ψηλολέλεκας
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψηλολέλεκας | οι | ψηλολέλεκες |
γενική | του | ψηλολέλεκα | των | ψηλολέλεκων |
αιτιατική | τον | ψηλολέλεκα | τους | ψηλολέλεκες |
κλητική | ψηλολέλεκα | ψηλολέλεκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ψηλολέλεκας αρσενικό
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.