Βρετανός στρατηγός και κυβερνήτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Υποστράτηγος Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον (αγγλικά: Charles George Gordon) γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1833 και πέθανε στις 26 Ιανουαρίου 1885. Ήταν Βρετανός στρατιωτικός διοικητής και κυβερνήτης, γνωστός και ως Κινέζος Γκόρντον, Πασάς Γκόρντον και Γκόρντον του Χαρτούμ.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: κείμενο, ύφος Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Προφορά | |
Γέννηση | 28 Ιανουαρίου 1833[1][2][3] Γούλιτς |
Θάνατος | 26 Ιανουαρίου 1885[1][2][3] Χαρτούμ |
Αιτία θανάτου | αποκεφαλισμός |
Τόπος ταφής | Καθεδρικός ναός Αγίου Παύλου |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μηχανικός αξιωματικός αποικιακός διοικητής στρατιωτικός |
Περίοδος ακμής | 1852 |
Οικογένεια | |
Γονείς | Henry William Gordon και Elizabeth Enderby[5] |
Αδέλφια | Χένρυ Γκόρντον |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | υποστράτηγος/Βρετανικός Στρατός |
Πόλεμοι/μάχες | Κριμαϊκός Πόλεμος, Siege of Khartoum και Second Opium War |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Εταίρος του Τάγματος του Λουτρού Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής Imperial yellow jacket 4th class, Order of the Medjidie |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ήταν αξιωματικός του Βρετανικού στρατού κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αλλά η καριέρα και η φήμη του εξυψώθηκαν στην Κίνα, όπου ήταν διοικητής του "Ever Victorious Army", μιας δύναμης Κινέζων στρατιωτών υπό την ηγεσία Βρετανών αξιωματικών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, ο Γκόρντον και οι άντρες του τερμάτισαν την Εξέγερση των Ταϊπίνγκ, πετυχαίνοντας νίκες έναντι υπέρτερων αντιπάλων. Για αυτές τις επιτυχίες του, έλαβε την επωνυμία "Κινέζος Γκόρντον" και πλούσιες τιμές τόσο από τους Βρετανούς, όσο και από τον Κινέζο Αυτοκράτορα.
Μπήκε στην υπηρεσία του Χεδίβη της Αιγύπτου το 1873 (με την έγκριση της Βρετανικής κυβέρνησης) και έγινε αργότερα Κυβερνήτης-Στρατηγός του Σουδάν, όπου αφιερώθηκε στον τερματισμό των εξεγέρσεων και την καταπολέμηση του δουλεμπορίου. Παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Ευρώπη το 1880.
Λίγα χρόνια αργότερα ξέσπασε στο Σουδάν μια εξέγερση μεγαλύτερων διαστάσεων, καθοδηγούμενη από ένα Μουσουλμάνο κληρικό και αυτό-αποκαλούμενο Προφήτη (Μαχντί), τον Μωχάμετ Αχμέτ. Στις αρχές του 1884, ο Γκόρντον πήγε στο Χαρτούμ με οδηγίες να διασφαλίσει την εκκένωση της πόλης από τους στρατιώτες και τους πολίτες της και να αποχωρήσει μαζί τους. Όμως, ύστερα από την αποχώρηση 2.500 Βρετανών πολιτών και περιφρονώντας τις οδηγίες, παρέμεινε στο Χαρτούμ με μια μικρή ομάδα στρατιωτών και πολιτών. Προετοιμαζόμενοι για τη σύγκρουση, οι δυο ηγέτες αλληλογραφούσαν, προσπαθώντας να προσελκύσουν τον άλλον στην πίστη τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το Χαρτούμ άντεξε σχεδόν ένα χρόνο στην πολιορκία των δυνάμεων του Μαχντί και ο Γκόρντον κέρδισε τον θαυμασμό της Βρετανικής κοινής γνώμης, όχι όμως και της κυβέρνησης, η οποία δεν ήθελε τον Γκόρντον πολιορκημένο. Μόνο όταν η πίεση της κοινής γνώμης για κινητοποίηση έγινε ανυπόφορη, η κυβέρνηση, απρόθυμα, αποφάσισε την αποστολή μιας απελευθερωτικής δύναμης, η οποία έφτασε δυο μέρες ύστερα από την πτώση της πόλης και τον θάνατο του Γκόρντον.
Γεννήθηκε στο Γούλιτς του Λονδίνου στις 28 Ιανουαρίου 1833. Γιος του στρατηγού Χένρι Ουίλιαμ Γκόρντον (1786-1865) και της Ελισάβετ Γκόρντον (1792-1873). Όλοι οι άντρες της οικογένειας Γκόρντον υπηρέτησαν στον Βρετανικό στρατό ως αξιωματικοί για τέσσερις γενιές. Έτσι και αυτός, ως γιος στρατηγού, αποτέλεσε την πέμπτη γενιά. Δεν υπήρχε λοιπόν η πιθανότητα να ακολουθούσε άλλη καριέρα πέραν αυτής του στρατιωτικού. Όλα τα αδέλφια του έγιναν αξιωματικοί του στρατού. Ο Γκόρντον μεγάλωσε σε διάφορα μέρη, όπως Αγγλία, Ιρλανδία, Σκωτία και Ιόνια νησιά (που βρίσκονταν υπό βρετανική κυριαρχία έως το 1864), αφού ο πατέρας του μετακινούνταν σε διάφορα πόστα του Βρετανικού στρατού. Πήγε σχολείο στην πόλη Τάουντον της κομητείας Σόμερσετ και σπούδασε στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Γούλιτς.[6] Η ζωή του άλλαξε άρδην ύστερα από τον θάνατο της αδελφής του Έμιλι από φυματίωση το 1843. Τότε η μεγαλύτερη αδελφή του Αυγούστα έστρεψε αυτόν προς τη θρησκεία.
Ήταν ατίθασος χαρακτήρας, αγνοούσε αρχές και κανόνες και αυτό ανάγκασε τους καθηγητές του να καθυστερήσουν την αποφοίτηση του κατά δυο χρόνια. Ως μαθητής στη Στρατιωτική Ακαδημία έδειξε ταλέντο στη σχεδίαση χαρτών και οχυρώσεων. Έτσι επέλεξε να γίνει σκαπανέας ή μηχανικός. Το 1852 έγινε ανθυπολοχαγός του Βασιλικού Μηχανικού[7], ολοκληρώνοντας την εκπαίδευση του στο Chatham και προήχθη το 1854 σε υπολοχαγό.[8] Οι σκαπανείς ήταν μια ελίτ μονάδα του μηχανικού και είχαν καθήκοντα αναγνώρισης, οδηγούσαν τις μονάδες εφόδου στους στόχους τους και κάλυπταν τις μονάδες που υποχωρούσαν με κάθε κόστος.[9]
Ως αξιωματικός, ο Γκόρντον έδειξε ότι ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης, αλλά οι ανώτεροι του δυσπιστούσαν, επειδή είχε την τάση να παρακούει εντολές που τις θεωρούσε λανθασμένες ή άδικες. Με τα σπινθηροβόλα μπλε μάτια του και το ηγετικό προφίλ του, είχε την ικανότητα να εμπνεύσει τους άντρες του να τον ακολουθήσουν οπουδήποτε.[10] Έλαβε διαταγές να κατασκευάσει οχυρωματικά έργα στην πόλη Μίλφορντ Χάβεν στο Pembrokeshire της Ουαλίας. Εκεί γνωρίστηκε με το νεαρό ζευγάρι Francis και Anne Drew, οι οποίοι τον εισήγαγαν στις θεωρίες του ευαγγελικού Προτεσταντισμού. Του άρεσε ιδιαίτερα ένας στίχος από την Α' επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Φιλιππησίους (1:21) "Για μένα, το να ζήσω είναι ο Χριστός και να πεθάνω είναι κέρδος". Μια φορά είχε πει σε έναν καθολικό ιερέα, ότι "η εκκλησία είναι σαν τον Βρετανικό Στρατό. Ένας στρατός με πολλά συντάγματα". Παρακολουθούσε διάφορες συγκεντρώσεις και λειτουργίες Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών, Βαπτιστών και Μεθοδιστών, αλλά δεν έγινε ποτέ μέλος κάποιας εκκλησίας.[11]
Όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος, ο Γκόρντον είχε διοριστεί στην Κέρκυρα. Αλλά έπειτα από διάφορα υπομνήματα προς το Γραφείο Πολέμου, πήγε στην Κριμαία. Έφτασε στην Μπαλακλάβα τον Ιανουάριο του 1855.
Τον 19ο αιώνα η Ρωσία ήταν ο κυριότερος αντίπαλος της Μ. Βρετανίας και πολύς κόσμος στα δυο έθνη διέκρινε μια ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα στην απολυταρχία της Ρωσίας και τη δημοκρατία της Μ. Βρετανίας. Ο Γκόρντον ανυπομονούσε να πολεμήσει στην Κριμαία. Συμμετείχε στην πολιορκία της Σεβαστούπολης και στην επίθεση κατά του οχυρού Ρεντάν από τις 18 Ιουνίου έως τις 8 Σεπτεμβρίου. Ως σκαπανέας είχε εντολή να υπονομεύσει τις οχυρώσεις της Σεβαστούπολης, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί από τον φημισμένο Ρώσο μηχανικό Έντουαρντ Τότλεμπεν. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τραυματίστηκε από σφαίρα ενός Ρώσου ελεύθερου σκοπευτή. Στα συμμαχικά χαρακώματα ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή και ανέπτυξε φιλίες που άντεξαν στον χρόνο με τους Ρόμολο Γκέσσι, Γκάρνετ Γουόλσλεϊ και Τζέραλντ Γκράχαμ.
Στις 18 Ιουνίου 1855 οι Άγγλοι και Γάλλοι άρχισαν την τελική επίθεση τους για την κατάληψη της Σεβαστούπολης με ένα σφοδρό βομβαρδισμό της πόλης. Ως σκαπανέας, ο Γκόρντον βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των χαρακωμάτων αναγκασμένος να προφυλάσσεται συνεχώς από τα εχθρικά πυρά. Τελικά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Συμμάχων, οι Γάλλοι απέτυχαν να κυριεύσουν το οχυρό Μαλακώφ και οι Άγγλοι το οχυρό Ρεντάν. Οι απώλειες τους ήταν πολύ μεγάλες εκείνη την ημέρα.[12]
Ο Γκόρντον έμεινε 34 συνεχείς ημέρες στα χαρακώματα γύρω από τη Σεβαστούπολη και κέρδισε φήμη για τη γενναιότητα και ικανότητα του. "Αν θέλεις να μάθεις τι ετοιμάζουν οι Ρώσοι, στείλε τον Τσαρλς Γκόρντον" συνήθιζαν να λένε στο Βρετανικό Αρχηγείο. Ο Γκόρντον συμμετείχε επίσης στη μάχη του οχυρού Κίνμπουρν και επέστρεψε στη Σεβαστούπολη στο τέλος του πολέμου. Σε όλη τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου έγινε μανιώδης καπνιστής τουρκικών τσιγάρων και αυτή η συνήθεια τον ακολούθησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Για τις υπηρεσίες του στην Κριμαία, έλαβε μετάλλιο και τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής από τη γαλλική κυβέρνηση στις 16 Ιουλίου 1856.[13]
Μετά το τέλος του πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, διορίστηκε μέλος μιας διεθνούς επιτροπής για τη χάραξη των συνόρων μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βεσσαραβία. Έφτασε στην πόλη Γκαλάτς (σημερινό Galați της Ρουμανίας) του οθωμανικού προτεκτοράτου της Μολδαβίας, μιας πόλης "με πολύ σκόνη και ακατάλληλη για διαμονή". Καθώς ταξίδευε προς τη Βεσσαραβία, περιέγραφε στα γράμματα του την πλούσια και εύφορη ύπαιθρο της Ρουμανίας, που παρήγαγε γευστικά φρούτα και λαχανικά και είχε φτωχούς κατοίκους.
Μετά από μια επίσκεψη στο Ιάσιο, ο Γκόρντον έγραψε : "Η κοινωνία μοιάζει αρκετά με τη γαλλική...Ο πρίγκιπας είναι ο τοπικός άρχοντας και η υποδοχή που μου επιφύλαξε ήταν πλούσια σε τιμές. Οι αγγλικές στολές έκαναν μεγάλη εντύπωση". Ο Γκόρντον δε μιλούσε τη ρουμανική γλώσσα, αλλά γνώριζε τη γαλλική και έτσι ήταν εύκολο να έρθει σε επαφή με τη ρουμανική ελίτ που μιλούσε τη γαλλική. Οι χάρτες που εμφάνιζαν τα σύνορα μεταξύ των δυο αυτοκρατοριών ήταν παλιοί και ανακριβείς και έτσι ο Γκόρντον ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους Ρώσους, οι οποίοι ήθελαν να φτάνουν τα σύνορα τους έως τον ποταμό Δούναβη, κάτι που ήταν ανεπίτρεπτο για το Λονδίνο. Ο Γκόρντον χαρακτήριζε τους Ρουμάνους ως "τους πιο ραδιούργους ανθρώπους του πλανήτη. Μιμούνταν τους Γάλλους σε όλα...στην εθιμοτυπία, στα ρούχα κ.λ.π.". Οι απεσταλμένοι της κυβέρνησης της Μολδαβίας, που στάλθηκαν για να πάρουν τον έλεγχο της καινούργιας περιοχής, δωροδοκήθηκαν με τον πιο απαίσιο τρόπο.
Η επόμενη αποστολή του Γκόρντον αφορούσε τη χάραξη των συνόρων μεταξύ της Οθωμανικής και Ρωσικής Αρμενίας στην περιοχή του όρους Αραράτ. Σε αυτή την αποστολή χρησιμοποίησε για πρώτη φορά φωτογραφική μηχανή, με την οποία τράβηξε εντυπωσιακές φωτογραφίες της αρμενικής γης και των κατοίκων της. Οι φωτογραφίες αυτές χαρακτηρίστηκαν "υποβλητικές" από τον Καναδό ιστορικό C. Brad Faught. Σε όλη τη ζωή του υπήρξε ερασιτέχνης φωτογράφος και μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας.[14] Ο Γκόρντον επέστρεψε στη Βρετανία στα τέλη του 1858 και συνέχισε τη στρατιωτική θητεία του ως εκπαιδευτής στο Chatham. Έγινε λοχαγός στις 1 Απριλίου 1859.[15]
Ο Γκόρντον ένιωθε πλήξη με τη θητεία του στο Chatham και έστελνε συχνά γράμματα στο Γραφείο Πολέμου, παρακαλώντας τους να τον στείλουν στις περιοχές δράσης του Βρετανικού στρατού. Έτσι πήγε εθελοντής στην Κίνα το 1860.[16] Έφτασε στο Χονγκ Κονγκ και απογοητεύτηκε μόλις έμαθε ότι οι μάχες τελείωναν. Είχε ακουστά για την Εξέγερση των Ταϊπίνγκ και ένιωθε μια συμπάθεια για το κίνημα και τον ηγέτη τους Hong Xiuquan, ο οποίος διακήρυττε ότι ήταν ο νεότερος αδελφός του Ιησού Χριστού.
Φτάνοντας όμως στη Σαγκάη και διασχίζοντας την κινεζική ύπαιθρο, διαπίστωσε τις ωμότητες και φρικαλεότητες των Ταϊπίνγκ κατά του ντόπιου πληθυσμού, γράφοντας στην οικογένεια του ότι θα ήθελε να διαλύσει αυτόν τον αιμοβόρο στρατό που σκότωνε δίχως έλεος. Έφτασε στην Τιαντζίν τον Σεπτέμβριο του 1860. Ήταν παρών στην κατάληψη του Πεκίνου και στην καταστροφή των Θερινών Ανακτόρων. Η πυρπόληση των θερινών ανακτόρων ήταν για αυτόν μια πράξη βανδαλισμού και έγραψε στην αδελφή του ότι "ράγισε η καρδιά μου" βλέποντας το θλιβερό αυτό θέαμα. Οι βρετανικές δυνάμεις κατείχαν τη βόρεια Κίνα έως τον Απρίλιο του 1862 και έπειτα υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τσαρλς Ουίλιαμ Ντάνμπαρ Στέιβλι (αγγλικά: Charles William Dunbar Staveley) οπισθοχώρησαν στη Σαγκάη για να την προστατέψουν από τον επαναστατικό στρατό των Ταϊπίνγκ.[17]
Μετά τις αρχικές επιτυχίες τη δεκαετία του 1850 στις επαρχίες Guangxi, Hunan και Hubei και την κατάληψη του Νανκίνγκ το 1853, η προέλαση των επαναστατών επιβραδύνθηκε και τελικά σταμάτησε έξω από τη Σαγκάη. Δημιουργήθηκε μια δύναμη πολιτοφυλακής από Ευρωπαίους και Κινέζους για να υπερασπιστεί την πόλη υπό τη διοίκηση του Αμερικανού Φρέντερικ Τάουνσεντ Γουόρντ (αγγλικά: Frederick Townsend Ward). Η άφιξη των Βρετανών ήταν καθοριστικής σημασίας και ο Στέιβλι αποφάσισε να εκδιώξει από την περιοχή της Σαγκάης τους επαναστάτες μαζί με τον Γουόρντ και μια μικρή Γαλλική δύναμη. Ο Γκόρντον τοποθετήθηκε ως αξιωματικός του μηχανικού στο επιτελείο του Βρετανού στρατηγού. Η περιοχή γύρω από τη Σαγκάη καθαρίστηκε από τους επαναστάτες μέχρι το τέλος του 1862.[18]
Ο Γουόρντ σκοτώθηκε στη μάχη του Cixi και ο διάδοχος του, Αμερικανός Χένρι Αντρέ Μπουργκεβάιν (αγγλικά: Henry Andres Burgevine), δεν ήταν αρεστός στις κινεζικές αυτοκρατορικές αρχές. Ήταν γνωστός για την απληστία του και τη ροπή του στον αλκοολισμό. Ήταν ρατσιστής και οι σχέσεις του με τους Κινέζους πολύ δύσκολες. Η άσχημη συμπεριφορά του ανάγκασε τον Κινέζο κυβερνήτη της επαρχίας Jiangsu, Λι Χόνγκζιανγκ, να ζητήσει από τον Στέιβλι τον διορισμό ενός Βρετανού στη θέση του διοικητή της πολιτοφυλακής. Αυτός επέλεξε τον Γκόρντον, ο οποίος είχε γίνει ταγματάρχης τον Δεκέμβριο του 1862. Ο διορισμός του έγινε αποδεκτός από τη βρετανική κυβέρνηση. Οι λόγοι που ώθησαν τον Στέιβλι στην επιλογή του Γκόρντον ήταν ο άριστος χαρακτήρας του, η καλοσύνη του και η σταθερότητα του στη λήψη των αποφάσεων. Ο Λι έμεινε εντυπωσιασμένος με τον Γκόρντον και έγραψε σχετικά : "Ο ερχομός του Βρετανού Γκόρντον ήταν ευλογία...Ήταν ανώτερος σε τρόπους και συμπεριφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους ξένους που συνάντησα...Ήταν υπέροχο να βλέπεις αυτόν τον λαμπρό Άγγλο να πολεμά. Ένα από τα πράγματα που θαυμάζω σε αυτόν είναι το στρατιωτικό του ήθος. Είναι ένας ένδοξος άνθρωπος...Με τα ελαττώματα του, την τιμή του, την ιδιοσυγκρασία του...Είναι ένας ευγενής, τίμιος άνθρωπος και δύσκολος συνεργάτης ".[20]
Ο Γκόρντον ήταν τίμιος και αδιάφθορος. Δεν έκλεβε τους μισθούς των στρατιωτών του, όπως έκαναν διάφοροι Κινέζοι αξιωματικοί και επέμενε να πληρώνονται στην ώρα τους. Αυτό εξόργισε αρκετούς μανδαρίνους, οι οποίοι προτιμούσαν τη λεηλασία της υπαίθρου από τους στρατιώτες, αντί να δίνουν χρήματα για μισθούς. Ο Γκόρντον σχεδίασε τη στολή του Ever Victorious Army, η οποία αποτελούνταν από μαύρες μπότες, τουρμπάνι, παλτό και παντελόνι πράσινου χρώματος. Η σωματοφυλακή του αριθμούσε 300 άντρες που φορούσαν μπλε στολή.
Τον Μάρτιο του 1863 ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού στο Songjiang, ο οποίος ονομάστηκε επίσημα Ever Victorious Army. Επιτέθηκε αμέσως και απελευθέρωσε την πόλη Chansu, 40 μίλια νοτιοδυτικά της Σανγκάης. Με τη νίκη αυτή κέρδισε τον σεβασμό των στρατιωτών του. Προχώρησε σε ανταλλαγή αιχμαλώτων με τους Ταϊπίνγκ για να τους ενθαρρύνει να παραδοθούν, φέρνοντας ως παράδειγμα τους άντρες του στρατού του, από τους οποίους κάποιοι ήταν πρώην στρατιώτες των Ταϊπινγκ. Σε αντίθεση με τους Γουόρντ και Μπουργκεβάιν, ο Γκόρντον συνειδητοποίησε, ότι το εκτεταμένο δίκτυο των καναλιών και ποταμών της κινεζικής υπαίθρου δεν ήταν εμπόδιο, αλλά το μέσο για την κίνηση του στρατού και των εφοδίων του.
Ο Γκόρντον άσκησε κριτική στον τρόπο που διεξήγαγαν τον πόλεμο οι Κινέζοι στρατηγοί. Ο κινεζικός τρόπος επέφερε τεράστιες απώλειες στη μάχη. Έγραψε σχετικά : "Το κυριότερο είναι να κόψεις την υποχώρηση τους και τότε οι πιθανότητες να νικήσεις είναι υπέρ σου. Το να επιτίθεσαι κατά μέτωπο τους κάνει να αγωνίζονται μανιασμένα". Προτιμούσε να επιτίθεται πλευρικά στις γραμμές των Ταϊπίνγκ, παρά κατά μέτωπο. Ο τρόπος του προκάλεσε εντάσεις με τους στρατηγούς του Κινεζικού Αυτοκρατορικού Στρατού, οι οποίοι δε συμμερίζονταν τη φρίκη που προκαλούσαν στον Γκόρντον οι τεράστιες απώλειες από την κατ' μέτωπο επίθεση.
Το πρωί της 30ής Μαρτίου 1863 οι δυνάμεις των Ταϊπίνγκ που βρίσκονταν στην πόλη Quinsan, αντίκρισαν έκπληκτοι το θωρακισμένο ατμόπλοιο Hyson εξοπλισμένο με ένα 32 λιβρών πυροβόλο και τον Γκόρντον να στέκεται στην πλώρη. Πίσω από το Hyson ακολουθούσαν 80 βάρκες, που είχαν μετατραπεί σε κανονιοφόρους. Πάνω στο Hyson βρίσκονταν 350 άντρες του επίλεκτου 4ου συντάγματος. Κάτω από συνεχές εχθρικό πυρ, οι άντρες του Γκόρντον έκοψαν τους ξύλινους πασσάλους που είχαν τοποθετήσει οι Ταϊπίνγκ στο κανάλι, υπερφαλάγγισαν την κύρια αμυντική γραμμή τους και εισήλθαν στο κανάλι που ένωνε το Quinsan με το Suzhou. Η κίνηση αυτή προκάλεσε πανικό στους Ταϊπίνγκ με αποτέλεσμα πολλοί να λιποτακτήσουν. Ο Γκόρντον αποβίβασε το 4ο σύνταγμα με διαταγές να κυριεύσει το Quinsan και χρησιμοποιώντας το 32άρι πυροβόλο, διέλυσε τις θέσεις τους στο κανάλι. Μερικές σποραδικές αντεπιθέσεις των Ταϊπίνγκ αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία. Την επόμενη μέρα το 4ο σύνταγμα κυρίευσε το Quinsan και ο Γκόρντον περήφανα έγραψε : "Οι επαναστάτες δε συνειδητοποίησαν τη σημασία της πόλης και την έχασαν". Το κίνημα των Ταϊπίνγκ καταδυνάστευε τους Κινέζους χωρικούς και καθώς αυτοί υποχωρούσαν μπροστά στα πυρά του Hyson, οι χωρικοί βγήκαν από τα σπίτια τους και τους επιτέθηκαν μανιασμένα. Μετά τη μάχη, ο Γκόρντον έγινε δεκτός από τους Κινέζους ως απελευθερωτής από την τυραννία των Ταϊπίνγκ. Ένας Βρετανός αξιωματικός που υπηρετούσε εκείνη την περίοδο στον Ever Victorious Army, περιέγραψε τον Γκόρντον σαν "έναν μεσαίου αναστήματος άνθρωπο, αδύνατο, τριάντα δύο ετών που φορούσε τη στολή του σώματος του Βασιλικού Μηχανικού. Η όψη του ήταν ευχάριστη, τα μάτια του γαλάζια και τα μαλλιά του σγουρά κατσαρά, ενώ μιλούσε ορθά και κοφτά".
Ο Ever Victorious Army ήταν ένας μισθοφορικός στρατός που πολεμούσε για το χρήμα. Ο Γκόρντον ένιωθε άβολα που διοικούσε μια τέτοια δύναμη και έφτασε στο σημείο να διατάξει την εκτέλεση ενός αξιωματικού, ο οποίος προσπάθησε να επιτεθεί σε στρατιώτες των Ταϊπίνγκ που επιθυμούσαν να αλλάξουν στρατόπεδο. Ο Γκόρντον έπρεπε να επιβάλει αυστηρή πειθαρχία στον στρατό του για να σταματήσει τη λεηλασία και κακομεταχείριση του ντόπιου πληθυσμού. Οι μισθοφόροι του ήταν άνθρωποι αποβράσματα της κινεζικής, βρετανικής και αμερικανικής κοινωνίας που συνήθιζαν να κλέβουν και να βιάζουν τις γυναίκες των περιοχών όπου δρούσαν. Έτσι ο Γκόρντον δε δίστασε να εκτελέσει όποιον στρατιώτη κατηγορούνταν για αυτές τις δυο πράξεις. Επίσης νίκησε μια μισθοφορική δύναμη του Μπουργκεβάϊν, ο οποίος είχε ταχθεί με τους Ταϊπίνγκ. Αφού ο Γκόρντον κύκλωσε τη δύναμη του έξω από την πόλη Soochow, αυτός εγκατέλειψε τους άντρες και προσπάθησε να επιστρέψει στον αυτοκρατορικό στρατό. Όμως συνελήφθη και στάλθηκε στο Αμερικανικό προξενείο στη Σαγκάη μαζί με μια επιστολή απέλασης του από την Κίνα.
Σε ένα ταξίδι του στην κοιλάδα του ποταμού Γιανγκτσέ τρόμαξε από τη φτώχεια και τη μιζέρια του κινεζικού πληθυσμού και έγραψε στην αδελφή του : "Η φτώχεια βασιλεύει ανάμεσα στους κατοίκους και η πείνα τους κάνει να φαίνονται σαν λύκοι που αναζητούν τροφή. Ο θάνατος βρίσκεται παντού". Τα δεινά του κινεζικού πληθυσμού ενδυνάμωσαν την πίστη του Γκόρντον στην ύπαρξη ενός δίκαιου Θεού, ο οποίος θα απαλλάξει μια μέρα την ανθρωπότητα από όλη τη δυστυχία και εξαθλίωση. Κατά την παραμονή του στην Κίνα, ήταν σεβαστός σε φίλους και εχθρούς. Πήγαινε στη μάχη πάντα με το μπαστούνι του από ινδοκάλαμο (δε δεχόταν να έχει σπαθί ή όπλο) και αυτό σε πολλές περιπτώσεις παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Η γενναιότητα του στη μάχη, οι συνεχόμενες νίκες του και η παρουσία του στην πρώτη γραμμή της μάχης σε συνδυασμό με τα λαμπερά γαλάζια μάτια του, έκαναν πολλούς Κινέζους να πιστεύουν ότι ο Γκόρντον έχει υπερφυσικές δυνάμεις και κατέχει το Κι, τη μυστική δύναμη ζωής που κυβερνά τα πάντα στην κινεζική παράδοση.
Μετά τη νίκη αυτή, αναδιοργάνωσε τον στρατό του και προέλασε εναντίον του Κουνσάν, το οποίο κυρίευσε με σημαντικές απώλειες. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους και με τη βοήθεια των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, κυρίευσε το Suzhou. Ο Γκόρντον διαβεβαίωσε τους Ταϊπίνγκ που βρίσκονταν στην πόλη, ότι αν παραδίνονταν, θα τύχαιναν καλής μεταχείρισης ως αιχμάλωτοι πολέμου. Στην πόλη εισήλθαν μόνο στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού, οι οποίοι αγνόησαν τις εντολές του και εκτέλεσαν εν ψυχρώ όλους τους αιχμάλωτους Ταϊπίνγκ. Η πράξη αυτή τον εξόργισε. Στην Κίνα η ποινή για κάποιον που έκανε επανάσταση ήταν ο θάνατος και σύμφωνα με τον κινεζικό νόμο περί οικογενειακής ευθύνης, όλη η οικογένεια ενός επαναστάτη ήταν συνένοχη. Οι μανδαρίνοι εφάρμοζαν αυτό τον νόμο στην πράξη και δεν εκτελούσαν μόνο τον επαναστάτη, αλλά και τη σύζυγο του, τα παιδιά και τους γονείς του. Αυτό όμως ενθάρρυνε πολλούς Ταϊπίνγκ να πολεμούν μέχρι θανάτου, ενώ ο ηγέτης τους είχε γίνει επικίνδυνα παρανοϊκός. Πολλοί ήταν πρόθυμοι να παραδοθούν αν η κυβέρνηση τους χάριζε τη ζωή και το πιο σημαντικό ήταν, ότι ο Γκόρντον έδινε τον λόγο της τιμής του για τη σωστή μεταχείριση τους.
Στις 1 Ιανουαρίου 1864, ο Γκόρντον συναντήθηκε με έναν αγγελιοφόρο του Αυτοκράτορα Τονγκζί, ο οποίος μετέφερε με τους ακόλουθους του σεντούκια με τα δώρα του Αυτοκράτορα προς αυτόν. Τα σεντούκια περιείχαν 10.000 ασημένια νομίσματα, λάβαρα που εξυμνούσαν τον Γκόρντον ως μεγάλο στρατηγό και ένα προσωπικό γράμμα του Αυτοκράτορα, που τον ευχαριστούσε για την κατάληψη του Suzhou. Αρνήθηκε ευγενικά τα δώρα με μια επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα, στην οποία έγραψε : "Ο Ταγματάρχης Γκόρντον δηλώνει ικανοποιημένος από αυτή τη χειρονομία της Αυτού Μεγαλειότητας σας, αλλά λυπάται ειλικρινά που δεν μπορεί να δεχτεί τα δώρα σας". Ο Αυτοκράτορας ένιωσε προσβεβλημένος όταν διάβασε το γράμμα του Γκόρντον στην Απαγορευμένη Πόλη. Ο Γκόρντον διαφώνησε επίσης με τον κυβερνήτη Λι αναφορικά με την εκτέλεση των ηγετών των Ταϊπίνγκ και παρέμεινε μακριά από την ενεργό δράση στο Κουνσάν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1864.
Η σχέση του με τον Λι ομαλοποιήθηκε και οι δυο άντρες συναντήθηκαν ξανά για να οργανώσουν τις επιχειρήσεις. Η προέλαση του συνεχίστηκε αμείωτη και κορυφώθηκε στη μάχη του Τσανγκζού, η οποία οδήγησε και στην κατάληψη της πόλης Τσανγκζού Φου, της κύριας στρατιωτικής βάσης των Ταϊπίνγκ στην περιοχή. Ο Γκόρντον έγραψε στο ημερολόγιο του : "Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ" και προέβλεψε τον νικηφόρο τερματισμό του πολέμου. Ο στρατός του δεν έλαβε μέρος στην τελική επίθεση για την κατάληψη της πρωτεύουσας των Ταϊπίνγκ, Νανκίνγκ και επιτέθηκε στις πόλεις Γιεσίνγκ, Λιγιάνγκ και Κιτάνγκ που έλεγχαν οι Ταϊπίνγκ στην περιοχή. Στο Κιτάνγκ τραυματίστηκε ελαφρά και έπειτα από λίγες μέρες ανάρρωση, επέστρεψε στη δράση δίνοντας την τελευταία μάχη στο Τσάνγκ-τσου τον Μάιο του 1864. Τον Ιούνιο επέστρεψε στο Κουνσάν. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Κίνα, ο Γκόρντον νίκησε σε 33 συνεχόμενες μάχες. Οι απώλειες του στρατού του ήταν 48 αξιωματικοί και 1.000 περίπου στρατιώτες.
Ο Κινέζος αυτοκράτορας, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, του έδωσε τον τίτλο του tidu (提督 Αρχιστράτηγος της επαρχίας Jiangsu - ένας τίτλος ισοδύναμος του στρατάρχη) και την κίτρινη επίσημη αυτοκρατορική ενδυμασία. Αρνήθηκε ξανά 10.000 ασημένια νομίσματα ως δώρο από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Μόνο σαράντα άντρες είχαν την τιμή να φορέσουν την αυτοκρατορική κίτρινη ενδυμασία και έτσι ήταν μεγάλη τιμή για τον Γκόρντον που βρισκόταν ανάμεσα σε αυτούς. Στις 16 Φεβρουαρίου 1864 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη[21] και στις 9 Δεκεμβρίου έγινε μέλος του Τάγματος Bath.[22] Οι έμποροι στη Σανγκάη του πρόσφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά για να τον ευχαριστήσουν για τις υπηρεσίες του ως διοικητή του Ever Victorious Army, αλλά ο Γκόρντον αρνήθηκε πάλι όλες τις τιμές. Έγραψε σχετικά : "Ξέρω, πως πρέπει να φύγω από την Κίνα το ίδιο φτωχός όπως τότε που ήρθα, συνειδητοποιημένος όμως για τις απώλειες που είχε αυτός ο πόλεμος. Δε θέλω κάτι περισσότερο από αυτό". Ο Βρετανός δημοσιογράφος Μάρκ Ούρμπαν έγραψε : "Οι ευχαριστίες των εμπόρων οπίου ή της κυβέρνησης που σκότωσε χιλιάδες για να καταπνίξει μια επανάσταση φαίνονται τώρα αναχρονιστικές, αλλά τότε ο κόσμος έβλεπε έναν γενναίο άνθρωπο που δρούσε με ανθρωπιστικά κριτήρια αφιλοκερδώς σε αντιδιαστολή με τους λοιπούς μισθοφόρους και τυχοδιώκτες".
Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ στην Κίνα ήταν η πιο αιματηρή του 19ου αιώνα και κόστισε τη ζωή σε 20-30 εκατομμύρια ανθρώπους. Σχεδόν ξεχασμένη σήμερα, είχε την εποχή εκείνη μεγάλη κάλυψη από τον δυτικό τύπο και η σταδιοδρομία του Γκόρντον ως διοικητή του Ever Victorious Army αποτέλεσε δημοσιογραφικό υλικό για πολλές βρετανικές εφημερίδες της εποχής. Ο Γκόρντον έλαβε επίσης το παρατσούκλι “Κινέζος” Γκόρντον.
Επέστρεψε στην Αγγλία και διεύθυνε τις εργασίες κατασκευής οχυρών από τον Βασιλικό Μηχανικό στον Τάμεση στην πόλη του Γκρέιβσεντ στο Κέντ. Κατά την άφιξη του στη Βρετανία δήλωσε στον τύπο, ότι επιθυμούσε να μείνει μόνος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέπτυξε κοινωνική δράση και δίδαξε στο σχολείο του δικτύου Ragged.[23] Μέχρι το 1870 δεν υπήρχε στη Βρετανία ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα και τα σχολεία του δικτύου Ragged ήταν ιδιωτικά για παιδιά οικογενειών που δε μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα.
Οι κήποι της κατοικίας του παραχωρήθηκαν για δημόσια χρήση στην τοπική κοινότητα.[24] Ο πατέρας του Γκόρντον ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή του γιου του στον πόλεμο στην Κίνα. Κράτησε αυτή τη στάση έως τον θάνατο του και ο Γκόρντον ένιωσε τύψεις που δεν πρόλαβε να του αλλάξει γνώμη. Δεν ενέκρινε την κατασκευή των οχυρών στο στόμιο του ποταμού Τάμεση, θεωρώντας το όλο έργο ακριβό και άχρηστο. Όταν ο διοικητής του Στρατού, Δούκας του Κέμπριτζ, επισκέφτηκε ένα από τα οχυρά και επαίνεσε τον Γκόρντον για τη δουλειά του, έλαβε από αυτόν την ακόλουθη απάντηση : "Δεν έχω σχέση με αυτό το έργο κύριε. Χτίστηκε παρά τη διαφωνία μου για τη θέση και τη χρησιμότητα του". Παράλληλα με τη στρατιωτική του θητεία, ανέπτυξε έντονη φιλανθρωπική και θρησκευτική δράση. Τα αγαπημένα βιβλία του ήταν Η Απομίμηση του Χριστού του Τόμας Κεμπρίς, Ο Μυστηριώδης Χριστός του Ιωσήφ Χαλ και το ποίημα "Το Όνειρο του Γεροντίου" του Τζον Χένρι Νιούμαν. Οι κοντινοί φίλοι του ήταν το ζεύγος του Φρειδερίκου και της Οκτάβιας Φριζ.
Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο Γκρέιβσεντ, έδειξε έντονη κοινωνική δράση και βοήθησε πολλά άστεγα παιδιά να βρουν στέγη και εργασία. Πολλά από τα παιδιά αυτά έζησαν στο σπίτι του Γκόρντον, το Fort House. Αργότερα ένα από τα παιδιά αυτά ανέφερε σε μια δήλωση του : "Με έκανε να αισθανθώ την Καλοσύνη του Θεού. Η Καλοσύνη έγινε για μένα το πιο άξιο πράγμα στη ζωή...η γοητευτική προσωπικότητα του Γκόρντον μας επηρέασε όμορφα". Κάθε χρόνο έδινε το 90% του εισοδήματος των 3.000 στερλινών σε φιλανθρωπίες.[25] Ο "Κινέζος" Γκόρντον δεν ένιωσε ποτέ διάσημος. Είχε λίγους φίλους και ήταν δύσκολος σε νέες γνωριμίες. Ένας συνάδελφος του είπε, ότι η παραμονή του Γκόρντον στο Γκρέιβσεντ ήταν "η πιο ήσυχη και ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του". Έπληττε όμως και συχνά ζητούσε από το Γραφείο Πολέμου να τον στείλουν σε κάποια αποστολή. Μιλούσε με νοσταλγία για τη θητεία του στην Κίνα και επιθυμούσε να επιστρέψει κάποια μέρα.
Η φιλανθρωπική δράση του Γκόρντον για τα αγόρια του Γκρέιβσεντ είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί τον 20ό αιώνα για ομοφυλοφιλία.[26] Το Λεξικό Εθνικών Βιογραφιών περιγράφει τον Γκόρντον ως μεγάλο "εραστή αγοριών". Ο Ούρμπαν έγραψε σχετικά : "Είναι πιθανό να είχε κάποια ερωτικά συναισθήματα για αυτά τα αγόρια, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι είχε ερωτική επαφή μαζί τους. Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι η αυξανόμενη θρησκευτική του αφοσίωση λειτούργησε αποτρεπτικά έναντι κάθε σεξουαλικού πειρασμού".
Δεν παντρεύτηκε ποτέ και είναι άγνωστο αν είχε κάποια σχέση με άτομο του αντίθετου ή ίδιου φύλου. Η στρατιωτική θητεία του και οι αποστολές του σε επικίνδυνα μέρη έκαναν αδύνατη την προοπτική ενός γάμου. Οι γονείς του περίμεναν να παντρευτεί και ήταν απογοητευμένοι από τη μακρά εργένικη ζωή του. Σύμφωνα με τον Ούρμπαν, ο Γκόρντον ήταν κρυφός ομοφυλόφιλος και η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του τον οδήγησαν σε ακραίες πράξεις κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του. Ο Βρετανός ιστορικός Ντένις Τζάντ (αγγλικά: Denis Judd) έγραψε για τη σεξουαλικότητα του Γκόρντον : "Σε σχέση με άλλους δυο μεγάλους ήρωες της εποχής του, τον Κίτσενερ και τον Σέσιλ Ρόουντς, ο Γκόρντον ήταν άγαμος. Αυτό σήμαινε ότι είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις, για τις οποίες ένιωθε καταπιεσμένος. Αυτό το αίσθημα καταπίεσης των σεξουαλικών ενστίκτων του οδήγησε τον Γκόρντον σε εκκεντρικές δραστηριότητες, περίεργα πιστεύω και απουσία σωστής κρίσης".[10] Ο Αμερικανός ιστορικός Μπάιρον Φέιργουελ (αγγλικά: Byron Farwell) στο βιβλίο του 1985 "Διαπρεπείς Στρατιώτες της Βικτωριανής εποχής", ισχυρίστηκε έντονα ότι ο Γκόρντον ήταν ομοφυλόφιλος, εξαιτίας του "άρρωστου" ενδιαφέροντος και της στοργής του για τα αγόρια που έφερε να μείνουν μαζί του στο Fort House.
Ο ίδιος έλεγε συχνά ότι επιθυμούσε να είχε γεννηθεί ευνούχος, απαλλαγμένος από όλες τις σεξουαλικές επιθυμίες. Μαζί με την αδελφή του Αυγούστα, προσεύχονταν συχνά για να απελευθερωθεί από αυτά τα "παρά φύσει" ένστικτα του.[27] Ο Faught διαφώνησε λέγοντας, ότι κανένας την εποχή εκείνη δεν υποπτεύονταν ότι ο Γκόρντον είχε σεξουαλικές σχέσεις με τα παιδιά που φιλοξενούσε στο σπίτι του και ο ισχυρισμός ότι έκανε κρυφά σεξ με τα αγόρια στο Fort House προήλθε από τον συγγραφέα Lytton Strachey στο βιβλίο του "Διαπρεπή πρόσωπα της Βικτωριανής Αγγλίας".
Ο Faught υποστήριξε ότι ο Γκόρντον ήταν ετεροφυλόφιλος και τα χριστιανικά πιστεύω του τον έκαναν να απέχει από οποιαδήποτε ερωτική πράξη έως τον θάνατο του. Σχετικά με τις συχνές αναφορές του Γκόρντον στα γράμματα του περί "αντίστασης στους πειρασμούς της σάρκας", υποστήριξε ότι ήταν γυναίκες και όχι άντρες αυτοί που τον δελέαζαν ερωτικά. Ο Νότιο-Αφρικανός υπουργός Πίτερ Χάμμοντ αρνήθηκε ότι ο Γκόρντον ήταν ομοφυλόφιλος, παραθέτοντας αρκετές αναφορές του, στις οποίες έγραφε ότι η ομοφυλοφιλία ήταν βδέλυγμα. Η θεωρία λοιπόν της ομοφυλοφιλίας του Γκόρντον δεν έχει αποδείξεις.[28] Ο Βρετανός ιστορικός Πωλ Μερς (αγγλικά: Paul Mersh) πρότεινε ότι ο Γκόρντον δεν ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά έπασχε από το σύνδρομο Άσπεργκερ, εξαιτίας της δυσκολίας του να εκφράσει σωστά τα συναισθήματα του για τις γυναίκες.[29]
Τον Οκτώβριο του 1871 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Μ. Βρετανίας σε μια διεθνή επιτροπή για τη διατήρηση της ναυσιπλοΐας στο στόμιο του ποταμού Δούναβη στην πόλη Γκαλάτς. Ο Γκόρντον έπληττε με τη δουλειά στην επιτροπή και ξόδευε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε στην εξερεύνηση της ρουμανικής υπαίθρου, μένοντας εκστασιασμένος από την ομορφιά της. Επισκεπτόταν και το Βουκουρέστι για να δει τον παλιό φίλο και συμπολεμιστή από τον πόλεμο της Κριμαίας Ρόμολο Γκέσσι (αγγλικά: Romolo Gessi). Κατά τη διάρκεια αυτού του δεύτερου ταξιδιού στη Ρουμανία, επέμεινε να μένει με κοινούς καθημερινούς ανθρώπους, ενώ μια νύχτα έμεινε στο σπίτι ενός Εβραίου τεχνίτη.
Σε μια επίσκεψη τους στη Βουλγαρία, οι Γκόρντον και Γκέσσι ενεπλάκησαν σε ένα περιστατικό απαγωγής ενός ανήλικου κοριτσιού για το χαρέμι ενός Οθωμανού πασά. Οι γονείς του κοριτσιού ζήτησαν από τους δυο άντρες να τους βοηθήσουν. Ο θρύλος λέει ότι οι Γκόρντον και Γκέσσι διείσδυσαν στο παλάτι του πασά και απελευθέρωσαν το κορίτσι. Αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Ζήτησαν από τον Πασά Αχμέτ να αφήσει το κορίτσι ελεύθερο, αλλιώς θα ενημέρωναν τον βρετανικό και ιταλικό τύπο. Η απειλή τους φόβισε τον πασά, ο οποίος αμέσως απελευθέρωσε το μικρό κορίτσι.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1872 προήχθη σε συνταγματάρχη[30] και πήγε στην Κριμαία να επιθεωρήσει τα βρετανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Περνώντας από την Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε επαφή με τον πρωθυπουργό της Αιγύπτου Πασά Raghib. Ο Αιγύπτιος πρωθυπουργός ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με σκοπό να τον φέρει στην Αίγυπτο στην υπηρεσία του Χεδίβη Πασά Ισμαήλ, ο οποίος ήταν γνωστός ως "Ισμαήλ ο Μεγαλοπρεπής" λόγω των έργων του. Το 1869 ο Ισμαήλ ξόδεψε 2 εκατομμύρια αιγυπτιακές λίρες (300 εκ. δολάρια σε σημερινές τιμές) για να γιορτάσει τη διάνοιξη του καναλιού του Σουέζ. Το 1873 ο Γκόρντον έλαβε την οριστική προσφορά από τον Χεδίβη, την οποία αποδέχτηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Βρετανικής κυβέρνησης και πήγε στην Αίγυπτο αρχές του 1874. Μετά τη συνάντηση του με τον Γκόρντον, ο Χεδίβης Ισμαήλ είπε : "Είναι ένας έξοχος Εγγλέζος. Δεν ζήτησε λεφτά!".
Ο Ισμαήλ Πασάς θαύμαζε την Ευρώπη και είχε αποκτήσει τη γαλλική εκπαίδευση και κουλτούρα. Στην αρχή της βασιλείας του είπε : "Η χώρα μου δεν ανήκει στην Αφρική. Είναι στην Ευρώπη". Ήταν μουσουλμάνος που λάτρευε το ιταλικό κρασί και τη γαλλική σαμπάνια. Πολλοί από τους υπηκόους του στην Αίγυπτο και το Σουδάν ήταν συντηρητικοί και αισθάνονταν αποξενωμένοι απέναντι σε ένα καθεστώς που ήθελε να εκδυτικοποιήσει τη χώρα. Οι γλώσσες που μιλούσαν στην Αυλή του Χεδίβη ήταν τα τουρκικά και γαλλικά, όχι τα αραβικά. Το μεγάλο όνειρο του ήταν να κάνει την Αίγυπτο πολιτισμικό κομμάτι της Ευρώπης. Γι' αυτό ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα με συνέπεια την αύξηση του δημόσιου χρέους.
Στην αρχή της βασιλείας του το 1863, το δημόσιο χρέος της Αιγύπτου ήταν 3 εκ. αιγυπτιακές λίρες. Στο τέλος της το 1879 ήταν 93 εκ. λίρες. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν η Ένωση απέκοψε τον Νότο από τις αγορές, η τιμή του αιγυπτιακού βαμβακιού, γνωστού και ως "ο λευκός χρυσός", εκτινάχτηκε στα ύψη, επειδή τα βρετανικά υφαντουργεία στράφηκαν στην Αίγυπτο για τις προμήθειες τους. Αυτό προκάλεσε μια ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της Αιγύπτου που τερματίστηκε απότομα το 1865. Αφού οι προσπάθειες του παππού του Μωχάμετ Αλί του Μεγάλου να παύσει την Οθωμανική κυριαρχία στην Αίγυπτο βρήκαν αντίσταση από τους Βρετανούς και Ρώσους, ο ιμπεριαλιστής Ισμαήλ έστρεψε την προσοχή του νότια και ήταν αποφασισμένος να ιδρύσει μια Αιγυπτιακή αυτοκρατορία στην Αφρική που θα έφτανε ως την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών και το Κέρας της Αφρικής. Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του κράτους και του στρατού του σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, ο Χεδίβης προσέλαβε Δυτικούς σε κυβερνητικές θέσεις στην Αίγυπτο και Σουδάν. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ήταν ο Αμερικανός στρατηγός Charles Pomeroy Stone, ενώ άλλοι βετεράνοι του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου διοικούσαν τον Αιγυπτιακό στρατό. Ο Ούρμπαν έγραψε ότι οι περισσότεροι Δυτικοί που υπηρετούσαν στην Αίγυπτο ήταν άχρηστοι για οποιαδήποτε υπηρεσία στη χώρα τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα Δυτικού που προσέλαβε ο Χεδίβης Ισμαήλ Πασάς ήταν ο Βαλεντάιν Μπέικερ (αγγλικά: Valentine Baker), πρώην Βρετανός αξιωματικός του στρατού, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση για τον βιασμό μιας νεαρής γυναίκας. Όταν βγήκε από τη φυλακή, ο Χεδίβης τον προσέλαβε να εργαστεί στο Σουδάν. Ο Τζων Ράσελ, γιος του διάσημου πολεμικού ανταποκριτή Ουίλιαμ Χάουαρντ Ράσελ, ήταν ακόμα ένας Ευρωπαίος που υπηρέτησε στο επιτελείο του Γκόρντον. Ο νεαρός Ράσελ ήταν επιρρεπής στο αλκοόλ, στη σπατάλη και τον τζόγο, κατά τα λεγόμενα του πατέρα του. Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα του ώθησαν τον πατέρα του να του βρει μια δουλειά στο Σουδάν. Η τεμπελιά του όμως έκανε έξω φρενών τον Γκόρντον.
Η Αίγυπτος είχε επεκτείνει την κυριαρχία της προς νότο ήδη από το 1820. Μέχρι το 1914 η Αίγυπτος ήταν επίσημα βιλαέτι (επαρχία) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά όταν ο Μωχάμετ Αλί έγινε κυβερνήτης (vali) της Αιγύπτου το 1805, αποτέλεσε ανεξάρτητο κράτος όπου η κυριαρχία του Σουλτάνου ήταν εθιμοτυπική παρά πραγματική. Μια αποστολή υπό τον Βρετανό εξερευνητή και φυσιοδίφη Σερ Σάμιουελ Μπέικερ (αγγλικά: Sir Samuel Baker) είχε σταλεί στον Λευκό Νείλο και έφτασε στο Χαρτούμ τον Φεβρουάριο του 1870 και στο Γκοντοκόρο (αγγλικά: Gondokoro) τον Ιούνιο του 1871. Ο Μπέικερ συνάντησε όμως πολλές δυσκολίες και κατάφερε μόνο να ιδρύσει λίγους εμπορικούς σταθμούς κατά μήκος του Νείλου.
Ο Χεδίβης τότε ζήτησε από τον Γκόρντον να διαδεχθεί τον Σάμιουελ Μπέικερ ως κυβερνήτης της Equatoria, η οποία περιλάμβανε την περιοχή του σημερινού Νοτίου Σουδάν και της βόρειας Ουγκάντας. Ο Ισμαήλ εξήγησε στον Γκόρντον την επιθυμία του να επεκτείνει την Equatoria στην υπόλοιπη Ουγκάντα και στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών στην ανατολική Αφρική. Ο ετήσιος μισθός του Μπέικερ ως κυβερνήτης ήταν 10.000 αιγυπτιακές λίρες (1 εκ. δολάρια σε σημερινές τιμές) και ο Ισμαήλ έμεινε έκπληκτος όταν ο Γκόρντον αρνήθηκε το ποσό αυτό, λέγοντας του ότι 2.000 λίρες ήταν αρκετές γι' αυτόν.
Μετά από μια σύντομη παραμονή στο Κάιρο, έφτασε στο Χαρτούμ μέσω Σουακίμ και Μπερμπέρ. Συναντήθηκε με τον Κυβερνήτη-Στρατηγό Πασά Ισμαήλ Αγιούμπ (αγγλικά: Ismail Aiyub Pasha) σε δείπνο υπό την παρουσία εξωτικών χορευτριών. Ένας από τους αξιωματικούς του προσπάθησε μεθυσμένος να έρθει σε ερωτική επαφή με μια από τις χορεύτριες και αυτό τον εξόργισε. Αποχώρησε αηδιασμένος και σοκαρισμένος, που ο Ισμαήλ Αγιούμπ επέτρεπε να γίνονται τέτοια πράγματα στο παλάτι του. Σύντροφοι του στο ταξίδι μέχρι την Equatoria ήταν ο παλιός φίλος του Ρόμολο Γκέσσι και ο πρώην αξιωματικός του Αμερικανικού στρατού Charles Chaille-Long, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Γκόρντον.
Από το Χαρτούμ πήγε στο νησί του Γκοντοκόρο στον Λευκό Νείλο. Κατά την παραμονή του στο Σουδάν προσπάθησε να τερματίσει το εμπόριο σκλάβων και αγωνίστηκε ενάντια στο διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό σύστημα διοίκησης της αιγυπτιακής εξουσίας. Σύντομα έμαθε, ότι ο ανώτερος του, Κυβερνήτης-Στρατηγός του Σουδάν, Ισμαήλ Αγιούμπ Πασάς, ήταν βαθιά μπλεγμένος στο εμπόριο σκλάβων, κάνοντας ο,τι περνά από το χέρι του για να σαμποτάρει τις προσπάθειες του Γκόρντον. Επίσης συγκρούστηκε με τον Chaillé-Long, τον οποίο κατηγόρησε ότι έδινε πληροφορίες στον Αγιούμπ Πασά. Ο Chaillé-Long σε αντάλλαγμα περιέγραψε με μελανά χρώματα τον Γκόρντον στο βιβλίο του το 1884 Οι Τρεις Προφήτες, δηλαδή ως νταή, μανιώδη αλκοολικό, ανίκανο ηγέτη και δειλό.
Ο Γκόρντον βρήκε το Οθωμανικό-αιγυπτιακό σύστημα εξουσίας καταπιεστικό και σκληρό, το οποίο δεν ταίριαζε στο δικό του μοντέλο διοίκησης που ήθελε να εφαρμόσει στο Σουδάν. Έγραψε σχετικά : "Έμαθα στους ντόπιους ότι είχαν δικαίωμα ύπαρξης". Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η εξουσία ασκούνταν από διεφθαρμένους αξιωματούχους, οι οποίοι λεηλατούσαν τις επαρχίες τους επιβάλλοντας υψηλή φορολογία και δωροδοκούνταν για να κάνουν τη δουλειά τους. Ένα μέρος των χρημάτων πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και το υπόλοιπο στις τσέπες τους.
Ανέπτυξε στενή σχέση με τις Αφρικανικές φυλές στην Equatoria, όπως οι Nuer και Dinka, οι οποίες υπέφεραν πολλά από το σκλαβοπάζαρο των Αράβων δουλεμπόρων και υποστήριξαν τις προσπάθειες του να το διαλύσει. Οι φυλές της Equatoria λάτρευαν παραδοσιακά τα πνεύματα της φύσης, αλλά σταδιακά ασπάζονταν τον Χριστιανισμό από ιεραπόστολους της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι ενθάρρυναν το Γκόρντον να συνεχίσει το έργο του ως κυβερνήτης της Equatoria. Μολονότι εργάζονταν για την Αιγυπτιακή κυβέρνηση, πίστευε ότι επιτελούσε τη θέληση του Θεού. Ο Γκόρντον δεν εντυπωσιάστηκε από τις δυνάμεις του Αιγυπτιακού κράτους. Οι στρατιώτες του Αιγυπτιακού στρατού ήταν φελάχοι (χωρικοί), οι οποίοι ήταν ελλιπώς εκπαιδευμένοι και κακοπληρωμένοι. Η άλλη μονάδα ήταν οι τρομεροί άτακτοι bashi-bazouks. Ήταν γνωστοί για τη σκληρότητα και βίαιη συμπεριφορά τους σε μη Μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Παρέμεινε στην επαρχία της Equatoria έως τον Οκτώβριο του 1876. Προκειμένου να ιδρύσει εμπορικούς σταθμούς και να χτυπήσει το δουλεμπόριο, έπρεπε πρώτα να εξερευνήσει την περιοχή και να βρει τις κατάλληλες τοποθεσίες για αυτούς. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπισε ήταν η ελονοσία, που αποδεκάτιζε τους άντρες του, καθώς και η υπερβολική ζέστη. Έγραψε στην αδελφή του Αυγούστα : "Το κλίμα είναι απαίσιο. Σπάνια κοιμάμαι καλά".
Κατάφερε να ιδρύσει ένα δίκτυο σταθμών από τον παραπόταμο Σομπάτ (Sobat) στον Λευκό Νείλο έως τα σύνορα με την Ουγκάντα. Ο Γκόρντον εξερεύνησε τη λίμνη Άλμπερτ και τον Λευκό Νείλο το καλοκαίρι του 1876 έως τη λίμνη Kyoga, αντιμετωπίζοντας θερμοκρασίες 95° F ή 35° Κελσίου. Έγραψε στο ημερολόγιο του : "Είναι μια δύσκολη και τρομερή διαδρομή... νιώθω ότι θα πεθάνω". Εκτός από διοικητής και εξερευνητής, έπρεπε να είναι και διπλωμάτης στις επαφές του με τον βασιλιά (kabaka) της Μπουγκάντα (Buganda) Muteesa I, ο οποίος διοικούσε το μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής νότιας Ουγκάντας και δεν επιθυμούσε την επέκταση της αιγυπτιακής κυριαρχίας στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Οι προσπάθειες του να εγκαταστήσει μια Αιγυπτιακή φρουρά στην Μπουγκάντα εμποδίστηκαν από τον πανούργο Muteesa, ο οποίος ανάγκασε τους Αιγυπτίους να χτίσουν το οχυρό τους στην πρωτεύουσα Λουμπάνγκα (Lubanga), μετατρέποντας τους σε εικονικούς ομήρους. Ο Γκόρντον δεν προσήλθε στη συνάντηση με τον Muteesa και έστειλε στη θέση του τον αξιωματικό του υγειονομικού Γερμανό Emin Pasha να διαπραγματευτεί μια συνθήκη που θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία του βασιλείου της Buganda με αντάλλαγμα την επιστροφή των Αιγυπτίων ομήρων.
Ο αγώνας για εξάλειψη του δουλεμπορίου σημείωνε πρόοδο.[31] Ο Γκόρντον έγραψε ένα γράμμα στην αδελφή του για τους Αφρικανούς, "που ζούσαν μια μίζερη γεμάτη φόβο ζωή", βρισκόμενοι όμως σε καλύτερη κατάσταση από την "απόλυτη δυστυχία" στην Equatoria. Προέβη σε συλλήψεις δουλεμπόρων και έσπαζε τις αλυσίδες των σκλάβων. Διαπίστωσε όμως, ότι οι ιθύνοντες της διεφθαρμένης Αιγυπτιακής διοίκησης πωλούσαν συχνά τους ελεύθερους μαύρους πίσω στους δουλεμπόρους. Όλο αυτό το διάστημα, ήρθε σε επαφή με την Εταιρία κατά της Δουλείας, ένα ευαγγελικό χριστιανικό σωματείο αφιερωμένο στην κατάργηση της δουλείας σε όλο τον κόσμο, που έδρευε στο Λονδίνο και το οποίο ενθάρρυνε τις προσπάθειες του για τερματισμό της δουλείας στο Σουδάν. Ο Ούρμπαν έγραψε ότι : "Οι αναγνώστες εφημερίδων στο Μπόλτον ήταν εξοργισμένοι, διαβάζοντας ιστορίες αλυσοδεμένων μαύρων παιδιών που είχαν απαχθεί και πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα...". Έτσι οι προσπάθειες του Γκόρντον στον τομέα αυτό συνεισέφεραν στην εικόνα του ως άγιου ανθρώπου.
Ο Γκόρντον ήρθε σε ρήξη με τον Αιγύπτιο Κυβερνήτη του Σουδάν και Χαρτούμ για το ζήτημα του δουλεμπορίου και ενημέρωσε τον Χεδίβη για την επιθυμία του να μην επιστρέψει στο Σουδάν και έτσι γύρισε πίσω στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, τον προσέγγισε ο Σκωτσέζος εφοπλιστής Σερ Ουίλιαμ Μάκιννον (αγγλικά: Sir William Mackinnon), ο οποίος είχε επιχειρηματική σχέση με τον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’, με σκοπό τη δημιουργία μιας εταιρίας εκμετάλλευσης των αφρικανικών εδαφών. Ο Γκόρντον αποδέχτηκε την προσφορά του Μάκιννον να εργαστεί ως αντιπρόσωπος της εταιρίας τους στην κεντρική Αφρική, πιστεύοντας αφελώς ότι το ενδιαφέρον τους ήταν καθαρά φιλανθρωπικό. Αλλά ο Χεδίβης Ισμαήλ Πασάς του έστειλε γράμμα, στο οποίο υπενθύμιζε την υπόσχεση του να επιστρέψει στο Σουδάν. Έτσι ο Γκόρντον συμφώνησε να επιστρέψει στο Κάιρο. Εκεί ο Χεδίβης του πρόσφερε τη θέση του Κυβερνήτη-Στρατηγού ολόκληρου του Σουδάν, την οποία ο Γκόρντον αποδέχτηκε. Έλαβε τον τίτλο του Πασά της Οθωμανικής αριστοκρατίας.[32]
Ως κυβερνήτης, ο Γκόρντον αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις. Πέραν του αγώνα του για τερματισμό του δουλεμπορίου, πραγματοποίησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση των βασανιστηρίων και των δημόσιων μαστιγώσεων. Ωστόσο οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που ήθελε να φέρει ήταν η αλλαγή νοοτροπίας στην άσκηση της διοίκησης του Οθωμανικού-αιγυπτιακού κράτους, αντικαθιστώντας ένα σύστημα διοίκησης που βασίζονταν στην εκμετάλλευση του ανθρώπου, από ένα σύστημα που θα λειτουργούσε για την πρόοδο του.
Ο ίδιος ήταν τίμιος και αδιάφθορος, αλλά μόνος. Οι διεφθαρμένοι Αιγύπτιοι υπάλληλοι αγνοούσαν τις οδηγίες του, αφού ενδιαφέρονταν μόνο για το χρήμα. Ακόμα και οι Ευρωπαίοι, τους οποίους είχαν προσλάβει οι Αιγύπτιοι να εργαστούν ως δημόσιοι υπάλληλοι ήταν εξίσου διεφθαρμένοι. Οι μίζες των δουλεμπόρων ηχούσαν καλύτερα στα αυτιά των γραφειοκρατών παρά οι οδηγίες του Gordon για τον περιορισμό και εξαφάνιση του δουλεμπορίου. Ο Λυκούργο Σαντόνι, ένας Ιταλός που προσελήφθη από το αιγυπτιακό κράτος για τη λειτουργία του ταχυδρομείου στο Σουδάν, έγραψε για τον Γκόρντον : "Οι αγώνες του δεν υποστηρίζονταν από τους υφισταμένους του και παρέμεναν άκαρποι. Η δράση αυτού του ανθρώπου με την επιστημονική γνώση που τον κατέχει θα μπορούσε να πετύχαινε πολλά, αλλά δυστυχώς κανείς δεν τον υποστηρίζει και οι εντολές του εκτελούνται άσχημα ή μεταβάλλονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην παράγουν κάποιο αποτέλεσμα. Όλοι οι Ευρωπαίοι, με μερικές σπάνιες εξαιρέσεις, στους οποίους έχει δείξει εμπιστοσύνη, τον έχουν εξαπατήσει".
Αντιμέτωπος με αυτήν την άθλια κατάσταση στη δημόσια διοίκηση, ο Γκόρντον αναλάμβανε ο ίδιος να διεκπεραιώσει διάφορες διοικητικές λειτουργίες, ταξιδεύοντας με καμήλες σε ολόκληρο το Σουδάν προσπαθώντας μάταια να πείσει τους δημοσίους υπαλλήλους να υπακούσουν τις εντολές του. Το πάθος του για αλλαγή τον έκαναν λαοφιλή σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού του Σουδάν. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870, οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του δουλεμπορίου, προκάλεσαν οικονομική κρίση στο βόρειο Σουδάν. Οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας (γνωστής αργότερα ως Αιθιοπία) είχαν γίνει τεταμένες, εξαιτίας διαφορών για την επαρχία του Bogos, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος το 1875. Μια αιγυπτιακή αποστολή ηττήθηκε κοντά στο Gundet και μια δεύτερη μεγαλύτερη, υπό τον Πρίγκιπα Χασάν, προέλασε τον επόμενο χρόνο στην Gura. Δεν έγιναν συμπλοκές έως τον Μάρτιο του 1877, που ο Γκόρντον πήγε στη Massawa για να συνάψει ειρήνη με τους Αιθίοπες. Από την περιοχή του Bogos έστειλε γράμμα στον βασιλιά με τους όρους της συνθήκης. Δεν έλαβε απάντηση, καθώς ο βασιλιάς βρισκόταν νότια σε πόλεμο με τους Shoa και έτσι επέστρεψε στο Χαρτούμ.
Η Αίγυπτος χρεοκόπησε το 1876. Μια ομάδα Ευρωπαίων οικονομικών επιτρόπων με επικεφαλής τον Έβελιν Μπάρινγκ (αγγλικά: Evelyn Baring) πήρε τον έλεγχο των οικονομικών του αιγυπτιακού κράτους, με σκοπό την εξόφληση των υπέρογκων χρεών της Αιγύπτου προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι ο Γκόρντον δεν είχε τα χρήματα που απαιτούνταν για τις μεταρρυθμίσεις του. Πάνω από το ήμισυ των εσόδων της Αιγύπτου κατευθύνονταν για την αποπληρωμή του χρέους των 81 εκατ. αιγυπτιακών λιρών. Ο Χεδίβης υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις του Gordon, αλλά εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων, δε μπορούσε να πληρώσει τους μισθούς των υπαλλήλων και στρατιωτών στο Σουδάν. Τότε ο Γκόρντον ταξίδεψε μέχρι το Κάιρο και συναντήθηκε με τον Μπάρινγκ. Του πρότεινε την αναστολή της πληρωμής των χρεών της Αιγύπτου έως ότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση στη δημόσια διοίκηση και δε θα υπήρχε ο φόβος μιας επανάστασης. Ο Μπάρινγκ όμως δεν έδειξε ενδιαφέρον για τα σχέδια του Γκόρντον.
Το δουλεμπόριο ήταν η βασική πηγή εσόδων της οικονομίας του Σουδάν και ο Γκόρντον έπρεπε να συγκρουστεί με τα ισχυρά συμφέροντα που βρίσκονταν πίσω από αυτό και κυρίως με τον Ραχάμα Ζομπέρ (αγγλικά: Rahama Zobeir), ο οποίος ήταν ο πλουσιότερος και δυνατότερος από όλους τους δουλεμπόρους του Σουδάν. Ο Γκόρντον αντιμετώπισε μια εξέγερση, που ξέσπασε στην επαρχία του Νταρφούρ από συνεργάτες του Ζομπέρ. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει διπλωματικά μέσα. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877, φορώντας την επίσημη στολή του Κυβερνήτη-Στρατηγού του Σουδάν και συνοδευόμενος από ένα διερμηνέα και μερικούς πολεμιστές bashi-bazouks, εισήλθε απροειδοποίητα στο στρατόπεδο των εξεγερθέντων. Ήταν άοπλος, ενώ οι bashi-bazouks έφεραν κανονικά τα όπλα τους και ένιωθαν νευρικοί με την παρουσία περισσότερων από 3.000 ανταρτών. Συναντήθηκε με τον Σουλεϊμάν Ζομπέρ (αγγλικά: Suleiman Zobeir), γιο του Ραχάμα και απαίτησε στο όνομα του Χεδίβη της Αιγύπτου να τερματιστεί η εξέγερση και να αποδεχτούν την εξουσία του, λέγοντας στον Ζομπέρ, ότι θα το έκανε με τη βία αν η εξέγερση δεν σταματούσε αμέσως. Επίσης υποσχέθηκε στους αντάρτες, που θα κατέθεταν αμέσως τα όπλα, ότι δε θα τιμωρούνταν και θα τους έβαζε να εργαστούν σε διοικητικές θέσεις. Η κίνηση αυτή του Γκόρντον ξάφνιασε τους περισσότερους αντάρτες και τον ίδιο τον Ζομπείρ, οι οποίοι δήλωσαν την πίστη τους στον Χεδίβη. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν νότια. Έπειτα επισκέφτηκε τις επαρχίες του Μπερμπέρ και της Ντόγκολα και επέστρεψε στα σύνορα με την Αβησσυνία. Τον Ιανουάριο του 1878 επέστρεψε στο Χαρτούμ και τον Μάρτιο πήγε στο Κάιρο για να διοριστεί πρόεδρος μιας επιτροπής. Ο Χεδίβης Ισμαήλ καθαιρέθηκε το 1879 υπέρ του γιου του Tewfik από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β' και ύστερα από έντονες διπλωματικές πιέσεις της Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας, εξαιτίας της φιλονικίας του με τον Μπάρινγκ.[33]
Ο Γκόρντον κατευθύνθηκε έπειτα νότια στο Χάραρ της Αβησσυνίας και καθαίρεσε από το αξίωμα του τον διοικητή της περιοχής, εξαιτίας δυσλειτουργιών του διοικητικού μηχανισμού. Το 1878 απέλυσε τον κυβερνήτη της Equatoria και διόρισε στη θέση του τον παλιό συνεργάτη του Dr. Emin Pasha.[34] Μετά από αυτό επέστρεψε στο Χαρτούμ και κατευθύνθηκε στο Νταρφούρ, για να αντιμετωπίσει τους δουλεμπόρους. Ο υφιστάμενος του Ρόμολο Γκέσσι πολέμησε με επιτυχία τους επαναστάτες στην επαρχία Μπάχρ-ελ-Γκαζάλ (Bahr-el-Ghazal). Τον Ιούλιο του 1878 ο Σουλεϊμάν Ζομπέρ επαναστάτησε ξανά, αναγκάζοντας τον Γκόρντον και τον Γκέσσι να τον αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης. Τον Μάρτιο του 1879, ο Γκέσσι κατάφερε μόνος του ένα ισχυρό πλήγμα στον Ζομπέρ και συνέχισε την καταδίωξη του. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους οι δυο άντρες συναντήθηκαν στο χωριό Σάκα, όπου συμφωνήθηκε να συνεχίσει ο Γκέσσι την καταδίωξη του Ζομπέρ, ενώ αυτός θα επέστρεφε στο Χαρτούμ. Τελικά στις 15 Ιουλίου 1879 ο Γκέσσι συνέλαβε τον Ζομπέρ μαζί με τους 250 άντρες του. Επειδή είχε σπάσει τον όρκο του προς τον Χεδίβη, ο Γκόρντον έδωσε εντολή στον Γκέσσι να τον εκτελέσει δημόσια δια αποκεφαλισμού. Η εκτέλεση του Ζομπέρ αποτελούσε παράδειγμα προς αποφυγή για όλους εκείνους που θα παραβίαζαν τους όρκους τους.
Έπειτα από τα τελευταία γεγονότα, ο Γκόρντον επιχείρησε άλλη μια ειρηνευτική αποστολή στην Αβησσυνία, η οποία κατέληξε με τη φυλάκιση του στη Massawa. Από εκεί επέστρεψε στο Κάιρο και παραιτήθηκε από τη θέση του Κυβερνήτη-Στρατηγού του Σουδάν. Ένιωθε πια εξαντλημένος ύστερα από τόσα χρόνια αδιάκοπης και σκληρής εργασίας. Είχε πάει στο Σουδάν με υψηλές προσδοκίες και τη θέληση να μεταρρυθμίσει το Οθωμανικό-Αιγυπτιακό σύστημα διοίκησης προς όφελος των πολιτών του Σουδάν. Αντί αυτού, ήρθε σε σύγκρουση με μια ισχυρή γραφειοκρατία, που δεν επιθυμούσε καμία αλλαγή. Ο Γκόρντον αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αποτυχία της αποστολής του, η οποία του δημιούργησε νευρικό κλονισμό. Πριν επιβιβαστεί στο ατμόπλοιο που θα τον πήγαινε από την Αλεξάνδρεια στο Λονδίνο, έστειλε μια σειρά από μακροσκελή τηλεγραφήματα σε διάφορους υπουργούς στο Λονδίνο γεμάτα με στίχους από τη Βίβλο και αποσπάσματα δικής του έμπνευσης για τα προβλήματα της σύγχρονης ζωής και τις λύσεις τους.
Τον Μάρτιο του 1880 ξεκουράζονταν στο ξενοδοχείο du Faucon της Λωζάνης, το οποίο ήταν φημισμένο για την υπέροχη θέα του στη Λίμνη της Γενεύης. Πιθανώς ένας από τους λόγους της διαμονής του Γκόρντον εκεί ήταν η διαμονή στο ξενοδοχείο πολλών διάσημων της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, ο οποίος ήταν ένας από τους ήρωες του. Στο εστιατόριο του ξενοδοχείου συνάντησε έναν επισκέπτη από τη Βρετανία, τον R.H. Barnes, εφημέριο στο χωριό Heavitree κοντά στο Έξετερ, με τον οποίο έγινε φίλος. Μετά τον θάνατο του Γκόρντον, ο Barnes συνέγραψε το βιβλίο "Charles George Gordon: A Sketch (1885)", το οποίο ξεκινά με τη συνάντηση τους στο ξενοδοχείο της Λωζάνης. Ο Αιδεσιμότατος Reginald Barnes, ο οποίος τον γνώριζε καλά, τον περιγράφει σαν "έναν δυνατό άνθρωπο μεσαίου ύψους".
Στις 2 Μαρτίου 1880 επισκέφτηκε τον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β' στις Βρυξέλλες με σκοπό να αναλάβει την επικεφαλής του Ελεύθερου Κράτους του Κογκό. Ο Λεοπόλδος προσπάθησε πολύ σκληρά να πείσει τον Γκόρντον να δουλέψει για αυτόν, έχοντας κατά νου τις πολύ χαμηλές του απαιτήσεις σε μισθό σε σύγκριση με τον Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ (αγγλικά: Henry Morton Stanley), ο οποίος αμείβονταν με 300.000 Βελγικά φράγκα μηνιαίως. Ο Γκόρντον αρνήθηκε την πρόταση του Λεοπόλδου, επειδή ήταν συναισθηματικά δεμένος με το Σουδάν και δεν επιθυμούσε να είναι υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρίας του βασιλιά. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, η κυβέρνηση της αποικίας του Ακρωτηρίου του πρόσφερε τη θέση του διοικητή των τοπικών δυνάμεων, την οποία επίσης αρνήθηκε. Ένας βαθιά καταθλιπτικός Γκόρντον έγραψε στην επιστολή απόρριψης της προσφοράς, για λόγους που αρνήθηκε να εξηγήσει, ότι είχε μόνο δέκα χρόνια ζωής και θα ήθελε να κάνει κάτι σπουδαίο και μεγαλοπρεπές σε αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια.
Τον Μάιο, ο Μαρκήσιος του Ripon (αγγλικά: Marquess of Ripon), ο οποίος είχε λάβει τη θέση του Κυβερνήτη-Στρατηγού της Ινδίας, ζήτησε από τον Γκόρντον να γίνει ιδιωτικός γραμματέας του. Ο Γκόρντον δέχτηκε την προσφορά, αλλά λίγο μετά την άφιξή του στην Ινδία, παραιτήθηκε. Σύμφωνα με τα λόγια του Αμερικανού ιστορικού Immanuel C. Y. Hsu, ο Γκόρντον ήταν ένας "άνθρωπος της δράσης" ακατάλληλος για μια γραφειοκρατική δουλειά. Ο Γκόρντον χαρακτήρισε τη ζωή του ιδιωτικού γραμματέα μια «ζωντανή σταύρωση» και βαρετή και έτσι παραιτήθηκε, σκοπεύοντας να πάει στην Ανατολική Αφρική για να καταστείλει το δουλεμπόριο στη Ζανζιβάρη.
Έλαβε πρόσκληση να μεταβεί στο Πεκίνο από τον Σερ Ρόμπερτ Χαρτ (αγγλικά: Sir Robert Hart), γενικό επιθεωρητή τελωνείων στην Κίνα, καθώς Ρωσία και Κίνα βρίσκονταν στα πρόθυρα του πολέμου. Ο Γκόρντον νοσταλγούσε την Κίνα και, γνωρίζοντας για τη Σινορωσική κρίση, είδε την ευκαιρία να κάνει κάτι σημαντικό. Ο Βρετανός διπλωμάτης Τόμας Φράνσις Γουέιντ (αγγλικά: Thomas Francis Wade) ανέφερε ότι «η κινεζική κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει τον Πασά Γκόρντον σε μεγάλη εκτίμηση» και ανυπομονούσε να γυρίσει για να πολεμήσει ενάντια στη Ρωσία αν ξεσπούσε πόλεμος.
Έπειτα από ανταλλαγή τηλεγραφημάτων με το Γραφείο Πολέμου στο Λονδίνο σχετικά με το τι ακριβώς σχεδίαζε να κάνει στην Κίνα, έλαβε διαταγή να παραμείνει στην Ινδία. Ο Γκόρντον όμως παράκουσε τη διαταγή και σάλπαρε με το πρώτο πλοίο για την Κίνα, μια ενέργεια που εξόργισε τον διοικητή του στρατού, τον Δούκα του Κέιμπριτζ. Ο Γκόρντον έφτασε στη Σαγκάη τον Ιούλιο και συναντήθηκε με τον Λι Χονγκζάνγκ (αγγλικά: Li Hongzhang), από τον οποίο έμαθε, ότι υπήρχε κίνδυνος πολέμου με τη Ρωσία. Ο Γκόρντον διαβεβαίωσε τον Λι, ότι εάν η Ρωσία επιτεθεί, θα παραιτούνταν από τον Βρετανικό στρατό για να αναλάβει μια θέση στον κινεζικό στρατό. Ο Γκόρντον ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών ότι ήταν πρόθυμος να απαρνηθεί τη βρετανική υπηκοότητα του και να πάρει την κινεζική, καθώς δε σκόπευε να εγκαταλείψει τον Λι και τους άλλους Κινέζους φίλους του, εάν ξεσπούσε ένας Σινορωσικός πόλεμος. Η προθυμία του Γκόρντον να παραιτηθεί από τη βρετανική ιθαγένειά του για να πολεμήσει με την Κίνα σε περίπτωση πολέμου αύξησε το κύρος του στην Κίνα.
Ο Γκόρντον πήγε στο Πεκίνο και χρησιμοποίησε όλη την επιρροή του για να διασφαλίσει την ειρήνη. Συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Πρίγκιπα Τσουν (αγγλικά: Prince Chun), τον αρχηγό του φιλοπόλεμου κόμματος στο Πεκίνο, ο οποίος απέρριψε τη συμβουλή του για μια συμβιβαστική λύση. Ο Γκόρντον είχε προειδοποιήσει τους Κινέζους, ότι η ισχυρή ρωσική ναυτική μοίρα στην Κίτρινη Θάλασσα θα επέτρεπε στους Ρώσους να αποβιβαστούν στην Τιαντζίν και να προελάσουν μέχρι το Πεκίνο. Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης του με το Υπουργικό Συμβούλιο και όντας εξαγριωμένος, πήρε ένα κινεζικό-αγγλικό λεξικό, αναζήτησε τη λέξη ηλιθιότητα και στη συνέχεια επισήμανε την ισοδύναμη κινεζική λέξη 白痴 με το ένα χέρι του, δείχνοντας τους υπουργούς με τον άλλο. Αφού μίλησε τόσο ωμά, ο αυτοκράτορας τον έδιωξε από την αυλή του στο Πεκίνο, δίνοντας του άδεια να παραμείνει στην Τιαντζίν. Ο Χαρτ συναντήθηκε μαζί του στην Τιαντζίν και περιέγραψε τον Γκόρντον ως "πολύ εκκεντρικό" και ότι "ξόδευε πολλές ώρες σε προσευχές", γράφοντας ότι: "Όσο μου αρέσει και τον σέβομαι, πρέπει να πω ότι δεν ήταν καλά. Είτε η θρησκεία ή η ματαιοδοξία ή το μαλάκωμα του εγκεφάλου του - δεν το ξέρω, φαινόταν να είναι αλαζονικός και δουλικός, μάταιος και ταπεινός. Κρίμα!".
Ο Γκόρντον διατάχθηκε να επιστρέψει στο Λονδίνο, καθώς το Υπουργείο Εξωτερικών δε βρήκε καλή την ιδέα του να είναι επικεφαλής του Κινεζικού Στρατού ενάντια στη Ρωσία αν ξεσπούσε ο πόλεμος, πιστεύοντας ότι αυτό θα προκαλούσε έναν Άγγλο-ρωσικό πόλεμο. Ο Γκόρντον ενημερώθηκε επίσης ότι θα απαλλασσόταν από τα στρατιωτικά καθήκοντα του αν παρέμενε στην Κίνα.[35] Αν και η αυλή του αυτοκράτορα απέρριψε τη συμβουλή του Γκόρντον για συμβιβασμό με τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1880, η εκτίμηση του Γκόρντον για τη στρατιωτική ήττα της Κίνας σε έναν πόλεμο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική επικράτηση του ειρηνευτικού κόμματος στην κινεζική αυλή.
Ο Γκόρντον επέστρεψε στη Βρετανία και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην οδό Βικτόρια Γκρόουβ 8 στο Λονδίνο. Τον Οκτώβριο του 1880 ταξίδεψε στην Ιρλανδία για δυο εβδομάδες. Έφτασε στο Κορκ και επισκέφτηκε πολλά μέρη του νησιού. Ο Γκόρντον έπαθε σοκ αντικρίζοντας τη φτώχεια των Ιρλανδών αγροτών, γεγονός που τον οδήγησε να γράψει ένα σημείωμα έξι σελίδων στον πρωθυπουργό Γουίλιαμ Γκλαντστόουν (αγγλικά: William Ewart Gladstone), προτρέποντας να γίνει αναδιανομή γης στην Ιρλανδία. Ο Γκόρντον έγραψε: «Οι χωρικοί της Βορειοδυτικής και της Νοτιοδυτικής Ιρλανδίας είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τους χωρικούς της Βουλγαρίας, της Μικράς Ασίας, της Κίνας, της Ινδίας ή του Σουδάν». Έχοντας πάει σε όλα αυτά τα μέρη και μιλώντας ως ειδικός, ο Γκόρντον ανακοίνωσε ότι το «σκάνδαλο» της φτώχειας στην Ιρλανδία θα μπορούσε να τελειώσει μόνο αν η κυβέρνηση αγοράσει τη γη των καθολικών οικογενειών της Ιρλανδίας και τη μοιράσει στους φτωχούς Ιρλανδούς. Ο Γκόρντον συνέκρινε τα σχέδιά του για την αγροτική μεταρρύθμιση στην Ιρλανδία με τον τερματισμό της δουλείας στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1833 και τελείωσε την επιστολή του με το επιχείρημα, ότι αν γίνει αυτό θα διατηρηθεί η ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς οι Ιρλανδοί θα εκτιμούσαν αυτή τη μεγάλη πράξη δικαιοσύνης και το ιρλανδικό κίνημα ανεξαρτησίας θα έπαυε να υφίστανται. Υπενθύμισε στον Γκλαντστόουν ότι ο πατέρας του είχε στην ιδιοκτησία του μια φυτεία με σκλάβους στην Τζαμάικα και ήταν ένας από εκείνους που αποζημιώθηκαν από το Στέμμα το 1833 για την απελευθέρωση των δούλων. Εκτός από την υπεράσπιση της αγροτικής μεταρρύθμισης στην Ιρλανδία, ο Γκόρντον πέρασε τον χειμώνα του 1880-81 στο Λονδίνο με την οικογένειά του και τους λίγους φίλους του, όπως η Φλόρενς Νάιτινγκγειλ και ο Αλφρέδος Τέννισον.
Τον Απρίλιο του 1881 ο Γκόρντον πήγε στον Μαυρίκιο ως διοικητής του Βασιλικού Μηχανικού και έμεινε εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 1882. Ο Αμερικανός ιστορικός Τζον Σέμπλ Γκάλμπρειθ (αγγλικά: John Semple Galbraith) περιέγραψε τον Γκόρντον ως άνθρωπο που έπασχε από την «απόλυτη πλήξη» κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Μαυρίκιο. Ο Γκόρντον θεωρούσε άσκοπο το έργο της κατασκευής οχυρών στο νησί του Μαυρίκιου για την προστασία του από πιθανή ρωσική ναυτική επίθεση και το μόνο που κατάφερε ήταν να συμβουλεύσει το Παλάτι να μετατρέψει τις Σεϋχέλλες σε νέα αποικία.
Επίσης σε ένα σημείωμα του προς το Λονδίνο, ο Γκόρντον προειδοποίησε για την υπερβολική εξάρτηση από τη διώρυγα του Σουέζ, όπου οι Ρώσοι μπορούσαν εύκολα να βυθίσουν ένα πλοίο και να μπλοκάρουν ολόκληρο το κανάλι. Έτσι τον Γκόρντον συμβούλεψε την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την ισχυροποίηση της διαδρομής από το Ακρωτήριο στην Ινδία με την κατασκευή ισχυρών βάσεων στην Ανατολική Αφρική και στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Γκόρντον επισκέφθηκε τις Σεϋχέλλες το καλοκαίρι του 1881 και χαρακτήρισε τα νησιά ως Κήπο της Εδέμ. Στο νησί Valle de Mai, ο Γκόρντον πίστευε ότι βρήκε το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού στη μορφή ενός κοκοφοίνικα που έμοιαζε στενά με το σώμα της γυναίκας.[36]
Προήχθη σε υποστράτηγο στις 23 Μαρτίου 1882[37] και πήγε στο Ακρωτήριο για να λύσει ένα πρόβλημα με το βασίλειο της Μπασουτολάνδης, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία έπειτα από λίγους μήνες.[38] Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Γκόρντον στη Νότια Αφρική ήταν η Μπασουτολάνδη (σημερινό Λεσότο). Ο βασιλιάς Moshoeshoe αποφάσισε να θέσει το βασίλειο του υπό την προστασία του Αγγλικού Στέμματος, παρά να είναι υποτελής του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης. Ένας από τους γιους του, ο πρίγκιπας Masupha, επαναστάτησε ενάντια στα σχέδια του πατέρα του. Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του για να θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο της Μπασουτολάνδης, συναντήθηκε με τον Σέσιλ Ρόουντς στο Κέιπ Τάουν για να τον συμβουλευτεί.
Αφού έφτασε στην Μπασουτολάνδη, συνάντησε τον πρίγκιπα Masupha με σκοπό να τον πείσει να καταθέσει τα όπλα και να αποδεχτεί το σχέδιο του πατέρα του. Η ύπαρξη του Λεσότο σήμερα οφείλεται στον Γκόρντον. Αλλιώς το μικρό αυτό κρατίδιο θα είχε υπαχθεί στο Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης και ο λαός του θα υπέφερε από το απαρτχάιντ του 20ου αιώνα. Αφού επέστρεψε από τη Νότια Αφρική, ο Γκάλμπρειθ παρατήρησε, ότι ο Γκόρντον "κατέχονταν από ένα περίεργο μείγμα μελαγχολίας και μυστικισμού", δηλαδή ήταν προορισμένος από τον Θεό να κάνει κάτι μεγάλο. Την ίδια χρονική περίοδο, ο Λεοπόλδος, ο οποίος βιαζόταν να απολύσει τον Στάνλεϋ λόγω των υπέρογκων απαιτήσεων του σε χρήματα, έγραψε στον Γκόρντον για να του ζητήσει να γίνει ο αντιπρόσωπος του στο Κογκό. Ο Γκόρντον δυσπιστούσε με τον Λεοπόλδο, αλλά θεώρησε ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι καλό εκεί.
Όντας άνεργος, ο Γκόρντον αποφάσισε να πάει στην Παλαιστίνη, η οποία εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα του Οθωμανικού βιλαετίου της Συρίας[39] και έμεινε εκεί ένα χρόνο, έως το 1883. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στους Άγιους Τόπους άδραξε την ευκαιρία να περιηγηθεί στις βιβλικές τοποθεσίες. Στην Ιερουσαλήμ έμεινε μαζί με τον Αμερικανό δικηγόρο Οράτιο Σπάφορντ (Horatio Spafford) και τη γυναίκα του Άννα, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την Αμερικανική Αποικία στην ιερή πόλη. Οι Σπάφορντ είχαν χάσει το σπίτι και μεγάλο μέρος της περιουσίας τους στη Μεγάλη Πυρκαγιά του Σικάγο και έπειτα είδαν τους γιους τους να πεθαίνουν από οστρακιά και τις τέσσερις κόρες τους να χάνουν τη ζωή τους σε ένα ναυάγιο. Η αβάσταχτη οικογενειακή τραγωδία τους οδήγησε στην αγκαλιά της θρησκείας και έγιναν μια ευχάριστη παρέα στον Γκόρντον. Μετά την επίσκεψη του στην Παλαιστίνη, ο Gordon πρότεινε μια διαφορετική τοποθεσία για τον Γολγοθά, στο βιβλίο του Reflections in Palestine. Η τοποθεσία της σταύρωσης του Ιησού βρίσκεται βόρεια της σημερινής στον Ναό της Αναστάσεως και είναι γνωστή ως "The Garden Tomb" ή "Gordon's Cavalry". Το ενδιαφέρον του Γκόρντον για τις βιβλικές τοποθεσίες οφείλεται στα θρησκευτικά πιστεύω του, καθώς είχε γίνει ευαγγελιστής Χριστιανός το 1854.[40]
Ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β' ζήτησε πάλι από τον Γκόρντον να αναλάβει διοικητής του Ελεύθερου Κράτους του Κογκό. Αυτός δέχτηκε και επέστρεψε στο Λονδίνο για να αρχίσει τις προετοιμασίες του. Όμως λίγο μετά την άφιξη του εκεί, οι Βρετανοί του ζήτησαν να μεταβεί άμεσα στο Σουδάν, όπου η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου. Είχε ξεσπάσει ακόμα μια επανάσταση υποκινούμενη από τον αυτό-αποκαλούμενο Μεσσία (Μαχντί), Μωχάμετ Αχμέτ. Ο Μαχντί ήταν μια μεσσιανική φιγούρα του Ισλάμ που εμφανιζόταν στην αρχή κάθε ισλαμικού αιώνα με σκοπό να εξολοθρεύσει τους εχθρούς του Ισλάμ.[41]
Το έτος 1881 ήταν το ισλαμικό έτος 1299, λίγο πριν την αυγή του νέου αιώνα. Ο Αχμέτ διακήρυξε ότι ήταν ο Μεσσίας και άρχισε ιερό πόλεμο κατά του Αιγυπτιακού κράτους. Η μακρά εκμετάλλευση του Σουδάν από την Αίγυπτο οδήγησε πολλούς Σουδανούς κάτω από το μαύρο λάβαρο του Μαχντί, ο οποίος υποσχέθηκε να εξολοθρεύσει τους Αιγυπτίους, καθώς τους θεωρούσε αποστάτες του Ισλάμ. Ανακοίνωσε στους οπαδούς του το σχέδιο δημιουργίας ενός Ισλαμικού κράτους βασισμένο στις αρχές του "αγνού Ισλάμ" που είχε ιδρύσει ο Προφήτης Μωάμεθ στην Αραβία.[41]
Επιπλέον, η πολιτική του Μπάρινγκ να αυξήσει τους φόρους για να εξοφλήσει τα χρέη που είχε προκαλέσει ο Ισμαήλ, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια τόσο στην Αίγυπτο όσο και στο Σουδάν. Το 1882, η εθνικιστική οργή στην Αίγυπτο εναντίον της οικονομικής πολιτικής του Μπάρινγκ οδήγησε στην εξέγερση του συνταγματάρχη Urabi Pasha, η οποία τερματίστηκε βίαια από τα βρετανικά στρατεύματα. Από τον Σεπτέμβριο του 1882 η Αίγυπτος ήταν ένα de facto βρετανικό προτεκτοράτο που ουσιαστικά κυβερνούσε ο Μπάρινγκ, παρότι θεωρητικά παρέμενε μια Οθωμανική επαρχία με πολύ μεγάλη αυτονομία μέχρι το 1914. Έχοντας την Αίγυπτο υπό βρετανική κυριαρχία, οι Βρετανοί κληρονόμησαν τα προβλήματα της αποικίας του Σουδάν, το οποίο περιήλθε στον έλεγχο του Μαχντί.[42]
Οι αιγυπτιακές δυνάμεις στο Σουδάν ήταν ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες και τον Σεπτέμβριο του 1882, η κατάσταση άρχισε να γίνεται πιο επικίνδυνη από ποτέ. Μετά από ένα χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 1883, μια αιγυπτιακή δύναμη υπό τον συνταγματάρχη Γουίλιαμ Χικς (αγγλικά: William Hicks), στάλθηκε να καταστρέψει τον Μαχντί. Η δύναμη του Χικς αποτελούνταν από ανεκπαίδευτους Αιγύπτιους στρατιώτες με χαμηλό ηθικό, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για το Σουδάν και έτσι ο Χικς αναγκάστηκε να τους έχει δεμένους με αλυσίδες για να μη λιποτακτήσουν.
Στις 3-5 Νοεμβρίου 1883, ο στρατός του Μαχντί ("Δερβίσηδες" για τους Βρετανούς), διέλυσε τον στρατό του Χικς δύναμης 8.000 αντρών στη μάχη του Ελ Ομπέϊντ. Μόνο 250 Αιγύπτιοι στρατιώτες διασώθηκαν, ενώ ο ίδιος ο Χικς βρίσκονταν ανάμεσα στους νεκρούς της μάχης. Σε αυτή τη μάχη οι Δερβίσηδες πήραν από τους Αιγυπτίους πολλά τυφέκια Ρέμινγκτον, κάσες με πυρομαχικά και πυροβόλα Κρουπ μαζί με τις οβίδες τους. Σύντομα η μαύρη σημαία του Μαχντί υψώνονταν σε πολλές πόλεις του Σουδάν. Στα τέλη του 1883, οι Αιγύπτιοι κατείχαν μόνο τα λιμάνια στην Ερυθρά θάλασσα και μια στενή λωρίδα γης γύρω από τον Νείλο στο βόρειο Σουδάν. Η επαρχία της Equatoria στο νότιο Σουδάν υπό τον Εμίν Πασά με τον χριστιανικό πληθυσμό της έμενε ακόμα ανέπαφη. Έπειτα από την καταστροφή του στρατού του Χικς, ο Φιλελεύθερος Πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Γουίλιαμ Γκλαντστόουν αποφάσισε την εγκατάλειψη του Σουδάν στα χέρια του Μαχντί. Τον Δεκέμβριο του 1883 διέταξε την Αίγυπτο να εκκενώσει το Σουδάν, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο, καθώς έπρεπε να μετακινηθούν χιλιάδες Αιγυπτίων στρατιωτών και πολιτών με τις οικογένειες τους.
Στις αρχές του 1884 ο Γκόρντον δεν ενδιαφέρονταν για το Σουδάν, καθώς είχε προσληφθεί για να εργαστεί ως αξιωματικός στο Ελεύθερο Κράτος του Κογκό. Αντιπαθούσε τη δημοσιότητα και προσπαθούσε να αποφύγει τον τύπο. Την εποχή εκείνη έμενε στο σπίτι της αδελφής του στο Σαουθάμπτον, όπου τον επισκέφτηκε ξαφνικά ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Τόμας Στέντ (αγγλικά: William Thomas Stead), συντάκτης της εφημερίδας Pall Mall Gazette. Ο Γκόρντον δέχτηκε να του δώσει μια συνέντευξη. Ήθελε να μιλήσει για το Κογκό, αλλά ο Στέντ επέμενε να μιλήσουν για το Σουδάν. Ο Γκόρντον κατηγόρησε τον Γκλαντστόουν για την πολιτική του στο Σουδάν και υποστήριξε την ανάγκη κατάπνιξης της επανάστασης του Μαχντί. Ο Στέντ δημοσίευσε τη συνέντευξη στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του στις 9 Ιανουαρίου 1884. Η συνέντευξη ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη στην Αγγλία, που απαίτησε την αποστολή του Γκόρντον στο Σουδάν. Ο Ούρμπαν έγραψε : "Τα άρθρα της Pall Mall Gazette ξεκίνησαν ένα νέο κεφάλαιο στις διεθνείς σχέσεις. Ισχυροί άντρες χρησιμοποιούσαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της κοινής γνώμης για να προκαλέσουν πόλεμο. Ένα τέτοιο παράδειγμα χειρισμού των Μ.Μ.Ε. οδήγησε στην εισβολή των ΗΠΑ στην Κούβα το 1898, αλλά οι απαρχές τέτοιων ενεργειών μπορούν να αναζητηθούν στον βρετανικό Τύπο πριν δεκατέσσερα χρόνια". Ο άνθρωπος πίσω από την εκστρατεία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης μέσω του Τύπου ήταν ο Στρατηγός Σερ Γκάρνετ Γουόλσλεϊ (αγγλικά: Sir Garnet Wolseley), ένας δεξιοτέχνης στη διαρροή πληροφοριών στον Τύπο, ο οποίος ήταν αντίθετος με την πολιτική του Γκλαντστόουν για το Σουδάν.
Οι Φιλελεύθεροι είχαν κερδίσει τις εκλογές του 1880 με την πρόταση τους για περιορισμό της αυτοκρατορικής εξάπλωσης της Μ. Βρετανίας. Έτσι ο Γκλαντστόουν έδωσε εντολή απόσυρσης από το Τρανσβάαλ και Αφγανιστάν το 1881. Υπήρχε όμως μια σκληροπυρηνική παράταξη μέσα στο Γραφείο Πολέμου υπό τον Γουόλσλεϋ, η οποία θεωρούσε ότι η Φιλελεύθερη κυβέρνηση θα εγκατέλειπε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας για να αποφύγει μπελάδες και ήταν αποφασισμένη να εμποδίσει την εγκατάλειψη του Σουδάν. Ο Γκόρντον και ο Γουόλσλεϊ ήταν καλοί φίλοι (ο Γουόλσλεϊ ήταν ένας από τους ανθρώπους στους οποίους προσευχόταν ο Γκόρντον κάθε βράδυ) και έπειτα από μια συνάντηση τους στο Γραφείο Πολέμου για την κρίση στο Σουδάν, ο Γκόρντον πείστηκε ότι έπρεπε να πάει στο Σουδάν "για να εκτελέσει το έργο του Θεού".
Η κυβέρνηση του Γκλαντστόουν, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και του τύπου, αποφάσισε να στείλει τον Γκόρντον στο Σουδάν στις 16 Ιανουαρίου 1884, με εντολή να εξετάσει την κατάσταση και να παρέχει συμβουλές σχετικά με τη διεξαγωγή της εκκένωσης. Ο Γκλαντστόουν ανάρρωνε από μια ασθένεια και δεν ήταν παρών στη συνάντηση που έγινε στις 18 Ιανουαρίου, στην οποία ο Γκόρντον ανέλαβε τη γενική διοίκηση του Σουδάν. Ο Γκλαντστόουν φέρθηκε επιτήδεια. Έτσι η κοινή γνώμη θα ήταν ικανοποιημένη με την αποστολή του Γκόρντον στο Σουδάν. Το Υπουργικό Συμβούλιο ένιωθε άβολα, λόγω του ότι, υπό την πίεση του Τύπου, έστειλαν στο Σουδάν έναν άνθρωπο που ήταν αντίθετος με την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Γκρίνβιλ αναρωτήθηκε αν πράξαμε μια "γιγαντιαία τρέλα". Ο Γκόρντον έκανε ένα σύντομο ταξίδι μέχρι τις Βρυξέλλες για να ενημερώσει τον βασιλιά Λεοπόλδο του Βελγίου την απόφαση του να πάει στο Σουδάν αντί του Κογκό.
Η βρετανική κυβέρνηση διέταξε τον Γκόρντον να πάει άμεσα στο Χαρτούμ και να στείλει αναφορά για το πως θα επιτευχθεί η εκκένωση. Ο Γκόρντον ξεκίνησε το ταξίδι του προς το Κάιρο τον Ιανουάριο του 1884, συνοδευόμενος από τον Αντισυνταγματάρχη Στιούαρτ (αγγλικά: J.D.H. Stewart). Στο Κάιρο έλαβε νέες εντολές από τον Μπάρινγκ και διορίστηκε κυβερνήτης-στρατηγός με αυξημένες αρμοδιότητες από τον Χεδίβη, ο οποίος του έδωσε επίσης ένα φιρμάνι με τη διαταγή να εγκαθιδρύσει κυβέρνηση στο Σουδάν. Αυτό το φιρμάνι χρησιμοποίησε αργότερα ως πρόφαση για να παραμείνει στο Χαρτούμ. Ο Μπάρινγκ διαφωνούσε με την αποστολή του Γκόρντον στο Χαρτούμ, γράφοντας σε μια αναφορά του προς το Λονδίνο, ότι : "Ένας άνθρωπος που συμβουλεύεται συνήθως τον Προφήτη Ησαΐα όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, δεν είναι ικανός να υπακούσει τις εντολές του καθενός". Σύντομα ο Γκόρντον επιβεβαίωσε τους φόβους του Μπάρινγκ, όταν άρχισε να στέλνει δελτία τύπου με σκληρές αναφορές για τους επαναστάτες και απαιτώντας να του δοθεί η άδεια να τους συντρίψει. Έστειλε επιστολή στο Χαρτούμ : "Μη φοβάστε. Είστε άντρες, όχι γυναίκες. Έρχομαι. Γκόρντον".
Ο Ούρμπαν έγραψε, ότι "το πιο χαζό λάθος" του Γκόρντον ήταν που αποκάλυψε τις μυστικές διαταγές του σε μια συνάντηση με αρχηγούς τοπικών φυλών στο Μπερμπέρ στις 12 Φεβρουαρίου, εξηγώντας τους ότι οι Αιγύπτιοι αποσύρονταν και σχεδόν όλες οι Αραβικές φυλές του βορείου Σουδάν δήλωναν πίστη στο Μαχντί. Μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Γκόρντον έστειλε γράμμα στο Μαχντί, ζητώντας του να αποδεχθεί την εξουσία του Χεδίβη στο Σουδάν με αντάλλαγμα να εργαστεί ως επαρχιακός κυβερνήτης. Ο Μαχντί απέρριψε αμέσως την πρόταση του Γκόρντον και του έστειλε γράμμα απαιτώντας τον προσηλυτισμό του στο Ισλάμ. Ο Μαχντί τελείωσε το γράμμα του με την παρακάτω σημείωση : "Είμαι ο Μεσσίας και δε καυχιέμαι. Είμαι ο Διάδοχος του Προφήτη και δεν έχω ανάγκη κανένα σουλτανάτο στο Κορντοφάν ή οπουδήποτε αλλού". Διασχίζοντας το Κορόσκο και το Μπερμπέρ, έφτασε στο Χαρτούμ στις 18 Φεβρουαρίου και πρότεινε στον πρώην εχθρό του, Ραχάμα Ζομπέρ, που ήταν φυλακισμένος εκεί, την απελευθέρωση του με αντάλλαγμα να πολεμήσει τον Μαχντί.
Οι απότομες μεταβολές της διάθεσης του Γκόρντον επιβεβαίωσαν την άποψη που είχαν για αυτόν στο Υπουργικό Συμβούλιο, ότι ήταν "αγχώδης και ασταθής χαρακτήρας". Ακόμη και ένας παρατηρητής όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε για τον Γκόρντον : "Ακόμα και ο υδράργυρος που επηρεάζεται από τη δύναμη της βαρύτητας είναι πολλές φορές πιο σταθερός από τις μεταπτώσεις της συμπεριφοράς του Τσαρλς Γκόρντον. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν ιδιότροπη, τα πάθη του βίαια, οι παρορμήσεις του ξαφνικές και ασυνεπείς". Ο μυθιστοριογράφος John Buchan έγραψε, ότι ο Γκόρντον ήταν τόσο "διαφορετικός από άλλους άνδρες έτσι ώστε γρήγορα κυριάρχησε πνευματικά σε όσους τον γνώριζαν καλά και σε πολλούς που δεν τον γνώριζαν ...", αλλά ταυτόχρονα ο Γκόρντον είχε «δυϊσμό», "σε όλη τη ζωή του η ψυχή του βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση". Η πρόταση του Γκόρντον να συμμαχήσει με τον πρώην εχθρό του ενόχλησε αφάνταστα τον Γκλαντστόουν και τους παλιούς υποστηρικτές του στην Εταιρεία κατά της Δουλείας.
Κατά την άφιξη του στο Χαρτούμ ανακοίνωσε στο συγκεντρωμένο πλήθος, ότι για λόγους τιμής, δε θα εκκένωνε την πόλη, αλλά θα την υπεράσπιζε έναντι του Μαχντί. Έγινε δεκτός από τον λαό του Χαρτούμ μέσα σε ζητωκραυγές και ένα κλίμα ενθουσιασμού. Ανακοίνωσε, ότι ο Μαχντί πλησίαζε με τον στρατό του την πόλη. Διέθετε 8.000 στρατιώτες οπλισμένους με τυφέκια Ρέμινγκτον και άφθονα πυρομαχικά.
Η πρώτη κίνηση του Γκόρντον ήταν να στείλει τα γυναικόπαιδα, τους άρρωστους και τραυματίες στην Αίγυπτο, πριν φτάσει ο Μαχντί με τις δυνάμεις του. Στη διάρκεια της παραμονής του εκεί έγινε φίλος με τον Ιρλανδό δημοσιογράφο Φρανκ Πάουερς, ο οποίος ήταν ο ανταποκριτής των Τάιμς του Λονδίνου στο Σουδάν. Ο Πάουερς ήταν ευτυχισμένος που ο Γκόρντον δεν είχε αντί-καθολικές προκαταλήψεις και τον αντιμετώπιζε ως ίσο. Ο Γκόρντον έδωσε στον Πάουερς αρκετά προνόμια και εκείνος για αντάλλαγμα, άρχισε να γράφει μια σειρά άρθρων στους Τάιμς για αυτόν, παρουσιάζοντας τον ως τον «μοναχικό ήρωα που τα βάζει με τις ορδές των φανατικών ισλαμιστών».
Ο Γκόρντον δημοσίευε στον τύπο όλες τις επίσημες αναφορές του προς το Λονδίνο σε μια προσπάθεια να κερδίσει με το μέρος του την κοινή γνώμη. Πρότεινε σε μια επιστολή του στον Γκλαντστόουν να δωροδοκήσουν το επικίνδυνο και διεφθαρμένο Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ να στείλει 3.000 άντρες για την απελευθέρωση του Χαρτούμ και αν η βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε ή δε μπορούσε να πληρώσει το ποσό αυτό, ήταν βέβαιος πως ο Πάπας Λέων ΙΓ΄ ή μερικοί Αμερικανοί εκατομμυριούχοι θα μπορούσαν να το κάνουν.
Η προέλαση των επαναστατών προς το Χαρτούμ συνοδεύτηκε και με μια εξέγερση στο ανατολικό Σουδάν. Ο συνταγματάρχης Βαλεντάϊν Μπέϊκερ (αγγλικά: Valentine Baker) επικεφαλής μια αιγυπτιακής δύναμης από το Σουακίμ ηττήθηκε από 1.000 πολεμιστές του Οσμάν Ντιγκνά (αγγλικά: Osman Digna) στο Ελ Τεμπ, έχοντας 2.225 στρατιώτες και 96 αξιωματικούς νεκρούς. Οι συνεχείς ήττες του Αιγυπτιακού στρατού οδήγησαν στην εμπλοκή των βρετανικών δυνάμεων. Μια βρετανική δύναμη υπό τον στρατηγό Σερ Τζέραλντ Γκράχαμ (αγγλικά: Sir Gerald Graham) στάλθηκε στο Σουακίμ, η οποία νίκησε σε πολλές μάχες και εκδίωξε τους επαναστάτες. Στο Ταμάϊ στις 13 Μαρτίου 1884, ο Γκράχαμ δέχτηκε σφοδρή επίθεση από πολεμιστές Haddendowah, τους οποίος τελικά νίκησε, ύστερα από σφοδρή μάχη, που αποτυπώθηκε στο ποίημα του Κίπλινγκ "Fuzzy-Wuzzy".
Η αγριότητα των επιθέσεων των Haddendowah εξέπληξε τους Βρετανούς και ο Γκράχαμ ζήτησε περισσότερα στρατεύματα για να κινηθεί βαθύτερα στο Σουδάν, ενώ ένας δημοσιογράφος ανέφερε, ότι οι Βρετανοί στρατιώτες δεν κατανοούσαν τον λόγο που βρίσκονταν στο Σουδάν και σκότωναν «γενναίους πολεμιστές για χάρη των Αιγυπτίων». Ο Γκόρντον ζήτησε τη διάνοιξη του δρόμου Σουακίμ-Μπερμπέρ, αλλά το αίτημα του απορρίφτηκε από τη βρετανική κυβέρνηση στο Λονδίνο. Τον Απρίλιο οι δυνάμεις του Γκράχαμ αποσύρθηκαν και ο Γκόρντον και το Σουδάν αφέθηκαν στη μοίρα τους. Η φρουρά του Μπερμπέρ παραδόθηκε τον Μάιο στις δυνάμεις του Μαχντί και έτσι το Χαρτούμ βρέθηκε ολοκληρωτικά απομονωμένο.[43]
Ο Γκόρντον αποφάσισε να μείνει και να υπερασπιστεί το Χαρτούμ σε αντιδιαστολή με τις οδηγίες του Γκλαντστόουν να σχεδιάσει και να επιβλέψει την εκκένωση του Σουδάν. Ο Πάουερς, ο οποίος δρούσε ως ανεπίσημος ακόλουθος τύπου του Γκόρντον, έγραψε στους Τάιμς : «Καθημερινά περιμένουμε τα βρετανικά στρατεύματα. Δε μπορούμε να πιστέψουμε ότι μας έχουν εγκαταλείψει». Στο ημερολόγιο του, ο Γκόρντον έγραψε : "Γνωρίζω ότι ήμουν πολύ απείθαρχος ενώπιον της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας και τους αξιωματούχους της, αλλά αυτή είναι η φύση μου και δεν μπορώ να την αλλάξω".
Φοβούμενη την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση δεν τόλμησε να αποπέμψει τον Γκόρντον, αλλά το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν εντελώς εξοργισμένο με την απειθαρχία του. Πολλά μέλη της κυβέρνησης έθεσαν τον Γκόρντον προ των ευθυνών του, λέγοντας ότι αν ήθελε να αθετήσει τις εντολές και να κρατήσει το Χαρτούμ, θα ήταν υπεύθυνος και για ότι συμβεί. Ο Γκλαντστόουν πήρε προσωπικά τις επιθέσεις του Γκόρντον για την πολιτική του στο Σουδάν. Ένας Υπουργός έγραψε : "Οι εφημερίδες του Λονδίνου και οι Τόρις φωνάζουν για μια εκστρατεία στο Χαρτούμ, οι μεν από άγνοια, οι δε επειδή είναι η καλύτερη λύση για να μας αντιπολιτεύονται... Φυσικά και δεν είναι μια αδύνατη επιχείρηση, αλλά είναι μελαγχολική η σκέψη για τις ζωές και τα χρήματα που πρέπει να χαθούν". Το Υπουργικό Συμβούλιο ήταν διχασμένο για την κρίση στο Σουδάν.
Ο Γκόρντον ήθελε να πεθάνει πολεμώντας για το Χαρτούμ, γράφοντας σχετικά με αυτό στην αδελφή του : "Νιώθω τόσο πολύ πρόθυμος να πεθάνω και το εύχομαι. Η θέλησή Του μπορεί να είναι η απελευθέρωσή μου". Ο Άντονι Νούτινγκ (αγγλικά: Anthony Nutting) στη βιογραφία του Γκόρντον, έγραψε ότι «είχε μια εμμονή με τον μαρτυρικό θάνατο και την αθανασία που θα τον έφερνε δίπλα στον Θεό, παρά με την αθλιότητα της ζωής στη γη». Επειδή πολλοί στρατιώτες του ήταν Τούρκοι, Σουδανοί και Αιγύπτιοι μουσουλμάνοι, απέφευγε στους δημόσιους λόγους του να κάνει αναφορά σε θρησκευτικό πόλεμο εναντίον του Μαχντί, αλλά στο ημερολόγιο του παρουσίαζε τον εαυτό του ως ένα Χριστιανό πολεμιστή που μάχεται κατά του Μαχντί για τον Θεό, με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε για τη χώρα του και τη Βασίλισσα. Ο Μαχντί και οι ακόλουθοι του διεξήγαν ιερό πόλεμο από το 1881 και ανυπομονούσαν να νικήσουν τον φημισμένο στρατηγό Γκόρντον ώστε να κερδίσουν δόξα για τον Αλλάχ.
Ο Γκόρντον οργάνωσε την άμυνα του Χαρτούμ από την πρώτη στιγμή της άφιξης του εκεί και με την πείρα που είχε ως μηχανικός του στρατού, θέλοντας να μετατρέψει την πόλη σε φρούριο. Διέθετε επίσης θωρακισμένα ατμόπλοια ως ναυτική δύναμη, που τα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά κατά των Δερβίσηδων.[44] Οι Τούρκοι στρατιώτες που είχε στο Χαρτούμ δεν αποτελούσαν τμήμα του Οθωμανικού στρατού, αλλά ήταν άτακτοι και κατάλληλοι για επιδρομές. Εκτιμούσε πάρα πολύ τους μαύρους Σουδανούς, οι οποίοι ήταν πρώην σκλάβοι και επιθυμούσαν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να ζήσουν σκλαβωμένοι. Ήταν γνωστό, ότι ο Μαχντί σκόπευε να οδηγήσει στη σκλαβιά τους μαύρους κατοίκους του Χαρτούμ. Οι μαύροι Σουδανοί στρατιώτες του Γκόρντον απέδειξαν ότι ήταν οι καλύτεροι στο Χαρτούμ και αριθμούσαν περίπου 2.300 άντρες.
Ο αποκλεισμός του Χαρτούμ από τις δυνάμεις του Μαχντί ξεκίνησε στις 18 Μαρτίου 1884. Όμως τα θωρακισμένα ατμόπλοια του Γκόρντον συνέχιζαν να έχουν ανενόχλητη πρόσβαση στον Νείλο έως τον Σεπτέμβριο του 1884.Οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει να εγκαταλείψουν το Σουδάν, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι ο Γκόρντον είχε άλλα σχέδια και η κοινή γνώμη απαιτούσε την αποστολή μιας απελευθερωτικής δύναμης. Ο Γκλαντστόουν ήταν αντίθετος στην ανάληψη δράσης στο Σουδάν και σε ένα λόγο του στη Βουλή των Κοινοτήτων δήλωσε, πως η αποστολή μιας απελευθερωτικής δύναμης στο Σουδάν "θα ήταν ένας κατακτητικός πόλεμος ενάντια σε ένα λαό που αγωνίζεται για την ελευθερία του".
Ο Νούτινγκ έγραψε, ότι ο Γκόρντον «θα μπορούσε να αποσυρθεί από το Χαρτούμ μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου, αν το ήθελε πραγματικά». Ο Αμερικανός ιστορικός Τζέιμς Πέρρυ έγραψε : "Αντί να ακολουθήσει τις οδηγίες, έμεινε στη θέση του, λαχταρώντας να γίνει μάρτυρας". Στις 25 Ιουλίου 1884 το Υπουργικό Συμβούλιο, παρά τις ενστάσεις του Πρωθυπουργού, ψήφισε για την αποστολή μιας απελευθερωτικής δύναμης στο Χαρτούμ και στις 5 Αυγούστου η Βουλή ενέκρινε την αποστολή αυτή με έναν προϋπολογισμό 300.000 στερλινών.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Χαρτούμ, τηρούσε ημερολόγιο στο οποίο σημείωνε τους προβληματισμούς του για την πολιορκία, τη ζωή και τη θρησκευτική πίστη του στον Προτεσταντισμό. Διεξήγαγε επιδρομές κατά των Δερβίσηδων και χτυπούσε τα στρατόπεδα τους στις όχθες του Γαλάζιου Νείλου με τα ατμόπλοια του. Χαρούμενος με αυτές τις επιτυχίες, έγραψε στο ημερολόγιο του : "Πρόκειται να κρατήσουμε εδώ πέρα για πάντα". Για να κρατά υψηλό το ηθικό των αντρών του, διοργάνωνε μουσικές βραδιές στην κεντρική πλατεία της πόλης από τη στρατιωτική μπάντα κάθε Παρασκευή και Κυριακή απόγευμα. Μολονότι η τηλεγραφική σύνδεση με το Κάιρο είχε διακοπεί, ο Γκόρντον χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα καλώδια για να φτιάξει το δικό του τηλεγραφικό δίκτυο στο Χαρτούμ, συνδέοντας τηλεγραφικά τη φρουρά στα τείχη με το παλάτι του. Έτσι ήταν ενήμερος για ο,τι συνέβαινε. Δημιούργησε επίσης πρωτόγονες νάρκες από δοχεία νερού που είχαν δυναμίτη και τοποθέτησε ξύλινες κούκλες στα τείχη της πόλης στον Γαλάζιο Νείλο για να μπερδέψει τον εχθρό σχετικά με τη δύναμη του.
Η απελευθερωτική δύναμη, υπό τη διοίκηση του παλιού φίλου του Γκόρντον Στρατάρχη Σερ Γκάρνετ Γουόλσλεϊ (αγγλικά: Sir Garnet Wolseley), δεν ήταν έτοιμη έως τον Νοέμβριο του 1884. Ο Γουόλσλεϊ είχε υπηρετήσει στην αποστολή του Κόκκινου Ποταμού στον Καναδά το 1870, κατά την οποία παρατήρησε τους Γάλλο-Καναδούς "ταξιδιώτες" και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τις δυνατότητες τους. Δεν ήθελε λοιπόν να ξεκινήσει την αποστολή στο Σουδάν χωρίς αυτούς. Έτσι καθυστέρησε, έως ότου φτάσουν οι «ταξιδιώτες» από τον Καναδά στην Αίγυπτο. Ο Γουόλσλεϊ ήταν ένας γραφειοκράτης στρατιωτικός. Ως διοικητής, ήταν αργός, μεθοδικός και επιφυλακτικός και συχνά έβρισκε δικαιολογίες για να καθυστερήσει την προέλαση του προς το Χαρτούμ. Σύμφωνα με τον Ούρμπαν, ήταν ακατάλληλος ως επικεφαλής της απελευθερωτικής δύναμης στο Σουδάν.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1884 τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ένας από τους ικανότερους υπαρχηγούς του Γκόρντον σκοτώθηκε σε ενέδρα των Δερβίσηδων μαζί με 1.000 άντρες. Στις 9 του ίδιου μηνός το ατμόπλοιο Αμπάς πλέοντας προς το Κάιρο, κυριεύτηκε από τους Δερβίσηδες, οι οποίοι σκότωσαν όλο το πλήρωμα. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ανταποκριτής των Times Φρανκ Πάουερς, ο αρχηγός του επιτελείου Στιούαρτ και ο Γάλλος πρόξενος στο Χαρτούμ. Ο Γκόρντον έλαβε γράμμα από τον Μαχντί ο οποίος τον προειδοποιούσε, ότι θα ήταν ο επόμενος αν δεν παραδίνονταν. Έγραψε στο ημερολόγιο του : "Οι ευγένειες με τον Μαχντί τελείωσαν. Ας μιλήσουν τα όπλα". Ανάμεσα στα λάφυρα που άρπαξαν οι Δερβίσηδες από το ατμόπλοιο ήταν και ο κώδικας αποκρυπτογράφησης που χρησιμοποιούσε ο Γκόρντον στα μηνύματα του.
Οι οχυρώσεις και τα αμυντικά έργα του Χαρτούμ δυσκόλευαν τους Δερβίσηδες στις επιδρομές τους και έτσι χρησιμοποίησαν τα πυροβόλα Κρουπ. Επίσης ο Μαχντί έχτισε μια σειρά από φρούρια κατά μήκος του Νείλου εξοπλισμένων με πυροβόλα, ώστε να εμποδίσει τη χρήση των ατμόπλοιων από τον Γκόρντον. Στα τέλη του 1884 ο πληθυσμός του Χαρτούμ έφτασε στα όρια της λιμοκτονίας. Δεν υπήρχαν στην πόλη άλογα, σκύλοι, μαϊμούδες ή γάτες, επειδή οι πολίτες τα είχαν φάει. Ο Γκόρντον έδωσε το ελεύθερο στον καθένα να φύγει από την πόλη, και έτσι ο μισός περίπου πληθυσμός εγκατέλειψε το Χαρτούμ. Ένα σημείωμα που έγραψε με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου έφτασε με έναν αγγελιοφόρο στον Γουόλσλεϋ στις 30 του μηνός και ανέφερε ότι «Όλα καλά στο Χαρτούμ. Μπορούμε να αντέξουμε για μήνες». Τον ίδιο μήνα έλαβε γράμμα από τον Μαχντί, ο οποίος του πρόσφερε ασφαλή διέξοδο από το Χαρτούμ. «Σου γράφω για να επιστρέψεις πίσω στην πατρίδα σου…Σου επαναλαμβάνω τα λόγια του Αλλάχ. Μην καταστρέψεις τον εαυτό σου. Ο Αλλάχ είναι φιλεύσπλαχνος». Οι δυο άντρες δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, αλλά ήταν χαρισματικοί και δυνατοί στρατιώτες, που μάχονταν για τον Θεό τους. Έτσι είχαν κερδίσει τον αμοιβαίο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Αλλά υπήρχε μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα τους. O Γκόρντον δεν προσπάθησε ποτέ να αλλάξει την πίστη των μουσουλμάνων του Σουδάν και να τους κάνει χριστιανούς, ενώ αντίθετα ο Μαχντί ήταν ένας εξτρεμιστής, που ήθελε να ιδρύσει ένα χαλιφάτο με παγκόσμια ακτινοβολία.
Στη διάρκεια των τελευταίων δυο μηνών του 1884, ο Γκόρντον βρισκόταν στα πρόθυρα της τρέλας, όπως φαίνεται και από τις καταχωρήσεις του ημερολογίου του. Σε ένα γράμμα του προς το Κάιρο στα τέλη Δεκεμβρίου έγραψε : "Σας χαιρετώ. Δε θα ακούσετε ξανά κάτι από μένα. Φοβούμαι ότι θα υπάρξει προδοσία στη φρουρά, και όλα θα τελειώσουν τα Χριστούγεννα".[45] Στις 14 Δεκεμβρίου 1884 έγραψε την τελευταία σημείωση του στο ημερολόγιο : "Αν η απελευθερωτική δύναμη δεν έρθει σε δέκα μέρες, η πόλη θα πέσει. Και εγώ θα έχω κάνει το καλύτερο για τη χώρα. Αντίο. Τ. Τ. Γκόρντον". Καπνίζοντας αδιάκοπα, στεκόταν στην οροφή του παλατιού του αναζητώντας το σημάδι του καπνού από τα ατμόπλοια που θα έρχονταν να τον απελευθερώσουν.
Στις 5 Ιανουαρίου 1885 οι Δερβίσηδες κυρίευσαν το οχυρό Ομντουρμάν, από το οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα πυροβόλα Κρουπ κατά των οχυρώσεων του Χαρτούμ. Αυτοί που γνώριζαν τον Γκόρντον έδιναν την εικόνα ενός απελπισμένου, θυμωμένου και μανιώδους καπνιστή, ο οποίος περνούσε τις ώρες του μιλώντας σε ένα ποντίκι φορώντας μια παλιά ξεθωριασμένη στολή. Το ιδιαίτερο στοιχείο της προσωπικότητας του ήταν η επιθυμία του να πεθάνει.
Η απελευθερωτική δύναμη του Γουόλσλεϊ, που ξεκίνησε από το Wadi Halfa έφτασε στο Korti στα τέλη Δεκέμβρίου. Εκεί χωρίστηκε σε δυο φάλαγγες. Μια "Φάλαγγα Ερήμου" αποτελούμενη από 1.200 άντρες έφιππους σε καμήλες, θα διέσχιζε την έρημο Bayuda με προορισμό την πόλη Metemma, όπου θα συναντούσε τα ατμόπλοια του Γκόρντον και μια "Φάλαγγα Νείλου", η οποία θα ακολουθούσε τον ρου του Νείλου προς το Berber. Η "Φάλαγγα Ερήμου" έδωσε μάχη στην τοποθεσία Abu Klea και έφτασε στη Metemma στις 20 Ιανουαρίου 1885. Εκεί βρήκαν τα τέσσερα ατμόπλοια του Γκόρντον. Όταν τα νέα της ήττας στο Abu Klea έφτασαν στα αυτιά των Δερβίσηδων που πολιορκούσαν το Χαρτούμ, αυτοί ξέσπασαν σε κραυγές θρήνου, οι οποίες έκαναν τον Γκόρντον να υποθέσει, ότι ο Γουόλσλεϋ ήταν κοντά.
Στις 24 Ιανουαρίου δυο ατμόπλοια με 20 άντρες του Συντάγματος Sussex υπό τη διοίκηση του Τσαρλς Ουίλσον (Charles Wilson) κατευθύνθηκαν προς το Χαρτούμ με εντολή να μη διασώσουν τον Γκόρντον ή να του παρέχουν πυρομαχικά και τροφή. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Μαχντί κάλεσε σε σύσκεψη τους στρατηγούς του και τους ενημέρωσε ότι ήρθε η στιγμή της τελικής επίθεσης στο Χαρτούμ. Η επίθεση των Δερβίσηδων ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου το πρωί στο σημείο που τα νερά του Νείλου είχαν υποχωρήσει και υπήρχε ένα κενό στις οχυρώσεις κοντά στο ποτάμι. Η μάχη διήρκεσε μια ώρα μόνο. Οι γενναίοι υπερασπιστές της πόλης εξαντλημένοι εγκατέλειψαν τον αγώνα. Το Χαρτούμ έπεσε και οι Δερβίσηδες σκότωσαν τους 7.000 υπερασπιστές του.[45] Τα ατμόπλοια του Ουίλσον έφτασαν στις 28 Ιανουαρίου και βρήκαν την πόλη κυριευμένη από τους Δερβίσηδες. Ο Γκόρντον είχε σκοτωθεί δυο ημέρες νωρίτερα. Υπό το καταιγιστικό πυρ των Δερβίσηδων, τα δυο ατμόπλοια επέστρεψαν πίσω.
Δεν έχει εξακριβωθεί ο τρόπος με τον οποίο σκοτώθηκε ο στρατηγός Γκόρντον, αλλά απαθανατίστηκε με ένα ρομαντικό τρόπο στον πίνακα του ζωγράφου Τζορτζ Γουίλιαμ Τζόι (Το Τέλος του στρατηγού Γκόρντον, 1893 που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη του Λιντς) και στην ταινία Χαρτούμ (1966) με τον Τσάρλτον Ίστον στον ρόλο του Γκόρντον. Η πιο δημοφιλής εκδοχή του θανάτου του είναι, ότι φόρεσε την τελετουργική μπλε χρυσοκέντητη στολή του Κυβερνήτη-Στρατηγού μαζί με το κόκκινο φέσι και βγήκε έξω στα σκαλοπάτια του παλατιού άοπλος, έχοντας μόνο το μπαστούνι του. Εκεί τον σκότωσε ένας από τους Δερβίσηδες. Αυτή η εκδοχή ήταν πολύ δημοφιλής στο βρετανικό κοινό, καθώς περιείχε την εικόνα του Χριστιανού Γκόρντον που πεθαίνει μαρτυρικά για την εξιλέωση της ανθρωπότητας.[10]
Ο Μαχντί είχε δώσει αυστηρές εντολές στους τρεις στρατηγούς του να μην σκοτώσουν τον Γκόρντον, αλλά οι εντολές δεν τηρήθηκαν. Οι Σουδανοί υπηρέτες του δήλωσαν αργότερα ότι ο Γκόρντον δεν βγήκε έξω μόνο με το μπαστούνι του, αλλά είχε μαζί του ένα γεμάτο περίστροφο και το σπαθί του και σκοτώθηκε μαχόμενος εναντίον των Δερβίσηδων στα σκαλοπάτια του παλατιού του. Ο σωματοφύλακας του Ορφανί έπεσε αναίσθητος και δεν είδε τον Γκόρντον να πεθαίνει. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του το απόγευμα, βρήκε το σώμα του Γκόρντον ακέφαλο και καλυμμένο με μύγες. Ο Ρούντολφ Σλάτιν, ο Αυστριακός κυβερνήτης του Νταρφούρ που ήταν αιχμάλωτος των Δερβίσηδων, έγραψε, ότι τρεις στρατιώτες του έδειξαν το κεφάλι του Γκόρντον πριν το παραδώσουν στον Μαχντί.[46]
Τον θάνατο του Γκόρντον ακολούθησε η σφαγή περίπου 10.000 πολιτών και μελών της φρουράς του Χαρτούμ. Η σφαγή τερματίστηκε με εντολή του Μαχντί. Ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του Γκόρντον διασώθηκε από τις δύο αδερφές του Έλενα Κλαρκ, που παντρεύτηκε τον γιατρό Δρ. Μόφιτ και τη Μαρία Αυγούστα, που παντρεύτηκε τον Τζέραλντ Χένρι Μπλάντ. Το αρχείο του Γκόρντον έγινε δεκτό από τη Βρετανική Βιβλιοθήκη το 1937.
Η αποτυχία διάσωσης του στρατηγού Γκόρντον στο Σουδάν ήταν ένα μεγάλο πλήγμα στη δημοτικότητα του πρωθυπουργού Γκλάντστοουν. Η βασίλισσα Βικτόρια τον επέπληξε δημόσια. Οι επικριτές του δήλωσαν, ότι ο Γκλάντστοουν είχε παραμελήσει τις στρατιωτικές υποθέσεις και δεν έδρασε γρήγορα για να σώσει τον πολιορκημένο Γκόρντον. Δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η κοινή γνώμη ενδιαφέρονταν περισσότερο για τον Γκόρντον παρά για το Σουδάν, οπότε διέταξε τον Γουόλσλεϊ να επιστρέψει στο Λονδίνο όταν έμαθε τον θάνατο του Γκόρντον. Ο Γουόλσλεϊ, ο οποίος είχε πιστέψει ότι η αποστολή του ήταν η αρχική φάση της βρετανικής κατάκτησης του Σουδάν, εξαγριώθηκε και σε ένα τηλεγράφημα προς τη βασίλισσα Βικτώρια αποκάλεσε περιφρονητικά τον Γκλάντστοουν "... ο έμπορος που έγινε πολιτικός".
Παρά τη λαϊκή απαίτηση για εκδίκηση, η κυβέρνηση των Συντηρητικών που ήρθε στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1885 δεν έκανε τίποτα. Το Σουδάν αφέθηκε στη μοίρα του. Μετά το Χαρτούμ, ο Μαχντί ίδρυσε ένα ισλαμικό κράτος, το οποίο αποκατέστησε τη δουλεία και επέβαλε πολύ σκληρούς νόμους που προκάλεσαν τον θάνατο 8 εκατομμυρίων ανθρώπων μεταξύ 1885-1898. Το 1887 έλαβε χώρα η εκστρατεία απελευθέρωσης του Εμίν Πασά, που αντιστέκονταν στην επαρχία της Equatoria εναντίον των Δερβίσηδων, από τον Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ. Η προσπάθεια διάσωσης του Εμίν Πασά, ενός Γερμανού γιατρού, βιολόγου και βοτανολόγο, ο οποίος είχε ασπαστεί τον Λουθηρανισμό και πιθανώς το Ισλάμ, φάνηκε στα μάτια πολλών ως ένα βραβείο παρηγοριάς για τον Γκόρντον.[47]
Η Αίγυπτος ανήκε στη γαλλική σφαίρα επιρροής μέχρι το 1882, όταν την κατέκτησαν οι Βρετανοί. Τον Μάρτιο του 1896, μια γαλλική δύναμη υπό τη διοίκηση του Ζαν Μπαπτίστ Μαρσάν (Jean-Baptiste Marchand) έφυγε από το Ντακάρ με σκοπό να διασχίσει τη Σαχάρα και να καταστρέψει το κράτος του Μαχντί. Οι Γάλλοι έλπιζαν ότι η κατάκτηση του Σουδάν θα οδηγούσε στην απομάκρυνση των Βρετανών από την Αίγυπτο και την επαναφορά της στη γαλλική σφαίρα επιρροής. Για να εμποδίσει τα γαλλικά σχέδια, μια βρετανική δύναμη υπό τον Χέρμπερτ Κίτσενερ στάλθηκε για να καταστρέψει οριστικά το κράτος του Μαχντί και διέλυσε τους Δερβίσηδες στη μάχη του Ομντουρμάν το 1898. Ο αυτοκρατορικός ανταγωνισμός με τους Γάλλους και όχι η επιθυμία να εκδικηθούν τον θάνατο του Γκόρντον οδήγησε τους Βρετανούς στην εκστρατεία του 1898. Ωστόσο, η βρετανική κοινή γνώμη και ο ίδιος ο Κίτσενερ είδαν την εκστρατεία ως "την εκδίκηση του Γκόρντον". Αφού ο Μαχντί ήταν νεκρός, ο Κίτσενερ έπρεπε να ικανοποιήσει τον εαυτό του και έτσι ανατίναξε τον τάφο του Μαχντί ως εκδίκηση για τον Γκόρντον. Μετά τη μάχη του Ομντουρμάν διάβασε μια επιστολή από τον πρωθυπουργό, Λόρδο Σαλισμπέρι, μαθαίνοντας, ότι ο πραγματικός σκοπός της αποστολής ήταν να κρατήσει τους Γάλλους έξω από το Σουδάν και ότι η "εκδίκηση για τον Γκόρντον" ήταν απλώς το πρόσχημα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.