Ράμελσμπεργκ
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ράμελσμπεργκ είναι ένα βουνό ύψους 635 μ. στο βόρειο άκρο της οροσειράς Χαρζ, νότια της ιστορικής πόλης Γκόσλαρ στο Βόρειο γερμανικό κράτος της Κάτω Σαξονίας. Στα ορυχεία του βουνού εξορύσσονταν σημαντικές ποσότητες μεταλλευμάτων αργύρου, χαλκού και μολύβδου, και το ορυχείο λειτούργησε αδιάκοπα για πάνω από 1.000 χρόνια μέχρις ότου τελικά έκλεισε το 1988.[3] Από το 1992, τα ανθρακωρυχεία Ράμελσμπεργκ έχουν αναγνωριστεί ως ένα Μνημείο Παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.[3]
Ράμελσμπεργκ | |
---|---|
Είδος | μεταλλευτικό μουσείο και γεώτοπος |
Διεύθυνση | Bergtal 19, 38640 Goslar[2] |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Γκόσλαρ |
Τοποθεσία | Rammelsberg |
Χώρα | Γερμανία[1] |
Βραβεία | National Geotope |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Σύμφωνα με το μύθο, το βουνό πήρε το όνομά του από έναν ιππότη που ονομαζόταν "Ραμμ" και ήταν πρωτοπαλίκαρο του Αυτοκράτορα Όθωνα του Μεγάλου. Το 968 σε ώρα κυνηγιού ο ιππότης έδεσε το άλογο του σε ένα δέντρο, προκειμένου να κυνηγήσει ένα ελάφι μέσα σε δύσβατο έδαφος. Το άτι ενώ περίμενε με ανυπομονησία τον αφέντη του να επιστρέψει, σκούντηξε το χώμα με τις οπλές του και έτσι εκτέθηκε μια φλέβα μεταλλεύματος αργύρου. Σύμφωνα με μια άλλη εξήγηση, η ονομασία μπορεί να σχετίζεται με τα πολλά ράμσον (τα άγρια σκόρδα στα γερμανικά), που βρίσκονται στις πλαγιές. Είναι, ωστόσο, πιθανότερο ότι "ραμ" είναι μια πολύ αρχαία λέξη που σημαίνει "μετάλλευμα χαλκού". Στα ιταλικά, σήμερα, "ράμε" σημαίνει "χαλκός".
Σε αντίθεση με τα ορυκτά κοιτάσματα του Άνω Χαρζ, τα κοιτάσματα στο Ράμελσμπεργκ προέκυψαν από τη διαφυγή των καυτών, μεταλλούχων, θερμών πηγών στον πυθμένα της θάλασσας κατά την Δεβόνια περίοδο. Τα ορυκτά δημιουργήθηκαν από ιζηματογενή απόθεση.
Η εξόρυξη μεταλλευμάτων ξεκίνησε στο "Παλαιο Μπεντ" (Αλτες Λάγκερ) που εκτέθηκε στην επιφάνεια από διάβρωση, κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού.[3] Το "Νέο Μπεντ" ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα κατόπιν εξερεύνησης. Τα ορυχεία εξαντλήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 και έκλεισαν το 1988. Τα ορυκτά περιείχαν κατά μέσο όρο 14% ψευδάργυρο, 6% μόλυβδο, 2% χαλκό, 1 γ/τ χρυσό και 140 γ/τ ασήμι.[4]
Η μεταλλευτική ιστορία του Ράμελσμπεργκ ήταν μια συνεχής διαδικασία με διαφορετικές φάσεις. Αρχικά το κύριο ορυκτό ήταν χαλκός, και αργότερα άρχισε να εξορύσσεται μόλυβδος και άργυρος.
Από ανάλυση γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών ευρημάτων από ακατέργαστα κομμάτια μεταλλευμάτων και σκωρίας που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών μεταξύ του 1981 και του 1985 στο Ντούνα (κοντά στην Οστερόδη) του Νότιου Χαρζ φαίνεται πως οι πρώτες εργασίες εξόρυξης στο Ράμελσμπεργκ άρχισαν προς τα τέλη του 7ου αιώνα.[5][6]
Η εξόρυξη στο Ράμελσμπεργκ αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε κείμενα του 968 μ.Χ. από τον Σάξονα χρονικογράφο, Βιντουκιντ του Κόρβεϊ. Σε 1005 τα κοιτάσματα αργύρου προσέλκυσαν τον Βασιλιά Ερρίκο Β' της Γερμανίας που έχτισε το Αυτοκρατορικό Παλάτι του Γκόσλαρ στους πρόποδες του βουνού Ράμελσμπεργκ, το οποία επεκτάθηκε από τους διαδόχους των Σαλίων, Κορράδο Β' και Ερρίκο Γ' και σταδιακά αντικατέστησε το παλαιό Βασιλικό παλάτι του Βερλα.
Τα προσοδοφόρα ορυχεία παρέμειναν στην άμεση ιδιοκτησία του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα. To 1175 όταν ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα ζήτησε υποστήριξη στην εκστρατεία του εναντίον των ιταλικών πόλεων της Συμμαχίας της Λομβάρδης, ο δούκας των Γουέλφων ο Ερρίκος ο Λέων ζήτησε ως αντάλλαγμα τα ορυχεία του Γκόσλαρ αλλά ο Φρειδερίκος αρνήθηκε. Ο δούκας Ερρίκος πολιόρκησε την πόλη και κατέστρεψε τις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις. Το 1180 τα ορυχεία άρχισαν να αποκαθίστανται, αλλά το 1198-99 βρέθηκαν και πάλι να είναι αντικείμενο διαμάχης μεταξύ Γουέλφων-Χοενστάουφεν για τη διαδοχή στο θρόνο από τον Όθων Δ' ή τον Φίλιππο της Σουαβίας.
Όταν η Αυτοκρατορική επιρροή εξασθένισε, τα ορυχεία κυβερνούνταν από το συμβούλιο της Αυτοκρατορικής πόλης του Γκόσλαρ, που επίσημα αγόρασε τα δικαιώματα εξόρυξης (Μπεργκρεγκάλ) το 1359. Ένα ατύχημα τεκμηριώθηκε ότι συνέβη το 1376, στο οποίο περισσότεροι από 100 μεταλλωρύχοι θάφτηκαν και σκοτώθηκαν. Τα κύρια μεταλλεύματα που εξορύσσονταν στο Ράμελσμπεργκ ήταν μολύβδου-ψευδαργύρου, χαλκού, θείου, μεικτά ορυκτά, βαρίτες διαφόρων χρωμάτων και ταινιωτά ορυκτά μαζί με τα σημαντικά μέταλλα γαληνίτης, χαλκοπυρίτης, σφαλερίτης, βαρύτης και βιτριόλες. Τα κύρια μέταλλα που εξάγονταν από αυτά τα μεταλλεύματα ήταν ασήμι, μόλυβδος, χαλκός και ψευδάργυρος, στα οποία βασίστηκε ο πλούτος του Γκόσλαρ.
Τα ορυχεία του Γκόσλαρ για αιώνες ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά των δουκών του Μπράουνσβαϊγκ-Βόλφενμπυτελ, που διοικούσαν τα παρακείμενα κτήματα του Χαρζ. Το 1552 - μετά από δεκαετίες νομικών διεκδικήσεων, ερίδων και συγκρούσεων - όταν η πόλη ήταν εξασθενημένη από τον Σμακαλντικό πόλεμο, ο Δούκας Ερρίκος Ε', εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και οικειοποιήθηκε τα ορυχεία. Οι εργασίες εξόρυξης επεκτάθηκαν περαιτέρω από τον διάδοχο Δούκα Ιούλιο του Βολφενμπύτελ από το 1568. Κατά τη διάρκεια του τριακονταετούς Πολέμου οι πολίτες του Γκόσλαρ, για άλλη μια φορά, προσπάθησαν να ανακτήσουν τα ορυχεία παριστάνοντας τους πιστούς υποστηρικτές των αυτοκρατορικών δυνάμεων εναντίον του Προτεστάντη διοικητή Χριστιανού του Χάλμπερστατ, αλλά απέτυχαν, αφού ο ανιψιός του Δούκα, ο Αύγουστος Β', συμφιλιώθηκε με τον Αυτοκράτορα Φερδινάνδο το 1642. Από τον 18ο αιώνα και μετά, υπό την διοίκηση των Γουέλφων αποκόμιζαν και χρυσό..
Το 1814 τα ορυχεία πέρασαν στην κατοχή του Βασιλείου του Ανόβερου και το 1866 στο Βασίλειο της Πρωσίας. Το 1936/37 τα ορυχεία επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατ ' εντολή των Ναζί ως μέρος του Τετραετούς σχεδίου. Για τους Ναζί τα κοιτάσματα του Ράμελσμπεργκ ήταν ζωτικής σημασίας για τις πολεμικές προσπάθειες, όπως και ο εμπλουτισμός των μεταλλευμάτων με τεχνικές επίπλευσης. Έτσι, κατασκεύασαν τα φρεάτια και τις εγκαταστάσεις για επεξεργασία των μεταλλευμάτων όπως είναι σήμερα. Αρχιτέκτονες ήταν οι Φριτζ Σουπ και Μάρτιν Κρέμερ, που σχεδίασαν και άλλα σημαντικά βιομηχανικά κτίρια (όπως τα Ορυχεία Ζολβερέιν στο Ρουρ, που αναγνωρίστηκαν επίσης ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ).
Ανθρακωρυχεία Ράμελσμπεργκ | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Γερμανία |
Τύπος | Τα ανθρακωρυχεία Ράμελσμπεργκ και το ιστορικό κέντρο της πόλης Γκόσλαρ |
Κριτήρια | Πολιτιστικά: i, ii, iii, iv |
Ταυτότητα | 623-001 |
Περιοχή | 363,3 εκτάρια στο Ράμελσμπεργκ, Κάτω Σαξονία, Γερμανία |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1992 (16 συνεδρίαση) |
Πάνω από 1000 χρόνια μετά, κατά τα οποία έχουν εξαχθεί σχεδόν 30 εκατομμύρια τόνοι μεταλλευμάτων, το ορυχείο τελικά έκλεισε από την εταιρεία Preussag την 30 Ιουνίου 1988 λόγω εξάντλησης των κοιτασμάτων. Ο σύλλογος πολιτών αντέδρασε σθεναρά στα σχέδια για την κατεδάφιση των επιφανειακών εγκαταστάσεων και την καταστροφή των υπόγειων τμημάτων του ορυχείου. Τελικά, το εγκαταλελειμμένο ορυχείο μετατράπηκε σε μουσείο.
Το 1992, το μουσείο αναγνωρίστηκε ως ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς μαζί με την Παλαιά Πόλη του Γκόσλαρ. Το 2010 αυτό το μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τις Εγκαταστάσεις Διαχείρισης Υδάτων στο Άνω Χαρζ,[7] το Αββαείο του Βαλκενρίετν και τον ιστορικό Λάκκο του Σαμψών. Το Μουσείο και τα Ανθρακωρυχεία του Ράμελσμπεργκ είναι ένα σημείο αγκυροβόλησης για την Ευρωπαϊκή Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (ERIH).
Τα ιστορικά ανθρακωρυχεία έχουν αρκετά αξιοθέατα, όπως:
Ο Πύργος Μάστερ Μάλτερ (Μάλτερμειστερτουρμ) είναι το παλαιότερο διασωζόμενο υπέργειο κτίριο των ορυχείων στο Ράμελσμπεργκ και, πιθανώς, και σε όλη τη Γερμανία. Χτίστηκε περί το 1500 σε ένα σωρό σκωρίας στην πλαγιά του Ράμελσμπεργκ. Αρχικά ο πύργος χρησίμευε για την επίβλεψη των λάκκων, και από το 1578 λειτουργούσε ως καμπαναριό.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα στον πύργο ζούσε ο μάστερ μάλτερ. Διαχειριζόταν την προμήθεια ξύλου στο ορυχείο, το οποίο μετρούταν σε μάλτερς (μονάδα μέτρησης), εξ ου και το όνομα.
Η λίμνη δημιουργήθηκε το 1561 για κίνηση των υδροτροχών κατά τις περιόδους ξηρασίας. Από το 1926, χρησιμοποιούταν ως πισίνα του δάσους. Μέχρι το κλείσιμο του ορυχείου, το νερό χρησίμευε ως ψυκτικό μέσο και το ζεστό νερό διοχετευόταν πίσω στη λίμνη, όπου θέρμαινε το νερό της πισίνας.
Λόγω του γερμανικού Βιρτσαφτσγουντερ («οικονομικό θαύμα») μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ραγδαία αύξηση στις τιμές μολύβδου και ψευδαργύρου το 1950, πραγματοποιήθηκαν έρευνες στα κοιτάσματα ταινιωτών μεταλλευμάτων (μπαντερζ). Μετά από επιτυχείς δοκιμές στην επεξεργασία των υποβαθμισμένων μεταλλευμάτων (ανακτήσιμη περιεκτικότητα σε μέταλλα περίπου 25%), άρχισαν οι εργασίες επεξεργασίας για εμπλουτισμό των μεταλλευμάτων στο Μπόλριτς πάνω από το χωριό Όκερ. Για άλλη μια φορά ο αρχιτέκτονας Φριτζ Σουπ ήταν υπεύθυνος για το σχεδιασμό των εγκαταστάσεων.
Η περιοχή συνδέθηκε με τα ορυχεία του Ράμεσλσμπεργκ μέσω σιδηροδρομικού δικτύου στη Γαλαρία Γκελενμπηκ. Οι μεταφορές προς το χυτήριο μολύβδου του Όκερ και τις εγκασταστάσεις επεξεργασίας του ψευδαργύρου στο Χαρλινγκεροντ γίνονταν με σιδηροδρομική γραμμή κανονικού εύρους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.