From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Running Wild είναι γερμανικό heavy metal συγκρότημα το οποίο δημιουργήθηκε το 1976 στο Αμβούργο από τον τραγουδιστή Ρόλφ Κάσπαρεκ (Rock 'n' Rolf). Αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της γερμανικής metal σκηνής της δεκαετίας του '80, επηρεάζοντας έντονα το ιδίωμα του pirate metal.
Running Wild | |
---|---|
Οι Running Wild στο Wacken Open Air του 2009 | |
Πληροφορίες | |
Προέλευση | Αμβούργο, Γερμανία |
Μουσικά είδη | Heavy metal power metal speed metal |
Παρουσία | 1976 - 2009 2011 - σήμερα |
Δισκογραφική εταιρεία | GUN, Noise, Steamhammer |
Μέλη | Ρολφ Κάσπαρεκ Πέτερ Τζόρνταν Όλε Χέμπελμαν Μίχαελ Βόλπερς |
Πρώην μέλη | Ούβε Μπέντιγκ Γκέραλντ Βάρνεκε Μάικ Μότι Άλεξ Μόργκαν Τίλο Χέρμαν Μπερντ Άουφερμαν Γιοργκ Σβαρτζ Κάρστεν Ντέιβιντ Ματίας Κάουφμαν Στέφαν Μπόρις Γιενς Μπέκερ Τόμας Σμουζίνσκι Πέτερ Πικλ Γιαν Έκερτ Μίκαελ Χόφμαν Βόλφγκανγκ Χάγκεμαν Στέφαν Σβάρτσμαν Ίαν Φίνλεϊ Γιοργκ Μίκαελ Ρούντιγκερ Ντρεφάιν Χρήστος Ευθυμιάδης Άντζελο Σάσο Ματίας Λίμπερτρουθ |
Ιστότοπος | |
www.running-wild.net | |
wikidata (π) |
Το συγκρότημα διαλύθηκε το 2009, για να επανενωθεί δύο χρόνια αργότερα, πετυχαίνοντας τη σπουδαιότερη θέση στα τσαρτ το 2016, όταν το άλμπουμ "Rapid Foray" σκαρφάλωσε στη δεύτερη θέση του γερμανικού καταλόγου επιτυχιών.
Το συγκρότημα ξεκίνησε το 1976 με την ονομασία Granite Heart και άλλαξε το όνομα του σε Running Wild, τρία χρόνια αργότερα. Το 1981, ηχογράφησαν το πρώτο τους ντέμο με τα τραγούδια "Hallow The Hell", "War Child" και "King Of The Midnight Fire".[1] Η πρώτη σύνθεση του σχήματος περιελάμβανε τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Ρολφ Κάσπαρεκ, τον κιθαρίστα Ούβε Μπέντιγκ, το ντράμερ Μίκαελ Χόφμαν και τον μπασίστα Γιοργκ Σβαρτζ, ο οποίος μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έδωσε τη θέση του στον Κάρστεν Ντέιβιντ. Στις πρώτες ηχογραφήσεις τους, το 1981, στο συγκρότημα έπαιζαν πλέον ο μπασίστας Ματίας Κάουφμαν και ο ντράμερ Βόνφγκανγκ Χάγκεμαν.
Το δεύτερο τους ντέμο που ηχογραφήθηκε το 1982, ονομάστηκε "Heavy Metal Like A Hammer Blow" και στο συγκρότημα παρέμειναν μόνο ο Κάσπαρεκ και ο Χάγκεμαν.[2] Νέος κιθαρίστας έγινε ο Γκέραλντ Βάρνεκε και νέος μπασίστας ο Στέφαν Μπόρις, με το συγκρότημα να υπογράφει στη "Noise Records". Τα δύο πρώτα τραγούδια που ηχογράφησαν ήταν τα "Iron Heads" και "Bones To Ashes" και αποτέλεσαν μέρος της συλλογής "Death Metal", στην οποία υπήρχαν τραγούδια των Helloween, Dark Avenger και Hellhammer.[3]
Στις 26 Δεκεμβρίου 1984, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο "Gates to Purgatory",[4] με στιχουργική η οποία σε αντίθεση με την υπόλοιπη καριέρα των Running Wild δεν αναφερόταν σε πειρατικά θέματα αλλά σε αποκρυφιστικά. Ακολούθησε το "Branded and Exiled" το 1985,[5] με νέο κιθαρίστα τον Μάικ Μότι και κατά την περιοδεία για την προώθηση του άλμπουμ, άνοιγαν τις εμφανίσεις των Motley Crue στη Γερμανία. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1985 έπαιξαν στο "Metal Hammer Fest" της Γερμανίας με ονόματα όπως οι Nazareth, Venom, Wishbone Ash, Metallica, κ.α..
Οι Running Wild είναι ένα από τα πρώτα συγκροτήματα της γερμανικής power/thrash σκηνής τα οποία περιόδευσαν στη Βόρεια Αμερική, το καλοκαίρι του 1986 μαζί με τους Celtic Frost και τους Voivod. Μετά την κυκλοφορία του επιτυχημένου "Under Jolly Roger",[6] ο Χάγκεμαν αποχώρησε αφήνοντας τα τύμπανα στον Στέφαν Σβάρτσμαν, με τον οποίο περιόδευσαν στη Γερμανία, με τους βρετανούς Satan να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους. Στη συνέχεια, το μπάσο ανέλαβε ο Γιενς Μπέκερ για την κυκλοφορία του ζωντανά ηχογραφημένου "Ready for Boarding" στις αρχές του 1988.[7]
Τον Σεπτέμβριο του 1988, κυκλοφόρησαν το "Port Royal" και περιόδευσαν στην Ευρώπη στις αρχές του 1989 μαζί με τους Angel Dust.[8] Νέος ντράμερ του σχήματος έγινε ο Ίαν Φίνλεϊ και το μπάσο ανέλαβε ο Γιενς Μπέκερ για τις ηχογραφήσεις του "Death or Glory" του 1989.[9] Για ένα μικρό διάστημα, εντάχθηκε στους Running Wild ο μετέπειτα ντράμερ των Stratovarius, Γιοργκ Μίκαελ πριν αναλάβει τα τύμπανα ο Ρούντιγκερ Ντρεφάιν και στις αρχές του 1990 περιόδευσαν στην Ευρώπη μαζί με τους Rage.
Στις αρχές του 1991 αποχώρησε ο κιθαρίστας Μάικ Μότι δίνοντας τη θέση του στον Άλεξ Μόργκαν, με τον οποίο ηχογράφησαν το "Blazon Stone" και περιόδευσαν με τους Raven.[10] Για την κυκλοφορία του "Pile of Skulls" το Νοέμβριο του 1992,[11] εντάχθηκε στο συγκρότημα ο μπασίστας Τόμας Σμουζίνσκι και επέστρεψε ο ντράμερ Στέφαν Σβάρτσμαν. Κατά την ευρωπαϊκή περιοδεία του άλμπουμ, το συγκρότημα εμφανιζόταν μαζί με τους Universe.
Οι Running Wild χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα με τους Μπέκερ, Σβάρτσμαν και Μόργκαν να σχηματίζουν τους X Wild, κυκλοφορώντας τρεις δίσκους. Ο Κάσπαρεκ, με τον Γιοργκ Μίκαελ στα τύμπανα, τον Σμουζίνσκι στο μπάσο και τον Τίλο Χέρμαν στις κιθάρες, ηχογράφησε το όγδοο άλμπουμ των Running Wild με τίτλο "Black Hand Inn",[12] τον δίσκο που περιέχει το 15λεπτο τραγούδι "Genesis".[13] Το συγκρότημα περιόδευσε με τους Grave Digger και ηχογράφησε το "Masquerade", το οποίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1995.[14]
Το 1996 ξεκίνησε για τους Running Wild με άλλη μία ευρωπαϊκή περιοδεία με τους βρετανούς China Beach. Την επόμενη χρονιά, το συγκρότημα κυκλοφόρησε το άλμπουμ "The Rivalry" μέσω τς "G.U.N. Records".[15] Για την περιοδεία του δίσκου, τα τύμπανα ανέλαβε ο Χρήστος Ευθυμιάδης των Rage και παρέμεινε τελικά ως μόνιμο μέλος, ενώ οι Running Wild εμφανίζονταν μαζί με τους Primal Fear.
Για τον δίσκο "Victory" του 2000, τα τύμπανα ανέλαβε ο Άντζελο Σάσο και στη συνέχεια νέος μπασίστας του συγκροτήματος έγινε ο Πέτερ Πικλ.[16] Η τριάδα Κάσπαρεκ, Πικλ και Σάσο ηχογράφησε το "The Brotherhood" του 2002, πριν ενταχθεί στη σύνθεση τους ο κιθαρίστας Μπερντ Άουφερμαν.[17]
Οι Running Wild κυκλοφόρησαν το "Rogues en Vogue" τον Φεβρουάριο του 2005 με τον Ματίας Λίμπερτρουθ στα τύμπανα.[18] Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα προσωπικό στούντιο του Κάσπαρεκ, "Jolly Roger studio".[19] Ακολούθησε μία ιδιαίτερα επιτυχημένη περιοδεία για τον εορτασμό των τριάντα χρόνων του συγκροτήματος, με κατάληξη την εμφάνιση τους στο "Wacken Open Air" του 2009. Αυτή ήταν και η τελευταία τους ζωντανή εμφάνιση πριν τη διάλυση τους.
Στις 21 Οκτωβρίου 2011, ανακοινώθηκε ο επανασχηματισμός του συγκροτήματος από τον Κάσπαρεκ και τον κιθαρίστα Πέτερ Τζόρνταν. Στις μετέπειτα κυκλοφορίες, τα τύμπανα και το μπάσο έπαιζαν γκεστ μουσικοί οι οποίοι δεν ήθελαν να γίνει γνωστό το όνομα τους.
Τον Απρίλιο του 2012, κυκλοφόρησαν το άλμπουμ "Shadowmaker", τον πιο επιτυχημένο δίσκο τους, αφού σκαρφάλωσε στο # 12 των γερμανικών τσαρτ,[20] ακολουθούμενο από το "Resilient" στα τέλη του 2013 μέσω της "Steamhammer Records".[21]
Στις αρχές Ιουνίου του 2016, έγινε γνωστό ότι οι Running Wild θα κυκλοφορήσουν το επόμενο τους άλμπουμ με τίτλο "Rapid Foray", στις 26 Αυγούστου του ίδιου έτους.[22] Το άλμπουμ σκαρφάλωσε στη δεύτερη θέση των γερμανικών τσαρτ, την καλύτερη σε ολόκληρη τη δισκογραφία των Running Wild, ενώ μπήκε στο Top-50 στην Αυστρία, τη Σουηδία και την Ελβετία.[23]
Έτος | Άλμπουμ | Γερμανία |
---|---|---|
1984 | Gates to Purgatory | - |
1985 | Branded and Exiled | - |
1987 | Under Jolly Roger | - |
1988 | Port Royal | - |
1989 | Death or Glory | 45 |
1991 | Blazon Stone | 22 |
1992 | Pile of Skulls | 54 |
1994 | Black Hand Inn | 54 |
1995 | Masquerade | 54 |
1998 | The Rivalry | 19 |
2000 | Victory | 26 |
2002 | The Brotherhood | 23 |
2005 | Rogues en Vogue | 39 |
2012 | Shadowmaker | 12 |
2013 | Resilient | 25 |
2016 | Rapid Foray | 2 |
2021 | Blood On Blood | 8 |
Ζωντανές ηχογραφήσεις
EP/σινγκλ
|
Συλλογές
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.