Γαλλίδα ηθοποιός From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σάρα Μπερνάρ (Sarah Bernhardt, 22 ή 23 Οκτωβρίου 1844 – 26 Μαρτίου 1923) ήταν θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του πρώιμου κινηματογράφου, για την οποία έχει ειπωθεί ότι ήταν "η πιο φημισμένη ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος".[6] Η Μπερνάρ απέκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα".
Σάρα Μπερνάρ (Sarah Bernhardt) | |
---|---|
Η Σάρα Μπερνάρ τον Ιούνιο του 1877, κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στη Βοστώνη | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Sarah Bernhardt (Γαλλικά) |
Γέννηση | Οκτώβριος 1844[1] Παρίσι |
Θάνατος | 26 Μαρτίου 1923 Παρίσι |
Αιτία θανάτου | ουραιμία και νεφρική ανεπάρκεια |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ (48°51′41″ s. š., 2°23′43″ v. d.) και Grave of Bernhardt |
Εθνικότητα | Γαλλική |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[2] |
Σπουδές | Εθνικό Ωδείο Δραματικής Τέχνης του Παρισιού |
Ιδιότητα | ηθοποιός θεάτρου, ηθοποιός ταινιών, χορευτής, συγγραφέας, ηθοποιός[3], ζωγράφος και γλύπτης |
Σύζυγος | Αριστείδης Δαμαλάς (1882-1889) |
Σύντροφος | Samuel Pozzi |
Τέκνα | Μορίς Μπερνάρ |
Γονείς | Edouard Bernhardt[4] και Ιουλία Μπερνάρ |
Αδέλφια | Jeanne Bernhardt |
Είδος τέχνης | Θέατρο, κινηματογράφος |
Βραβεύσεις | Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής (1 Φεβρουαρίου 1921) και Αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ (1960)[5] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μπερνάρ γεννήθηκε στο Παρίσι ως Σάρα Μαρία Εριέτα Ροζέν Μπερνάρ (Sara-Marie-Henriette Rosine Bernard),[7] νόθο τέκνο της Ιουλίας Μπερνάρ (Julie Bernardt 1821, Άμστερνταμ – 1876, Παρίσι) και άγνωστου πατέρα. Η μητέρα της ήταν κόρη του Εβραίου εμπόρου οπτικών και μικροκακοποιού, Μορίτς Βαρούχ Μπερνάρ (Moritz Baruch Bernardt) και της πρώτης γυναίκας του, Ζανέτα Χάρτογκ (Janetta Hartog). Η Ιουλία μεγάλωσε με τη μητριά της, Σάρα Άμπραχαμ Κίνσμπεργκεν (Sara Abraham Kinsbergen), η οποία παντρεύτηκε τον πατέρα της το 1829.[8] Η Ιουλία έφυγε για το Παρίσι, όπου εξασφάλιζε τα προς το ζην ως πόρνη πολυτελείας, γνωστή με το όνομα "Γιουλ" (Youle). Η Σάρα συνήθιζε να προσθέτει το γράμμα "h" στο όνομα και στο επώνυμό της. Τα μητρώα γέννησής της χάθηκαν, όμως για να αποδείξει τη γαλλική υπηκοότητά της, η οποία ήταν αναγκαία για τη δυνατότητα εκλογής της στη Λεγεώνα της τιμής (Légion d'honneur), δημιούργησε πλαστά μητρώα γέννησης, στα οποία παρουσιαζόταν ως κόρη της Ιουδίθ βαν Χαρντ (Judith van Hard) και του Εδουάρδου Μπερνάρ (Édouard Bernardt) από τη Χάβρη, φοιτητή νομικής, λογιστή, ναυτικού δοκίμου ή αξιωματικού του ναυτικού, σύμφωνα με μεταγενέστερους ισχυρισμούς της ίδιας.[9]
Επειδή η παρουσία ενός μωρού ήταν αιτία περισπασμού στην ήδη ταραγμένη και αγχωτική ζωή της μητέρας της, η Σάρα Μαρία Εριέτα μεγάλωσε σε οικοτροφείο και αργότερα σε μοναστήρι. Ήταν παιδί ασθενικής κράσης και σκεφτόταν να γίνει μοναχή, αλλά ένας από τους φερόμενους ως εραστές της μητέρας της, ο μελλοντικός Δούκας του Μορνύ, ετεροθαλής αδελφός του Ναπολέοντα Γ’, αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνει ηθοποιός. Όταν ήταν 13 ετών, αυτός κανόνισε να μπει στο Εθνικό Ωδείο Δραματικής Τέχνης του Παρισιού, τη σχολή υποκριτικής στην οποία χορηγός ήταν η κυβέρνηση. Δεν θεωρήθηκε ιδιαιτέρως πολλά υποσχόμενη μαθήτρια, ενώ η ίδια, εκτός κάποιων καθηγητών της, δεν υποληπτόταν τις μεθόδους διδασκαλίας του Ωδείου θεωρώντας τες απαρχαιωμένες και πολύ βαθιά προσκολλημένες στην παράδοση.[10][11]
Πολλές από τις αμφιβολίες σχετικά με τη ζωή της οφείλονται στο γεγονός ότι συνήθιζε να μεγαλοποιεί και να παραποιεί τα γεγονότα. Ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) την περιγράφει ως διαβόητη ψεύτρα.[6]
Η Σάρα Μπερνάρ άφησε το Ωδείο το 1862 και, χάρη στην επιρροή του Δούκα του Μορνύ, έγινε δεκτή από την Κομεντί Φρανσαίζ, την εθνική θεατρική εταιρεία, ως αρχάρια υπό δοκιμή. Κατά τη διάρκεια των υποχρεωτικών τριών πρώτων δημόσιων εμφανίσεών της, οι οποίες απαιτούνταν από όλους τους αρχάριους, η δύναμη, η ομορφιά και η καθαρή δεξιοτεχνία της ερμηνείας της ελάχιστα έγιναν αντιληπτά από τους κριτικούς. Το συμβόλαιό της με την Comédie Francaise ακυρώθηκε το 1863, αφού χαστούκισε στο πρόσωπο μια μεγαλύτερη ηθοποιό η οποία είχε φερθεί σκληρά στη νεότερη αδελφή της.
Για λίγο καιρό βρήκε εργασία στο Théâtre du Gymnase-Dramatique (Θέατρο του Δραματικού Γυμνασίου). Μετά την ερμηνεία του ρόλου μιας ανόητης Ρωσίδας πριγκίπισσας, άρχισε γι' αυτήν μια περίοδος ψυχικής αναζήτησης, καθώς αμφέβαλλε για την ικανότητά της στην υποκριτική. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, έγινε εταίρα μέχρι το 1865. Τότε ήταν που απόκτησε το φημισμένο φέρετρο, μέσα στο οποίο συχνά κοιμόταν, ισχυριζόμενη ότι την βοηθούσε να κατανοεί τους τραγικούς ρόλους. Έγινε ερωμένη του Ερρίκου, πρίγκιπα του Λιν, φέρνοντας στον κόσμο το μοναδικό παιδί της τον Μορίς.
Το 1866 υπόγραψε συμβόλαιο με το Théâtre de l'Odéon (Θέατρο Οντεόν) και σε χρονικό διάστημα έξι ετών εντατικής δουλειάς με συναδέλφους που την έκαναν να αισθανθεί οικεία, προοδευτικά δημιούργησε τη φήμη της. Η πρώτη της σημαντική επιτυχία ήταν στον ρόλο της Αν Ντάμπι το 1868, στην αναπαράσταση του θεατρικού έργου "Κιν" (Kean), του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αλέξανδρου Δουμά (πατέρα). Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, όμως, της Σάρας στο Οντεόν ήρθε το 1869, όταν απέδωσε τον ρόλο του νέγρου Ζανέτο στο μονόπρακτο "Ο διαβάτης" (Le Passant) του νεαρού δραματουργού Φρανσουά Κοπέ (François Coppée), ένα ρόλο τον οποίο επανέλαβε σε κατ' εντολή ερμηνεία μπροστά στον Ναπολέοντα Γ'.[12][13]
Η Μπερνάρ απόκτησε τη φήμη της στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, τη δεκαετία του 1870, και έγινε γρήγορα περιζήτητη σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική.[14] Κέρδισε την αναγνώριση ως σοβαρή δραματική ηθοποιός, γεγονός για το οποίο της αποδόθηκε το προσωνύμιο "η θεϊκή Σάρα". Πραγματικά, ήταν η πιο φημισμένη ηθοποιός του 19ου αιώνα. [15]
Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου το 1870, οργάνωσε τη λειτουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στο θέατρο Οντεόν. Μετά τον πόλεμο, το Οντεόν ξανάνοιξε, αποτίοντας τιμή στον Βίκτορα Ουγκώ, με την παράσταση του έμμετρου έργου του Ρουί Μπλας. Η Σάρα Μπερνάρ, στον ρόλο της βασίλισσας Μαρίας, γοήτευσε τους θεατές με τη λυρική ποιότητα της φωνής της. Ήταν τότε που ο Ουγκώ έπλασε τη φράση "η χρυσή φωνή", αν και οι κριτικοί συνήθως ονόμαζαν τη φωνή της "αργυρόηχη", επειδή έμοιαζε με τον ήχο του φλάουτου.[16]
Το 1872 άφησε το Théâtre de l'Odéon και επέστρεψε στην Comédie Francaise. Μία από τις εντυπωσιακότερες επιτυχίες της εκεί ήταν ο ομώνυμος ρόλος στο έργο του Βολταίρου Ζαΐρα το 1874. Ταξίδεψε ακόμη και στην Κούβα και έπαιξε στο θέατρο Σάουτο στο Ματάνσας της Κούβας το 1887. Δίδαξε την τέχνη της υποκριτικής σε πολλές νέες γυναίκες, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η ηθοποιός και εταίρα Λιάν ντε Πουζύ (Liane de Pougy).
Η Μπερνάρ είχε σχέση με τον Βέλγο ευγενή Ερρίκο πρίγκιπα του Λιν, με τον οποίο απόκτησε το μοναδικό της παιδί, τον Μορίς Μπερνάρ, το 1864. Τελικά αυτός την άφησε, για να παντρευτεί μια Πολωνή πριγκίπισσα.
Στους στενότερους φίλους της περιλαμβάνονταν οι καλλιτέχνες Γκουστάβ Ντορέ (Gustave Doré) και Ζωρζ Κλαρέν (Georges Clarin) και οι ηθοποιοί Μουνέ-Συγί (Mounet-Sully) και Λου Τέλεγκεν (Lou Tellegen), όπως επίσης και ο διάσημος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ. Ο ζωγράφος Άλφονς Μούχα την είχε ως μοντέλο σε πολλά αρ νουβό έργα του. Η φιλία της με τη Λουίζ Αμπεμά (Louise Abbéma, 1853–1927), Γαλλίδα ιμπρεσιονίστρια ζωγράφο, περίπου εννέα χρόνια νεότερή της, ήταν τόσο στενή και φλογερή, ώστε σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν οι δύο γυναίκες ήταν ερωτικό ζευγάρι. Το 1990, ένας πίνακας της Αμπεμά, ο οποίος απεικόνιζε τις δύο γυναίκες σε βαρκάδα μέσα στη λίμνη του δάσους της Βουλώνης, δωρήθηκε στην Κομεντί Φρανσαίζ. Η συνοδευτική επιστολή δήλωνε ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε από τη Λουίζ Αμπεμά, την επέτειο μέρα του ερωτικού δεσμού τους.[17]
Το 1879, λέγεται ότι η Μπερνάρ ήταν μία από τις πολυπληθείς ερωμένες του διαδόχου του βρετανικού θρόνου Πρίγκιπα της Ουαλίας, ο οποίος αργότερα έγινε ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ' του Ηνωμένου Βασιλείου.[18] Το 1882 παντρεύτηκε στο Λονδίνο τον Έλληνα ηθοποιό Αριστείδη Δαμαλά, γνωστό στη Γαλλία με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο Ζακ Δαμαλά (Jacques Damala), όμως ο γάμος, ο οποίος νομικώς ίσχυε έως τον θάνατο του Δαμαλά το 1889 σε ηλικία 34 ετών, γρήγορα κατέρρευσε, κυρίως εξαιτίας της εξάρτησής του από τη μορφίνη.
Η Σάρα Μπερνάρ κάποτε είχε δηλώσει: "Εγώ να προσεύχομαι; Ποτέ! Είμαι αθεΐστρια.[19] Παρ' όλα αυτά, βαπτίστηκε Καθολική, και δέχτηκε τις τελευταίες τελετουργίες λίγο πριν πεθάνει.[20]
Η Μπερνάρ ήταν μία από τις πρωτοπόρους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση ως Άμλετ στη διάρκειας δύο λεπτών ταινία Η μονομαχία του Άμλετ (Le Duel d'Hamlet) το 1900. Στην πραγματικότητα η ταινία δεν στερούνταν ήχου, καθώς ο ήχος των σπαθιών είχε προεγγραφεί σε φωνογραφικό κύλινδρο (που έχει πλέον χαθεί), ο οποίος παιζόταν ταυτόχρονα με την προβολή της ταινίας. [21][22] Η Σάρα Μπερνάρ πρωταγωνίστησε σε δέκα ακόμη ταινίες, δύο από τις οποίες ήταν βιογραφικού περιεχομένου.
Το 1905, κατά τη διάρκεια της παράστασης της Τόσκα (La Tosca) του Βικτοριέν Σαρντού (Victorien Sardou) στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η Μπερνάρ τραυματίστηκε στο δεξιό γόνατο όταν έπεσε κάτω από το παραπέτο της σκηνής στην τελευταία σκηνή του έργου. Το πόδι της ποτέ δεν θεραπεύτηκε πλήρως. Ως το 1915 η γάγγραινα είχε προχωρήσει τόσο που χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί ολόκληρο το δεξί της πόδι, καθηλώνοντάς την για αρκετούς μήνες σε αναπηρική πολυθρόνα. Σύμφωνα με φήμες αρνήθηκε προσφορά 10.000 δολαρίων ΗΠΑ που της έκανε ένας άνθρωπος του θεάματος, για να εκθέτει το ακρωτηριασμένο της πόδι ως ιατρικό αξιοπερίεργο (συνήθως η προσφορά αποδίδεται στον Φινέα Μπάρνουμ (P.T. Barnum), αυτός, όμως, ήταν ήδη νεκρός από το 1891). Παρ' όλα αυτά, συνέχισε την καριέρα της, και αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται, χωρίς τη χρήση ξύλινου τεχνητού μέλους (δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μία φορά, αλλά δεν της άρεσε). Πραγματοποίησε μια επιτυχημένη περιοδεία στην Αμερική το 1915, και με την επάνοδό της στη Γαλλία έπαιξε σχεδόν χωρίς διακοπή σε δικές της παραγωγές μέχρι τον θάνατό της. Στις τελευταίες της επιτυχίες συγκαταλέγονται οι Δανιήλ (Daniel, 1920), Η Δόξα (La Gloire, 1921) και Régine Armand (1922). Η σωματική της κατάσταση την υποχρέωνε σε σχεδόν πλήρη ακινησία πάνω στη σκηνή, όμως η γοητεία της φωνής της, η οποία είχε αλλάξει λίγο λόγω ηλικίας, εξασφάλισε τους θριάμβους της.[23] Η Σάρα Μπερνάρ έχει ένα αστέρι στη λεωφόρο Walk of Fame του Χόλυγουντ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.