αρμενικά
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρμενικά | ||
γενική | των | αρμενικών | ||
αιτιατική | τα | αρμενικά | ||
κλητική | αρμενικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αρμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Աա Բբ Գգ Դդ Եե Զզ Էէ Ըը Թթ Ժժ Իի Լլ Խխ Ծծ Կկ Հհ Ձձ Ղղ Ճճ Մմ Յյ Նն Շշ Ոո Չչ Պպ Ջջ Ռռ Սս Վվ Տտ Րր Ցց Ււ Փփ Քք Օօ Ֆֆ և
|
αρμενικά
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.