πολιτικός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
πολιτικός , -ή , -ό
πολιτικός αρσενικό ή θηλυκό
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πολιτικός | ἡ | πολιτική | τὸ | πολιτικόν |
γενική | τοῦ | πολιτικοῦ | τῆς | πολιτικῆς | τοῦ | πολιτικοῦ |
δοτική | τῷ | πολιτικῷ | τῇ | πολιτικῇ | τῷ | πολιτικῷ |
αιτιατική | τὸν | πολιτικόν | τὴν | πολιτικήν | τὸ | πολιτικόν |
κλητική ὦ! | πολιτικέ | πολιτική | πολιτικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πολιτικοί | αἱ | πολιτικαί | τὰ | πολιτικᾰ́ |
γενική | τῶν | πολιτικῶν | τῶν | πολιτικῶν | τῶν | πολιτικῶν |
δοτική | τοῖς | πολιτικοῖς | ταῖς | πολιτικαῖς | τοῖς | πολιτικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πολιτικούς | τὰς | πολιτικᾱ́ς | τὰ | πολιτικᾰ́ |
κλητική ὦ! | πολιτικοί | πολιτικαί | πολιτικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτικώ | τὼ | πολιτικᾱ́ | τὼ | πολιτικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πολιτικοῖν | τοῖν | πολιτικαῖν | τοῖν | πολιτικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πολιτικός
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.