αγαπάω
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
αγαπάω/αγαπώ, πρτ.: αγαπούσα/αγάπαγα, αόρ.: αγάπησα, παθ.φωνή: αγαπιέμαι, π.αόρ.: αγαπήθηκα, μτχ.π.π.: αγαπημένος
του ρήματος
και
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγαπάω - αγαπώ | αγαπούσα - αγάπαγα | θα αγαπάω - αγαπώ | να αγαπάω - αγαπώ | αγαπώντας | |
β' ενικ. | αγαπάς | αγαπούσες - αγάπαγες | θα αγαπάς | να αγαπάς | αγάπα - αγάπαγε | |
γ' ενικ. | αγαπάει - αγαπά | αγαπούσε - αγάπαγε | θα αγαπάει - αγαπά | να αγαπάει - αγαπά | ||
α' πληθ. | αγαπάμε - αγαπούμε | αγαπούσαμε - αγαπάγαμε | θα αγαπάμε - αγαπούμε | να αγαπάμε - αγαπούμε | ||
β' πληθ. | αγαπάτε | αγαπούσατε - αγαπάγατε | θα αγαπάτε | να αγαπάτε | αγαπάτε | |
γ' πληθ. | αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | αγαπούσαν(ε) - αγάπαγαν - αγαπάγανε | θα αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | να αγαπάν(ε) - αγαπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγάπησα | θα αγαπήσω | να αγαπήσω | αγαπήσει | ||
β' ενικ. | αγάπησες | θα αγαπήσεις | να αγαπήσεις | αγάπα - αγάπησε | ||
γ' ενικ. | αγάπησε | θα αγαπήσει | να αγαπήσει | |||
α' πληθ. | αγαπήσαμε | θα αγαπήσουμε | να αγαπήσουμε | |||
β' πληθ. | αγαπήσατε | θα αγαπήσετε | να αγαπήσετε | αγαπήστε | ||
γ' πληθ. | αγάπησαν αγαπήσαν(ε) |
θα αγαπήσουν(ε) | να αγαπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγαπήσει | είχα αγαπήσει | θα έχω αγαπήσει | να έχω αγαπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγαπήσει | είχες αγαπήσει | θα έχεις αγαπήσει | να έχεις αγαπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγαπήσει | είχε αγαπήσει | θα έχει αγαπήσει | να έχει αγαπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγαπήσει | είχαμε αγαπήσει | θα έχουμε αγαπήσει | να έχουμε αγαπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγαπήσει | είχατε αγαπήσει | θα έχετε αγαπήσει | να έχετε αγαπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγαπήσει | είχαν αγαπήσει | θα έχουν αγαπήσει | να έχουν αγαπήσει |
|
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγαπιέμαι | αγαπιόμουν(α) | θα αγαπιέμαι | να αγαπιέμαι | ||
β' ενικ. | αγαπιέσαι | αγαπιόσουν(α) | θα αγαπιέσαι | να αγαπιέσαι | ||
γ' ενικ. | αγαπιέται | αγαπιόταν(ε) | θα αγαπιέται | να αγαπιέται | ||
α' πληθ. | αγαπιόμαστε | αγαπιόμαστε αγαπιόμασταν |
θα αγαπιόμαστε | να αγαπιόμαστε | ||
β' πληθ. | αγαπιέστε | αγαπιόσαστε αγαπιόσασταν |
θα αγαπιέστε | να αγαπιέστε | αγαπιέστε | |
γ' πληθ. | αγαπιούνται | αγαπιόνταν(ε) αγαπιούνταν αγαπιόντουσαν |
θα αγαπιούνται | να αγαπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγαπήθηκα | θα αγαπηθώ | να αγαπηθώ | αγαπηθεί | ||
β' ενικ. | αγαπήθηκες | θα αγαπηθείς | να αγαπηθείς | αγαπήσου | ||
γ' ενικ. | αγαπήθηκε | θα αγαπηθεί | να αγαπηθεί | |||
α' πληθ. | αγαπηθήκαμε | θα αγαπηθούμε | να αγαπηθούμε | |||
β' πληθ. | αγαπηθήκατε | θα αγαπηθείτε | να αγαπηθείτε | αγαπηθείτε | ||
γ' πληθ. | αγαπήθηκαν αγαπηθήκαν(ε) |
θα αγαπηθούν(ε) | να αγαπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγαπηθεί | είχα αγαπηθεί | θα έχω αγαπηθεί | να έχω αγαπηθεί | αγαπημένος | |
β' ενικ. | έχεις αγαπηθεί | είχες αγαπηθεί | θα έχεις αγαπηθεί | να έχεις αγαπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγαπηθεί | είχε αγαπηθεί | θα έχει αγαπηθεί | να έχει αγαπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγαπηθεί | είχαμε αγαπηθεί | θα έχουμε αγαπηθεί | να έχουμε αγαπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγαπηθεί | είχατε αγαπηθεί | θα έχετε αγαπηθεί | να έχετε αγαπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγαπηθεί | είχαν αγαπηθεί | θα έχουν αγαπηθεί | να έχουν αγαπηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγαπημένος - είμαστε, είστε, είναι αγαπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγαπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγαπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγαπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγαπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγαπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγαπημένοι |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.