From Wikipedia, the free encyclopedia
Το σολδίο, ιταλ.: soldo, ήταν ένα ιταλικό μεσαιωνικό αργυρό νόμισμα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 12ου αι. στο Μιλάνο από τον Ερρίκο ΣΤ΄ της Γερμανίας. [1] Το όνομα προέρχεται από το ύστερο-ρωμαϊκό νόμισμα σόλιδος (solidus). [2]
Γρήγορα έγινε ευρέως διαδεδομένο στην Ιταλία, όπου κόπηκε στη Γένοβα, τη Μπολόνια και πολλές άλλες πόλεις. Στη Βενετία το σολδίο κόπηκε από τον Φραντσέσκο Ντάντολο (δόγης 1329-39) και μετά, και παρέμεινε σε χρήση και έπειτα από τη διάλυση της Δημοκρατίας το 1797 και κατά τη διάρκεια της Αυστριακής κατοχής, μέχρι το 1862. Τον 14ο αι. στη Φλωρεντία, ένα σολδίο είχε ισοτιμία με το 1⁄20 μίας λίρας και 12 δηνάρια. [3]
Καθώς περνούσε ο καιρός, το σολδίο άρχισε να κατασκευάζεται σε κράμα αργύρου-χαλκού (billon) και, από τον 18ο αι., σε χαλκό. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λεοπόλδου Β΄ μεγάλου δούκα της Τοσκάνης (19ος αι.), άξιζε τρία κουατρίνι. Η Ναπολεόντεια μεταρρύθμιση της Ιταλικής νομισματοκοπίας (αρχές 19ου αι.) το έκανε να αξίζει 5 λεπτά (cents), ενώ χρειαζόταν 20 σολδία για να σχηματιστεί μία λίρα.
Ο όρος, που χρησιμοποιήθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να δηλώσει την αμοιβή των στρατιωτών, έγινε συνώνυμός τους τόσο στα ιταλικά όσο και στα γερμανικά (ως sold, ο μισθός ενός στρατιώτη).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.