From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βαρύτης, ή βαρίτης (αγγλ. barite και baryte) είναι θειικό ορυκτό του βαρίου. Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη «βαρύς», λόγω του υψηλού ειδικού βάρους του. Σχηματίζει μια ιδιάζουσα υφή, κατά την οποία οι τραπεζοειδείς ή πρισματικοί κρύσταλλοι τοποθετούνται ομοκεντρικά, αυξανόμενοι σε μέγεθος όσο απομακρύνονται από το κέντρο. Η υφή αυτή είναι μοναδική για τον βαρύτη και ονομάζεται «ρόδο της ερήμου» (desert rose). Έχει χημικό τύπο BaSO4 (θειικό βάριο).
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Θειικά. Ομάδα βαρύτη |
Χημικός τύπος | BaSO4 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4,5 gr/cm3 |
Χρώμα | Άχρωμο, λευκό, κυανό, κόκκινο, κίτρινο, ενίοτε σε ζώνες |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Ρομβικό |
Κρύσταλλοι | Πρισματικοί, τραπεζοειδείς. Παρατηρημένες περισσότερες από 70 μορφές |
Υφή | Ειδική (ρόδο ερήμου), συμπαγής, ινώδης, ενίοτε σταλακτιτική, στιφρή ή κοκκώδης. |
Διδυμία | Όχι |
Σκληρότητα | 3 - 3,5 |
Σχισμός | {001} τέλειος, {010} ατελής |
Θραύση | Ανώμαλη |
Λάμψη | Υαλώδης έως ρητινώδης, ενίοτε μαργαριτώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Ασθενής |
Διαφάνεια | Διαφανής έως ημιδιαφανής |
Είναι το πιο κοινό ορυκτό του βαρίου και από τα πλέον κοινά ορυκτά γενικότερα που συχνά συγχέεται με τον σελεστίνη (SrSO4), ο οποίος έχει ίδια κρυσταλλική συμμετρία και παρόμοιο τύπο κρυστάλλων. Η μακροσκοπική διάκριση των δύο ορυκτών είναι πρακτικά αδύνατη και επιτυγχάνεται μόνο με τη βοήθεια φλόγας λύχνου Bunsen: Ρίπτοντας στη φλόγα κονιοποιημένο δείγμα, η φλόγα χρωματίζεται πράσινη, αν πρόκειται για βαρύτη, ή κόκκινη, αν πρόκειται για σελεστίνη.
Ανευρίσκεται σε υδροθερμικές φλέβες χαμηλών θερμοκρασιών, σε υπολειμματικές αποθέσεις προερχόμενες από αποσαθρωμένους βαρυτικούς ασβεστολίθους, σε αποθέσεις θερμών πηγών και, ως συμπληρωματικό ορυκτό βασικών εκρηξιγενών πετρωμάτων μέσα σε κοιλότητες και ιδιαίτερα σε υδροθερμικές φλέβες που περιέχουν μεταλλεύματα μολύβδου και άργυρου. Επίσης εντοπίζεται ως πρωτεύον συστατικό μαζών γύρω από υποθαλάσσια ηφαίστεια, μαζί με άλλα θειικά ορυκτά.
Σχετίζεται με απατίτη, ασβεστίτη, ροδοχρωσίτη, γύψο, αντιμονίτη, γαληνίτη και σφαλερίτη, ενώ συχνά περιέχει άργυρο, αντιμόνιο, κοβάλτιο, μαγγάνιο, μόλυβδο και χαλκό.
Είναι ευρύτατα διαδεδομένο ορυκτό ιδιαίτερα άφθονο στην Καστίλλη και Λεόν και την Ανδαλουσία καθώς επίσης και στη Βεστφαλία. Σημαντικές αποθέσεις του απαντούν στην Ελλάδα (Μύκονος, Μήλος, Κίμωλος, Τυρός) όπου είναι αργυρομιγής και ονομάζεται «βαρυτίνη».[1] Μεγάλοι κρύσταλλοί του ευρίσκονται, επίσης, στη Γερμανία, στη Ρουμανία, την Αγγλία, την Τσεχία, τη Νότια Αφρική, τον Καναδά και σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ κυρίως στην Καλιφόρνια.
Βιομηχανικά ο βαρύτης σε κονιορτοποιημένη μορφή χρησιμοποιείται σε πολτούς εκπλύσεως γεωτρήσεων πετρελαίου, ή αερίων, αυξάνοντας το ειδικό βάρος, στη παρασκευή ενώσεων στην υφασματοβιομηχανία, τη χαρτοβιομηχανία, την υαλουργία στη βιομηχανία ελαστικών καθώς και ως αδρανές υλικό στην παραγωγή χρωμάτων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.