ῥυθμικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥυθμικός | ἡ | ῥυθμική | τὸ | ῥυθμικόν |
γενική | τοῦ | ῥυθμικοῦ | τῆς | ῥυθμικῆς | τοῦ | ῥυθμικοῦ |
δοτική | τῷ | ῥυθμικῷ | τῇ | ῥυθμικῇ | τῷ | ῥυθμικῷ |
αιτιατική | τὸν | ῥυθμικόν | τὴν | ῥυθμικήν | τὸ | ῥυθμικόν |
κλητική ὦ! | ῥυθμικέ | ῥυθμική | ῥυθμικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ῥυθμικοί | αἱ | ῥυθμικαί | τὰ | ῥυθμικᾰ́ |
γενική | τῶν | ῥυθμικῶν | τῶν | ῥυθμικῶν | τῶν | ῥυθμικῶν |
δοτική | τοῖς | ῥυθμικοῖς | ταῖς | ῥυθμικαῖς | τοῖς | ῥυθμικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ῥυθμικούς | τὰς | ῥυθμικᾱ́ς | τὰ | ῥυθμικᾰ́ |
κλητική ὦ! | ῥυθμικοί | ῥυθμικαί | ῥυθμικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥυθμικώ | τὼ | ῥυθμικᾱ́ | τὼ | ῥυθμικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ῥυθμικοῖν | τοῖν | ῥυθμικαῖν | τοῖν | ῥυθμικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ῥυθμικός, ή, όν
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.