From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου ήταν η ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο που διήρκεσε από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Ιουνίου 1999. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν οι δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (τότε περιλάμβανε το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), που έλεγχε το Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο, και της αλβανικής παραστρατιωτικής οργάνωσης γνωστής ως Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK), με αεροπορική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ από τις 24 Μαρτίου 1999 και χερσαία από τον Αλβανικό Στρατό.[57]
Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου | |||
---|---|---|---|
Χρονολογία | 1 Μαρτίου 1998 – 11 Ιουνίου 1999[1] | ||
Τόπος | Κοσσυφοπέδιο (τότε τμήμα της Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας) Αλβανία (σύμφωνα με τους Αλβανούς και τον ΟΑΣΕ)[2][3] | ||
Αίτια | 1998-99: Αποσχιστικός πόλεμος του UCK 1999: Αποτυχία των συνομιλιών του Ραμπουγιέ[4] | ||
Έκβαση | Συνθήκη του Κουμάνοβο
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
Απολογισμός | |||
| |||
/ 489–528 πολίτες από τους βομβαρδισμούς του NATO στη Γιουγκοσλαβία (σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίων Δικαιωμάτων)[45]
Στο Κόσοβο: |
Ο Ου Τσε Κα (UCK), που είχε δημιουργηθεί το 1991,[58] τον Ιούνιο του 1996 ανέλαβε την ευθύνη για μια σειρά επιθέσεων και σαμποτάζ με στόχους αστυνομικούς σταθμούς στο Κοσσυφοπέδιο. Το 1997, κατά τη διάρκεια της αλβανικής εξέγερσης, η οργάνωση απέκτησε μεγάλο αριθμό όπλων, μέσω λαθραίας μεταφοράς τους από την Αλβανία και κλοπής από αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικά φυλάκια. Το 1998 ο UCK επιτέθηκε στις γιουγκοσλαβικές Αρχές στο Κόσοβο, με αποτέλεσμα την αυξημένη παρουσία Σέρβων παραστρατιωτικών και τακτικών δυνάμεων, που ξεκίνησαν μια εκστρατεία τιμωρίας των συμπαθούντων τον UCK και των πολιτικών τους αντιπάλων, με αποτέλεσμα το θάνατο 1.500 με 2.000 πολιτών και μαχητών του UCK.[59][60] Μετά την αποτυχία εξεύρεσης διπλωματικών λύσης το ΝΑΤΟ παρενέβη, δικαιολογώντας την εκστρατεία στο Κόσοβο ως «ανθρωπιστικό πόλεμο».[61] Αυτό οδήγησε στη μαζική απέλαση Αλβανών Κοσοβάρων, ενώ οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν να μάχονται τη στιγμή που το ΝΑΤΟ προχωρούσε σε βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας (Μάρτιος-Ιούνιος 1999).[62][63] Μέχρι το 2000 οι έρευνες είχαν αποκαλύψει τις σωρούς 3.000 θυμάτων διαφόρων εθνικοτήτων[64] και το 2001 το Ανώτατο Δικαστήριο του ΟΗΕ για το Κόσοβο απεφάνθη ότι «έλαβε χώρα μια συστηματική εκστρατεία τρόμου, με δολοφονίες, βιασμούς, εμπρησμούς και πολλές κακομεταχειρίσεις», παρότι σύμφωνα με άλλες απόψεις ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός προσπάθησε να απομακρύνει παρά να εξοντώσει τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου.[65]
Ο πόλεμος έληξε με τη συνθήκη του Κουμάνοβο, με τις γιουγκοσλαβικές δυνάμεις να συμφωνούν να αποχωρήσουν από το Κοσσυφοπέδιο, ώστε τη θέση τους να πάρουν διεθνείς δυνάμεις.[66][67] Ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου διαλύθηκε σύντομα μετά από αυτό και μερικά μέλη του συνέχισαν να μάχονται για τον UCPMB ("Ου Τσε Πε Εμ Μπε", Απελευθερωτικός Στρατός του Πρέσεβο, Μεντβέντζα και Μπουγιάνοβατς) στην κοιλάδα του Πρέσεβο,[68] ενώ άλλα εντάχθηκαν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό και τον Αλβανικό Εθνικό Στρατό κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης στην πΓΔΜ το 2001,[69] ενώ άλλοι σχημάτισαν το Σώμα της Αστυνομίας του Κοσόβου.[70] Το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία το 2008.
Διαχρονικά οι βομβαρδισμοί από το ΝΑΤΟ παραμένουν αμφιλεγόμενοι, καθώς δεν εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και οδήγησαν στο θάνατο τουλάχιστον 488 Γιουγκοσλάβων πολιτών,[71] ανάμεσα στους οποίους ήταν και Κοσοβάροι πρόσφυγες.[72][73]
Η σύγχρονη αλβανοσερβική σύγκρουση έχει τις ρίζες της στην εκδίωξη των Αλβανών το 1877-1878 από τις περιοχές που ενσωματώθηκαν στο Πριγκιπάτο της Σερβίας[74] [75] Οι εντάσεις μεταξύ της σερβικής και της αλβανικής κοινότητας στο Κοσσυφοπέδιο σιγόβραζαν καθ 'όλο τον 20ό αιώνα και κατά καιρούς εκδηλώνονταν με μεγάλη βιαιότητα, ιδιαίτερα κατά τον Α΄ Βαλκανικό (1912–13), τον Α 'Παγκόσμιο (1914-18) και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Μετά το 1945 η σοσιαλιστική κυβέρνηση υπό το Γιόσιπ Μπροζ Τίτο κατέστειλε συστηματικά όλες τις εκδηλώσεις εθνικισμού σε όλη τη Γιουγκοσλαβία, επιδιώκοντας να διασφαλίσει ότι καμία δημοκρατία ή εθνικότητα δεν θα αποκτούσε κυριαρχία επί των άλλων. Ειδικότερα ο Τίτο αδυνάτισε την ισχύ της Σερβίας - της μεγαλύτερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας - με την ίδρυση αυτόνομων κυβερνήσεων στις Σερβικές επαρχίες της Βοϊβοντίνας στα βόρεια και του Κοσσυφοπέδιου και Μετόχια στο νότο. Τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου δεν συνέπιπταν ακριβώς με τις περιοχές εγκατάστασης των Αλβανών στη Γιουγκοσλαβία (σημαντικός αριθμός τους παρέμεινε στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο Μαυροβούνιο και στη Σερβία. Η επίσημη αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου, που καθιερώθηκε με το σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας του 1945, σήμανε αρχικά σχετικά λίγη στην πράξη. Η μυστική αστυνομία (UDBA) κατέφερε σκληρά πλήγματα στους εθνικιστές. Το 1956 πολλοί Αλβανοί προσήχθησαν σε δίκη στο Κοσσυφοπέδιο με κατηγορίες για κατασκοπεία και ανατροπή. Η απειλή της απόσχισης ήταν στην πραγματικότητα ελάχιστη, καθώς οι λίγες μυστικές ομάδες που είχαν στόχο την ένωση με την Αλβανία είχαν μικρή πολιτική σημασία. Ωστόσο οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους έγιναν ουσιαστικές, καθώς ορισμένες - ιδιαίτερα το Επαναστατικό Κίνημα για την Αλβανική Ενότητα, που ιδρύθηκε από τον Αντέμ Ντεμάτσι] - θα αποτελούσαν τελικά τον πολιτικό πυρήνα του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου (που ιδρύθηκε το 1990). Ο ίδιος ο Ντεμάτσι φυλακίστηκε το 1964 μαζί με πολλούς από τους οπαδούς του. Η Γιουγκοσλαβία πέρασε περίοδο οικονομικής και πολιτικής κρίσης το 1969, καθώς ένα τεράστιο κυβερνητικό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης διεύρυνε το χάσμα μεταξύ του πλούσιου βορρά και του φτωχού νότου της χώρας.
Οι φοιτητικές διαδηλώσεις και οι ταραχές στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1968 εξαπλώθηκαν στο Κοσσυφοπέδιο το Νοέμβριο, αλλά οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις ασφαλείας τις κατέστειλαν. Ο Τίτο παραδέχτηκε ορισμένα από τα αιτήματα των φοιτητών -ιδιαίτερα δικαιώματα εκπροσώπησης για τους Αλβανούς τόσο στα σερβικά όσο και τα γιουγκοσλαβικά κρατικά όργανα και ευρύτερη αναγνώριση της Αλβανικής γλώσσας. Το 1970 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Πρίστινα 1970 ως ανεξάρτητο ίδρυμα, θέτοντας τέρμα σε μια μακρά περίοδο που αποτελούσε παράρτημα του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Η έλλειψη εκπαιδευτικού υλικού στην αλβανική γλώσσα στη Γιουγκοσλαβία δυσχέραινε την αλβανική εκπαίδευση στο Κοσσυφοπέδιο, έτσι συνήφθη συμφωνία με την ίδια την Αλβανία για την προμήθεια σχολικών βιβλίων.
Το 1969 η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε εντολή στον κλήρο της να συγκεντρώσει στοιχεία για τα συνεχιζόμενα προβλήματα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, επιδιώκοντας να πιέσει την κυβέρνηση στο Βελιγράδι να κάνει περισσότερα για να προστατεύσει τα συμφέροντα των εκεί Σέρβων .
Το 1974 το πολιτικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου αναβαθμίστηκε περαιτέρω όταν ένα νέο γιουγκοσλαβικό σύνταγμα χορήγησε ένα διευρυμένο σύνολο πολιτικών δικαιωμάτων. Μαζί με τη Βοϊβοντίνα, το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε επαρχία και απέκτησε πολλές από τις εξουσίες μιας πλήρους δημοκρατίας: έδρα στην ομοσπονδιακή προεδρία και δική του συνέλευση, αστυνομία και κεντρική τράπεζα[76].
Η εξουσία στην επαρχία εξακολουθούσε να ανήκει από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά τώρα μεταβιβάστηκε κυρίως στους Αλβανούς κομμουνιστές. Ο θάνατος του Τίτο στις 4 Μαΐου 1980 εγκαινίασε μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας, επιδεινούμενη από την αυξανόμενη οικονομική κρίση και την εθνικιστική αναταραχή. Το πρώτο μεγάλο ξέσπασμα σημειώθηκε στην πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου, την Πρίστινα, όταν μια διαμαρτυρία των φοιτητών του πανεπιστημίου της πόλης για τις μεγάλες ουρές στο κυλικείο του πανεπιστημίου γρήγορα κλιμακώθηκε και στα τέλη Μαρτίου και στις αρχές Απριλίου του 1981 εξαπλώθηκε σε όλο το Κοσσυφοπέδιο, προκαλώντας μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις. Οι ταραχές κατεστάλησαν από την Προεδρία της Γιουγκοσλαβίας, που κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στέλνοντας αστυνομικές δυνάμεις και στρατό, με αποτέλεσμα πολλά θύματα.
Οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές εφάρμοζαν σκληρή καταστολή του εθνικισμού κάθε είδους. Το Κοσσυφοπέδιο βίωσε έντονη παρουσία της μυστικής αστυνομίας στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίες του '80, που κατέστελλε ανηλεώς κάθε μη εγκεκριμένη εθνικιστική εκδήλωση, τόσο αλβανική όσο και σερβική. Σύμφωνα με μια αναφορά του Μαρκ Τόμπσον περισσότεροι από 580.000 κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν, φυλακίστηκαν ή επιπλήχθηκαν. Χιλιάδες από αυτούς έχασαν τη δουλειά τους ή εκδιώχθηκαν από τα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ένταση μεταξύ της Αλβανικής και της Σερβικής κοινότητας εξακολούθησε να κλιμακώνεται.
Το Φεβρουάριο του 1982 μια ομάδα ιερέων από τη Σερβία ζήτησε από τους επισκόπους τους να ρωτήσουν «για ποιο λόγο η Σερβική Εκκλησία σιωπά» και γιατί δεν έκανε καμπάνια ενάντια στην «καταστροφή, εμπρησμό και και τη σύληση των ιερών προσκυνημάτων του Κοσσυφοπεδίου». Αυτές οι ανησυχίες προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Βελιγραδίου. Ιστορίες εμφανίζονταν από καιρό σε καιρό στα μέσα ενημέρωσης του Βελιγραδίου υποστηρίζοντας ότι οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι διώκονταν. Υπήρξε η εντύπωση μεταξύ των Σέρβων εθνικιστών ότι οι Σέρβοι εκδιώκονταν από το Κοσσυφοπέδιο.
Εκτός από όλα αυτά η επιδείνωση της οικονομίας του Κοσσυφοπεδίου κατέστησε την επαρχία μια κακή επιλογή για τους Σέρβους που αναζητούσαν εργασία. Οι Αλβανοί, καθώς και οι Σέρβοι, έτειναν να προτιμούν τους συμπατριώτες τους κατά την πρόσληψη νέων υπαλλήλων, αλλά ο αριθμός των θέσεων εργασίας ήταν πολύ μικρός για τον πληθυσμό. Το Κοσσυφοπέδιο ήταν η φτωχότερη περιοχή της Γιουγκοσλαβίας: το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 795 δολάρια, σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο των 2.635 δολαρίων.
Το 1981 αναφέρθηκε ότι περίπου 4.000 Σέρβοι μετακόμισαν από το Κοσσυφοπέδιο στην κεντρική Σερβία μετά τις ταραχές των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου το Μάρτιο, που είχαν ως αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους Σέρβων και τη βεβήλωση Σερβικών Ορθόδοξων εκκλησιών, μοναστηριών και νεκροταφείων [77]. Η Σερβία αντέδρασε με ένα σχέδιο για τη μείωση της εξουσίας των Αλβανών στην επαρχία και μια προπαγανδιστική εκστρατεία που υποστήριζε ότι οι Σέρβοι απομακρύνθηκαν από την επαρχία κυρίως λόγω του αυξανόμενο αλβανικού πληθυσμού και όχι της κακής κατάστασης της οικονομίας [78]. 33 εθνικιστικοί σχηματισμοί διαλύθηκαν από τη Γιουγκοσλαβική αστυνομία, που καταδίκασε περίπου 280 άτομα (σε 800 επέβαλε πρόστιμα και 100 ανέκρινε) και κατάσχεσε κρυμμένα όπλα και προπαγανδιστικό υλικό[79].
Το 1987 ο Ντέιβιντ Μπάιντερ έγραψε στην εφημερίδα The New York Times για τις αυξανόμενες εθνοτικές εντάσεις στη Γιουγκοσλαβία και την άνοδο του εθνικισμού μεταξύ των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και αναφέρθηκε στη σφαγή στο Πάρατσιν, όπου ένας αλβανικής καταγωγής στρατιώτης του JNA σκότωσε τέσσερις συναδέλφους του στρατιώτες. Ο Μπάιντερ επίσης - γράφοντας για τη μόλις προηγουμένως απομάκρυνση από το Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς του Ντράγκισα Πάβλοβιτς από επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης του Βελιγραδίου- ανέφερε ότι «ο κ. Μιλόσεβιτς κατηγόρησε τον κ. Πάβλοβιτς ότι ήταν κατευναστικός, ήπιος προς τους Αλβανούς ριζοσπάστες» και ότι «ο κ. Μιλόσεβιτς και ο οι υποστηρικτές του φαίνεται να βασίζουν τη σταδιοδρομία τους σε μια στρατηγική αντιπαράθεσης με τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου ». Το άρθρο αναφέρει τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Ναύαρχο Μπράνκο Μάμουλα, που ισχυρίστηκε ότι "από το 1981 ως το 1987, 216 παράνομες αλβανικές οργανώσεις με 1.435 μέλη ανακαλύφθηκαν στον JNA". Ο Μάμουλα είχε επίσης πει ότι οι εθνικιστές Αλβανοί ανατρεπτικοί προετοιμάζονταν για "δολοφονίες αξιωματικών και στρατιωτών, δηλητηρίαση τροφίμων και νερού, δολιοφθορές, επιθέσεις σε οπλοστάσια και κλοπές όπλων και πυρομαχικών, λιποταξίες και πρόκληση σοβαρών εθνικιστικών επεισοδίων σε στρατιωτικές μονάδες".[80]
Στο Κοσσυφοπέδιο μια ολοένα και πιο δηλητηριώδης ατμόσφαιρα μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών οδήγησε στην εξάπλωση ανεξέλεγκτων διαδόσεων και στη δυσανάλογη διόγκωση,υπό άλλες συνθήκες, ασήμαντων περιστατικών. Σε αυτό το τεταμένο πλαίσιο η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών (САНУ) διενήργησε έρευνα για τους Σέρβους που είχαν εγκαταλείψει το Κοσσυφοπέδιο το 1985 και το 1986, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας σημαντικός αριθμός του είχε φύγει υπό την πίεση των Αλβανών[81]
Το λεγόμενο Μνημόνιο САНУ, που διέρρευσε το Σεπτέμβριο του 1986, ήταν ένα σχέδιο εγγράφου που εστίαζε στις πολιτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Σέρβοι στη Γιουγκοσλαβία, καταδεικνύοντας τον εσκεμμένο εκ μέρους του Τίτο περιορισμό της εξουσίας της Σερβίας και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Σέρβοι έξω από τη Σερβία. Έδινε ιδιαίτερη προσοχή στο Κοσσυφοπέδιο, υποστηρίζοντας ότι οι Σέρβοι του Κοσσυφοπεδίου υποβάλλονταν σε "σωματική, πολιτική, νομική και πολιτιστική γενοκτονία" σε έναν "ανοιχτό και πλήρη πόλεμο" που διεξαγόταν από την άνοιξη του 1981. Ισχυριζόταν ότι το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου το 1986 ήταν για τους Σέρβους η χειρότερη ιστορική ήττα μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς το 1804, θεωρώντας την έτσι μεγαλύτερη από καταστροφές όπως οι κατοχές των Παγκοσμίων Πολέμων. Οι συντάκτες του Μνημονίου ισχυρίζονταν ότι 200.000 Σέρβοι είχαν απομακρυνθεί από την επαρχία τα προηγούμενα 20 χρόνια και προειδοποιούσαν ότι σύντομα δεν θα μείνει κανένας "εκτός κι αν τα πράγματα αλλάξουν ριζικά". Η λύση, σύμφωνα με το Μνημόνιο, ήταν «η καθιέρωση πραγματικής ασφάλειας και σαφούς ισότητας για όλους τους λαούς που ζουν στο Κοσσυφοπέδιο και τη Μετόχια» και «η δημιουργία αντικειμενικών και σταθερών προϋποθέσεων για την επιστροφή του εκδιωγμένου Σερβικού έθνους. " Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι "η Σερβία δεν πρέπει να είναι παθητική και να περιμένει και να δεί τι θα πουν οι άλλοι, όπως τόσο συχνά είχε κάνει στο παρελθόν". Το Μνημόνιο САНУ προκάλεσε διχαστικές αντιδράσεις: οι Αλβανοί το είδαν ως έκκληση για σερβική υπεροχή σε τοπικό επίπεδο, ισχυριζόμενοι ότι οι Σέρβοι μετανάστες είχαν εγκαταλείψει το Κοσσυφοπέδιο για οικονομικούς λόγους, ενώ οι Σλοβένοι και οι Κροάτες είδαν απειλή στην έκκληση για μια πιο σθεναρή Σερβία. Οι Σέρβοι ήταν διαιρεμένοι: πολλοί το καλωσόρισαν, ενώ οι Κομμουνιστές της παλιάς φρουρός επιτέθηκαν έντονα στο μήνυμά του. Ένας από εκείνους που το καταδίκασαν ήταν ο αξιωματούχος του Σερβικού Κομμουνιστικού Κόμματος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Το Νοέμβριο του 1988 συνελήφθη ο επικεφαλής της επαρχιακής επιτροπής του Κοσσυφοπεδίου. Το Μάρτιο του 1989 ο Μιλόσεβιτς ανακοίνωσε μια «αντιγραφειοκρατική επανάσταση» στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βοϊβοντίνα, περιορίζοντας την αυτονομία τους και επιβάλλοντας απαγόρευση της κυκλοφορίας και κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο Κοσσυφοπέδιο λόγω βίαιων διαδηλώσεων, με αποτέλεσμα 24 θανάτους (συμπεριλαμβανομένων δύο αστυνομικών). Ο Μιλόσεβιτς και η κυβέρνησή του ισχυρίστηκαν ότι οι συνταγματικές αλλαγές ήταν απαραίτητες για την προστασία των υπόλοιπων Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου από τις πιέσεις από την Αλβανική πλειοψηφία.
Στις 17 Νοεμβρίου 1988 ο Κάκουσα Γιασάρι και ο Αζέμ Βλάσι αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την ηγεσία της Ενωσης Κομμουνιστών του Κοσσυφοπεδίου.[82] [83] [84] Στις αρχές του 1989 η Σερβική Συνέλευση πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της Σερβίας, που θα αφαιρούσαν τη λέξη "Σοσιαλιστική" από τον τίτλο της Δημοκρατίας της Σερβίας, θα καθιέρωναν πολυκομματικές εκλογές, θα καταργούσαν την ανεξαρτησία των θεσμών των αυτόνομων επαρχιών, όπως το Κοσσυφοπέδιο, και θα μετονόμαζαν το Κοσσυφοπέδιο σε Αυτόνομη Επαρχία του Κοσσυφοπεδίου και Μετοχίων.[85] [86] Το Φεβρουάριο του 1989 οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου διαδήλωσαν μαζικά ενάντια στην πρόταση, με την ενθάρρυνση των απεργούντων ανθρακωρύχων.[84] Οι Σέρβοι στο Βελιγράδι διαμαρτυρήθηκαν για τις αποσχιστικές επιδιώξεις των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.[87] Στις 3 Μαρτίου 1989 η Προεδρία της Γιουγκοσλαβίας επέβαλε ειδικά μέτρα αναθέτοντας την ευθύνη για τη δημόσια ασφάλεια στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση Klip & Sluiter, p. 13. Στις 23 Μαρτίου η συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου ψήφισε την αποδοχή των προτεινόμενων τροποποιήσεων, παρόλο που οι περισσότεροι Αλβανοί αντιπρόσωποι απείχαν[88]. Στις αρχές του 1990 οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου διεξήγαγαν μαζικές διαδηλώσεις εναντίον των ειδικών μέτρων, που ανακλήθηκαν στις 18 Απριλίου 1990 και ανατέθηκε εκ νέου στη Σερβία η ευθύνη για τη δημόσια ασφάλεια.[88][89]
Στις 8 Μαΐου 1989 ο Μιλόσεβιτς έγινε Πρόεδρος της Προεδρίας της Σερβίας, εκλογή που επικυρώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου [88]. Στις 22 Ιανουαρίου 1990 το 14ο συνέδριο της Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας κατάργησε τη θέση του κόμματος ως του μόνου νόμιμου πολιτικού κόμματος στη Γιουγκοσλαβία [90]. Τον Ιανουάριο του 1990 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προωθήσει τη δημιουργία ενός πολυκομματικού συστήματος[90].
Στις 26 Ιουνίου 1990 οι Σερβικές αρχές έκλεισαν τη Συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου, επικαλούμενες ειδικές περιστάσεις[91]. Την 1η ή 2 Ιουλίου 1990 η Σερβία ενέκρινε τις νέες τροποποιήσεις του Συντάγματος της Σερβίας σε δημοψήφισμα.[92][93] Επίσης, στις 2 Ιουλίου, 114 Αλβανοί αντιπρόσωποι της 180μελής Συνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου κήρυξαν το Κοσσυφοπέδιο ανεξάρτητη δημοκρατία εντός της Γιουγκοσλαβίας[91] .[94] Στις 5 Ιουλίου η Συνέλευση της Σερβίας διέλυσε τη Συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου.[88][95] Η Σερβία διέλυσε επίσης το επαρχιακό εκτελεστικό συμβούλιο και ανέλαβε τον πλήρη και άμεσο έλεγχο της επαρχίας[96]. Η Σερβία ανέλαβε τη διοίκηση των κυριότερων αλβανόφωνων μέσων ενημέρωσης του Κοσσυφοπεδίου, σταματώντας τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές στην αλβανική γλώσσα [97]. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1990 οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου πραγματοποίησαν γενική 24ωρη απεργία, ουσιαστικά παραλύοντας την επαρχία[97].
Στις 16 ή 17 Ιουλίου 1990 η Ένωση Κομμουνιστών της Σερβίας συγχωνεύθηκε με τη Σοσιαλιστική Συμμαχία του Εργαζόμενου Λαού της Σερβίας για να αποτελέσουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας και ο Μιλόσεβιτς έγινε ο πρώτος πρόεδρός της.[98] Στις 8 Αυγούστου 1990 υιοθετήθηκαν αρκετές τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΣΟΔΓ), καθιερώνοντας πολυκομματικό εκλογικό σύστημα[93].
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1990 δημοσιεύθηκε το Σύνταγμα της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου από την καταργημένη Συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου[93]. Ο Μιλόσεβιτς αντέδρασε διατάσσοντας τη σύλληψη των βουλευτών της καταργημένης Συνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου [97]. Το νέο αμφιλεγόμενο Σύνταγμα της Σερβίας δημοσιεύθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1990.[86] Διεξήχθησαν πολυκομματικές εκλογές στη Σερβία στις 9 και 26 Δεκεμβρίου 1990, μετά τις οποίες ο Μιλόσεβιτς έγινε Πρόεδρος της Σερβίας[94]. Το Σεπτέμβριο του 1991 οι Κοσοβάροι Αλβανοί πραγματοποίησαν ανεπίσημο δημοψήφισμα στο οποίο ψήφισαν συντριπτικά υπέρ της ανεξαρτησίας[99] και στις 24 Μαΐου 1992 ανεπίσημες εκλογές για συνέλευση και πρόεδρο της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου[94].
Στις 5 Αυγούστου 1991 η Σερβική Συνέλευση έκλεισε την εφημερίδα της Πρίστινας Rilindja[97][98], σύμφωνα με το Νόμο περί Δημόσιας Πληροφόρησης της 29ης Μαρτίου 1991 και ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Panorama στις 6 Νοεμβρίου, που ενσωμάτωσε τη Rilindja, που κηρύχθηκε αντισυνταγματική από τις ομοσπονδιακές αρχές.[100] Ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών Ταντέους Μαζοβιέτσκι ανέφερε στις 26 Φεβρουαρίου 1993 ότι η αστυνομία είχε εντείνει την καταστολή του αλβανικού πληθυσμού από το 1990, μεταξύ άλλων στερώντας τον από τα βασικά του δικαιώματα, καταστρέφοντας το σύστημα εκπαίδευσής του και απολύοντας για πολιτικούς λόγους πολλούς δημοσίους υπαλλήλους.
Ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κοσσυφοπεδίου, ακολούθησε μια πολιτική παθητικής αντίστασης που κατάφερε να διατηρήσει την ειρήνη στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια των προηγηθέντων πολέμων της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βοσνίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όπως αποδεικνύεται από την εμφάνιση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου (UÇK), αυτό προκάλεσε αυξανόμενη απογοήτευση μεταξύ του Αλβανικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου. Στα μέσα της δεκαετίας του '90 ο Ρουγκόβα έκανε έκκληση για μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για το Κοσσυφοπέδιο. Το 1997 ο Μιλόσεβιτς προήχθη στην προεδρία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (που περιλάμβανε τη Σερβία και το Μαυροβούνιο από την ίδρυσή της τον Απρίλιο του 1992).
Η συνεχιζόμενη καταστολή έπεισε πολλούς Αλβανούς ότι μόνο η ένοπλη αντίσταση θα άλλαζε την κατάσταση. Στις 22 Απριλίου 1996 πραγματοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τέσσερις επιθέσεις εναντίον του προσωπικού ασφαλείας της Σερβίας σε διάφορα μέρη του Κοσσυφοπεδίου. Ο UÇK, ένας μέχρι τώρα άγνωστος οργανισμός, ανέλαβε στη συνέχεια την ευθύνη. Η φύση του UÇK ήταν αρχικά μυστηριώδης. Φαινόταν αρχικά ότι μοναδικός στόχος του ήταν να σταματήσει την καταστολή από τις Γιουγκοσλαβικές αρχές.
Όπως δήλωσε ο Γιακούπ Κρασνίκι, εκπρόσωπος της ομάδας, ο UÇK συγκροτήθηκε από ορισμένα μέλη της Δημοκρατικής Συμμαχίας του Κοσσυφοπεδίου (LDK), ενός πολιτικού κόμματος υπό την ηγεσία του Ρουγκόβα [101]. Ο UÇK και η LDK συμμερίζονταν τον κοινό στόχο του τερματισμού της καταπίεσης από το Βελιγράδι και της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, αλλά ο UÇK ήταν αντίθετος στην «εσωτερική διοίκηση» του Κοσσυφοπεδίου από την LDK[101].
Οι στόχοι του UÇK περιλάμβαναν επίσης την ίδρυση μιας Μεγάλης Αλβανίας, ενός κράτους που θα εκτεινόταν στην πΓΔΜ, το Μαυροβούνιο και τη νότια Σερβία.[101][102] Τον Ιούλιο του 1998, σε μια συνέντευξη για το Der Spiegel, ο Γιακούπ Κρασνίκι ανακοίνωσε δημοσίως ότι στόχος του Ο UÇK ήταν η ενοποίηση όλων των περιοχών που κατοικούντο από Αλβανούς[102]. Ο Σουλεϊμάν Σελίμι, Γενικός Διοικητής του UÇK το 1998-1999, δήλωσε:[101]
Υπάρχει de facto αλβανικό έθνος. Η τραγωδία είναι ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο αποφάσισαν να χωρίσουν το έθνος αυτό μεταξύ αρκετών βαλκανικών κρατών. Τώρα αγωνιζόμαστε για την ενοποίηση του έθνους, για την απελευθέρωση όλων των Αλβανών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Μακεδονίας, του Μαυροβουνίου και άλλων περιοχών της Σερβίας. Δεν είμαστε μόνο στρατός απελευθέρωσης για το Κοσσυφοπέδιο.
Ενώ ο Ρουγκόβα υποσχέθηκε να προασπίσει τα μειονοτικά δικαιώματα των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, ο UÇK ήταν πολύ λιγότερο ανεκτικός. Ο Σελίμι δήλωσε ότι "οι Σέρβοι που έχουν βάψει τα χέρια τους στο αίμα θα πρέπει να εγκαταλείψουν το Κοσσυφοπέδιο" [101].
Πιστεύεται ευρέως ότι ο UÇK λάμβανε οικονομική και υλική υποστήριξη από τη διασπορά των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.[103] [104] Στις αρχές του 1997 η Αλβανία περιέπεσε σε χάος μετά την πτώση του Προέδρου Σαλί Μπερίσα. Οι αποθήκες στρατιωτικού υλικού λεηλατήθηκαν ατιμώρητα από εγκληματικές συμμορίες, με μεγάλο μέρος του υλικού να καταλήγει στο δυτικό Κοσσυφοπέδιο και να ενισχύσει το αναπτυσσόμενο οπλοστάσιο του UÇK. Ο Μπουγιάρ Μπουκόσι, σκιώδης εξόριστος Πρωθυπουργός (στη Ζυρίχη της Ελβετίας), δημιούργησε μια ομάδα ονόματι FARK (Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Κοσόβου), που φέρεται να διαλύθηκε και να απορροφήθηκε από τον UÇK το 1998. Η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση θεωρούσε τον UÇK «τρομοκράτες» και «αντάρτες» που έκαναν επιθέσεις αδιάκριτα στην αστυνομία και τους πολίτες, ενώ οι περισσότεροι Αλβανοί τον θεωρούσαν ως «μαχητές της ελευθερίας».
Το 1998 το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ χαρακτήρισε τον UÇK ως τρομοκρατική οργάνωση [104] και το 1999 η Ρεπουμπλικανική Επιτροπή Πολιτικής της Γερουσίας των ΗΠΑ εξέφρασε τις ανησυχίες της για την "ουσιαστική συμμαχία" της Δημοκρατικής κυβέρνησης του Κλίντον με τον UÇK λόγω "πολλών εκθέσεων από αξιόπιστες ανεπίσημες πηγές ".[105] Το 2004 ο Τζον Πίλγκερ υποστήριξε ότι για έξι χρόνια πριν από το 1998 ο UÇK θεωρείτο από τις ΗΠΑ ως τρομοκρατική ομάδα[106]. Στις αρχές του 1998 ο απεσταλμένος των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ αναφέρθηκε στον UÇK ως "τρομοκράτες"[107], απαντώντας σε κριτική, αργότερα διευκρίνισε στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων ότι «παρόλο που έχει διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες», «δεν έχει ταξινομηθεί νόμιμα» από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ ως τρομοκρατική οργάνωση ».[105] Τον Ιούνιο του 1998 διεξήγαγε συνομιλίες με δύο άνδρες που ισχυρίστηκαν ότι ήταν πολιτικοί ηγέτες του UCK[107] Το 2000 ένα ντοκιμαντέρ του BBC ονόματι Ηθικός Αγώνας - το ΝΑΤΟ στον Πόλεμο έδειξε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωκαν τώρα μια σχέση με την ομάδα.[108] Ενώ οι ΗΠΑ χαρακτήριζαν επίσημα τον UÇK ως τρομοκράτες, ο συγγραφέας Άλαστερ Μακένζι ισχυρίζεται ότι έλαβε εκπαίδευση από το στενότερο στους Αμερικανούς σύμμαχο του ΝΑΤΟ, το Ηνωμένο Βασίλειο, από το 1998 σε στρατόπεδο εκπαίδευσης στα βουνά πάνω από την πόλη Μπαϊράμ Κούρι της Βόρειας Αλβανίας.[109]
Εν τω μεταξύ οι ΗΠΑ διατηρούσαν ένα "εξωτερικό τείχος κυρώσεων" επί της Γιουγκοσλαβίας, συνδεδεμένο με σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου. Αυτές διατηρήθηκαν παρά τη Συμφωνία στο Ντέιτον για τερματισμό όλων των κυρώσεων. Η κυβέρνηση Κλίντον υποστήριξε ότι η συμφωνία δέσμευε τη Γιουγκοσλαβία να διεξαγάγει συζητήσεις με το Ρουγκόβα για το Κοσσυφοπέδιο.
Η κρίση κλιμακώθηκε το Δεκέμβριο του 1997 στη σύνοδο του Συμβουλίου Εφαρμογής της Συμφωνίας στη Βόννη, όπου η διεθνής κοινότητα (όπως οριζόταν στη Συμφωνία του Ντέιτον) συμφώνησε να παράσχει στον Ύπατο Εκπρόσωπο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη εκτεταμένες εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος απόλυσης εκλεγμένων ηγετών. Την ίδια στιγμή οι Δυτικοί διπλωμάτες επέμειναν να συζητηθεί το Κοσσυφοπέδιο και η Γιουγκοσλαβία να ανταποκριθεί στα εκεί αλβανικά αιτήματα . Η αντιπροσωπεία από τη Γιουγκοσλαβία αποχώρησε από τη σύνοδο σε ένδειξη διαμαρτυρίας[110] Ακολούθησε η επιστροφή της Ομάδας Επαφής, που επισκόπησε τις τελευταίες φάσεις της σύγκρουσης της Βοσνίας και δηλώσεις από Ευρωπαϊκές δυνάμεις που απαιτούσαν η Γιουγκοσλαβία να λύσει το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου.
Οι επιθέσεις του UÇK εντάθηκαν, με επίκεντρο την περιοχή της κοιλάδας της Ντρένιτσα, με κεντρικό σημείο το στρατόπεδο του Αντέμ Γιασάρι. Λίγες μέρες μετά ο Ρόμπερτ Γκέλμπαρντ περιέγραψε τον UÇK ως τρομοκρατική ομάδα, η αστυνομία της Σερβίας απάντησε στις επιθέσεις του UÇK στην περιοχή Λικόσανε και ακολούθησαν μερικές από τον UÇK στο Τσίρεζ, με αποτέλεσμα το θάνατο 16 Αλβανών μαχητών[111] και τεσσάρων Σέρβων αστυνομικών"[112] Στόχος του UÇK ήταν να συγχωνεύσει το προπύργιο της Ντρένιτσα με εκείνο στην κυρίως Αλβανία και αυτό διαμόρφωσε τις εχθροπραξίες των λίγων πρώτων μηνών.
Παρά κάποιες κατηγορίες για συνοπτικές εκτελέσεις και δολοφονίες αμάχων, η καταδίκη από τις Δυτικές πρωτεύουσες δεν ήταν τόσο σαφής όσο θα γινόταν αργότερα. Η Σερβική αστυνομία άρχισε να καταδιώκει το Γιασάρι και τους οπαδούς του στο χωριό Ντόνιε Πρέκαζε. Στις 5 Μαρτίου 1998 μια σφοδρή ανταλλαγή πυρών στο στρατόπεδο του Αντέμ Γιασάρι κατέληξε στη σφαγή 60 Αλβανών, εκ των οποίων 18 ήταν γυναίκες και 10 κάτω των δεκαέξι ετών [113]. Το γεγονός προκάλεσε την έντονη καταδίκη από τις δυτικές πρωτεύουσες. Η Μαντλίν Ολμπράιτ δήλωσε ότι "αυτή η κρίση δεν είναι εσωτερική υπόθεση της ΟΔΓ" [114].
Στις 24 Μαρτίου οι Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις περικύκλωσαν το χωριό Γκλότζιανε και επιτέθηκαν σε ένα στρατόπεδο ανταρτών εκεί [115]. Παρά την υπέρτερη δύναμη πυρός οι Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τη μονάδα του UÇK, που ήταν ο στόχος τους. Παρόλο που υπήρξαν θάνατοι και σοβαροί τραυματισμοί από την αλβανική πλευρά, η εξέγερση στο Γκλότζιανε κάθε άλλο παρά πατάχθηκε. Επρόκειτο στην πραγματικότητα να γίνει ένα από τα ισχυρότερα κέντρα αντίστασης στον επερχόμενο πόλεμο.
Τότε σχηματίσθηκε μια νέα Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας και το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ο πρόεδρος του υπερεθνικιστικού Ριζοσπαστικού Κόμματος Βόισλαβ Σέσελι έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Αυτό αύξησε τη δυσαρέσκεια προς τη χώρα μεταξύ των Δυτικών διπλωματών και εκπροσώπων.
Στις αρχές Απριλίου η Σερβία διοργάνωσε δημοψήφισμα για το ζήτημα της ξένης παρέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο. Οι Σέρβοι ψηφοφόροι απέρριψαν αποφασιστικά την ξένη παρέμβαση στην κρίση.[116] Εν τω μεταξύ ο UÇK διεκδίκησε μεγάλο μέρος της περιοχής μέσα και γύρω από το Ντέτσανι και δρούσε σε μια περιοχή με βάση το χωριό Γκλότζιανε. Στις 31 Μαΐου 1998 ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και η αστυνομία του Σερβικού Υπουργείου Εσωτερικών ξεκίνησαν μια επιχείρηση για να εκκαθαρίσει τα σύνορα από τον UÇK. Η απάντηση του ΝΑΤΟ σε αυτή την επίθεση ήταν η Επιχείρηση Αποφασισμένο Γεράκι, μια επίδειξη δύναμης του ΝΑΤΟ στα Γιουγκοσλαβικά σύνορα.[117]
Την περίοδο αυτής ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος Μιλόσεβιτς κατέληξε σε συμφωνία με το Μπορίς Γιέλτσιν της Ρωσίας να σταματήσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να προετοιμαστεί για συνομιλίες με τους Αλβανούς, που αρνούντο να συνομιλήσουν με τη σερβική πλευρά καθ 'όλη τη διάρκεια της κρίσης, αλλά θα μιλούσαν με τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα η μοναδική συνάντηση μεταξύ Μιλόσεβιτς και Ιμπραήμ Ρουγκόβα συνέβη στις 15 Μαΐου στο Βελιγράδι, δύο ημέρες μετά την ανακοίνωσή της από το Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Ο Χόλμπρουκ απειλούσε το Μιλόσεβιτς ότι αν δεν υπακούσει, «ότι έχει απομείνει από τη χώρα σας θα συντριβεί». Ένα μήνα αργότερα ο Χόλμπρουκ επισκέφτηκε τις παραμεθόριες περιοχές που επλήγησαν από τις μάχες στις αρχές Ιουνίου, όπου φωτογραφήθηκε επιδεικτικά με τον UÇK. Η δημοσίευση αυτών των εικόνων έστειλε ένα μήνυμα στον UÇK, στους υποστηρικτές του και στους συμπατριώτες του και στους παρατηρητές εν γένει, ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν αποφασιστικά τον UÇK και τον αλβανικό πληθυσμό στο Κοσσυφοπέδιο.
Η συμφωνία με το Γέλτσιν απαίτησε από το Μιλόσεβιτς να επιτρέψει σε διεθνείς εκπροσώπους να δημιουργήσουν αποστολή στο Κοσσυφοπέδιο για να παρακολουθήσουν την κατάσταση εκεί. Η Αποστολή Διπλωματικών Παρατηρητών του Κοσσυφοπεδίου (KDOM) άρχισε να λειτουργεί στις αρχές Ιουλίου 1998. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ χαιρέτισε αυτό το μέρος της συμφωνίας, αλλά κατήγγειλε την έκκληση της πρωτοβουλίας για αμοιβαία κατάπαυση πυρός. Αντίθετα,οι ΗΠΑ ζήτησαν από την πλευρά της Σερβίας-Γιουγκοσλαβίας κατάπαυση πυρός "χωρίς σύνδεση ... με διακοπή των τρομοκρατικών ενεργειών".
Ολο τον Ιούνιο και ως τα μέσα Ιουλίου ο UCK συνέχισε την προέλασή του. Τα στρατεύματα του UCK διείσδυσαν στη Σούβα Ρέκα και στα βορειοδυτικά της Πρίστινας. Κινήθηκαν για να καταλάβουν τα κοιτάσματα άνθρακα του Μπελάτσεβετς στα τέλη Ιουνίου, απειλώντας τον ενεργειακό εφοδιασμό της περιοχής. Η τακτική τους ως συνήθως εστιαζόταν κυρίως στον ανταρτοπόλεμο στα βουνά και σε παρενόχληση και επιθέσεις στις Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις και στις Σερβικές αστυνομικές περιπολίες.
Η κατάσταση μετεστράφη στα μέσα Ιουλίου, όταν ο UCK κατέλαβε το Οράχοβατς. Στις 17 Ιουλίου 1998 καταλήφθηκαν επίσης δύο γειτονικά χωριά, τα Ρετίμλιγε και Οπτέρουσα, ενώ λιγότερα οργανωμένα επεισόδια έλαβαν χώρα στο μεγαλύτερο, κατοικούμενο από Σέρβους, χωριό Βέλικα Χότσα. Το Ορθόδοξο μοναστήρι του Zότσιστε, που απέχει 5 χλμ. από το Οράχοβατς, ονομαστό για τα λείψανα των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού και σεβαστό και από τους ντόπιους Αλβανούς, ληστεύθηκε, οι μοναχοί του εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδο εγκλεισμού του UCK και η εκκλησία και όλα τα κτίριά του ισοπεδώθηκαν με εκρηκτικά. Αυτό οδήγησε σε σειρά σερβικών και γιουγκοσλαβικών επιθέσεων, που συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές Αυγούστου.
Μια νέα σειρά επιθέσεων του UCK στα μέσα Αυγούστου πυροδότησε επιχειρήσεις της Γιουγκοσλαβίας στο νοτιοκεντρικό Κοσσυφοπέδιο, νότια του δρόμου Πρίστινα-Πέτς. Αυτό συνέπεσε με την κατάληψη της Κλέτσκα στις 23 Αυγούστου και την ανακάλυψη ενός κρεματόριου του UCK, στο οποίο βρέθηκαν μερικά από τα θύματά του. Ο UCK ξεκίνησε μια επίθεση την 1η Σεπτεμβρίου γύρω από το Πρίζρεν, προκαλώντας στρατιωτική αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας. Στο Δυτικό Κοσσυφοπέδιο, γύρω από το Πέτς, μια άλλη επίθεση προκάλεσε κατακραυγή, καθώς ξένοι αξιωματούχοι εξέφρασαν φόβους ότι μια μεγάλη φάλαγγα εκτοπισμένων θα δεχόταν επίθεση.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, για πρώτη φορά, αναφέρθηκε δραστηριότητα του UCK στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο γύρω από το Ποντούγεβο. Τέλος στα τέλη του Σεπτεμβρίου καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για την εκκαθάριση του UCK από το βόρειο και το κεντρικό τμήμα του Κοσσυφοπεδίου και από την ίδια την κοιλάδα της Ντρένιτσα. Τότε υπήρξαν πολλές απειλές από τις Δυτικές πρωτεύουσες, αλλά αυτές μετριάστηκαν κάπως λόγω των εκλογών στη Βοσνία, καθώς δεν ήθελαν να κερδίσουν οι Σέρβοι Δημοκρατικοί και Ριζοσπάστες. Μετά τις εκλογές οι απειλές εντάθηκαν για άλλη μια φορά, αλλά χρειαζόταν ένα συνταρακτικό γεγονός, που προέκυψε στις 28 Σεπτεμβρίου, όταν έξω από το χωριό Γκόρνιε Ομπρινιε ανακαλύφθηκαν από την KDOM τα ακρωτηριασμένα σώματα μιας οικογένειας. Η αιματηρή εικόνα μιας παιδικής κούκλας και οι θρήνοι των εκτοπισθέντων προκάλεσε τη δράση της διεθνούς κοινότητας[118]
Το ηθικό αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τις Σερβικές δυνάμεις. Εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών κατέδειξαν ότι πολλοί στρατιώτες διαφωνούσαν με τις ενέργειες των συναδέλφων τους. Ένας διοικητής τεθωρακισμένων ανέφερε ότι "όλο τον καιρό που βρισκόμουν στο Κοσσυφοπέδιο, ποτέ δεν είδα ούτε ένα στρατιώτη του εχθρού και η μονάδα μου ούτε μια φορά δεν ενεπλάκη σε πυροβολισμούς με εχθρικούς στόχους. Τα τανκς, που κοστίζουν 2,5 εκατομμύρια δολάρια το ένα, χρησιμοποιήθηκαν για τη σφαγή Αλβανών παιδιών ... Ντρέπομαι "[119].
Όταν αποσύρθηκαν από το Κοσσυφοπέδιο μετά την παρέμβαση του ΝΑΤΟ οι Γιουγκοσλαβικές μονάδες εμφανίστηκαν ετοιμοπόλεμες με υψηλό ηθικό και με μεγάλα αποθέματα μη κατεστραμμένου εξοπλισμού.[120] Εβδομάδες πριν από το τέλος των εχθροπραξιών ο Ντέιβιντ Φρόμκιν σημείωσε ότι «φάνηκε πιθανό ότι η ενότητα του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να διαρραγεί πριν από το γιουγκοσλαβικό ηθικό.»[121] Η ανακοίνωση του Προέδρου Κλίντον ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναπτύξουν χερσαίες δύναμεις έδωσε τεράστια ώθηση στο ηθικό των Σέρβων.[122]
Στις 9 Ιουνίου 1998, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον κήρυξε μια «εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» λόγω της «ασυνήθιστης και έκτακτης απειλής για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών» που επιβλήθηκε από τη Γιουγκοσλαβία και τη Σερβία για τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου.[123]
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1998, ενεργώντας σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε το Ψήφισμα 1199. Αυτό εξέφραζε «σοβαρή ανησυχία» για τις αναφορές που έφτασαν στο Γενικό Γραμματέα ότι περισσότεροι από 230.000 άνθρωποι είχαν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους με υπερβολική και αδιάκριτη χρήση βίας από τις δυνάμεις ασφαλείας της Σερβίας και το Γιουγκοσλαβικό Στρατό »[124] ζητώντας από όλα τα κόμματα του Κοσσυφοπεδίου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας να παύσουν τις εχθροπραξίες και να διατηρήσουν την κατάπαυση του πυρός. Στις 24 Σεπτεμβρίου το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (NAC) του ΝΑΤΟ εξέδωσε μια «προειδοποίηση ενεργοποίησης», θέτοντας το ΝΑΤΟ σε αυξημένο επίπεδο στρατιωτικής ετοιμότητας τόσο για περιορισμένη αεροπορική επιλογή όσο και για κλιμακούμενη αεροπορική επίθεση στο Κοσσυφοπέδιο"[125] . Το άλλο σημαντικό ζήτημα για όσους δεν είδαν άλλη επιλογή παρά να στραφούν στη χρήση βίας ήταν οι υπολογιζόμενοι 250.000 εκτοπισμένοι Αλβανοί, εκ των οποίων 30.000 ήταν στα δάση, χωρίς ζεστό ρουχισμό ή καταφύγιο, με το χειμώνα επί θύραις.
Εν τω μεταξύ ο Αμερικανός Πρεσβευτής στην πΓΔΜ Κρίστοφερ Χιλ, ηγείται της εξ αποστάσεως διπλωματίας μεταξύ μιας αλβανικής αντιπροσωπείας υπό το Ρουγκόβα και των αρχών της Γιουγκοσλαβίας και της Σερβίας. Αυτές οι συναντήσεις διαμόρφωσαν το σχέδιο ειρήνης που θα συζητείτο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου προγραμματιζόμενης κατοχής του Κοσσυφοπεδίου από το ΝΑΤΟ. Σε διάστημα δύο εβδομάδων εντάθηκαν οι απειλές, με αποκορύφωμα την Εντολή Ενεργοποίησης του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ ήταν έτοιμο να ξεκινήσει αεροπορικές επιδρομές και ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ πήγε στο Βελιγράδι με την ελπίδα να καταλήξει σε συμφωνία με το Μιλόσεβιτς. Επισήμως η διεθνής κοινότητα απαίτησε τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Συγκεκριμένα απαίτησε να τερματίσει η Γιουγκοσλαβία τις επιθέσεις της εναντίον του UCK ενώ προσπαθούσε να πείσει τον UCK να εγκαταλείψει την προσπάθειά του για ανεξαρτησία. Πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες για να πεισθεί ο Μιλόσεβιτς να επιτρέψει στα στρατεύματα της ΝΑΤΟ να εισέλθουν στο Κοσσυφοπέδιο. Αυτό, υποστήριξαν, θα επέτρεπε να προχωρήσει η ειρηνευτική διαδικασία του Κρίστοφερ Χιλ και να επιτύχει μια ειρηνευτική συμφωνία.
Στις 13 Οκτωβρίου 1998 το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο εξέδωσε εντολές ενεργοποίησης για την πραγματοποίηση τόσο περιορισμένων αεροπορικών πληγμάτων όσο και κλιμακούμενης αεροπορικής επίθεσης στη Γιουγκοσλαβία, που θα άρχιζαν σε περίπου 96 ώρες"[126] . Στις 15 Οκτωβρίου υπογράφηκε η Συμφωνία Αποστολής Επαλήθευσης του Κοσσυφοπεδίου (KVM) του ΝΑΤΟ για την κατάπαυση του πυρός και η προθεσμία για την απόσυρση παρατάθηκε ως τις 27 Οκτωβρίου [127] [128] Αναφέρθηκαν δυσκολίες εφαρμογής της συμφωνίας , καθώς συνεχίζονταν οι συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και ανταρτών[129] . Η αποχώρηση της Σερβίας ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου 1998 ή περίπου και η επιχείρηση Μάτι του Αετού της KVM ξεκίνησε στις 30 Οκτωβρίου[127] [128]
Το KVM ήταν ένα μεγάλο βοηθητικό τμήμα άοπλων επιτηρητών της ειρήνης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) (επίσημα γνωστών ως επαληθευτών) που μεταφέρθηκαν στο Κοσσυφοπέδιο. Η ανεπάρκεια τους ήταν προφανής από την αρχή. Ονομάζονταν τα "πορτοκαλί ρολόγια" σε σχέση με τα έντονα χρωματιστά οχήματα τους. Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν το Δεκέμβριο του 1998, όταν και οι δύο πλευρές παραβίασαν την κατάπαυση του πυρός,[130] και αυτό το κύμα της βίας κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Ζβόνκο Μπόγιανιτς, Σέρβου δήμαρχου του Κόσοβο Πόλιε. Οι Γιουγκοσλαβικές αρχές απάντησαν ξεκινώντας μια επίθεση των μαχητών του UCK.[131]
Η φάση του πολέμου από τον Ιανουάριο ως το Μάρτιο του 1999 προκάλεσε αυξανόμενη ανασφάλεια στις αστικές περιοχές, περιλαμβάνοντας βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες. Τέτοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του Ραμπουγέ το Φεβρουάριο και καθώς η Συμφωνία Επαλήθευσης του Κοσσυφοπεδίου έληξε το Μάρτιο. Οι δολοφονίες στους δρόμους συνεχίστηκαν και αυξήθηκαν. Υπήρξαν ένοπλες συγκρούσεις, μεταξύ άλλων, στην περιοχή Βούτσιτρν το Φεβρουάριο και στη μέχρι τότε μη επηρεασθείσα περιοχή Κάτσανικ στις αρχές Μαρτίου.
Στις 15 Ιανουαρίου 1999 σημειώθηκε η σφαγή του Ράτσακ όταν "45 Κοσοβάροι Αλβανοί αγρότες συγκεντρώθηκαν, οδηγήθηκαν σε ένα λόφο και σφαγιάσθηκαν" [132] . Τα πτώματα ανακαλύφθηκαν από τους παρατηρητές του ΟΑΣΕ, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της αποστολής Ουλιλιαμ Ουόκερ, και ξένους ειδησεογραφικούς ανταποκριτές.Silverman, Jon (14 February 2002).[133] [134] Η Γιουγκοσλαβία αρνήθηκε τη σφαγή.[134] Η σφαγή του Ράτσακ ήταν το αποκορύφωμα των επιθέσεων του UCK και των γιουγκοσλαβικών αντιποίνων που είχαν συνεχιστεί καθ 'όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1998-1999. Το περιστατικό καταδικάστηκε αμέσως ως σφαγή από τις Δυτικές χώρες και από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και αργότερα αποτέλεσε τη βάση μιας από τις κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου εναντίον του Μιλόσεβιτς και των κορυφαίων αξιωματούχων του. Αυτή η σφαγή ήταν το σημείο καμπής του πολέμου. Το ΝΑΤΟ αποφάσισε ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να διευθετηθεί μόνο με την είσοδο μιας στρατιωτικής ειρηνευτικής δύναμης υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, προκειμένου να συγκρατήσει με τη βία οι δύο πλευρές. Η Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου, είχε βιώσει σοβαρές οδομαχίες και διχασμό σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΟΑΣΕ [135]
Στις 30 Ιανουαρίου 1999 το ΝΑΤΟ εξέδωσε δήλωση ανακοινώνοντας ότι το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο συμφώνησε ότι «ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ μπορεί να εγκρίνει αεροπορικές επιθέσεις εναντίον στόχων στην επικράτεια της ΟΔΓ» να «[επιβάλει] τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της διεθνούς κοινότητας και [να καταλήξει σε] μια πολιτική διευθέτηση ».[136] Αν και αυτό προφανώς αποτελούσε κυρίως απειλή για την κυβέρνηση του Μιλόσεβιτς, συμπεριέλαβε επίσης μια κωδικοποιημένη απειλή για τους Αλβανούς: οποιαδήποτε απόφαση θα εξαρτιόταν από τη «θέση και τις ενέργειες της ηγεσίας των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και όλων των ένοπλων από αυτούς μέσα και γύρω από το Κοσσυφοπέδιο»[136]
Επίσης στις 30 Ιανουαρίου 1999 η Ομάδα Επαφής εξέδωσε ένα σύνολο «μη διαπραγματεύσιμων αρχών» που αποτελούσαν ένα πακέτο γνωστό ως «Status Quo Plus» - ουσιαστικά την αποκατάσταση της προ του 1990 αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου εντός της Σερβίας, καθώς και την καθιέρωση δημοκρατίας και εποπτείας από διεθνείς οργανισμούς. Ζήτησε επίσης τη διεξαγωγή ειρηνευτικής διάσκεψης το Φεβρουάριο του 1999 στο Κάστρο του Ραμπουγέ , έξω από το Παρίσι.
Οι συνομιλίες του Ραμπουγέ ξεκίνησαν στις 6 Φεβρουαρίου 1999, με το Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα να διαπραγματεύεται και με τις δύο πλευρές, με την πρόθεση να ολοκληρωθούν μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας ήταν ο τότε πρόεδρος της Σερβίας Μίλαν Μιλουτίνοβιτς, ενώ ο ίδιος ο Μιλόσεβιτς παρέμεινε στο Βελιγράδι, σε αντίθεση με τη διάσκεψη του Ντέιτον το 1995 που τερμάτισε τον πόλεμο στη Βοσνία και όπου ο Μιλόσεβιτς διαπραγματεύτηκε αυτοπροσώπως. Η απουσία του Μιλόσεβιτς ερμηνεύθηκε ως ένδειξη ότι οι πραγματικές αποφάσεις παίρνονταν στο Βελιγράδι, κίνηση που προκάλεσε επικρίσεις τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στο εξωτερικό. Ο Σέρβος Ορθόδοξος επίσκοπος του Κοσσυφοπεδίου Αρτέμιος ταξίδεψε μέχρι το Ραμπουγέ για να διαμαρτυρηθεί ότι η αντιπροσωπεία ήταν εντελώς μη αντιπροσωπευτική. Τότε φημολογείτο ευρέως το ενδεχόμενο δίωξης του Μιλόσεβιτς για εγκλήματα πολέμου, οπότε η απουσία του μπορεί να είχε κίνητρο το φόβο σύλληψής του.
Η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων ήταν επιτυχής. Συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου 1999 οι συμπρόεδροι της Ομάδας Επαφής εξέδωσαν μία ανακοίνωση ότι οι διαπραγματεύσεις "κατέληξαν σε συναίνεση για ουσιαστική αυτονομία για το Κοσσυφοπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές σε δημοκρατικούς θεσμούς, για τη διακυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου , για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μελών των εθνικών κοινοτήτων και για την καθιέρωση ενός δίκαιου δικαστικού συστήματος ». Συνέχιζαν ότι "έχει θεσπιστεί ένα πολιτικό πλαίσιο" και απέμενε το περαιτέρω έργο οριστικοποίησης "των Κεφαλαίων εφαρμογής της Συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών της διεθνούς πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας στο Κοσσυφοπέδιο".
Ενώ οι συμφωνίες δεν ικανοποιούσαν πλήρως τους Αλβανούς, ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικές για τους Γιουγκοσλάβους, που απάντησαν αντιπροτείνοντας ένα δραστικά αναθεωρημένο κείμενο, που ακόμη και η Ρωσία (σύμμαχος της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας) θεώρησε απαράδεκτη. Επιδίωκε να ανοίξει εκ νέου το ήδη επιμελώς διαπραγματευθέν πολιτικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου και αφαιρούσε όλα τα προτεινόμενα μέτρα εφαρμογής. Μεταξύ πολλών άλλων αλλαγών στην προτεινόμενη νέα εκδοχή απάλειψε ολόκληρο το κεφάλαιο για την ανθρωπιστική βοήθεια και την ανοικοδόμηση, απέσυρε ουσιαστικά όλη τη διεθνή εποπτεία και απέρριψε οποιαδήποτε αναφορά στη «θέληση του λαού [του Κοσσυφοπεδίου]» για τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος της επαρχίας.
Στις 18 Μαρτίου 1999 η Αλβανική, η Αμερικανικές και η Βρετανική αντιπροσωπεία υπέγραψαν τη γνωστή ως Συμφωνία του Ραμπουγέ, ενώ οι αντιπροσωπείες της Γιουγκοσλαβίας και της Ρωσίας αρνήθηκαν. Η συμφωνία προέβλεπε τη διοίκηση του Κοσσυφοπεδίου από το ΝΑΤΟ ως αυτόνομης επαρχία εντός της Γιουγκοσλαβίας, με μια δύναμη 30.000 στρατευμάτων του ΝΑΤΟ για τη διατήρηση της τάξης στο Κοσσυφοπέδιο, με ανεμπόδιστο δικαίωμα διέλευσης των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου, και την ετεροδικία για το ΝΑΤΟ και τους αντιπροσώπους του. Επέτρεπε επίσης τη συνέχιση της παρουσίας 1.500 ανδρών του Γιουγκοσλαβικού στρατού για την επιτήρηση των συνόρων, που θα υποστηριζόταν από 1.000 στρατιώτες για την εκτέλεση λειτουργιών διοίκησης και υποστήριξης, καθώς και ένα μικρό αριθμό συνοριακής αστυνομίας, 2.500 για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας (αν και αυτοί αναμενόταν να μειωθούν και να μετασχηματιστούν) και 3.000 τοπικής αστυνομίας[137].
Αν και η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας επικαλέσθηκε τους στρατιωτικούς όρους του Παραρτήματος Β της Συμφωνίας του Ραμπουγέ ως αιτία των ενστάσεών της, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας της Γιουγκοσλαβίας, οι διατάξεις αυτές ήταν ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές που εφαρμόστηκαν στη Βοσνία για τη εκεί Δύναμη Σταθεροποίησης μετά τη Συμφωνία του Ντέιτον το 1995. Οι δύο πλευρές δεν συζήτησαν λεπτομερώς το ζήτημα λόγω των διαφωνιών τους σε πιο θεμελιώδη προβλήματα [138]. Συγκεκριμένα η Σερβική πλευρά απέρριψε την ιδέα οποιασδήποτε παρουσίας στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο για να αντικαταστήσουν τις δυνάμεις ασφαλείας, προτιμώντας άοπλους παρατηρητές του ΟΗΕ. Ο ίδιος ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε να συζητήσει το παράρτημα, αφού ενημέρωσε το ΝΑΤΟ ότι ήταν απαράδεκτο, ακόμη και όταν του ζητήθηκε να προτείνει τροποποιήσεις στις διατάξεις, που θα τις καθιστούσαν αποδεκτές[139].
Μετά την αποτυχία στο Ραμπουγέ και την εναλλακτική γιουγκοσλαβική πρόταση, οι διεθνείς παρατηρητές από τον ΟΑΣΕ αποχώρησαν στις 22 Μαρτίου, για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους ενόψει των αναμενόμενων Νατοϊκών βομβαρδισμών [140]. Στις 23 Μαρτίου η Σερβική συνέλευση έκανε δεκτή την αρχή της αυτονομίας για το Κοσσυφοπέδιο, καθώς και τις μη στρατιωτικές πτυχές της συμφωνίας, αλλά απέρριψε την παρουσία στρατευμάτων του ΝΑΤΟ [140].[141]
Στις 23 Μαρτίου 1999, στις 21:30, ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και ανακοίνωσε ότι οι ειρηνευτικές συνομιλίες είχαν αποτύχει και μετέφερε επίσημα το ζήτημα στο ΝΑΤΟ για στρατιωτική δράση.[142] [143] Λίγες ώρες πριν από την ανακοίνωση η Γιουγκοσλαβία ανακοίνωσε από την εθνική τηλεόραση ότι είχε κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επικαλούμενη επικείμενη απειλή πολέμου και άρχισε μια τεράστια κινητοποίηση στρατευμάτων και πόρων.[142][144]
Στις 23 Μαρτίου 1999, στις 22:17, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα ανακοίνωσε ότι είχε αναθέσει στον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή της Ευρώπης (SACEUR), Αμερικανό Στρατηγό Ουέσλι Κλαρκ, να "ξεκινήσει αεροπορικές επιχειρήσεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.[145] [146] Στις 24 Μαρτίου, στις 19:00 , το ΝΑΤΟ ξεκίνησε την εκστρατεία του βομβιστικής επίθεσης εναντίον της Γιουγκοσλαβίας [147] [148]
Οι Νατοϊκοί βομβαρδισμοί διήρκεσαν από τις 24 Μαρτίου ως τις 11 Ιουνίου 1999, με συμμετοχή ως 1.000 αεροσκαφών που επιχειρούσαν κυρίως από βάσεις στην Ιταλία και από αεροσκάφη που στάθμευαν στην Αδριατική. Οι πύραυλοι Τόμαχοκ χρησιμοποιήθηκαν επίσης εκτενώς, εκτοξευόμενοι από αεροσκάφη, πλοία και υποβρύχια. Με εξαίρεση την Ελλάδα, όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ συμμετείχαν σε κάποιο βαθμό. Κατά τη διάρκεια των δέκα εβδομάδων της σύγκρουσης, τα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ πραγματοποίησαν πάνω από 38.000 μαχητικές αποστολές. Για τη Γερμανική Πολεμική Αεροπορία (Luftwaffe), ήταν η δεύτερη φορά που συμμετείχε σε μια σύγκρουση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον Πόλεμο της Βοσνίας.
Ο διακηρυγμένος στόχος της επιχείρησης του ΝΑΤΟ συνοψίστηκε από τον εκπρόσωπό του ως "οι Σέρβοι έξω, οι ειρηνευτές μέσα, οι πρόσφυγες πίσω". Δηλαδή τα στρατεύματα της Γιουγκοσλαβίας θα πρέπει να εγκαταλείψουν το Κοσσυφοπέδιο και να αντικατασταθούν από διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις για να εξασφαλίσουν ότι οι Αλβανοί πρόσφυγες θα μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η εκστρατεία είχε αρχικά σχεδιαστεί για να καταστρέψει τη γιουγκοσλαβική αεράμυνα και σημαντικούς στρατιωτικούς στόχους. Δεν ξεκίνησε πολύ καλά στην αρχή, με κακές καιρικές συνθήκες που στην αρχή παρεμπόδισαν πολλές εξορμήσεις. Το ΝΑΤΟ είχε υποτιμήσει σοβαρά τη βούληση του Μιλόσεβιτς να αντισταθεί: λίγοι στις Βρυξέλλες πίστευαν ότι η εκστρατεία θα διαρκούσε περισσότερο από μερικές ημέρες και παρόλο που ο αρχικός βομβαρδισμός δεν ήταν ασήμαντος, δεν συγκρινόταν με την ένταση του βομβαρδισμού της Βαγδάτης το 1991.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ μετατρέπονταν όλο και περισσότερο σε επιθέσεις κατά χερσαίων γιουγκοσλαβικών μονάδων, χτυπώντας στόχους τόσο μικρούς όπως μεμονωμένα τανκ και πυροβόλα, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τους στρατηγικούς βομβαρδισμούς. Αυτή η δραστηριότητα περιοριζόταν σημαντικά για πολιτικούς λόγους, καθώς κάθε στόχος έπρεπε να εγκριθεί και από τα δεκαεννέα κράτη μέλη. Το Μαυροβούνιο βομβαρδίστηκε επανειλημμένα, αλλά το ΝΑΤΟ τελικά σταμάτησε για να στηρίξει την επισφαλή θέση του αντικείμενου στο Μιλόσεβιτς ηγέτη του Μίλο Τζουκάνοβιτς.
Στις αρχές Μαΐου ένα αεροσκάφος του ΝΑΤΟ επιτέθηκε σε μια φάλαγγα Αλβανών προσφύγων, πιστεύοντας ότι ήταν γιουγκοσλαβική στρατιωτική φάλαγγα, σκοτώνοντας περίπου πενήντα άτομα. Το ΝΑΤΟ αναγνώρισε το λάθος του πέντε ημέρες αργότερα και οι Γιουγκοσλάβοι το κατηγόρησαν ότι σκόπιμα επιτέθηκε στους πρόσφυγες. Μια μεταγενέστερη έκθεση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) υποστήριξε ότι "οι άμαχοι δεν δέχθηκαν σκόπιμα επίθεση σε αυτό το επεισόδιο "και " ούτε το πλήρωμα του αεροσκάφους ούτε οι διοικητές του επέδειξαν το βαθμό αμέλειας λήψης προληπτικών μέτρων που θα συνεπαγόταν ποινικές διώξεις "[149]. Στις 7 Μαΐου βόμβες του ΝΑΤΟ έπληξαν την Κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι, σκοτώνοντας τρεις Κινέζους δημοσιογράφους και εξαγριώνοντας την κινεζική κοινή γνώμη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ εξέφρασαν συγγνώμη για το βομβαρδισμό, λέγοντας ότι συνέβησαν λόγω ενός παλιού χάρτη που παρείχε η CIA, αν και αμφισβητήθηκε από κοινή έκθεση των εφημερίδων The Observer (Βρετανική) και Politiken (Δανική) [150], που ισχυρίστηκε ότι το ΝΑΤΟ σκόπιμα βομβάρδισε την πρεσβεία επειδή χρησιμοποιείτο ως σταθμός αναμετάδοσης για τα ραδιοφωνικά σήματα του Γιουγκοσλαβικού στρατού. Η έκθεση της εφημερίδας έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της ίδιας έκθεσης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), σύμφωνα με την οποία η ρίζα της αποτυχίας στον εντοπισμό των στόχων φαίνεται να προήλθε από τις επίγειας τεχνικές πλοήγησης που εφάρμοζε ένας αξιωματικός πληροφοριών.[151] Σε ένα άλλο επεισόδιο στη Φυλακή Ντούμπραβα στο Κοσσυφοπέδιο τον Μάιο του 1999 η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας απέδωσε 95 θανάτους αμάχων στο βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ λόγω της ευκολίας με την οποία το ΝΑΤΟ αναφέρθηκε στη Σερβική και Γιουγκοσλαβική στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή. Εκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον 19 Αλβανοί αιχμάλωτοι είχαν σκοτωθεί από το βομβαρδισμό, αλλά ένας αβέβαιος αριθμός - πιθανόν περισσότεροι από 70 - σκοτώθηκαν από δυνάμεις της Σερβικής Κυβέρνησης τις ημέρες αμέσως μετά το βομβαρδισμό[152].
Στις αρχές Απριλίου, η σύγκρουση εμφανίστηκε λίγο πιο κοντά σε μια επίλυση και οι χώρες του ΝΑΤΟ άρχισαν να μελετούν σοβαρά τη διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων στο Κοσσυφοπέδιο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ υποστήριζε έντονα τις χερσαίες δυνάμεις και πίεζε τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμφωνήσουν. Η πιεστική στάση του προκάλεσε μάλλον συναγερμό στην Ουάσιγκτον, καθώς οι Αμερικανικές δυνάμεις θα είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή σε οποιαδήποτε επίθεση.[153] Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ήταν εξαιρετικά απρόθυμος να εμπλέξει Αμερικανικές δυνάμεις σε χερσαία επίθεση. Αντ 'αυτού ο Κλίντον ενέκρινε μια επιχείρηση της CIA να εξετάσει μεθόδους αποσταθεροποίησης της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης χωρίς την εκπαίδευση στρατευμάτων του UCK [154]. Ταυτόχρονα οι Φινλανδοί και οι Ρώσοι διπλωματικοί διαπραγματευτές συνέχισαν να προσπαθούν να πείσουν το Μιλόσεβιτς να υποχωρήσει. Ο Τόνι Μπλερ θα διέταζε 50.000 Βρετανούς στρατιώτες να προετοιμαστούν για χερσαία επίθεση: το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου Βρετανικού Στρατού[153].
Ο Μιλόσεβιτς αναγνώρισε τελικά ότι η Ρωσία δεν θα επενέβαινε για να υπερασπιστεί τη Γιουγκοσλαβία, παρά την έντονη αντινατοϊκή ρητορική της Μόσχας. Έτσι αποδέχτηκε τους όρους που προσέφερε μια φινλανδορωσική ομάδα διαμεσολάβησης και συμφώνησε σε μια στρατιωτική παρουσία στο Κοσσυφοπέδιο με επικεφαλής τον ΟΗΕ, που όμως θα ενσωμάτωνε τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ.
Οι Νορβηγικές ειδικές δυνάμεις Hærens Jegerkommando και Forsvarets Spesialkommando συνεργάστηκαν με τον UCK στη συγκέντρωση πληροφοριών. Προετοιμάζοντας μια εισβολή στις 12 Ιουνίου οι Νορβηγικές ειδικές δυνάμεις συνεργάστηκαν με τον UCK στο βουνό Ράμνο στα σύνορα μεταξύ πΓΔΜ και Κοσσυφοπεδίου και ενήργησαν ως προπομποί για την παρακολούθηση των γεγονότων στο Κοσσυφοπέδιο. Μαζί με τις Βρετανικές ειδικές δυνάμεις ήταν οι πρώτες που διέσχισαν τα σύνορα στο Κοσσυφοπέδιο. Σύμφωνα με τον Kέιθ Γκρέιβς του τηλεοπτικού δίκτυου Sky News οι Νορβηγοί βρίσκονταν στο Κοσσυφοπέδιο δύο ημέρες πριν από την είσοδο των άλλων δυνάμεων και ήταν μεταξύ των πρώτων στην Πρίστινα[155]. Εργο των Hærens Jegerkommando και Forsvarets Spesialkommando ήταν να διανοίξουν διάδρομο μεταξύ των αντιμαχομένων μερών και να προβούν σε τοπικές διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου[156]
Στις 3 Ιουνίου 1999 ο Μιλόσεβιτς αποδέχτηκε τους όρους ενός διεθνούς ειρηνευτικού σχεδίου για να τερματίσει τις εχθροπραξίες, ενώ το εθνικό κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση εν μέσω έντονων συζήτησεων με τους αντιπροσώπους να έρχονται σχεδόν στα χέρια σε ορισμένες περιπτώσεις.[157] [158] Στις 10 Ιουνίου το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο επικύρωσε τη συμφωνία και διέκοψε τις αεροπορικές επιχειρήσεις[159].
Στις 12 Ιουνίου, μετά την αποδοχή των όρων από το Μιλόσεβιτς, η ειρηνευτική Δύναμη του Κοσσυφοπεδίου (KFOR) υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ άρχισε να εισέρχεται στο Κοσσυφοπέδιο. Η KFOR ήταν προετοιμασμένη να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά τελικά η αποστολή της ήταν μόνο η διατήρηση της ειρήνης. Είχε την έδρα της στο αρχηγείο του Συμμαχικού Σώματος Ταχείας Αντίδρασης, που διοικούσε τότε ο Αντιστράτηγος Μάικ Τζάκσον του Βρετανικού Στρατού. Αποτελείτο από Βρετανικές δυνάμεις (μια ταξιαρχία συντεθείσα από την 4η Τεθωρακισμένη και την 5η Αερομεταφερώμενη Ταξιαρχία), μια Ταξιαρχία του Γαλλικού Στρατού, μια ταξιαρχία του Γερμανικού Στρατού, που εισήλθαν από τα δυτικά, και δύο ταξιαρχίες του Ιταλικού και του Αμερικανικού Στρατού, που εισήλθαν από το νότο.
Τα πρώτα στρατεύματα του ΝΑΤΟ που εισήλθαν στην Πρίστινα στις 12 Ιουνίου 1999 ήταν Νορβηγικές ειδικές δυνάμεις από τη Forsvarets Spesialkommando (FSK) και στρατιώτες της Βρετανικής Ειδικής Αεροπορικής Υπηρεσίας 22 S.A.S., αν και προς διπλωματική αμηχανία του ΝΑΤΟ στο αεροδρόμιο έφτασαν πρώτα τα Ρωσικά στρατεύματα. Οι Νορβηγοί στρατιώτες ήταν οι πρώτοι που ήλθαν σε επαφή με τα Ρωσικά στρατεύματα στο αεροδρόμιο. Αποστολή της FSK ήταν να προετοιμάσει το πεδίο διαπραγμάτευσης μεταξύ των εμπόλεμων μερών και να εξειδικεύσει τις λεπτομερείς τοπικές συμφωνίες που απαιτούντο για την εφαρμογή της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου [160] [161] [162] [163]
Κατά την αρχική εισβολή οι Αμερικανοί στρατιώτες καλωσορίστηκαν από τους Αλβανούς που επευφημούσαν και έριχναν λουλούδια, καθώς οι Αμερικανοί στρατιώτες και η KFOR περνούσαν μέσα από τα χωριά τους. Αν και δεν συνάντησαν αντίσταση, τρεις Αμερικανοί στρατιώτες από την αρχική δύναμη εισόδου σκοτώθηκαν σε ατυχήματα. [160]
Την 1η Οκτωβρίου 1999 περίπου 150 αλεξιπτωτιστές Αερομεταφερόμενου Τάγματος από την Βιτσέντζα της Ιταλίας, έπεσαν στο Ουρόσεβατς, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Rapid Guardian. Σκοπός της αποστολής ήταν κυρίως να προειδοποιήσει το Γιουγκοσλάβο Πρόεδρο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς για την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ και την ταχεία στρατιωτική του ικανότητα. Ένας Αμερικανός στρατιώτης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, όταν το αλεξίπτωτό του δεν άνοιξε. Στη συνέχεια οι αλεξιπτωτιστές περιπολούσαν σε διάφορες περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, χωρίς επεισόδια, μέχρι τις 3 Οκτωβρίου 1999.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1999 σκοτώθηκε ένας Αμερικανός λοχίας, όταν το όχημα στο οποίο επέβαινε χτύπησε σε αντιαρματική νάρκη, τοποθετημένη από Αλβανούς και προοριζόταν για το Ρωσικό σώμα με το οποίο ο λοχίας περιπολούσε ως ομάδα στην Kόσοβσκα Καμένιτσα.
Μετά τη στρατιωτική επιχείρηση η συμμετοχή της Ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης αποδείχθηκε τεταμένη και πρόκληση για τη δύναμη του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Οι Ρώσοι προσδοκούσαν να έχουν ανεξάρτητο τομέα του Κοσσυφοπεδίου, για να εκπλαγούν δυσάρεστα με την προοπτική να επιχειρούν υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Χωρίς προηγούμενη επικοινωνία ή συντονισμό με το ΝΑΤΟ, Ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις εισήλθαν στο Κοσσυφοπέδιο από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και κατέλαβαν το Διεθνές Αεροδρόμιο της Πρίστινα πριν από την άφιξη των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Αυτό κατέληξε σε ένα επεισόδιο, κατά το οποίο η πρόθεση του Ανώτατου Διοικητή του ΝΑΤΟ Ουέσλι Κλάρκ να αποκλείσει βιαίως τους αεροδιαδρόμους με οχήματα του ΝΑΤΟ, για να αποτρέψει οποιαδήποτε ενίσχυση των Ρώσων, απορρίφθηκε από το διοικητή της KFOR, Στρατηγό Μάικ Τζάκσον[164].
Το 2010 ο Τζέιμς Μπλαντ περιέγραψε σε μια συνέντευξη πώς ανατέθηκε στη μονάδα του η αποστολή της προστασίας της Πρίστινας κατά την προέλαση της ειρηνευτικής δύναμης των 30.000 και πώς ο Ρωσικός στρατός είχε κινηθεί και αναλάβει τον έλεγχο του αεροδρομίου της πόλης πριν από την άφιξη της μονάδας του. Ο Μπλαντ συμμετείχε στο δύσκολο έργο της αντιμετώπισης του ενδεχόμενα βίαιου διεθνούς επεισοδίου. Σύμφωνα με την περιγρσφή του υπήρξε μια εκεχειρία με τους Ρώσους και ο Ανώτατος Διοικητής του ΝΑΤΟ Κλάρκ έδωσε προσωρινές εντολές να τους εξουδετερώσουν. Ενώ εξετάζονταν από τον Μπλαντ απορρίφθηκαν από το Στρατηγό Τζάκσον, με την περίφημη πλέον φράση: «Δεν θα κάνω τους στρατιώτες μου υπεύθυνους για την έναρξη του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου.» [165]
Τον Ιούνιο του 2000 αποκαλύφθηκαν σχέσεις διακίνησης όπλων μεταξύ Ρωσίας και Γιουγκοσλαβίας, που οδήγησαν σε αντίποινα και βομβιστικές επιθέσεις στα Ρωσικά σημεία ελέγχου και στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής. Ενα Φυλάκιο Πυροβολικού εγκαταστάθηκε σε ένα ψηλό σημείο στην Κοιλάδα του Πρέσεβο από τους Αμερικανούς σε μια προσπάθεια να επιτηρούν και να συνδράμουν την ειρηνευτική διαδικασία στο Ρωσικό Τομέα. Η Πυροβολαρχία μπόρεσε να εγκαταστήσει και να θέσει σε λειτουργία με επιτυχία ένα σύστημα Ραντάρ, που επέτρεψε στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ να παρακολουθούν στενότερα τις δραστηριότητες στον Τομέα και την κοιλάδα του Πρέσεβο. Τελικά συμφωνήθηκε οι Ρωσικές δυνάμεις να επιχειρούν ως μονάδα της KFOR αλλά όχι κάτω από τη δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ [166].
Λόγω των περιοριστικών νόμων για τα μέσα ενημέρωσης της χώρας τα Γιουγκοσλαβικά μέσα μαζικής ενημέρωσης παρείχαν ελάχιστη κάλυψη στα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο και τη στάση άλλων χωρών στην ανθρωπιστική καταστροφή που σημειωνόταν εκεί. Έτσι μικρό μέρος του γιουγκοσλαβικού κοινού περίμενε την παρέμβαση του ΝΑΤΟ, πιστεύοντας αντίθετα ότι θα επιτευχθεί μια διπλωματική συμφωνία[167].
Η υποστήριξη για τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου και, ειδικότερα, η νομιμοποίηση των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ προήλθε από διάφορες πηγές. Σε άρθρο του το 2009 ο Ντέιβιντ Κλαρκ ισχυρίστηκε ότι «Κάθε μέλος του ΝΑΤΟ, κάθε χώρα της ΕΕ και οι περισσότεροι γείτονες της Γιουγκοσλαβίας, υποστήριξαν τη στρατιωτική δράση».[168] Σε δηλώσεις τους οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Τσεχικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, περιέγραψαν αντίστοιχα τον πόλεμο ως ένα " υπεράσπιση των αξιών μας, προστασία των συμφερόντων μας και προώθηση της υπόθεσης της ειρήνης"[169] "τον πρώτο πόλεμο για αξίες" [168] και "αποτροπή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής στο Κοσσυφοπέδιο" [170] Άλλοι περιέλαβαν και τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, που αναφέρθηκε από ορισμένες πηγές ότι αναγνώριζε ότι η δράση του ΝΑΤΟ ήταν νόμιμη[171], τόνισε ότι υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες η χρήση βίας ήταν θεμιτή στην επιδίωξη της ειρήνης[172]., αν και επίσης τόνισε ότι «το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών θα έπρεπε να συμμετείχε σε οποιαδήποτε απόφαση για χρήση βίας».[173] Η διάκριση μεταξύ της νομιμότητας και της νομιμοποίησης της παρέμβασης επισημάνθηκε περαιτέρω σε δύο ξεχωριστές εκθέσεις. Η μία της Ανεξάρτητη Διεθνούς Επιτροπής για το Κοσσυφοπέδιο με τίτλο Έκθεση για το Κοσσυφοπέδιο[174], που διαπίστωσε ότι:
"Οι δυνάμεις [της Γιουγκοσλαβίας] συμμετείχαν σε μια καλοσχεδιασμένη εκστρατεία εκφοβισμού και εκτόπισης των Κοσοβάρων Αλβανών. Αυτή η εκστρατεία χαρακτηρίζεται συχνά ως «εθνοκάθαρση», με σκοπό να εκδιώξει πολλούς, αν όχι όλους, τους Κοσοβάρους Αλβανούς από το Κοσσυφοπέδιο, να καταστρέψει τα θεμέλια της κοινωνίας τους και να τους εμποδίσει να επιστρέψουν."
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η στρατιωτική παρέμβαση του ΝΑΤΟ ήταν παράνομη αλλά θεμιτή»,[175] Η δεύτερη έκθεση δημοσιεύθηκε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών του ΝΑΤΟ [176] και ανέφερε ότι «οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται σε μεγάλη κλίμακα στο Κοσσυφοπέδιο παρέχουν ένα αναμφισβήτητο έδαφος αναφορικά με την ανθρωπιστική πλευρά της παρέμβασης του ΝΑΤΟ ».[177] Μερικοί επικριτές σημειώνουν ότι το ΝΑΤΟ δεν είχε την υποστήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, οπότε η παρέμβασή του δεν είχε νομική βάση, αλλά σύμφωνα με ορισμένους νομικούς, "υπάρχουν ωστόσο ορισμένες βάσεις γι 'αυτή τη δράση που δεν είναι νόμιμη αλλά δικαιολογημένη".[178]
Εκτός από πολιτικούς και διπλωμάτες, σχολιαστές και διανοούμενοι υποστήριξαν επίσης τον πόλεμο. Ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ χαρακτήρισε την επέμβαση των ΝΑΤΟ "μια ηθικά δικαιολογημένη απάντηση στην εθνοκάθαρση και το κύμα προσφύγων που ακολούθησε και όχι αιτία του κύματος των προσφύγων"[179] ενώ ο Κρίστοφερ Χίτσενς δήλωσε ότι το ΝΑΤΟ παρενέβη μόνο "όταν οι Σερβικές δυνάμεις κατέφυγαν σε μαζικές εκτοπίσεις και φανερή «εθνοκάθαρση».[180] Ο Ρίτσαρντ Φαλκ έγραψε στο The Nation ότι «η εκστρατεία του ΝΑΤΟ επέτρεψε την απομάκρυνση των Γιουγκοσλαβικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο και, ακόμη πιο σημαντικό, την αποχώρηση των φοβερών Σερβικών παραστρατιωτικών μονάδων και της αστυνομίας » [181] ενώ ένα άρθρο στο The Guardian ανέφερε ότι για τη Μέρι Κάλντορ το Κοσσυφοπέδιο αντιπροσώπευε ένα εργαστήριο των σκέψεών της για την ανθρώπινη ασφάλεια, την ανθρωπιστική παρέμβαση και τη διεθνή διατήρηση της ειρήνης, χαρακτηρίζοντας τις δύο τελευταίες ως« γνήσια πίστη την ισότητα όλων των ανθρώπων, και αυτό συνεπάγεται την ετοιμότητα διακινδύνευσης της ζωής των ειρηνευτικών στρατευμάτων για να σωθούν οι ζωές των άλλων όπου αυτό είναι απαραίτητο ».[182] Υπήρχαν αναφορές ότι δεν υπήρχε ειρήνη μεταξύ Αλβανών και Σέρβων, επικαλούμενες το θάνατο 1.500 Αλβανών και τον εκτοπισμό 270.000 πριν την επέμβαση του ΝΑΤΟ.[168]
Ορισμένοι επέκριναν την επέμβαση του ΝΑΤΟ ως τακτική πολιτικού αποπροσανατολισμού, από το σκάνδαλο της Μόνικα Λεβίνσκι, επισημαίνοντας ότι η κάλυψη των βομβαρδισμών αντικατέστησε αμέσως την κάλυψη του σκανδάλου στις αμερικανικές ειδήσεις. Ορισμένοι επίσης επισημαίνουν ότι πριν από τους βομβαρδισμούς μάλλον δεν υπήρχε καμιά ασυνήθιστα αιματηρή σύγκρουση και ο UCK δεν είχε εμπλακεί σε εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο κατά των Γουγκοσλαβικών δυνάμεων και ο αριθμός των θανάτων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων (συμπεριλαμβανομένων των Αλβανών) εκτινάχτηκε μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ.[183]
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Κλίντον και η κυβέρνησή του κατηγορήθηκαν ότι διόγκωσαν τον αριθμό των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου που σκοτώθηκαν από κρατικές δυνάμεις [184]. Μετά το βομβαρδισμό της Κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι ο Κινέζος Πρόεδρος Ζιάνγκ Ζεμίν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την οικονομική και στρατιωτική τους υπεροχή για να επεκτείνουν επιθετικά την επιρροή τους και να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Οι Κινέζοι ηγέτες χαρακτήρισαν την επίθεση του ΝΑΤΟ επικίνδυνο προηγούμενο ωμής επιθετικότητας, μια νέα μορφή αποικιοκρατίας και έναν επιθετικό πόλεμο χωρίς ηθικό ή νομικό έρεισμα. Θεωρήθηκε ως τμήμα ενός σχεδίου των ΗΠΑ να καταστρέψουν τη Γιουγκοσλαβία, να επεκταθούν προς τα ανατολικά και να ελέγξουν όλη την Ευρώπη.[185]
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών δεν επιτρέπει στρατιωτικές επεμβάσεις σε άλλες κυρίαρχες χώρες με λίγες εξαιρέσεις που, γενικά, πρέπει να αποφασίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή η νομική παραδοχή έχει αποδειχθεί αμφιλεγόμενη με πολλούς νομικούς να υποστηρίζουν ότι παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου ήταν παράνομος, ήταν όμως θεμιτός. Το ζήτημα τέθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ από τη Ρωσία με σχέδιο ψηφίσματος που, μεταξύ άλλων, κατήγγειλε ότι «αυτή η μονομερής χρήση δύναμης αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών». Η Κίνα, η Ναμίμπια και η Ρωσία ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη το απέρριψαν, οπότε δεν πέρασε.[186]
Ο πόλεμος προκάλεσε πολλές απώλειες. Ήδη από το Μάρτιο του 1999 ο συνδυασμός εχθροπραξιών και στοχοποίησης αμάχων είχε προκαλέσει το θάνατο περίπου 1.500-2.000 αμάχων και μη[187]. Οι τελικές εκτιμήσεις για τα θύματα δεν είναι ακόμη διαθέσιμες και για τις δύο πλευρές.
Ίσως η πιο επίμαχη σκόπιμη επίθεση του πολέμου ήταν εκείνη που έγινε εναντίον της έδρας της Σερβικής τηλεόρασης στις 23 Απριλίου 1999, που σκότωσε τουλάχιστον δεκατέσσερα άτομα[188].
Ιδιαίτερα τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ διχάστηκαν για τους στόχους και την αναγκαιότητα του πολέμου</ref>. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι σύμμαχοι δεν εμπιστεύονταν τα κίνητρα των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και σύμφωνα με τον στρατηγό του ΝΑΤΟ Ουέσλι Κλάρκ, «υπήρχε κάποια αίσθηση μεταξύ των άλλων ότι το ΝΑΤΟ πολεμούσε με τη λάθος πλευρά» σε έναν πόλεμο μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων[189]
Αντίθετα, η Σούζαν Σόνταγκ, που έζησε την τριετή πολιορκία του Σαράγεβο, δήλωσε ότι η επέμβαση του ΝΑΤΟ "άργησε οκτώ χρόνια" και ότι ο Μιλόσεβιτς θα έπρεπε να είχε αναχαιτιστεί ήδη από το βομβαρδισμό του Ντουμπρόβνικ το 1991.Susan Sontag (2 May 1999).[190]
Η Δημοκρατική Συμμαχία του Κοσσυφοπεδίου (LDK) με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα ήταν η ηγετική πολιτική οντότητα στο Κοσσυφοπέδιο από τη δημιουργία της το 1989. Επικεφαλής της παράλληλης εξόριστης κυβέρνησής της ήταν ο Μπουγιάρ Μπουκόσι και Υπουργός Άμυνάς της μέχρι το 1998 ήταν ο πρώην συνταγματάρχης του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Αχμέτ Κρασνίκι.[191] Οι πολιτικοί της LDK ήταν αντίθετοι με την ένοπλη σύγκρουση και δεν ήταν έτοιμοι να δεχθούν τον UCK ως πολιτικό παράγοντα στην περιοχή και προσπάθησαν να πείσουν τον πληθυσμό να μην τoν υποστηρίξει[192]. Kάποια στιγμή ο Ρουγκόβα ισχυρίστηκε ακόμη και ότι είχε στηθεί από τις Σερβικές μυστικές υπηρεσίες ως πρόσχημα για να εισβάλουν,[193] ή για να δυσφημήσουν την ίδια την LDK [194]. Παρόλα αυτά η υποστήριξη προς τον UCK ακόμη και μεταξύ των μελών της LDK και ειδικότερα στη διασπορά αυξήθηκε, μαζί με τη δυσαρέσκεια και τον ανταγωνισμό προς την LDK [195]. Το αρχικό προσωπικό του UCK ήταν μέλη ή πρώην μέλη της LDK [194] [196] Με τις αλλαγές της διεθνούς στάσης απέναντι στο UCK και την αναγνώρισή του ως παράγοντα της σύγκρουσης η στάση της DLK μετατοπίστηκε επίσης. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου, γνωστές ως FARK, ιδρύθηκαν προκειμένου να καταστήσουν την LDK και στρατιωτικό παράγοντα εκτός από πολιτικό. Μια παράλληλη παραστρατιωτική δομή όπως η FARK δεν έγινε ευμενώς δεκτή από τον UCK.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 πυροβολήθηκε στα Τίρανα ο Αχμέτ Κρασνίκι [197] Οι υπεύθυνοι δεν βρέθηκαν, αν και προέκυψαν αρκετές θεωρίες. Το Δημοκρατικό Κόμμα της Αλβανίας και ο ηγέτης του Σαλί Μπερίσα, ισχυροί υποστηρικτές της LDK και της FARK, κατηγόρησαν τις Αλβανικές Μυστικές Υπηρεσίες και την Αλβανική κυβέρνηση, που υποστήριζε τον UCK [198] ως υπεύθυνους.[197] Η FARK δεν ήταν ποτέ καθοριστικός παράγοντας στον πόλεμο και δεν συμμετείχε σε καμία μάχη. Δεν αριθμούσε περισσότερους από μερικές εκατοντάδες άνδρες και δεν ανέλαβε καμία δέσμευση να πολεμήσει κατά των Σέρβων, δεχόμενη ως λύση την ευρύτερη αυτονομία και όχι την ανεξαρτησία [197]. Μερικοί από τους αξιωματικούς της FARK ενσωματώθηκαν αργότερα στον UCKM[199] Εκτός από τη FARK και η LDK αντιτάχθηκε επίσης πολιτικά και διπλωματικά στον UCK και στις μεθόδους του. Σε μια συνάντηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο Κλίντον στις 29 Μαΐου 1999 ο Ρουγκόβα, συνοδευόμενος από τους Φέχμι Αγκάνι, Μπουγιάρ Μπουκόσι και Βετόν Σουρόι, κατηγόρησε τον UCK ότι ήταν φορέας αριστερής ιδεολογίας και ορισμένοι ηγέτες του ήταν "νοσταλγοί γνωστών κομμουνιστικών μορφών, όπως ο Ενβέρ Χότζα [200], αναφερόμενοι στον πυρήνα του Λαϊκού Κινήματος του Κοσσυφοπεδίου (LPK) του UCK [201], παλαιό παράνομο ανταγωνιστή του με έντονο αριστερό προσανατολισμό.
Ο Ρουγκόβα ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν στο Ραμπουγέ και υποστήριξε τη σχετική συμφωνία από τον πρώτο γύρο, αλλά χωρίς καμία επιρροή [202]. Μετά τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και τη μαζική εθνοκάθαρση του Αλβανικού πληθυσμού, υπήρξε μια συνολική υποστήριξη των Αλβανών για την επίθεση του ΝΑΤΟ, και από την πλευρά της LDK. Παραδόξως ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα εμφανίστηκε στο Βελιγράδι ως επισκέπτης του Μιλόσεβιτς. Σε κοινή τηλεοπτική εμφάνιση την 1η Απριλίου [203], που κατέληξε σε χειραψία Ρουγκόβα-Μιλόσεβιτς, ο Ρουγκόβα ζήτησε μια ειρηνική λύση και τον τερματισμό των βομβαρδισμών [204] [205]. Στην ίδια διάσκεψη ο Μιλόσεβιτς παρουσίασε την πρότασή του για το Κοσσυφοπέδιο ως τμήμα ενός τριμελούς ομοσπονδιακού Γιουγκοσλαβικού κράτους. Η παρουσία του Ρουγκόβα στο Βελιγράδι προκάλεσε νέες κατηγορίες από τον UCK και τους υποστηρικτές του. Πέραν του ότι ήταν «παθητικός» και «πολύ ειρηνικός», ο Ρουγκόβα και η LDK κατηγορήθηκαν ως «προδότες».[206] Μετά τη μετάβασή του στην Ιταλία στις 5 Μαΐου ο Ρουγκόβα ισχυρίστηκε ότι ήταν υπό πίεση και ότι οποιαδήποτε «συμφωνία» με το Μιλόσεβιτς δεν είχε νόημα.[207] Η γενική αντίληψη ήταν ότι οι δομές της LDK και ο αρχηγός της θα εξαφανίζονταν από την πολιτική σκηνή του Κοσσυφοπεδίου μετά την απόσυρση της Γιουγκοσλαβίας. Ο ίδιος ο Ρουγκόβα έμεινε για αρκετές εβδομάδες έξω από το Κοσσυφοπέδιο, ενώ ο πρωθυπουργός Μπουκόσι και άλλα ηγετικά μέλη επέστρεψαν. Επειδή όμως μόνο ένα μικρό μέρος των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο η υποστήριξη προς την LDK αυξήθηκε πάλι, ως τρόπος αντίθεσης στην αλαζονεία πολλών ηγετών του UCK, που ανοιχτά επιδίωξαν να ελέγξουν την οικονομική και την πολιτική ζωή στο κενό που δημιουργήθηκε πριν από την ανάπτυξη της UNMIK.[208] Στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2000 η LDK επιβεβαιώθηκε ως το κορυφαίο πολιτικό κόμμα [209].
Η διαμάχη μεταξύ UCK και LDK συνεχίστηκε στο μεταπολεμικό Κοσσυφοπέδιο. Πολλοί πολιτικοί ακτιβιστές της LDK, όπως ο Τζεμαήλ Μουσταφά, ο πιο έμπιστος βοηθός του Ρουγκόβα, δολοφονήθηκαν από δράστες που δεν βρέθηκαν [209].
Τον Ιούνιο του 2000 ο Ερυθρός Σταυρός ανέφερε ότι 3.368 πολίτες (κυρίως Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και αρκετές εκατοντάδες Σέρβοι και Ρομά) εξακολουθούσαν να αγνοούνται, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέληξε να θεωρηθούν «νεκροί».[210]
Μια μελέτη ερευνητών του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στην Ατλάντα της Γεωργίας των ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε το 2000 στο ιατρικό περιοδικό Lancet, εκτιμά ότι «12.000 θάνατοι στο συνολικό πληθυσμό» θα μπορούσαν να αποδοθούν στον πόλεμο[211]. Αυτός ο αριθμός προέκυψε από την καταγραφή 1.197 νοικοκυριών από το Φεβρουάριο του 1998 ως τον Ιούνιο του 1999. 67 από τους 105 θανάτους που αναφέρθηκαν στο δείγμα πληθυσμού αποδόθηκαν σε τραυματισμούς που σχετίζονται με τον πόλεμο, που αντιστοιχεί σε 12.000 θανάτους αν εφαρμοστεί το ίδιο ποσοστό θνησιμότητας λόγω του πολέμου στο συνολικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου. Τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας ανήκαν στους άνδρες μεταξύ 15 και 49 ετών (5.421 θύματα του πολέμου) καθώς και σε άνδρες άνω των 50 ετών (5.176 θύματα). Για τα άτομα ηλικίας κάτω των 15 ετών οι εκτιμήσεις ήταν 160 θύματα για τους άνδρες και 200 για τις γυναίκες. Για τις γυναίκες ηλικίας 15-49 η εκτίμηση είναι ότι υπήρχαν 510 θύματα και για άνω των 50 ετών η εκτίμηση είναι 541 θύματα. Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι δεν ήταν «δυνατή η πλήρης διαφοροποίηση μεταξύ απωλειών αμάχων και μη».
Σε κοινή μελέτη του 2008 του Κέντρου Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΜΚΟ από τη Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο), της Διεθνούς Επιτροπής Αγνοουμένων και της Επιτροπής Αγνοουμένων της Σερβίας έκαναν ονομαστικό κατάλογο των θυμάτων κατά και μετά τον πόλεμο. Σύμφωνα με το ενημερωμένο το 2015 Βιβλίο Μνήμης του Κοσσυφοπεδίου υπήρξαν 13.535 νεκροί ή αγνοούμενοι στο Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι το Δεκέμβριο του 2000. Από αυτούς 10.812 ήταν Αλβανοί, 2.197 Σέρβοι και 526 Ρομά, Βόσνιοι, Μαυροβούνιοι και άλλοι. Από αυτούς 10.317 ήταν άμαχοι, εκ των οποίων 8.676 ήταν Αλβανοί, 1.196 Σέρβοι και 445 Ρομά και άλλοι. Οι υπόλοιπα 3.218 ήταν εμπόλεμοι, συμπεριλαμβανομένων 2.131 μελών του UCK και thw FARK, 1.084 μέλη Σερβικών δυνάμεων και 3 μέλη της KFOR[212].
Το 2019 το βιβλίο είναι ενημερωμένο με συνολικά 13.548 [213]. Τον Αύγουστο του 2017 ο Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ανέφερε ότι το 1998 και 1999, περισσότεροι από 6.000 άνθρωποι είχαν εξαφανισθεί στο Κοσσυφοπέδιο και ότι 1.658 παρέμεναν αγνοούμενοι.[214]
Η Γιουγκοσλαβία υποστήριξε ότι οι επιθέσεις του ΝΑΤΟ προκάλεσαν την απώλεια 1.200 ως 5.700 αμάχων. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Λόρδος Ρόμπερτσον, έγραψε μετά τον πόλεμο ότι «το πραγματικό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές δεν θα γίνει ποτέ γνωστό», αλλά στη συνέχεια έδωσε τα στοιχεία που περιέχονται σε έκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως λογική εκτίμηση. Η έκθεση αυτή περιλάμβανε 488 ως 527 θανάτους αμάχων (90 έως 150 από αυτούς που σκοτώθηκαν από βόμβες διασποράς) σε 90 ξεχωριστά περιστατικά, το χειρότερο από τα οποία ήταν οι 87 Αλβανοί πρόσφυγες που έχασαν τη ζωή τους από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ κοντά στο Kόρισα. Οι επιθέσεις στο Κοσσυφοπέδιο συνολικά ήταν πολύνεκρες εξαιτίας της συγκεχυμένης κατάστασης με πολλές κινήσεις των προσφύγων - το ένα τρίτο των περιστατικών αυτών αντιπροσωπεύουν περισσότερους από τους μισούς θανάτους[215].
Εχουν ανακοινωθεί διάφορες εκτιμήσεις για τον αριθμό των δολοφονιών που αποδίδονται στις Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις. Εκτιμάται ότι 800.000 Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου διέφυγαν και περίπου 7.000 ως 9.000 σκοτώθηκαν, σύμφωνα με τους York Times[216]. Η εκτίμηση των 10.000 θανάτων χρησιμοποιείται από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, που επικαλέστηκε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως κύρια δικαιολογία για την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία[217].
Οι στατιστικοί εμπειρογνώμονες που εργάστηκαν για λογαριασμό της ποινικής δίωξης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) υπολογίζουν ότι ο συνολικός αριθμός νεκρών είναι περίπου 10.000[218]. Ο Ερικ Φρούιτς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ, ισχυρίστηκε ότι οι αναλύσεις των εμπειρογνωμόνων βασίστηκαν σε βασικά λανθασμένα δεδομένα και ότι κανένα από τα συμπεράσματά τους δεν υποστηρίζεται από έγκυρες στατιστικές αναλύσεις ή δοκιμές[219].
Τον Αύγουστο του 2000 το ICTY ανακοίνωσε ότι είχαν εκταφεί 2.788 σώματα στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά αρνήθηκε να πει πόσοι θεωρήθηκαν θύματα εγκλημάτων πολέμου[220]. Πηγές της KFOR ανέφεραν στο Agence France-Presse ότι από τα 2.150 πτώματα, που ανακαλύφθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 1999, περίπου 850 θεωρήθηκαν θύματα εγκλημάτων πολέμου.[221]
Οι στρατιωτικές απώλειες από την πλευρά του ΝΑΤΟ δεν ήταν σοβαρές. Σύμφωνα με επίσημες εκθέσεις η συμμαχία δεν είχε καμία ανθρώπινη απώλεια ως άμεσο αποτέλεσμα των πολεμικών επιχειρήσεων. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Μαΐου, ένα αμερικανικό στρατιωτικό ελικόπτερο AH-64 Apache συνετρίβη όχι πολύ μακριά από τα σύνορα μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας[223]
Ένα άλλο αμερικανικό ελικόπτερο AH-64 συνετρίβη περίπου 64 χλμ. βορειοανατολικά των Τιράνων, πρωτεύουσας της Αλβανίας, πολύ κοντά στα σύνορα Αλβανίας και Κοσσυφοπεδίου.[224] Σύμφωνα με το CNN η συντριβή συνέβη 72 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Τιράνων.[225] Οι δύο Αμερικανοί πιλότοι του ελικοπτέρου, οι αξιωματικοί Ντέιβιντ Γκιμπς και Κέβιν Ρέιτσερτ σκοτώθηκαν κατά τη συντριβή. Ήταν οι μοναδικοί θάνατοι για το ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του πολέμου, σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις του.
Υπήρξαν και άλλα θύματα μετά τον πόλεμο, κυρίως λόγω ναρκών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η συμμαχία ανέφερε ότι το πρώτο αμερικανικό αεροσκάφος Στελθ (F-117 Nighthawk) δεν καταρρίφθηκε από τον εχθρό.[226] Επιπλέον ένα μαχητικό F-16 απωλέσθηκε κοντά στο Σάμπατς, όπως και 32 μη επανδρωμένα ιπτάμενα οχήματα (UAV) από διαφορετικά κράτη.[227] Τα συντρίμμια των καταρριφθέντων UAV παρουσιάστηκαν στη Σερβική τηλεόραση κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ορισμένες αμερικανικές πηγές ισχυρίζονται ότι ένα δεύτερο F-117A υπέστη επίσης σοβαρές ζημιές και παρόλο που επέστρεψε στη βάση του, δεν ξαναπέταξε ποτέ.[228] [229] Εχουν αναφερθεί απώλειες δύο καταρριφθέντων και άλλες δύο με σοβαρές ζημιές.[230] Τρεις Αμερικανοί στρατιώτες που οδηγούσαν θωρακισμένο όχημα σε περιπολία ρουτίνας συνελήφθησαν από ειδικές Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις στα σύνορα με την Βόρεια Μακεδονία.[231][232]
Αρχικά το ΝΑΤΟ ισχυρίστηκε ότι σκότωσε 10.000 Γιουγκοσλάβους στρατιώτες, ενώ η Γιουγκοσλαβία υποστήριζε μόνο 500. Οι ερευνητικές ομάδες του ΝΑΤΟ αργότερα το διόρθωσαν σε μερικές εκατοντάδες Γιουγκοσλάβους στρατιώτες που σκοτώθηκαν από αεροπορικές επιθέσεις[233]. Το 2001 οι αρχές της Γιουγκοσλαβίας ισχυρίστηκαν ότι σκοτώθηκαν 462 στρατιώτες και 299 τραυματίστηκαν από τις αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ.[234] Αργότερα, το 2013, η Σερβία ισχυρίστηκε ότι 1.008 Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες και αστυνομικοί σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ [235]. Το ΝΑΤΟ αρχικά υποστήριξε ότι 5.000 Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί και 10.000 τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της αεροπορικής επίθεσης του ΝΑΤΟ.[236] [237] Το ΝΑΤΟ έχει αναθεωρήσει την εκτίμηση αυτή σε 1.200 Γιουγκοσλάβους νεκρούς, στρατιώτες και αστυνομικούς[238].
Από το στρατιωτικό εξοπλισμό το ΝΑΤΟ κατέρριψε περίπου 50 γιουγκοσλάβικα αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων 6 MiG-29, που κατερρίφθησαν στον αγώνα αέρα-αέρα. Ορισμένα G-4 Super Galebs καταστράφηκαν στο αεροπορικό τους καταφύγιο με βόμβες που προκάλεσαν πυρκαγιά που εξαπλώθηκε γρήγορα, επειδή οι πόρτες των καταφυγίων δεν ήταν κλειστές. Στο τέλος του πολέμου το ΝΑΤΟ επίσημα ισχυρίστηκε ότι είχε καταστρέψει 93 γιουγκοσλαβικά τανκ, ενώ η Γιουγκοσλαβία παραδέχθηκε την καταστροφή συνολικά μόνο 3 τανκ. Ο τελευταίος αριθμός επιβεβαιώθηκε από Ευρωπαίους επιθεωρητές όταν η Γιουγκοσλαβία επανήλθε στις συμφωνίες του Ντέιτον, σημειώνοντας τη διαφορά μεταξύ του αριθμού των τανκ τότε και κατά την τελευταία επιθεώρηση το 1995.Το ΝΑΤΟ ισχυρίστηκε ότι ο Γιουγκοσλαβικός στρατός έχασε 93 τανκ (M-84's και Τ-55), 132 οχήματα μεταφοράς προσωπικού και 52 τεμάχια πυροβόλα.[239] Το Newsweek, το δεύτερο μεγαλύτερο εβδομαδιαίο περιοδικό ειδήσεων στις Η.Π.Α., απέκτησε πρόσβαση σε μια απόρρητη έκθεση της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ που ισχυριζόταν ότι ο πραγματικός αριθμός ήταν "3 τανκ αντί 120, 18 οχήματα μεταφοράς προσωπικού αντί 220 και 20 πυροβόλα αντί 450" .[240] [241] Μια άλλη έκθεση της Πολεμικής Αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών δίνει μια εικόνα καταστροφής 14 τανκ.[242] Οι περισσότεροι από τους στόχους που επλήγησαν στο Κοσσυφοπέδιο ήταν παραπλανητικοί, όπως τανκ κατασκευασμένα από πλαστικά φύλλα με τηλεγραφικούς στύλους για πυροβόλα ή παλιά τανκ της εποχής του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου που δεν λειτουργούσαν. Η αντιαεροπορική άμυνα διατηρήθηκε με το απλό τέχνασμα να μην την ενεργοποιήσουν, εμποδίζοντας τα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ να την ανιχνεύσουν, αλλά αναγκάζοντάς τα να παραμένουν πάνω από το ανώτατο όριο των 4.600 μέτρων, καθιστώντας πολύ πιο δύσκολο τον ακριβή βομβαρδισμό. Προς το τέλος του πολέμου υποστηρίχθηκε ότι πυκνότατοι βομβαρδισμοί από αεροσκάφη Β-52 προκάλεσαν τεράστιες απώλειες μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών στρατευμάτων που σταθμεύουν στα σύνορα Κοσσυφοπεδίου-Αλβανίας. Η προσεκτική αναζήτηση από ερευνητές του ΝΑΤΟ δεν βρήκε κανένα στοιχείο για τέτοιου είδους μεγάλης κλίμακας απώλειες.
Η σημαντικότερη απώλεια για τον Γιουγκοσλαβικό Στρατό ήταν οι ζημιές και οι καταστροφές των υποδομών. Σχεδόν όλες οι στρατιωτικές αεροπορικές βάσεις και αεροδρόμια (Μπατάνιτσα, Λάτζεφτσι, Σλάτινα, Γκολούμποβτσι και Τζακόβιτσα) και άλλα στρατιωτικά κτίρια και εγκαταστάσεις υπέστησαν σοβαρές ζημιές ή καταστράφηκαν. Σε αντίθεση με τις μονάδες και τον εξοπλισμό τους, τα στρατιωτικά κτίρια δεν μπορούσαν να παραμείνουν καμουφλαρισμένα. (Ούτβα, εργοστάσιο όπλων Ζάσταβα, επισκευαστικό κέντρο της αεροπορίας Μόμα Στανόλοβιτς, κέντρα τεχνικής επιθεώρησης στο Τσάτσακ και στο Κραγκούγιεβατς). Σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσει το Γιουγκοσλαβικό Στρατό το ΝΑΤΟ στόχευσε πολλές σημαντικές μη στρατιωτικές εγκαταστάσεις (το διυλιστήριο πετρελαίου στο Πάντσεβο και στο Νόβι Σαντ, γέφυρες, κεραίες τηλεόρασης, σιδηρόδρομους κ.λπ.).
Περίπου 1.500 στρατιώτες του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου σκοτώθηκαν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ίδιου του UCK[243]. Το Κέντρο Ανθρωπιστικού Δικαίου κατέγραψε 2.131 αντάρτες του UCK και του FARK που σκοτώθηκαν στην πλήρη βάση δεδομένων του.[212]
Οι Γιουγκοσλαβικές και οι Σερβικές δυνάμεις προκάλεσαν την εκτόπιση 1.2 [244] ως 1.45 εκατομμυρίων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου[245]. Μετά το τέλος του πολέμου τον Ιούνιο του 1999 πολλοί Αλβανοί πρόσφυγες άρχισαν να επιστρέφουν από γειτονικές χώρες. Μέχρι το Νοέμβριο του 1999, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, 848.100 από τους 1.108.913 είχαν επιστρέψει[246].
Σύμφωνα με την Απογραφή της Γιουγκοσλαβίας του 1991 από τα σχεδόν 2 εκατομμύρια κατοίκους του Κοσσυφοπεδίου 194.190 ήταν Σέρβοι, 45.745 Ρομά και 20.356 Μαυροβούνιοι[247]. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 200.000 Σέρβοι και χιλιάδες Ρομά διέφυγαν από το Κοσσυφοπέδιο κατά και μετά τον πόλεμο[248]. Μια έκθεσή του του 2001 υποστηρίζει ότι η απομάκρυνση των εθνοτικών μειονοτήτων από το Κοσσυφοπέδιο έγινε για να δικαιολογηθεί καλύτερα ένα ανεξάρτητο κράτος και το 2000, μετά τον πόλεμο, υποβλήθηκαν περισσότερες από 1000 αναφορές για ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια των μειονοτήτων στο Κοσσυφοπέδιο από Αλβανούς. Τα σπίτια των μειονοτήτων κάηκαν και οι Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια καταστράφηκαν αμέσως μετά την άφιξη της KFOR στο Κοσσυφοπέδιο. Οι επιτιθέμενοι συνδύασαν αυτή την καταστροφή με δολοφονίες, παρενοχλήσεις και εκφοβισμούς που αποσκοπούσαν να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια και τις κοινότητες τους.[249] Ο Γιουγκοσλαβικός Ερυθρός Σταυρός είχε επίσης καταγράψει 247.391 κυρίως Σέρβους πρόσφυγες μέχρι τον Νοέμβριο. Περισσότεροι από 164.000 Σέρβοι εγκατέλειψαν το Κοσσυφοπέδιο κατά τη διάρκεια των επτά εβδομάδων που ακολούθησαν την αποχώρηση των Γιουγκοσλαβικών και των Σερβικών δυνάμεων και την είσοδο της υπό το ΝΑΤΟ Δύναμης του Κοσσυφοπεδίου (KFOR) στο Κοσσυφοπέδιο [250].
Περαιτέρω διεθνοτική βία έλαβε χώρα το 2000 και το 2004.
Για την κυβέρνηση της Σερβίας η συνεργασία με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία "εξακολουθεί να θεωρείται ως επίπονη υποχρέωση, το απαραίτητο τίμημα για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση" [251]. Τα θρησκευτικά κτίρια υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) κατέγραψε ότι από τα 498 εν χρήσει τζαμιά του Κοσσυφοπεδίου τα 225 τζαμιά υπέστησαν ζημιές ή καταστροφές από το Σερβικό στρατό της Γιουγκοσλαβίας[252]. Συνολικά δεκαοκτώ μήνες Σερβικών αντιανταρτικών επιχειρήσεων από το 1998 έως το 1999 στο εσωτερικό του Κοσσυφοπεδίου είχαν ως αποτέλεσμα τα 225 ή το ένα τρίτο από τα συνολικά 600 τζαμιά να υποστούν ζημιές, να βανδαλιστούν ή να καταστραφούν [253] [254] Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Ισλαμική αρχιτεκτονική κληρονομιά θεωρήθηκε από τις Γιουγκοσλαβικές Σερβικές παραστρατιωτικές και στρατιωτικές δυνάμεις ως αλβανική κληρονομιά, με την καταστροφή της μη Σερβικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που δεν είναι της Σερβίας να αποτελεί μεθοδική και προγραμματισμένη συνιστώσα της εθνοκάθαρσης στο Κοσσυφοπέδιο[255]
Ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κατηγορήθηκε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου. Το 2001 ο τότε πρόεδρος Βόισλαβ Κοστούνιτσα "πολέμησε τα δόντια και τα νύχια" κατά των προσπαθειών να προσαχθεί ο Μιλόσεβιτς ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει αυτό το γεγονός μετά από την αποκάλυψη περαιτέρω φρικαλεοτήτων.[256]
Μέχρι το 2014 το ICTY εξέδωσε οριστικές αποφάσεις εναντίον των κατηγορουμένων γιουγκοσλάβων αξιωματούχων που κρίθηκαν ένοχοι για εκτοπίσεις, άλλες απάνθρωπες πράξεις (βίαιη μεταφορά), δολοφονίες και διώξεις (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, άρθρο 5), καθώς και δολοφονίες (παραβιάσεις των νόμων ή εθίμων πολέμου, άρθρο 3):
Το ICTY διαπίστωσε νομικά ότι:
... Η ΟΔΓ και οι Σερβικές δυνάμεις χρησιμοποιούν βία και τρομοκρατία για να διώξουν σημαντικό αριθμό Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου από τα σπίτια τους και πέρα από τα σύνορα προκειμένου οι κρατικές αρχές να διατηρήσουν τον έλεγχο του Κοσσυφοπεδίου ... Αυτή η εκστρατεία διεξήχθη από το στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις του Υπουργείου Εσωτερικών υπό τον έλεγχο των αρχών της ΟΔΓ και της Σερβίας, που ήταν υπεύθυνες για μαζικές εκτοπίσεις αμάχων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου από τα σπίτια τους, καθώς και για περιπτώσεις δολοφονιών, βιασμών και σκόπιμης καταστροφής τζαμιών.[260]
Το ICTY απήγγειλε επίσης κατηγορίες κατά των μελών του UCK Φατμίρ Λιμάι, Χαραντίν Μπάλα, Ισάκ Μουσλίου και Ατζίμ Μουρτέζι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συνελήφθησαν στις 17 και 18 Φεβρουαρίου 2003. Οι κατηγορίες κατά του Ατζίμ Μουρτέζι σύντομα απορρίφθηκαν ως περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας και ο Φατμίρ Λιμάι απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες στις 30 Νοεμβρίου 2005 και αφέθηκε ελεύθερος. Οι κατηγορίες αφορούσαν το στρατόπεδο εγκλεισμού που διεύθυναν οι κατηγορούμενοι στο Λάπουσνικ μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 1998.
Το 2008 η Κάρλα Ντελ Πόντε δημοσίευσε ένα βιβλίο στο οποίο ισχυρίστηκε ότι, μετά το τέλος του πολέμου το 1999, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου εμπορεύθηκαν λαθραία όργανα 100 ως 300 Σέρβων και άλλων μειονοτήτων από την επαρχία προς την Αλβανία[261].
Το Μάρτιο του 2005 ένα δικαστήριο του ΟΗΕ παρέπεμψε για εγκλήματα πολέμου εναντίον των Σέρβων τον Πρωθυπουργό του Κοσσυφοπεδίου Ραμούς Χαραντινάι, που υπέβαλε την παραίτησή του στις 8 Μαρτίου. Ο Χαραντινάι ήταν πρώην διοικητής μονάδων του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου και διορίστηκε Πρωθυπουργός, εκλεγόμενος με 72 ψήφους έναντι 3 στο Κοινοβούλιο του Κοσσυφοπεδίου το Δεκέμβριο του 2004. Ο Χαραντινάι αθωώθηκε για όλες τις κατηγορίες μαζί με τους συναδέλφους του, βετεράνους του UCK, Ιντρίζ Μπαλάι και Λαχί Μπαϊμάι. Το Γραφείο του Εισαγγελέα άσκησε έφεση στις απαλλαγές τους, με αποτέλεσμα το ICTY να διατάξει μερική επανάληψη της δίκης. Στις 29 Νοεμβρίου 2012 και οι τρεις απαλλάχθηκαν για δεύτερη φορά από όλες τις κατηγορίες[262] Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «800 μη Αλβανοί πολίτες απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από το 1998 ως το 1999». Μετά τον πόλεμο, «479 άνθρωποι αγνοούνται ... οι περισσότεροι από αυτούς Σέρβοι» [263].
Τον Απρίλιο του 2014 το Κοινοβούλιο του Κοσόβου εξέτασε και ενέκρινε την ίδρυση ειδικού δικαστηρίου για την εκδίκαση περιπτώσεων εγκλημάτων και άλλων κακουργημάτων, που διαπράχθηκαν από τα μέλη του UCK το 1999-2000[264] Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές για παραβιάσεις και εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τον UCK κατά και μετά τη σύγκρουση, όπως σφαγές αμάχων, στρατόπεδα εγκλεισμού και καταστροφή μεσαιωνικών εκκλησιών και μνημείων[265].
Η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας και διάφορες διεθνείς ομάδες πίεσης (π.χ. Διεθνής Αμνηστία) υποστήριξαν ότι το ΝΑΤΟ διέπραξε εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και ιδιαίτερα το βομβαρδισμό της έδρας της Σερβικής τηλεόρασης στο Βελιγράδι στις 23 Απριλίου 1999, όπου σκοτώθηκαν 16 άνθρωποι και 16 ακόμη τραυματίστηκαν. Ο Σιάν Τζόουνς της Αμνηστίας δήλωσε: "Ο βομβαρδισμός της έδρας της Σερβικής κρατικής ραδιοτηλεόρασης ήταν σκόπιμη επίθεση σε μη στρατιωτικό στόχο και ως τέτοια αποτελεί έγκλημα πολέμου" [266]. Μια μεταγενέστερη έκθεση του ICTY με τίτλο Τελική Έκθεση προς τον Εισαγγελέα από την Επιτροπή που Συστάθηκε για την Εξέταση των Βομβαρδισμών κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "Στο βαθμό που η επίθεση στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στη διάλυση του δικτύου επικοινωνιών, ήταν νομικά αποδεκτή "και ότι" η στόχευση από το ΝΑΤΟ του κτιρίου της ΡΤC για προπαγανδιστικούς σκοπούς ήταν ένας παρεπόμενος (αν και συμπληρωματικός) στόχος του πρωταρχικού στόχου της απενεργοποίησης του Σερβικού στρατιωτικού σύστηματος διοίκησης και ελέγχου και να καταστρέψει το νευρικό σύστημα και του μηχανισμού που κρατούσε το Μιλόσεβιτς στην εξουσία ». Όσον αφορά τις απώλειες αμάχων ανέφερε περαιτέρω ότι αν και ήταν "δυστυχώς μεγάλες, δεν φαίνεται να ήταν σαφώς δυσανάλογες."[149]
Ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου είχε αρκετές σημαντικές στρατιωτικές και πολιτικές συνέπειες. Το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου παραμένει άλυτο. Το 2006 ξεκίνησαν διεθνείς διαπραγματεύσεις για να καθορίσουν το επίπεδο αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου, όπως προβλεπόταν με το Ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αλλά οι προσπάθειες απέτυχαν. Η επαρχία διοικείται από τα Ηνωμένα Έθνη παρά τη μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας στις 17 Φεβρουαρίου 2008.
Οι συνομιλίες που υποστηρίχθηκαν από τον ΟΗΕ, με επικεφαλής τον Ειδικό Απεσταλμένο του Μάρτι Αχτισάαρι, άρχισαν το Φεβρουάριο του 2006. Αν και σημειώθηκε πρόοδος σε τεχνικά θέματα, τα δύο μέρη παρέμειναν διαμετρικά αντίθετα στο ζήτημα του καθεστώτος αυτού καθαυτού[267]. Το Φεβρουάριο του 2007 ο Αχτισάαρι επέδωσε σχέδιο πρότασης καθορισμού του καθεστώτος στους ηγέτες στο Βελιγράδι και την Πρίστινα, τη βάση για ένα σχέδιο Ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που πρότεινε «εποπτευόμενη ανεξαρτησία» για την επαρχία, πράγμα που αντίβαινε στο ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ως τον Ιούλιο του 2007 το σχέδιο ψηφίσματος, που υποστηρίχτηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλα ευρωπαϊκά μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, είχε ξαναγραφεί τέσσερις φορές για να αντιμετωπίσει τις ρωσικές ανησυχίες ότι ένα τέτοιο ψήφισμα θα υπονόμευε την αρχή της κρατικής κυριαρχίας[268] Η Ρωσία, που διατηρεί βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας ως ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη, δήλωσε ότι δεν θα υποστηρίξει κανένα ψήφισμα που δεν είναι αποδεκτό τόσο από το Βελιγράδι όσο και από το Πρίστινα[269].
Η επέμβαση αποκάλυψε σημαντικές αδυναμίες του οπλοστάσιου των ΗΠΑ, που αργότερα ελήφθησαν υπόψη στις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Επιθετικά ελικόπτερα Απάτσι και βομβαρδιστικά AC-130 Specter τέθηκαν στην πρώτη γραμμή, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ μετά τη συντριβή δύο Απάτσι κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης στα βουνά της Αλβανίας. Τα αποθέματα πολλών πυραύλων ακριβείας μειώθηκαν σε κρίσιμα χαμηλά επίπεδα. Για τα πολεμικά αεροσκάφη οι συνεχείς επιχειρήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να παραλείπονται τα προγράμματα συντήρησης και πολλά αεροσκάφη αποσύρθηκαν από την υπηρεσία αναμένοντας ανταλλακτικά και επισκευές[270] Επίσης πολλά από τα αυτόματα καθοδηγούμενα όπλα ακριβείας αποδείχθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις καιρικές συνθήκες των Βαλκανίων, καθώς τα σύννεφα εμπόδισαν τις δέσμες καθοδήγησης λέιζερ. Αυτό επιλύθηκε με τον εφοδιασμό των βομβών με δορυφορικές συσκευές καθοδήγησης GPS, που δεν επηρεάζονται από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Αν και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτήρησης χωρίς πιλότο χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα, συχνά τα αεροσκάφη δεν μπορούσαν να φτάσουν αρκετά γρήγορα για να χτυπήσουν ευκαιριακούς στόχους. Αυτό οδήγησε στην τοποθέτηση των πυραύλων σε drone Predator στο Αφγανιστάν, μειώνοντας έτσι το χρόνο αντίδρασης σχεδόν στο μηδέν.
Το Κοσσυφοπέδιο έδειξε επίσης ότι ορισμένες τακτικές χαμηλής τεχνολογίας θα μπορούσαν να μειώσουν την αποτελεσματικότητα μιας δύναμης υψηλής τεχνολογίας, όπως το ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση του Μιλόσεβιτς συνεργάστηκε με το Μπααθικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, μεταφέροντας πολλά από τα μαθήματα που αποκόμισε.[271] Ο Γιουγκοσλαβικός στρατός ανέμενε επί μακρόν να αντισταθεί σε έναν πολύ ισχυρότερο εχθρό, είτε το Σοβιετικό είτε το ΝΑΤΟ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και είχε αναπτύξει αποτελεσματικές τακτικές εξαπάτησης και απόκρυψης. Αυτές ήταν απίθανο να αντιμετωπίσουν μαζική εισβολή για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για να παραπλανήσουν τα αεροσκάφη και τους δορυφόρους. Μεταξύ των τακτικών που χρησιμοποιήθηκαν ήταν:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.