αδύνατος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδύνατος | η | αδύνατη | το | αδύνατο |
γενική | του | αδύνατου | της | αδύνατης | του | αδύνατου |
αιτιατική | τον | αδύνατο | την | αδύνατη | το | αδύνατο |
κλητική | αδύνατε | αδύνατη | αδύνατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδύνατοι | οι | αδύνατες | τα | αδύνατα |
γενική | των | αδύνατων | των | αδύνατων | των | αδύνατων |
αιτιατική | τους | αδύνατους | τις | αδύνατες | τα | αδύνατα |
κλητική | αδύνατοι | αδύνατες | αδύνατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
αδύνατος, -η, -ο(ν)
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.