ομόηχος
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ομόηχος | η | ομόηχη | το | ομόηχο |
γενική | του | ομόηχου | της | ομόηχης | του | ομόηχου |
αιτιατική | τον | ομόηχο | την | ομόηχη | το | ομόηχο |
κλητική | ομόηχε | ομόηχη | ομόηχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ομόηχοι | οι | ομόηχες | τα | ομόηχα |
γενική | των | ομόηχων | των | ομόηχων | των | ομόηχων |
αιτιατική | τους | ομόηχους | τις | ομόηχες | τα | ομόηχα |
κλητική | ομόηχοι | ομόηχες | ομόηχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ομόηχος
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.