συνοδεία
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
συνοδεία θηλυκό
συνοδεία
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνοδείᾱ | αἱ | συνοδεῖαι |
γενική | τῆς | συνοδείᾱς | τῶν | συνοδειῶν |
δοτική | τῇ | συνοδείᾳ | ταῖς | συνοδείαις |
αιτιατική | τὴν | συνοδείᾱν | τὰς | συνοδείᾱς |
κλητική ὦ! | συνοδείᾱ | συνοδεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοδείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοδείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
συνοδεία θηλυκό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.