Το Laissez-faire είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την κρατική παρέμβαση όπως νομοθεσίες, προνόμια, δασμολόγια ή διατιμήσεις, και επιχορηγήσεις. Η φράση laissez-faire είναι μέρος μιας μεγαλύτερης γαλλικής φράσης που μεταφράζεται ως «αφήστε το/τα ελεύθερα[1]».

Ετυμολογία

Σύμφωνα με τον ιστορικό θρύλο, η φράση προκύπτει από μια συνάντηση που έγινε περίπου το 1681 μεταξύ του παντοδύναμου Γάλλου υπουργού Οικονομικών Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ και μιας ομάδας Γάλλων επιχειρηματιών με αρχηγό έναν M. Le Gendre. Όταν ο ανυπόμονος μερκαντιλιστής υπουργός ρώτησε πώς το Γαλλικό κράτος θα μπορούσε να βοηθήσει τους εμπόρους και να προωθήσει το εμπόριο, ο Le Gendre απάντησε απλά «Laissez-nous faire» («Αφήστε μας να [κάνουμε ότι θέλουμε]»[2]).

Το ανέκδοτο της συνάντησης Κολμπέρ-ΛεΖάντρ αναφέρθηκε το 1751 σε ένα άρθρο στο Journal Oeconomique από τον Γάλλο υπουργό και υπέρμαχο του ελεύθερου εμπορίου René de Voyer, το οποίο τυχαίνει να είναι και η πρώτη εμφάνιση της φράσης σε έντυπη μορφή[3] Ο Argenson χρησιμοποίησε τη φράση ο ίδιος νωρίτερα (1736) μέσα στο ίδιο του το ημερολόγιο, σε ένα περίφημο ξέσπασμα:

Laissez faire, telle devrait être la devise de toute puissance publique, depuis que le monde est civilisé ... Détestable principe que celui de ne vouloir grandir que par l'abaissement de nos voisins! Il n'y a que la méchanceté et la malignité du coeur de satisfaites dans ce principe, et l’intérêt y est opposé. Laissez faire, morbleu! Laissez faire!![4]

(Μετάφραση: "Αφήστε τα ελεύθερα, αυτό θα έπρεπε να είναι το motto όλων των πολιτικών δυνάμεων, από τότε που ο κόσμος ήταν πολιτισμένος ... Το ότι δεν μπορούμε να μεγαλώσουμε παρά μόνο αν μειώνουμε τους γείτονές μας είναι ένας σιχαμερός τρόπος σκέψης! Μόνο η κακία και κακοήθεια της καρδιάς ικανοποιούνται δια τέτοιων αρχών και τα (εθνικά) συμφέροντά μας είναι αντίθετα προς αυτό. Αφήστε τα ελεύθερα, για όνομα του θεού! Αφήστε τα ελεύθερα!)

Το σύνθημα laissez faire διαδόθηκε και απέκτησε δημοφιλία από τον Βενσάν ντε Γκουρναί, έναν Γάλλο φυσιοκράτη και βασιλικό επίτροπο για το εμπόριο τη δεκαετία του 1750, που λέγεται πως υιοθέτησε τον όρο από τα γραπτά του Φρανσουά Κενέ σχετικά με την Κίνα[5]. Ήταν ο Κενέ αυτός που εισήγαγε τον όρο laissez-faire, laissez-passer[6][7], με το laissez faire να αποτελεί μετάφραση της κινέζικης έννοιας γου γουέι (και μο γουέι στα Καντονέζικα[8]). Ο Γκουρναί υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης των περιορισμών στο εμπόριο και της άρσης του κρατικού ελέγχου στη βιομηχανία της Γαλλίας. Ενθουσιάστηκε με τη φράση από τον ανεκδοτολογικό διάλογο των Κολμπέρ-ΛεΖέντρ[9], και την ενσωμάτωσε σε ένα μεγαλύτερο, δικό του αξίωμα: "Laissez faire et laissez passer" (αφήστε να δημιουργηθούν και αφήστε να ρεύσουν). Το σύνθημά του έχει επίσης εκφραστεί με την πιο διευρυμένη μορφή "Laissez faire et laissez passer, le monde va de lui même!" (αφήστε να δημιουργηθούν και αφήστε να ρεύσουν, ο κόσμος συνεχίζει να κινείται από μόνος του). Παρότι ο Γκουρναί δεν άφησε γραπτά ίχνη των ιδεών του για την οικονομική πολιτική, είχε εκτεταμένη επιρροή στους συγχρόνους του, κυρίως στους ομοϊδεάτες του Φυσιοκράτες, που αποδίδουν σε εκείνον τόσο το σύνθημα, όσο και το δόγμα του laissez faire[10].

Πριν τον ντ'Αρτζενσόν ή τον Γκουρναί, τη φράση «on laisse faire la nature» (αφήστε τη φύση να ακολουθήσει την πορεία της) την είχε εκφέρει ο Μπουαζιλμπέρ[11]. Ο ίδιος ο ντ'Αρτζενσόν ήταν περισσότερο γνωστός κατά τη διάρκεια της ζωής του για το παρόμοιο αλλά λιγότερο επιδραστικό σύνθημα "Pas trop gouverner" (μην κυβερνάτε υπερβολικά/ μην ασκείτε υπερβολική διακυβέρνηση)[12]. Ήταν ωστόσο η χρήση του συνθήματος laissez faire από τον Γκουρναί, και η διάδοσή του από τους Φυσιοκράτες, που του προσέδωσε το κύρος που απολαμβάνει.

Το laissez faire προκηρύχθηκε από τους Φυσιοκράτες στη Γαλλία του 18ου αιώνα, καθιστάμενο έτσι ο σκληρός πυρήνας των οικονομικών θεωριών, και αναπτύχθηκε περαιτέρω από διάσημους οικονομολόγους, ξεκινώντας από τον Άνταμ Σμιθ[13]. «Ο όρος σχετίζεται κανονικά με τους φυσιοκράτες και την κλασική πολιτική οικονομία[14]». Στο βιβλίο «Laissez Faire και Γενικό Κράτος Πρόνοιας» (Laissez Faire and the General-Welfare State) σημειώνεται πως «...οι φυσιοκράτες, αντιδρώντας στους υπερβολικούς μερκαντιλιστικούς περιορισμούς της Γαλλίας της εποχής τους, εξέφρασαν την πίστη τους σε μία "φυσική τάξη", την ελευθερία, υπό την οποία τα άτομα, ακολουθώντας τα προσωπικά (εγωιστικά) τους συμφέροντα, συνεισέφεραν στο γενικό καλό και τη γενική πρόοδο. Από τη στιγμή που, κατά την άποψή τους, αυτή η φυσική τάξη λειτουργούσε επιτυχώς χωρίς την αρωγή της κυβέρνησης, συμβούλευαν το κράτος να περιορίσει τη δικαιοδοσία του στην υποστήριξη των δικαιωμάτων της ιδιωτικής περιουσίας και της ατομικής ελευθερίας, να αποσύρει όλα τα τεχνητά εμπόδια στην εμπορική δραστηριότητα, και να καταργήσει όλους τους άχρηστους νόμους[13]».

Στην Αγγλία μια σειρά από συνθήματα για το «ελεύθερο εμπόριο» και τη «μη-επέμβαση» είχαν διαμορφωθεί ήδη κατά το 17ο αιώνα. Όμως η γαλλική έκφραση laissez-faire άρχισε να επικρατεί σε αγγλόφωνες χώρες με τη διάδοση των έργων των Φυσιοκρατών κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Το περιστατικό των Κολμπέρ – ΛεΖέντρ αναπαρήχθη στο έργο του 1774 «Βασικές Αρχές του Εμπορίου» (Principles of Trade) του Τζωρτζ Ουάτλεϋ (που το συνέγραψε από κοινού με τον Βενιαμίν Φρανκλίνο) – που μπορεί να είναι και η πρώτη εμφάνιση της φράσης σε οποιαδήποτε αγγλόφωνη έκδοση[15].

To laissez-faire, ένα παράγωγο του Διαφωτισμού, «ως έννοια συνελήφθη ως ο τρόπος να απελευθερώσει τις ανθρώπινες δυνατότητες διαμέσου της αποκατάστασης ενός φυσικού συστήματος, ενός συστήματος ανεμπόδιστου από τους περιορισμούς του κράτους[16]». Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Άνταμ Σμιθ έβλεπε την οικονομία ως ένα φυσικό σύστημα και την αγορά ως ένα ουσιαστικό και οργανικό μέρος του συστήματος αυτού[16]. Κατ' επέκτασιν, οι ελεύθερες αγορές έγιναν η αντανάκλαση του φυσικού συστήματος της ελευθερίας[16]. «Για τον Σμιθ, το laissez-faire ήταν ένα πρόγραμμα για την κατάργηση των νόμων που περιορίζουν την αγορά, ένα πρόγραμμα για την αποκατάσταση της τάξης και για την ενεργοποίηση των δυνατοτήτων για ανάπτυξη[16]».

Ωστόσο, ο Άνταμ Σμιθ[17] και οι σημαντικοί κλασσικοί οικονομολόγοι, όπως ο Τόμας Μάλθους και ο Ντέηβιντ Ρικάρντο, δεν χρησιμοποιούσαν την έκφραση. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ τη χρησιμοποιούσε, αλλά ήταν μάλλον η αναφορά του Τζέημς Μιλ στο αξίωμα του laissez-faire (μαζί με το “pas trop gouverner”) σε ένα λήμμα για την έκδοση του 1824 της Encyclopaedia Britannica που στην πραγματικότητα διέδωσε τον όρο και τον κατέστησε κοινό στη χρήση στην αγγλική γλώσσα. Με την έλευση της Λέσχης κατά του Νόμου του Καλαμποκιού ο όρος απέκτησε μεγάλο μέρος της σημασίας που έχει (στη χρήση του στα αγγλικά)[18].

Ο Άνταμ Σμιθ χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη μεταφορά του «αόρατου χεριού» στο βιβλίο του «Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων», προκειμένου να περιγράψει τα μη-επιδιωκόμενα αποτελέσματα της οικονομικής αυτο-οργάνωσης που προκύπτουν από το οικονομικό συμφέρον του καθενός[19]. Η ιδέα πίσω από το «αόρατο χέρι», αν και όχι η ίδια η μεταφορά, ανήκει στον Μπερνάρ ντε Μαντεβίλ (Bernard de Mandeville) και το Μύθο των Μελισσών του. Στην πολιτική οικονομία, η ιδέα αυτή και το δόγμα του laissez-faire ήταν πάντοτε πολύ συγγενή[20]. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τη μεταφορά του αόρατου χεριού ως μεταφορά για το laissez-faire[21], παρότι ο Σμιθ ουδέποτε χρησιμοποίησε ο ίδιος τον όρο[17].

Βασικές αρχές του laissez-faire

Ως σύλληψη, το laissez-faire στηρίζεται στα ακόλουθα αξιώματα[16]:

  1. Το άτομο είναι η βασική μονάδα σε κάθε κοινωνία
  2. Το άτομο έχει το φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία
  3. Η φυσική τάξη του κόσμου είναι αρμονική και αποτελεί ένα αυτο-ρυθμιζόμενο σύστημα
  4. Οι επιχειρήσεις είναι δημιουργήματα του Κράτους και ως εκ τούτου θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από το σύνολο των πολιτών λόγω της τάσης τους να διαταράσσουν την αυθόρμητη τάξη όπως την όρισε ο Άνταμ Σμιθ[22].

Αυτά τα αξιώματα αποτελούν τα βασικά στοιχεία της σύλληψης του laissez-faire, αν και μια άλλη βασική αρχή που συχνά αγνοείται είναι ότι οι αγορές πρέπει να είναι ανταγωνιστικές, μια αρχή στην οποία οι πρώιμοι υποστηρικτές του laissez-faire είχαν δώσει αρκετή έμφαση[16]. Για μεγιστοποίηση της ελευθερίας και για να αφεθούν οι αγορές να αυτο-ρυθμιστούν, οι πρώιμοι υποστηρικτές του laissez-faire πρότειναν έναν «ενιαίο φόρο» (Impôt unique), έναν φόρο επί της ιδιοκτησίας που θα αντικαθιστούσε όλους τους φόρους που πλήττουν τον πλούτο τιμωρώντας την παραγωγή[23].

Ιστορία του laissez-faire

Κίνα

Κατά τις δυναστείες των Χαν, Τανγκ, Σονγκ και Μινγκ οι κινέζοι φιλόσοφοι – υπάλληλοι πολλές φορές εξέτασαν το βαθμό, στον οποίον το κράτος πρέπει να επεμβαίνει στην οικονομία, όπως με το να καθορίζει μονοπώλια σε επικερδείς βιομηχανίες και να καθορίζει ελέγχους τιμών. Οι συζητήσεις αυτές πολλές φορές ήσαν φορτισμένες, καθώς οι διάφορες ομάδες των οπαδών του Κομφούκιου έτειναν να αντιτίθενται σε εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις, τις οποίες όμως υποστήριζαν οι «μεταρρυθμιστικές» ομάδες. Κατά τις δυναστείες των Χαν και Τενγκ, μερικές φορές οι αυτοκράτορες καθιέρωναν κυβερνητικά μονοπώλια σε καιρό πολέμου, τα οποία και καταργούσαν μετά, όταν είχε περάσει η οικονομική κρίση. Εν τέλει, στις μεταγενέστερες δυναστείες των Σονγκ και Μινγκ, τα κρατικά μονοπώλια καταργήθηκαν σε κάθε τομέα της οικονομίας και ποτέ δεν καθιερώθηκαν εκ νέου κατά τη διάρκεια των δυναστειών αυτών. Κατά τη δυναστεία Μαντσού Τσινγκ, τα κρατικά μονοπώλια καθιερώθηκαν ξανά και το κράτος επενέβαινε πολύ έντονα στην οικονομία. Πολλοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι αυτό εμπόδισε την Κίνα να αναπτύξει τον καπιταλισμό[24].

Ευρώπη

Στην Ευρώπη το κίνημα laissez-faire διαδόθηκε αρχικά πολύ κυρίως από τους Φυσιοκράτες, ένα κίνημα που ξεκίνησε με τον Υποκόμη ντε Γκουρναί, ένα επιτυχημένο έμπορο. Ο Γκουρναί υιοθέτησε την έννοια, που είναι μετάφραση της κινεζικής φιλοσοφίας γου γουέι[25], έχοντας διαβάσει τα όσα είχε γράψει για την Κίνα ο Φρανσουά Κενέ[8]. Ο Γκουρναί θεωρούσε ότι το κράτος πρέπει να επιτρέψει στους φυσικούς νόμους να ρυθμίζουν την οικονομική δραστηριότητα, με το κράτος να επεμβαίνει μόνο για να προστατεύει τη ζωή, την ελευθερία και την περιουσία. Οι ιδέες του υιοθετήθηκαν από τον Φρανσουά Κενέ και τον Τυργκώ, Βαρόνο του Ωλν. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ΄ άκουγε τον Κενέ και ο τελευταίος τον έπεισε, το 1754, να δοκιμάσει το laissez-faire. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Βασιλιάς κατήργησε όλους τους δασμούς και περιορισμούς στην πώληση και μεταφορά σιτηρών και, για περισσότερο από μια δεκαετία, το πείραμα λειτουργούσε επιτυχώς. Μετά, όμως, το 1768 η σοδειά ήταν κακή και η τιμή του ψωμιού ανέβηκε τόσο ψηλά, ώστε επήλθε εκτεταμένη πείνα, ενώ οι έμποροι εξήγαν το σιτάρι, προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερο κέρδος. Το 1770 το διάταγμα που επέτρεπε το ελεύθερο εμπόριο ανακλήθηκε[26].

Το δόγμα του laissez-faire κατέστη θεμελιώδες στοιχείο του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού του δεκάτου ενάτου αιώνα[13]. «Όπως οι φιλελεύθεροι υποστήριζαν την ελευθερία της σκέψης στο διανοητικό πεδίο, κατά τον τρόπο αυτό ήσαν εξίσου έτοιμοι να προασπίσουν τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού στην οικονομία. Το κράτος θα περιοριζόταν σε έναν παθητικό ρόλο αστυνομικού, προστατεύοντας την ιδιωτική περιουσία και αποδίδοντας δικαιοσύνη, χωρίς όμως να εμπλέκεται στις υποθέσεις των πολιτών του. Οι επιχειρηματίες, και ιδίως οι Βρετανοί βιομήχανοι, έσπευσαν να συσχετίσουν τις αρχές αυτές με τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα[13]». Πολλές από τις ιδέες των φυσιοκρατών διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη και υιοθετήθηκαν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στη Σουηδία, την Τοσκάνη, την Ισπανία και, μετά το 1776, στις νεοσυσταθείσες Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Άνταμ Σμιθ, συγγραφέας του «Πλούτου των Εθνών», γνώρισε τον Κενέ και παραδέχθηκε την επιρροή του[27].

Στη Βρετανία, το 1843 ιδρύθηκε το περιοδικό Εκόνομιστ που εξελίχθηκε σε μια φωνή υπέρ του καπιταλισμού laissez-faire με μεγάλη επιρροή[28]. Οι οπαδοί του laissez-faire ήσαν αντίθετοι με την παροχή βοήθειας σε τρόφιμα για την αντιμετώπιση των λιμών εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το 1847, αναφερόμενος στο λιμό της Ιρλανδίας, ο ιδρυτής του Εκόνομιστ Τζαίημς Ουΐλσον έγραψε: «Δεν είναι κανενός ανθρώπου δουλειά να φροντίζει για κάποιον άλλο[29]». Ωστόσο, ο Εκόνομιστ έκανε εκστρατεία κατά των Νόμων του Καλαμποκιού που προστάτευαν τους ιδιοκτήτες στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας από τον ανταγωνισμό από λιγότερο ακριβές ξένες εισαγωγές δημητριακών προϊόντων. Ο Μεγάλος Λιμός της Ιρλανδίας το 1845 οδήγησε στην απάλειψη των Νόμων του Καλαμποκιού το 1846. Οι δασμοί στο σιτάρι που διατηρούσαν την τιμή του ψωμιού τεχνητά σε υψηλά επίπεδα καταργήθηκαν[30]. Ωστόσο, η κατάργηση των Νόμων του Καλαμποκιού ήλθε πολύ αργά και δεν απέτρεψε τον Ιρλανδικό Λιμό, εν μέρει και επειδή επιβλήθηκε σταδιακά σε περίοδο τριών ετών[31].

Μια ομάδα που αυτοαποκαλούνταν «Οι Φιλελεύθεροι του Μάντσεστερ», στην οποία ανήκαν ο Ρίτσαρντ Κόμπντεν και ο Ρίτσαρντ Ράιτ, ήσαν σθεναροί υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου και η δουλειά τους συνεχίσθηκε μετά το θάνατο του Ρίτσαρντ Κόμπντεν το 1866 από τη Λέσχη Κόμπντεν[32]. Το 1860 υπεγράφη μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, μετά από την οποία υπεγράφησαν πολλές αντίστοιχες συμβάσεις μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η πτώση του laissez-faire, όπως αυτό εφαρμοζόταν στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ξεκίνησε εν μέρει από Βρετανικές εταιρείες που αποζητούσαν κρατική υποστήριξη για τις θέσεις τους στο εξωτερικό, ιδίως τις Βρετανικές πετρελαϊκές εταιρείες[33].

Ηνωμένες Πολιτείες

Στη διατριβή του για τη Συντακτική Συνέλευση (που οδήγησε στο Σύνταγμα των ΗΠΑ) και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Φρανκ Μπούργκεν ισχυρίζεται ότι οι θεμελιωτές του Αμερικανικού Συντάγματος επεδίωκαν την άμεση κρατική παρέμβαση στην οικονομία[34]. Ο λόγος ήταν το οικονομικό και δημοσιονομικό χάος που είχε προκαλέσει το καθεστώς της Συνομοσπονδίας. Ο σκοπός ήταν να διασφαλισθεί ότι η ανεξαρτησία, που αποκτήθηκε με τόσους κόπους, δεν θα χανόταν ως αποτέλεσμα της οικονομικής και δημοσιονομικής εξάρτησης από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τους Ευρωπαίους ηγεμόνες. Η δημιουργία ενός ισχυρού κεντρικού κράτους που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην επιστήμη, στις εφευρέσεις, στη βιομηχανία και στο εμπόριο θεωρείτο απαραίτητη για την προαγωγή της κοινής ωφέλειας και για την ισχυροποίηση της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν οι ΗΠΑ να καθορίζουν τη μοίρα τους. Ένα μεταγενέστερο αποτέλεσμα αυτής της προθέσεως ήταν η υιοθέτηση του νέου σχεδίου του Ρίτσαρντ Φάρινγκτον (που είχε επεξεργασθεί μαζί με το συνεργάτη του Τζων Τζέφερσον) να ενσωματωθούν νέες αλλαγές κατά την περίοδο του New Deal. Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Τζέφερσον, θεωρούν ότι η μελέτη του Μπούργκεν, που γράφηκε τη δεκαετία του '40 αλλά δεν δημοσιεύθηκε, παρά μόλις το 1989, ως μια μελέτη που συνήγαγε υπερβολικά πολλά συμπεράσματα από τα διαθέσιμα στοιχεία και είχε γίνει αρχικά με την πρόθεση να υπερασπισθεί το New Deal και αργότερα να αντικρούσει τις οικονομικές πολιτικές του Ρήγκαν[35].

Σημαντικά παραδείγματα κρατικής παρέμβασης κατά την περίοδο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο είναι: η καθιέρωση του Γραφείου Ευρεσιτεχνιών το 1802, του Γραφείου Μέτρων και Σταθμών το 1830, της Ακτογραφικής και Τοπογραφικής Υπηρεσίας το 1807 και άλλων μέτρων για τη βελτίωση της πλοήγησης σε ποταμούς και λιμένες, οι διάφορες ερευνητικές αποστολές του Στρατού προς τη Δύση, ξεκινώντας με το Εξερευνητικό Σώμα των Λιούις και Κλαρκ το 1804 που διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1870, σχεδόν πάντοτε υπό τη διεύθυνση ενός Αξιωματικού από το Σώμα Τοπογράφων Μηχανικών του Στρατού και παρέσχε πολύτιμες πληροφορίες για τους εξερευνητές που ακολούθησαν, η ανάθεση σε αξιωματικούς του Μηχανικού του Στρατού να βοηθήσουν ή να διευθύνουν την κατασκευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών και καναλιών, η καθιέρωση της Πρώτης Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δεύτερης Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς και άλλα προστατευτικά μέτρα (π.χ. ο δασμός του 1828). Πολλές από αυτές τις προτάσεις συνάντησαν ισχυρή αντίδραση και απαιτήθηκαν πολλές πολιτικές συναλλαγές, προκειμένου να γίνουν νόμοι. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την Πρώτη Εθνική Τράπεζα δεν θα είχε καταλήξει στο γραφείο του Προέδρου Τζωρτζ Ουάσινγκτον για υπογραφή, εάν δεν είχε προηγηθεί η συμφωνία μεταξύ του Αλεξάντερ Χάμιλτον και αρκετών μελών του Κονγκρέσου από το Νότο για την τοποθέτηση της πρωτεύουσας στην Περιοχή της Κολούμπια. Αντίπαλο κόμμα του Χάμιλτον και των Φεντεραλιστών ήταν το κόμμα των Δημοκρατών – Ρεπουμπλικανών, του Τζέφερσον και του Χάμιλτον.

Η πλειοψηφία των αντιπάλων του καπιταλισμού μη παρέμβασης στις ΗΠΑ, ακολουθούσαν την Αμερικανική Σχολή. Αυτή η σχολή σκέψης είχε εμπνευσθεί από τις ιδέες του Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο οποίος είχε προτείνει τη δημιουργία μιας τράπεζας επιδοτούμενης από το κράτος καθώς και την αύξηση των δασμών ώστε να ευνοηθούν τα συμφέροντα της βιομηχανίας του βορρά. Μετά το θάνατο του Χάμιλτον, η πλέον επίμονη προστατευτική επίδραση κατά την προπολεμική περίοδο, προήλθε από τον Χένρι Κλέι και το Αμερικανικό Συστημά του.

Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, «είναι εμφανές ότι η ετικέτα της μη παρέμβασης είναι ακατάλληλη» να εφαρμοστεί στη σχέση μεταξύ της κυβέρνησης και της βιομηχανίας των ΗΠΑ[36]. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την παράδοση των Ουίγων του οικονομικού εθνικισμού, η οποία περιελάμβανε αυξημένο κρατικό έλεγχο, παρεμβατισμό, και μακροοικονομική ανάπτυξη των υποδομών[37]. Δημόσια έργα όπως η παροχή και η ρύθμιση μεταφορικών μέσων όπως οι σιδηρόδρομοι, τέθηκαν σε ισχύ. Οι νομοθετικές πράξεις του Σιδηροδρόμου του Ειρηνικού είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του Πρώτου Διηπειρωτικού Σιδηροδρόμου[37]. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε στις 5 Αυγούστου 1861, μέσω του Νόμου Εισοδήματος του 1861, τον πρώτο προσωπικό φόρο εισοδήματος (3% επί του εισοδήματος άνω των $800· υπαναχώρησε το 1872), ώστε να καλύψει τις ανάγκες της που προκλήθηκαν από τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Μετά τον Εμφύλιο, επιταχύνθηκε η μετάβαση προς μια μικτή οικονομία. Ο προστατευτισμός αυξήθηκε μέσω των Δασμών Μακίνλευ του 1890 και των Δασμών Ντίνγκλεϋ του 1987. Η κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία επεκτάθηκε με τη θέσπιση του Νόμου για το Διαπολιτειακό Εμπόριο του 1887 και τον Αντιμονοπωλιακό Νόμο του Σέρμαν.

Κατά την Προοδευτική Εποχή θεσπίστηκαν περισσότεροι έλεγχοι στην οικονομία, όπως αποδεικνύεται από το πρόγραμμα της Νέας Ελευθερίας της κυβέρνησης Ουίλσον.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μεγάλη Ύφεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες στράφηκαν σε μια μικτή οικονομία, η οποία συνδύαζε την ελεύθερη επιχειρηματικότητα με μια κλιμακωτή φορολογία εισοδήματος, ενώ κατά καιρούς η κυβέρνηση παρενέβαινε ώστε να υποστηρίξει και να προστατεύσει τα συμφέροντα της Αμερικανικής βιομηχανίας από το διεθνή ανταγωνισμό. Κατά τη δεκαετία του 1980 για παράδειγμα, η κυβέρνηση επεδίωξε να προστατεύσει την αυτοκινητοβιομηχανία μέσω «εθελοντικών» περιορισμών από την Ιαπωνία[38]. Ο Πέτρο Νίβολα, έγραψε το 1986:

Σε μεγάλο βαθμό, η σχετική ισχύς του δολαρίου έναντι των κυριοτέρων ξένων νομισμάτων αντανάκλασε τα υψηλά επιτόκια των ΗΠΑ τα οποία ήταν αποτέλεσμα των υπέρογκων ελλειμμάτων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου η πηγή της τωρινής χειροτέρευσης του εμπορίου δεν είναι η γενική κατάσταση της οικονομίας, αλλά κυρίως το μείγμα φορολογικών και οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης, δηλαδή η προβληματική υπέρθεση σημαντικών φορολογικών μειώσεων, σχετικώς υψηλών νομισματικών στόχων, γενναίων στρατιωτικών δαπανών και περιορισμένων περικοπών των κύριων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Με απλά λόγια, οι ρίζες του εμπορικού προβλήματος και του αναδυόμενου προστατευτισμού τον οποίο αυτό υπέθαλψε, είναι κυρίως πολιτικές καθώς και οικονομικές[39].

Κριτικές

Στην πάροδο των χρόνων, ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν ασκήσει κριτική στην οικονομία laissez-faire.

Ο Άνταμ Σμιθ αναγνώρισε βαθιές ηθικές ασάφειες ως προς το σύστημα του καπιταλισμού[40]. Ο Σμιθ είχε σοβαρές επιφυλάξεις για μερικά σημεία από κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές που παράγεται από τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία: τους κτηματίες, τους εργάτες, και τους καπιταλιστές[40]. «Ο ρόλος των γαιοκτημόνων στην οικονομία είναι παθητικός. Η ικανότητά τους στο να εισπράττουν μόνο δια της ιδιοκτησίας μιας έκτασης τείνει να τους καθιστά μαλθακούς και ανεπαρκείς, και έτσι έχουν την τάση να αδυνατούν ακόμα και να φροντίσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα[40]». «Η αύξηση του πληθυσμού θα πρέπει να αυξάνει τη ζήτηση για τροφή, η οποία θα πρέπει να αυξάνει τα ενοίκια, τα οποία θα πρέπει να είναι οικονομικά ωφέλιμα στους κτηματίες. Επομένως, κατά τον Άνταμ Σμιθ, οι κτηματίες θα πρέπει να είναι υπέρ μιας πολιτικής που θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών. Δυστυχώς συχνά δεν είναι υπέρ αυτών των φιλο-αναπτυξιακών πολιτικών, λόγω της δικής τους μαλθακότητας που τους καθιστά ανίδεους και πνευματικά αδύναμους[40]».

Ο βρετανός οικονομολόγος Κέινς καταδίκασε πολλές φορές την οικονομική πολιτική laissez-faire[41]. Στο έργο του «Το τέλος του laissez-faire» (1926), μια από τις πιο γνωστές του κριτικές, ο Κέινς υποστηρίζει ότι τα δόγματα του laissez-faire είναι μερικώς εξαρτώμενα από ακατάλληλο επαγωγικό συλλογισμό, και, λέει ο Κέινς, το ερώτημα εάν είναι καλύτερη η λύση της αγοράς ή η κρατική παρέμβαση πρέπει να απαντηθεί με βάση την κάθε περίπτωση[42].

Ο αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ δήλωσε ότι ένας ελεύθερα ανταγωνιστικός, τραπεζικός κλάδος τείνει να είναι ενδογενώς αποσταθεροποιητικός και επιτείνει τις κυκλικές διακυμάνσεις. Δήλωσε ότι η ανάγκη για κεντρικό τραπεζικό έλεγχο ήταν αναπόφευκτη[43].

Παραπομπές

Wikiwand in your browser!

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.

Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.