ἐργαλεῖον
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐργαλεῖον | τὰ | ἐργαλεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ἐργαλείου | τῶν | ἐργαλείων |
δοτική | τῷ | ἐργαλείῳ | τοῖς | ἐργαλείοις |
αιτιατική | τὸ | ἐργαλεῖον | τὰ | ἐργαλεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ἐργαλεῖον | ἐργαλεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐργαλείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐργαλείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἐργαλεῖον ουδέτερο
θέμα ἐργαλ-
ἐργαλεῖον (αρχαία ελληνικά)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.