για να σβήσουν κάθε μνήμη, και η πηγή της Μνημοσύνης, όπου αντιθέτως έπιναν οι μύστες των Μυστηρίων. Στο προαύλιο του οδυνηρού παλατιού του Άδη και της Περσεφόνης κάθονται τρεις κριτές του κάτω κόσμου: ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός. Εκεί, μέρος ιερό αφιερωμένο στην Εκάτη, όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, κρίνονται οι ψυχές και επιστρέφουν στους λειμώνες με τους ασφόδελους αν δεν είναι ούτε ενάρετες ούτε κακές, στέλνονται στον Τάρταρο αν είναι ασεβείς ή κακές, ή οδηγούνται στα Ηλύσια για να συντροφέψουν τις ηρωικές και τις ευλογημένες.
Ο Άδης ήταν τρομακτική μορφή για όσους ζούσαν. Μη έχοντας καμία βιασύνη να τον συναντήσουν, ήταν σιωπηλοί στους όρκους στο όνομά του. Για πολλούς, μόνο η εκφορά της λέξης Πλούτωνας ήταν τρομακτική. Γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκε ένας ευφημισμός. Αφού πολύτιμα ορυκτά προέρχονται κάτω από τη γη (δηλ. τον κάτω κόσμο κυβερνώμενο από τον Άδη), θεωρήθηκε πως κυβερνούσε και αυτά, και αναφερόταν ως Πλούτωνας (Πλούτων, συγγενής της λέξης πλούτος), και από κει και το Ρωμαϊκό όνομα Πλούτο. Ο Σοφοκλής αναφερόμενος στον Πλούτωνα ως τον «πλούσιο» εξήγησε με αυτά τα λόγια: «ο καταθλιπτικός Πλούτωνας εμπλουτίζει τον εαυτό του με τους αναστεναγμούς μας και τα δάκρυά μας». Επιπροσθέτως, αποκαλείτο Κλυμένος, Ευβουλεύς και Πολυδέγμων.
Αν και ήταν Ολύμπιος, πέρναγε τον περισσότερο χρόνο του στο σκοτεινό του βασίλειο. Φοβερός στη μάχη, απέδειξε την αγριότητά του στην περίφημη Τιτανομαχία, τη μάχη των Ολυμπίων εναντίον των Τιτάνων, που καθιέρωσε την εξουσία του Δία.
Εξαιτίας της σκοτεινής και μακάβριας προσωπικότητάς του δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους. Ο χαρακτήρας του περιγράφεται ως «άγριος και αμείλικτος», και από όλους τους θεούς ήταν κατά πολύ ο πιο μισητός από τους θνητούς. Ωστόσο, δεν ήταν κακός θεός, γιατί, αν και ήταν αυστηρός, ανηλεής και χωρίς επιείκεια, ήταν όμως δίκαιος. Ο Άδης κυβερνούσε τον κάτω κόσμο και επομένως ήταν πιο συχνά συνδεδεμένος με τον θάνατο και τρομακτικός στους ανθρώπους, αλλά δεν ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Η πραγματική προσωποποίηση του θανάτου ήταν ο Θάνατος αλλά αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ευριπίδης θεωρούσε τον Άδη και τον Θάνατο ως μια οντότητα. Επιπλέον πολλοί αποκαλούσαν τον Άδη "έσπερο θεό" που σημαίνει θεός του θανάτου και του σκότους.
Όταν οι Έλληνες προσεύχονταν στον Άδη, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει. Μαύρα ζώα, όπως πρόβατα, θυσιάζονταν προς τιμήν του. Το αίμα από τις θυσίες στον Άδη έσταζαν σε λάκκο για να τον φτάσουν. Το πρόσωπο που πρόσφερε τη θυσία έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του. Κάθε εκατό χρόνια λάμβαναν χώρα εορτές προς τιμή του.
Το όπλο του Άδη ήταν ένα δίκρανο, με το οποίο διέλυε ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του ή ό,τι δεν του ήταν αρεστό, σχεδόν ότι έκανε και ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του.
Στα αντικείμενα που κατείχε και τον προσδιόριζαν ανήκε και ένα περίφημο κράνος, δοσμένο από τους Κύκλωπες, που καθιστούσε όποιον το φορούσε αόρατο. Είναι γνωστό πως ο Άδης μερικές φορές δάνειζε το κράνος του αυτό και σε θεούς και σε ανθρώπους (όπως στον Περσέα). Το σκοτεινό του άρμα, συρόμενο από τέσσερα μαύρα άλογα, πάντοτε ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό στη θέα. Επίσης στον Άδη αποδίδονται ο Νάρκισσος και τα κυπαρίσσια, το Κλειδί του Άδη και ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος σκύλος. Καθόταν σε έναν εβένινο θρόνο.
Ο Άδης δεν απεικονίζεται πολύ συχνά στις κλασικές τέχνες. Εμφανίζεται συχνότερα σε απεικονίσεις της Αρπαγής της Περσεφόνης, αλλά υπάρχουν και παραστάσεις σε αγγεία της κλασικής εποχής όπου εμφανίζεται μαζί με την Περσεφόνη (ως ζεύγος αριστοκρατικό σε ανάκλιντρο κλπ) ή και με τη Δήμητρα, ως θεός του Κάτω Κόσμου και της βλάστησης. (Ερυθρόμορφη πελίκη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 430-420 π.Χ., ο Άδης ρίχνει σπόρους από ένα κέρας στο οργωμένο χωράφι και η Δήμητρα παρακολουθεί κρατώντας ένα αλέτρι.)
Η σύζυγος του Άδη, και αρχαϊκή βασίλισσα του κάτω κόσμου, προτού καθιερωθούν οι Ελληνικοί Ολύμπιοι, ήταν η Περσεφόνη, παρουσιαζόμενη από τους Έλληνες ως κόρη του Δία και της Δήμητρας. Η Περσεφόνη δεν υπέκυψε με τη θέλησή της στον Άδη, αλλά απήχθη από αυτόν ενώ μάζευε λουλούδια με την παρέα της. Ο Άδης αγάπησε την Περσεφόνη τόσο πολύ που δεν την απελευθέρωσε από τον κάτω κόσμο. Η μητέρα της Περσεφόνης πενθούσε για την απώλεια της κόρης της και έριξε κατάρα στη γη προκαλώντας μεγάλη πείνα. Ο Άδης ξεγέλασε την Περσεφόνη να φάει έξι σπόρους ροδιού, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα μπορούσε να φύγει από τον κάτω κόσμο ακόμα και με τη βοήθεια του Δία. Η Περσεφόνη αντιλαμβανόμενη τη θλίψη της μητέρας της ζήτησε από τον Άδη να την επιστρέψει στη γη των ζωντανών, με τον όρο να μείνει έξι μήνες κάθε χρόνο μαζί του, έναν για κάθε σπόρο που έφαγε. Κάθε χρόνο ο Άδης ταξιδεύει στη γη των ζωντανών με την Περσεφόνη στο άρμα του. Τους μήνες λοιπόν που η Περσεφόνη πηγαίνει στον επάνω κόσμο, η γη είναι εύφορη (άνοιξη και καλοκαίρι) ενώ τους υπόλοιπους μήνες που επιστρέφει στον κόσμο των νεκρών, συμβαίνει το αντίθετο (φθινόπωρο και χειμώνας).
Ο Άδης έδειξε έλεος μόνο μία φορά: Επειδή η μουσική του Ορφέα ήταν τόσο λυπητερή, του επέτρεψε να επαναφέρει τη σύζυγό του, Ευρυδίκη, στη γη των ζωντανών υπό τον όρο πως θα περπατούσε πίσω του και δεν θα γύριζε να την κοιτάξει μέχρι να βγουν στην επιφάνεια. Ο Ορφέας συμφώνησε αλλά, ενδίδοντας στον πειρασμό να κοιτάξει πίσω του, απέτυχε και έχασε την Ευρυδίκη ξανά. Ενώθηκε μαζί της ξανά μόνο μετά το θάνατό του.
Όπως ο αδελφός του Δίας και οι άλλοι αρχαίοι θεοί, ο Άδης δεν ήταν ο πιο πιστός σύζυγος. Κατεδίωξε και ερωτεύτηκε τη νύμφη Μινθώ και για να την τιμωρήσει γι’ αυτό, η σύζυγός του Περσεφόνη μετέτρεψε τη Μινθώ στο φυτό μίνθη (μέντα). Παρομοίως, η νύμφη Λεύκη, την οποία επίσης άρπαξε ο Άδης, και τη μεταμόρφωσε σε λεύκα μετά τον θάνατό της.
Ο 11ος και προτελευταίος άθλος τού Ηρακλή ήταν να πιάσει τον Κέρβερο και να τον πάει στον Ευρυσθέα. Αρχικά, ο Ηρακλής πήγε στην Ελευσίνα για να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, μετά από παραίνεση του Θησέα. Κατ'αυτόν τον τρόπο εξαγνίστηκε επειδή σκότωσε τους Κενταύρους αλλά και έμαθε πώς να εισέλθει και να εξέλθει από τον Κάτω Κόσμο ζωντανός. Στον άθλο του αυτόν είχε τη βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή. Έφτασε στο ακρωτήριο Ταίναρο της Λακωνίας, όπου υπήρχε ναός του Ποσειδώνα και μία σπηλιά που οδηγούσε στα καταχθόνια. Συνάντησε τον Χάροντα, ο οποίος αρνήθηκε να τον περάσει στην αντίπερα όχθη, επειδή ήταν ζωντανός. Ο Ηρακλής τον απείλησε να τον χτυπήσει με το ρόπαλό του και, έτσι, ο Χάρων αναγκάστηκε να τον περάσει. Αργότερα τον τιμώρησε ο Άδης γι'αυτήν του την ανυπακοή. Εκεί, οι Ίσκοι, βλέποντας τον Ηρακλή, φοβήθηκαν και παραμέρισαν. Έφθασε χωρίς εμπόδια στον θρόνο μπροστά στον Άδη και απαίτησε άφοβα να πάρει τον Κέρβερο. Ο Άδης δέχτηκε με έναν όρο, εάν ο Ηρακλής τον δάμαζε χρησιμοποιώντας μόνον τα χέρια του, χωρίς κανένα όπλο. Ο Ηρακλής άρπαξε τον Κέρβερο από το δέρμα του σβέρκου του και τον ανάγκασε να υποταχθεί. Ο Άδης όμως μετάνιωσε και αρνήθηκε να του τον δώσει. Τότε, ο Ηρακλής έριξε ένα βέλος στον Άδη και τον πλήγωσε. Πέρασε λαιμαριά στον σκύλο και τον έσυρε στο φως, περνώντας από τη σπηλιά Αχερουσία.
Επιπλέον, όταν βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής συνάντησε τον Θησέα, τον πιστό φίλο του, και τον Πειρίθου, που ήταν βασιλιάς των Λαπιθών. Οι δύο τους, στην απόπειρά τους να περάσουν ζώντες και να κλέψουν την Περσεφόνη, είχαν τιμωρηθεί για την ύβρι τους: τους είχε δέσει ο Άδης σε θρόνους σκαλισμένους σε έναν βράχο, απ'όπου δεν μπορούσαν πια να σηκωθούν. Φίδια τους έδεναν τα χέρια και τα πόδια. Ο Ηρακλής απελευθέρωσε πρώτον τον Θησέα και τον ανέβασε στο φως. Ώσπου να επιστρέψει για να σώσει και τον Πειρίθου, η γη σείστηκε και καταστράφηκαν τα περάσματα. Έτσι δεν πρόλαβε, τον είχε κατασπαράξει ο Κέρβερος, και έμεινε για πάντα πια ο Πειρίθους στον Κάτω Κόσμο. Έκτοτε ο Θησέας ακολούθησε τον σωτήρα του και πολέμησαν μαζί σε πολλές μάχες.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.