→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
κνέφας, -ους/-ατος/-αος ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) απαντά μόνο στον ενικό αριθμό
- σούρουπο, λυκόφως
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)
- ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
- Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, | επήγαν τότε να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 365 (364-366)
- εὖτ᾽ ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα | λήξῃ, κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ, | τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στοίχοις τρισίν,
- Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες | τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα, | σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 5.9
- πορευομένων δὲ Χειρίσοφος μὲν ἀμφὶ κνέφας πρὸς κώμην ἀφικνεῖται, καὶ ὑδροφορούσας ἐκ τῆς κώμης πρὸς τῇ κρήνῃ γυναῖκας καὶ κόρας καταλαμβάνει ἔμπροσθεν τοῦ ἐρύματος.
- Ύστερα από μεγάλη πορεία ο Χειρίσοφος φτάνει κατά το δείλι σ᾽ ένα χωριό και βρίσκει μπροστά στο τείχος γυναίκες και κοπέλες, που είχαν πάει στη βρύση να πάρουν νερό.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- πρωινό ξημέρωμα, χαράματα, λυκαυγές
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 1.15
- συντεκμηράμενοι δὲ ἡνίκ᾽ ἂν ᾤοντο ὁρμηθέντες καθανύσαι ἅμα κνέφᾳ, πρὸς τὴν τῶν Λακεδαιμονίων φυλακὴν ἐπορεύοντο.
- Κατόπιν, αφού λογάριασαν πότε έπρεπε να ξεκινήσουν για να φτάσουν με τα χαράματα, βάδισαν προς τη φρουρά των Λακεδαιμονίων.
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 290 (289-291)
- ἠπείλησε γὰρ | ὁ θεσμοθέτης, ὃς ἂν μὴ πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους | ἥκῃ κεκονιμένος,
- Μας φοβερίζει | ο Θεσμοθέτης:που δεν ερθεί αξημέρωτα | κι αλευρωμένος σκόνη
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ελληνιστική (γενικότερα) σκοτεινιά
- ≈ συνώνυμα: δυσήλιος, δυσάλιος
Συγγενικά
- κνεφάζω
- κνεφαῖος
- κνεφώδης
Πηγές