Ιταλός ζωγράφος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια ή και απλά Ντούτσιο (ιταλικά: Duccio di Buoninsegna, περ. 1255-1260 – 1318-1319) ήταν Ιταλός ζωγράφος της Σχολής της Σιένας, όπου και γεννήθηκε. Θεωρείται ο ιδρυτής της ζωγραφικής Σχολής της Σιένας και, μαζί με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, από τους «πατέρες» της Δυτικής Τέχνης. Κατά τη διάρκεια του βίου του προσλήφθηκε για να δημιουργήσει πολλά σημαντικά έργα σε κυβερνητικά και θρησκευτικά κτίρια σε όλη την Ιταλία. Ο Ντούτσιο θεωρείται ο θεμελιωτής του στυλ ζωγραφικής του trecento (= ενν. της εκατονταετίας του 1300) και της Σχολής της Σιένα,[11] ενώ συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση του γοτθικού στυλ της Σχολής.
Ντούτσιο ντι Μπουονινσένια | |
---|---|
«Παναγία και Θείο Βρέφος ένθρονοι, με Είκοσι Αγγέλους και Δεκαεννέα Αγίους», περ. 1308-1311. Τμήμα Μαεστά που έγινε για τον καθεδρικό ναό της Σιένας, Μουσείο των Έργων του Καθεδρικού Ναού της Σιένας. | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Duccio di Buoninsegna (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1255 (περίπου)[1][2] Σιένα[3][4] |
Θάνατος | 1319[1] Σιένα[5][3][4] |
Εθνικότητα | Ιταλοί[6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία[7] |
Ιδιότητα | ζωγράφος[8][9][6] |
Κίνημα | Σχολή της Σιένα[10] |
Είδος τέχνης | έργο θρησκευτικής θεματολογίας[8][4] |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Σχολή της Σιένα[10] |
Σημαντικά έργα | Gualino Madonna, Maestà, Rucellai Madonna και Maria met kind |
Σχετικά πολυμέσα | |
Τα περισσότερα στοιχεία σχετικά με τον πρώιμο βίο και την οικογένειά του είναι σχετικά αβέβαια, καθώς δεν υπάρχει σχετική τεκμηρίωση.[12] Ήταν γιος κάποιου Μπουονινσένια (ή Μπονινσένια, Boninsegna),[11] ο οποίος κατά την εποχή που πρέπει να γεννήθηκε ο Ντούτσιο ζούσε στο χωριό Καμπορέτζιο (Camporegio).[12] Ο Ντούτσιο καταγράφεται για πρώτη φορά σε κατάστιχο πληρωμών της πόλης της Σιένα το 1278, οπότε και ζωγράφισε δώδεκα ξύλινα κιβώτια, όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, με αμοιβή 40 σόλδια. Είχε ήδη καταγραφεί ως ζωγράφος, οπότε λογικά πρέπει να υποτεθεί ότι ήταν στη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, και συνεπώς η χρονολογία γέννησής του μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στο 1255 με 1260.
Τα τελευταία 150 χρόνια αρκετοί ερευνητές μελέτησαν τα αρχεία (Milanesi, 1854; Lisini, 1898; Davidsohn, 1900; Lusini, 1913; Bacci, 1932; Brandi, 1951; White, 1979; Stubblebine, 1979) και ανακάλυψαν αρκετά στοιχεία, πολύ περισσότερα από αυτά που υπάρχουν για άλλους Ιταλούς καλλιτέχνες της εποχής του (ή νωρίτερα).[11] Πολλά στοιχεία για τη ζωή του είχαν επίσης προκύψει από τη μελέτη των έργων του. Πολλές φορές έχει καταγραφεί για πρόστιμα ή χρέη, γεγονός που οδήγησε τους ιστορικούς να διαμορφώσουν την άποψη ότι είχε δυσκολίες να διαχειριστεί τα οικονομικά του. Οι καλλιτεχνικές του αρετές αρκούσαν, ωστόσο, για να επισκιάσουν την έλλειψη οργάνωσης, ως πολίτη, και έγινε διάσημος εν όσω ακόμη ζούσε. Τον 14ο αιώνα ο Ντούτσιο έγινε ένας από τους πλέον ευνοημένους αλλά και ριζοσπάστες ζωγράφους της Σιένα:
Τον επόμενο χρόνο (1279) του ανατέθηκε να ζωγραφίσει τα ξύλινα καλύμματα των κατάστιχων του δημοτικού θησαυροφυλακίου, αυτή τη φορά με αμοιβή 10 σόλδια. Καταγράφεται στη Σιένα κατά τον Μάρτιο - Απρίλιο του 1280, οπότε και κλήθηκε να πληρώσει το καθόλου ευκαταφρόνητο πρόστιμο των 100 λιρών. Ύστερα από αυτή την καταγραφή τα αρχεία αναφέρουν, τον Ιανουάριο του 1285, κάποιον «Γκούτσιο Μπονινσένια» (Guccio Boninsegna) που καταδικάστηκε να πληρώσει 10 σόλδια.[11]
Πού και με ποιον σπούδασε ζωγραφική ο Ντούτσιο αποτελεί και σήμερα αντικείμενο μεγάλης διαμάχης, αλλά αναλύοντας το στυλ και την τεχνική του οι ειδικοί της ιστορίας της τέχνης κατάφεραν να περιορίσουν το πεδίο έρευνας.[13] Πολλοί πιστεύουν ότι σπούδασε με δάσκαλο τον Τσιμαμπούε, άλλοι όμως πιστεύουν ότι πιθανόν να ταξίδευσε στην Κωνσταντινούπολη και να σπούδασε με κάποιον από τους Βυζαντινούς ζωγράφους, καθώς η τεχνοτροπία και το στυλ του προσομοιάζουν πολύ με αυτά της Βυζαντινής τέχνης. Δυστυχώς, τα πρώτα του έργα σήμερα θεωρούνται χαμένα και, παρά το ότι είχε δραστηριότητα από το 1268 μέχρι σχεδόν το 1311 και ήταν αρκετά παραγωγικός, έχουν διασωθεί μόνο περίπου 13 έργα του.[14] Κατά τη δεκαετία 1286-1296 αναφέρεται ότι λάμβανε πληρωμές για αναθέσεις διακόσμησης των βιβλίων της πόλης (Ιανουάριος 1286, Αύγουστος 1291, Ιανουάριος 1292, Μάρτιος 1294, Οκτώβριος 1295).[11]
Μόνο δύο από τα διασωθέντα έργα του μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Και τα δύο είναι μεγάλες αναθέσεις από το δημόσιο:[15] Η Μαντόννα του Ρουτσελλάι (Rucellai Madonna), η οποία σήμερα βρίσκεται στην πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας, που του ανατέθηκε τον Απρίλιο του 1285 από την αδελφότητα Compagnia del Laudesi di Maria Vergine για να τοποθετηθεί σε παρεκκλήσιο του ναού της Σάντα Μαρία Νοβέλλα (Santa Maria Novella) της Φλωρεντίας και η Μαεστά (Maestà), για την Αγία Τράπεζα του Καθεδρικού ναού της Σιένας, που του ανατέθηκε το 1308 και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1311.[16]
Το συμβόλαιο για τη δημιουργία της Μαντόννα του Ρουτσελάι υπήρχε στα κρατικά αρχεία της Φλωρεντίας, αποκαλύφθηκε το 1790 και δημοσιεύτηκε το 1854, αλλά μόνο το 1930 διαπιστώθηκε αδιαμφισβήτητα ότι αυτό αναφερόταν στον συγκεκριμένο πίνακα. Ο Τζόρτζιο Βαζάρι αναφέρει ότι επρόκειτο για τον μεγαλύτερο πίνακα που είχε δημιουργηθεί, αλλά τον αποδίδει στον Φλωρεντινό Τσιμαμπούε. Η άποψη του Βαζάρι, που μάλλον για προσωπικούς λόγους δεν ήθελε να αποδώσει ένα τόσο λαμπρό έργο σε Φλωρεντινό, έγινε γενικά αποδεκτή μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, επειδή παρουσιάζει σαφείς ομοιότητες με έργα του Τσιμαμπούε. Ορισμένοι σύγχρονοι κριτικοί τέχνης, που δεν μπορούν πλέον να αμφισβητήσουν ότι πρόκειται για έργο του Ντούτσιο, συμπέραναν ότι ο Ντούτσιο πρέπει να ήταν μαθητής του Τσιμαμπούε, γι' αυτό και η έντονη επίδρασή του, ή ακόμα και απομίμησή του από πλευράς Ντούτσιο.[12]
Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι ο Ντούτσιο ζωγράφισε νωπογραφίες.[13] Τα γνωστά του έργα είναι πίνακες σε ξύλο, τους οποίους ζωγράφισε χρησιμοποιώντας αυγοτέμπερα και στόλισε με φύλλα χρυσού. Αντίθετα με τους δασκάλους και τους καλλιτέχνες της εποχής του, ο Ντούτσιο ήταν τεχνίτης στην τέμπερα και κατάφερε να «κατακτήσει» αυτό το μέσον με κομψότητα αλλά και ακρίβεια.
Το ύφος του ήταν, κατά κάποιο τρόπο, παρόμοιο με αυτό της βυζαντινής τέχνης, με το χρυσό φόντο και γνωστές θρησκευτικές σκηνές, αλλά είναι και διαφορετικό και περισσότερο πειραματικό. Τα χρώματά του είναι θερμά και ελκυστικά. Τα έργα του έχουν υψηλή αισθητική με απαλές λεπτομέρειες, ενώ ορισμένες φορές ενθέτει και πετράδια και διακοσμητικά υφάσματα. Είναι επίσης γνωστός για τον πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο οργάνωνε τον χώρο κάθε έργου. Η οργάνωση των μορφών είναι εξειδικευμένη και πάντα εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Στην Παναγία Ρουτσελάι (Rucellai Madonna, περ. 1285) ο θεατής μπορεί να αποθαυμάσει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συγκεντρωμένα.[17]
Ο Ντούτσιο άρχισε να αποδομεί τις αιχμηρές γραμμές της βυζαντινής ζωγραφικής και να «μαλακώνει» τις μορφές του. Χρησιμοποιούσε μοντέλα (παίζοντας με σκούρα και ανοικτά χρώματα) ώστε να αποκαλύπτει τις μορφές που κρύβονται κάτω από τα βαριά ενδύματα. Τα χέρια, τα πόδια και τα πρόσωπα γίνονται πιο στρογγυλευμένα και τρισδιάστατα.
Ο Ντούτσιο ήταν επίσης ένας από τους πρώτους ζωγράφους που ζωγράφισε μορφές με «αρχιτεκτονικές» τοποθετήσεις: Είχε αρχίσει να εξερευνά και να διερευνά το βάθος και τον χώρο. Είχε, επίσης, δώσει σημαντική προσοχή στο συναίσθημα, κάτι που δεν παρατηρείται σε άλλους καλλιτέχνες της εποχής του. Οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν τρυφερά και απαλά ο ένας με τον άλλο, έτσι σαν να μην πρόκειται για την Παρθένο και τον Ιησού, αλλά απλά για τη μητέρα με το παιδί της. Καθώς «φλερτάρει» με τον νατουραλισμό, αντίθετα με αυτόν οι πίνακές του εμπνέουν δέος. Οι μορφές του Ντούτσιο μοιάζουν σαν να είναι έξω από αυτόν τον κόσμο και να είναι ουράνιες: Υπάρχουν κάπου αλλού με όμορφα χρώματα, απαλές κώμες, με χάρη και ντυμένες με υφάσματα που δεν μπορεί να είναι διαθέσιμα σε απλά ανθρώπινα πλάσματα. Η επιρροή του είναι εμφανής σε πολλούς άλλους ζωγράφους, όπως ο Σιμόνε Μαρτίνι και οι αδελφοί Λορεντσέττι (Αμπρόζιο και Πιέτρο).
Στην τέχνη του Ντούτσιο η επισημότητα της Ιταλο-βυζαντινής παράδοσης, ενδυναμωμένη από σαφέστερη αντίληψη της εξέλιξής της από τις κλασικές ρίζες, συγχωνεύεται με τη νέα πνευματικότητα της γοτθικής τεχνοτροπίας. Από πολλούς η Maestà θεωρείται το μεγαλύτερο έργο του, που σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό της Σιένα.[12] Το πίσω μέρος του πίνακα είναι διαιρεμένο σε 26 τμήματα, στα οποία απεικονίζονται επεισόδια από τα Πάθη του Χριστού. Η επίδραση του γαλλικού γοτθικού στυλ είναι εμφανής στις γραμμές των καμπυλών, που είναι ιδιαίτερα απαλές, και την επιλογή των χρωμάτων.[18]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.