περσικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | περσικά | ||
γενική | των | περσικών | ||
αιτιατική | τα | περσικά | ||
κλητική | περσικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
περσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
|
περσικά
|
περσικά
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.