κοινός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοινός | η | κοινή | το | κοινό |
γενική | του | κοινού | της | κοινής | του | κοινού |
αιτιατική | τον | κοινό | την | κοινή | το | κοινό |
κλητική | κοινέ | κοινή | κοινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοινοί | οι | κοινές | τα | κοινά |
γενική | των | κοινών | των | κοινών | των | κοινών |
αιτιατική | τους | κοινούς | τις | κοινές | τα | κοινά |
κλητική | κοινοί | κοινές | κοινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κοινός, -ή, -ό, συγκριτικός : κοινότερος, υπερθετικός : κοινότατος
και δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.