δήμος της αρχαίας Αθήνας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πειραιεύς (αρχαία ελληνικά), ή Πειραιάς στα νέα ελληνικά (ο δήμος: Πειραιώς, Πειραιά), ήταν αρχαίος οικισμός - πόλη και δήμος της Ιπποθοωντίδας (περιοχή και φυλή της αρχαίας Αθήνας).
Πιθανή όψη του Πειραιώς κατά την αρχαιότητα, σε αναπαράσταση του 19ου αιώνα. | |
Γενικά στοιχεία | |
---|---|
Ονομασία | Πειραιεύς |
Μεταγενέστερη ονομασία | Πειραιάς |
Κύριος οικισμός | Μουνιχία, Πειραιεύς |
Διοικητικά στοιχεία | |
Ταυτότητα | δήμος της αρχαίας Αθήνας |
Ονομασία δήμου | Δήμος Πειραιώς |
Ονομασία δημότη | Πειραιεύς |
Φυλή | Ιπποθοωντίδα |
Τριττύς | άστεως |
Έδρα τριττύος | Πειραιεύς |
Κοινότητα | Τεράκωμος ή Τεράκωμοι |
Σύστημα εξουσίας | Πόλη–κράτος |
Πολιτικό σύστημα | Αθηναϊκή Δημοκρατία |
Τίτλος ηγέτη | δήμαρχος |
Λήψη αποφάσεων | Αρχαία Βουλή & Δήμος |
Αριθμός βουλευτών | |
1η περίοδος 508 – 307/306 π.Χ. | 9 |
2η περίοδος 307/306–224/223 π.Χ. | 10 |
3η περίοδος 224/223–201/200 π.Χ. | 10 |
4η περίοδος 201/200 π.Χ.– 126/127 | άγνωστος |
5η περίοδος 126/127–3ος αιώνας | άγνωστος |
Ιστορική εξέλιξη | |
Ίδρυση | 508 ΠΚΕ |
Λήξη | 3ος αιώνας |
Αντικαταστάθηκε από | Δήμος Πειραιά |
Τελικό συμβάν | Καταστροφή από τον Σύλλα (87/86 π.Χ.) |
Λατρευτικές παραδόσεις | |
Ιερά | Ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος Ιερό της Βένδιδος |
Εορτές | Μουνίχια Βενδίδεια Παναθήναια |
Μυθολογία | Ιπποθόωντας, Μούνιχος, Ηετίωνας |
Αρχαιολογία | |
Αξιόλογα κτίσματα | Ακρόπολη Μουνιχίας, Ιπποδάμειος Αγορά του Πειραιά αγορά Εμπορείου, Θέατρο του Διονύσου Θέατρο της Ζέας |
Φρούρια–οχυρά | Ισχυρά περιμετρικά τείχη Πειραιά & Μακρά Τείχη |
Λιμάνια | Λιμένας Μουνιχίας Λιμένας Ζέας Λιμένας Κανθάρου |
Τεχνικά έργα | Σηράγγιον Σπηλιά Αρετούσας |
Άλλα έργα | Ηετιώνεια Ακτή και Ηετιώνεια Πύλη Άλκιμον Ακρωτήριον Τάφος Θεμιστοκλή |
Ανασκαφές | Λόφος της Μουνιχίας.[1] |
Εκθέματα | Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά |
Περιοχή | |
Αττική – Πειραϊκή χερσόνησος | |
Οι δήμοι της αρχαίας Αθήνας | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο δήμος πήρε το όνομά του, σύμφωνα με μια εκδοχή από τον αρχικό νησιωτικό χαρακτήρα του Πειραιά και τη λέξη «περαιεύς», που σήμαινε ο «πορθμεύς» (αρχαίο ρήμα: περαιόω), δηλαδή αυτός που αναλάμβανε να περάσει, με πλοιάριο, τους επιβάτες από τη φαληρική ακτή στην απέναντι όχθη της τότε νήσου του Πειραιά. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο, «πορθμεύς» λεγόταν όχι μόνο ο «πειραιεύς» αλλά και ο «πειραιός», ενώ με βάση τους Ι. Δραγάτση και Α. Χατζή το όνομα από προσηγορικό μεταβλήθηκε σταδιακά σε τοπωνυμικό. Η άποψη αυτή του Στέφανου του Βυζαντίου ενισχυόταν επίσης από την παράλληλη υπάρχουσα ονομασία «Πειραιός», με την ίδια έννοια, και του λιμανιού της αρχαίας Κορίνθου.[2] Με την άποψη αυτή συμφωνούσαν και οι J. Schmidt και K. Wahrman (1929). Σύμφωνα όμως, με μια άλλη εκδοχή, το όνομα το δήμου παράγεται από τη λέξη «πέραν» (κατά την λέξη «αντιπέραν όχθη»), επειδή ανάμεσα στην νησίδα του Πειραιά και τις απέναντι ακτές, μεσολαβούσε τόπος ελώδης, το γνωστό «αλίπεδον».
Ο δήμος του Πειραιώς, ήταν δήμος του άστεως της Αθήνας.[3] Το κέντρο του αρχαίου δήμου πιθανότατα βρισκόταν στο λόφο της Μουνιχίας.[4]
Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[5] ως μέλος της Ιπποθοωντίδας φυλής, συμμετείχε με 9 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη (307/306 – 224/223 π.Χ.) και την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν με 10 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.
Ο δημότης του αρχαίου δήμου ονομαζόταν Πειραιεύς. Ο Πειραιάς έγινε το κεντρικό λιμάνι της Αθήνας τον πέμπτο αιώνα π.Χ., στη θέση του λιμανιού του Φαλήρου, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, όταν το οχύρωσε ο Θεμιστοκλής.[6][7] Προηγουμένως ο τύραννος Ιππίας είχε οχυρώσει κι αυτός τον λόφο της Μουνιχίας. Στην κλασική εποχή ο δήμος άρχισε να επεκτείνεται με βάση το αρχιτεκτονικό–ρυμοτομικό σχέδιο, σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο σχεδίασε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος.[8]
Ο Στράβων μιλά για την περιοχή του Πειραιά ως μια ακτή γεμάτη με κοιλότητες και υψώματα, κατάλληλα προς κατοίκηση.[9] Ο λόφος της Μουνιχίας που κατηφόριζε προς τη θάλασσα, ήταν καλυμμένος με σπίτια, σύμφωνα με τα σχέδια από τον ίδιο αρχιτέκτονα που διακρίνονταν για την ομορφιά τους.
Θέατρο του Διονύσου
Στη δυτική πλαγιά του λόφου της Μουνιχίας, υπήρχε το θέατρο του Διονύσου, όπου διεξάγονταν τα αγροτικά Διονύσια. Αυτό το θέατρο ήταν αρκετά μεγάλο, δεδομένου ότι μερικές φορές πραγματοποιήθηκαν εκεί συναντήσεις των Αθηναίων.[10][11] Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι υπήρχαν δύο θέατρα στην περιοχή, το μεν ένα στην περιοχή της Ζέας και το δε άλλο στον λόφο της Μουνιχίας, ενώ παλαιότερη αναφορά μιλά για μόνο ένα. Η ασάφεια αυτή πηγάζει από την ανακάλυψη ερειπίων και στο λόφο και κοντά στο λιμάνι της Ζέας. Ωστόσο, άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το θέατρο ήταν ένα μόνο, στην περιοχή του λόφου της Μουνιχίας και ότι τα ερείπια στην Ζέα ανήκαν σε άλλης χρήσης κτίριο.
Θέατρο της Ζέας
Δίπλα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά και εντός του ευρύτερου χώρου του, έχουν αποκαλυφθεί τα θεμέλια της σκηνής και ερείπια των καθισμάτων του θεάτρου της Ζέας, κατασκευασμένου περί τον 3ο αιώνα π.Χ., από Ακτίτη λίθο.[12]
Στην Μουνιχία βρισκόταν η ακρόπολη του Πειραιά στην οποία κατέληγε και ένας δρόμος, ο οποίος ξεκινούσε από την Ιπποδάμεια Αγορά.[13][14]
Το αρχετυπικό ιπποδάμειο σύστημα ή σχέδιο, αναφερόμενο διαχρονικά και ως «διαμαντένιο πλέγμα», το οποίο επινόησε και εφάρμοσε για τον Πειραιά, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., (το 460 π.Χ.) ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος απετέλεσε την πρότυπη πολεοδομική μελέτη για πολλές από τις μεταγενέστερες γνωστές πόλεις της κλασικής εποχής. Με μια σειρά από ευρείες και ευθείες οδούς, οι οποίες τέμνονταν σε γωνίες 45 και 135 μοιρών, σχεδίασε την «ιδανική πόλη» για 10.000 πολίτες διαιρεμένους σε τρεις τάξεις (στρατιώτες, τεχνίτες και αγρότες ή/και ευγενείς), με τη γη διαμοιρασμένη επίσης σε τρεις κατηγορίες (ιερή, δημόσια και ιδιωτική). Με βάση την «Πολεοδομική Μελέτη Πειραιώς» (451 π.Χ.) κατασκευάστηκαν «γειτονιές», με μικρές ομάδες σπιτιών. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ανασκαφές,[15] σε τμήματα οικιών και αρχαίων οδών συμπληρώθηκαν οι γνώσεις των αρχαιολόγων για το πολεοδομικό ιπποδάμειο σύστημα, καθώς και την τοπογραφία της αρχαίας πόλης. Τα τμήματα του αρχαίου οικισμού άρχισαν να αποκαλύπτονται στην περίοδο 2000-2009. Το ακριβές σχέδιο του οικισμού δεν είναι πάντως ακόμα γνωστό, καθώς την ισοπέδωσε ο Σύλλας, ενώ η κατασκευή του σύγχρονου λιμανιού προκάλεσε επίσης καταστροφές σε τμήμα του οικοδομικού ιστού του αρχαίου οικισμού. Σώζεται η περιγραφή του Αριστοτέλη: «Ιππόδαμος εύρε την των πόλεων διαίρεσιν και τον Πειραιά κατέτεμε». Η εκτέλεση του όλου έργου φαίνεται ότι διήρκεσε 60 χρόνια και απασχόλησε πολλούς ειδικούς και τεχνίτες, από όλη την Ελλάδα.
Η Αγορά του Πειραιά, η οποία λεγόταν και Αγορά των Δημοτών (Ελευθέρων), ονομάστηκε Ιπποδάμειος Αγορά του Πειραιά καθώς είχε σχεδιαστεί από τον Ιππόδαμο με μακρείς δρόμους, πλατείες και ευθείες, οι οποίες δημιούργησαν για την Αγορά αυτή, μια εικόνας, η οποία ήταν σε πλήρη και σαφέστατη αντίθεση με την Αρχαία Αγορά της Αθήνας, με τα στενά και δαιδαλώδη δρομάκια της.[16] Στην Αγορά αυτή του Πειραιά έφθαναν τα εμπορεύματα από το εξωτερικό, αφού πληρωνόταν «τέλος εκτελωνισμού» ίσο με το 1/50 της αξίας τους. Η Ιπποδάμειος Αγορά δεν σώζεται, ακόμη και η θέση της αμφισβητείται. Ανεγέρθηκε στο κέντρο της εσωτερικής πόλης, παρόλο που υπήρχε και άλλη προγενέστερη Αγορά κοντά στο λιμάνι,[7] καθώς το εσωτερικό μέρος του Πειραιά αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα από το λιμάνι. Η Ιπποδάμειος Αγορά διασταυρωνόταν με μία κεντρική οδό, που έφθανε μέχρι την οπίσθια πλευρά του θεάτρου, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και με μία άλλη οδό παρελάσεως των εκκλησιαστικών πομπών, η οποία ήταν κάθετη στην πρώτη. Η δεύτερη αυτή οδός ξεκινούσε από το μυχό του κεντρικού λιμένα, περνούσε από τον οίκο των Διονυσιαστών και κατέληγε διαμέσου της αγοράς στο ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος. Επίσης στο τείχος του πολεμικού λιμανιού της Ζέας, υπήρχε πύλη προς την Ιπποδάμειο Αγορά. Η Ιπποδάμειος Αγορά περιβαλλόταν από ιδιωτικές οικίες και δημόσια οικοδομήματα, η ακριβής θέση των οποίων παραμένει άγνωστη. Υπήρχαν ιερά και βωμοί, από τα οποία είναι γνωστό προς το παρόν μόνο το ιερό της Εστίας, και επίσης Αγορανόμοιο, για τη ζύγιση των τροφίμων, τον έλεγχο των τιμών, τις νοθεύσεις και τις αποκρύψεις. Στην περιοχή της υπήρχαν επίσης διάφοροι τάφοι μεταξύ των οποίων του Θράσωνα.
Το 403 π.Χ., όταν ο Θρασύβουλος προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων, έκανε τον δήμο έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αθηναϊκής δημοκρατίας:[17][18][19][20] Ίσως για τον λόγο αυτό ο Αριστοτέλης περιγράφει τον Πειραιά ως «το πιο δημοκρατικό πνεύμα της ίδιας της πόλης της Αθήνας». [21]
Την ελληνιστική εποχή τοποθετήθηκε στο λόφο της Μουνιχίας μια μόνιμη φρουρά, δεδομένης της σημασίας της θέσης: Η πρώτη φρουρά ενδεχομένως τοποθετήθηκε εκεί, από τον Αντίπατρο, μετά την ήττα των Αθηναίων και της αντιμακεδονικής επαναστατικής δύναμης, στη Μάχη της Κραννώνας το 322 π.Χ., ενάντια στους Μακεδόνες.[22][23] Όταν η Αθήνα παραδόθηκε στον Κάσσανδρο, το 318 π.Χ., η φρουρά διατηρήθηκε και ήταν χάρη σε αυτήν, που ο Δημήτριος ο Φαληρεύς κυβέρνησε την πόλη της Αθήνας για τα επόμενα δέκα χρόνια. Το 307 π.Χ. οι Μακεδόνες εκδιώχθηκαν από τον Δημήτριο Α 'της Μακεδονίας, αλλά, κατά την επιστροφή του από την Ασία το 299 π.Χ., αποκατέστησε εκ νέου την φρουρά. Ο Ολυμπιόδωρος, επώνυμος άρχων της αρχαίας Αθήνας κατά το 293 π.Χ., ήλεγξε και πάλι αυτή την φρουρά, το 287 π.Χ. , όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στερήθηκε της εξουσίας.[22][24] [25][26] Η μακεδονική φρουρά διατήρησε τον έλεγχο στην Μουνιχία και κατά την περίοδο των Αντιγόνου Β΄ Γονατά και Δημητρίου Β΄, αλλά τα στρατεύματα βρίσκονται εδώ στάλθηκαν μακριά, έναντι αμοιβής, από τον Άρατο τον Σικυώνιο.[27][28]
Ο δήμος ήταν εξοπλισμένος, μαζί με το πιο σημαντικό λιμάνι της πόλης το «Κεντρικόν» με τρία λιμάνια[9] στην περιοχή της Ακτής, σημερινής πειραϊκής χερσονήσου. Κατά την αρχαιότητα το λιμάνι του Κανθάρου (τμήμα στο σημερινό κεντρικό λιμάνι), ήταν ο μεγαλύτερος πολεμικός λιμένας της Αθήνας, ακολουθούσε ως δεύτερος μεγαλύτερος πολεμικός λιμένας το λιμάνι της Ζέας (σημερινή Μαρίνα Ζέας ή Πασαλιμάνι) και το λιμάνι της Μουνιχίας (σημερινό Μικρολίμανο ή Τουρκολίμανο), το μικρότερο από αυτά:
Στις εκβολές του τελευταίου λιμανιού, στα δεξιά, ήταν το Άλκιμον Ακρωτήριον,[36] αριστερά προς την Ηετιώνεια. Στο Άλκιμον βρισκόταν ο τάφος του Θεμιστοκλή, του οποίου τα οστά μεταφέρθηκαν από την Μαγνησία του Μαιάνδρου.[7][36] Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του 19ου αιώνα, η τοποθεσία του τάφου ήταν ο «Άλκιμους» και πιστευόταν ότι ήταν το όνομα ενός χωριού ή δήμου της Αττικής της Λεοντίδας φυλής, το οποίο βρίσκονταν στα ανατολικά του Πειραιά και τα ερείπια αυτού του χωριού πίστευαν ότι φαίνονταν ακόμα. Πάντως ο μόνος, προς το παρόν, γνωστός δήμος της Λεοντίδας στα ανατολικά του Πειραιά, με παρεμφερές όνομα, αλλά σε αρκετά μακρινή απόσταση από τον Πειραιά, είναι ο δήμος Αλιμούς.
Η Ηετιώνεια, με το φρούριο της, το οποίο χτίστηκε το 411 π.Χ., έλεγχε την είσοδο του λιμανιού.[37] Ο μικρός κόλπος στο εξωτερικό ακρωτήρι είναι πιθανώς αναγνωρίσιμο ως ο «Κωφὸς λιμήν» (αρχαία ελληνικά: Κωφός Λιμήν), ο οποίος αναφέρεται από τον Ξενοφώντα. Το 411/410 π.Χ., η Βουλή των «Τετρακοσίων», υπό τον έλεγχο ολιγαρχικών, αποφάσισε να οχυρώσει την Ηετιώνεια Ακτή ή Ηετιωνεία, η οποία ήταν ο πρώτος ορμίσκος αριστερά της εισόδου στον κεντρικό λιμένα του Πειραιά καθώς και η προεξοχή της ακτής που σχημάτιζε αυτόν. Η οχύρωση αυτή, η οποία θα επέτρεπε στους ολιγαρχικούς να απομονώσουν το λιμάνι, από μια πιθανή είσοδο του Αθηναϊκού στόλου, που βρισκόταν στη Σάμο και τον θεωρούσαν πλέον εχθρικό προς αυτούς, εξαγρίωσε τον πληθυσμό του Πειραιά, ο οποίος επαναστάτησε και συνέβαλε τα μέγιστα στην πτώση της ολιγαρχικής κυβέρνησης. Η Ηετιώνεια ή Ηετιωνεία, το όνομα της οποίας οφείλεται όπως σημειώνουν ο Στέφανος Βυζάντιος και ο Αρποκρατίων στον μυθικό ήρωα του Πειραιά τον Ηετίωνα, ο οποίος κατέκτησε σύμφωνα με τον μύθο την περιοχή αυτή, απέκτησε λοιπόν τείχος το οποίο εκτεινόταν σε όλο το μήκος της βορειοδυτικής παραλίας του αρχαίου λιμένα και έφθανε μέχρι τον οχυρό πύργο της Ηετιωνείας όπου και συναντούσε το παλαιό τείχος του Θεμιστοκλή. Μεταξύ δε του παλαιού και του νέου τείχους ανήγειραν τη Μέγιστη Στοά όπου εκεί και υποχρέωναν τους εισαγωγείς σίτου να τον αποθηκεύουν, αλλά και να τον πωλούν χονδρικά, ώστε να πατάξουν την μέχρι τότε αισχροκέρδεια και να γίνεται ο έλεγχος αυστηρότερα. Η «Μέγιστη Στοά» δεν πρέπει να συγχέεται με την Ιπποδάμεια Αγορά. Στους νεότερους χρόνους με τις εν τω μεταξύ γεωλογικές μεταβολές η Ηετιώνεια άρχιζε από τον είσπλου στο λιμένα και κατέληγε προ των Αλών του Πειραιά. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν ο ορμίσκος της Ηετιωνείας και η ομώνυμη χερσονησίδα. Διασώζεται επίσης ερείπια της αρχαίας «Ηετιώνεια Πύλης», η οποία βρίσκεται δυτικά των σιδηροδρομικών γραμμών του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού Πειραιά.
Το 493 π.Χ. Ο Θεμιστοκλής εκλέχθηκε άρχων και έθεσε ως κύριο στόχο του την ανάδειξη της Αθήνας σε κυρίαρχη ναυτική δύναμη: Υπό την καθοδήγησή του, οι Αθηναίοι άρχισαν την κατασκευή ενός νέου λιμανιού στον Πειραιά, που θα αντικαθιστούσε αυτό του Φαλήρου. Ακολούθησε η δημιουργία των πολύ ισχυρών τειχών του Πειραιά. Ο Πειραιάς, μαζί με το Ηετιώνειον Άκρον και το έλος των Αλών, περιβαλλόταν από μακρά τείχη μήκους 60 σταδίων,[38] προβάλλοντας άμυνα πολύ πιο ισχυρή από ό, τι μπορούσε να προβάλλει ο κεντρίκος οικισμός της αρχαίας Αθήνας. Τα τείχη αυτά ήταν ψηλότερα από το σύνηθες, καθώς ο Θεμιστοκλής δεν ήθελε να είναι «μισό ύψος».[39] Τα τείχη, κατά την κλασική αρχαιότητα, ήταν ύψους 40 αρχαϊκών πήχεων [40] (περίπου 18 μέτρα) από το οποίο ύψος, μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του αρχικού έργου. Όσον αφορά το πάχος του τείχους, εκτιμάται ότι ήταν περίπου 4,5 μέτρα, ωστόσο, πιστεύεται ότι στο σχέδιο του ο Θεμιστοκλής προέβλεψε την ένωση των πλευρών με λαξευμένες πέτρες και μέταλλα (σίδηρο και μόλυβδο) και την πλήρωση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ τους με δυο άμαξες μεταφοράς γεμίσματος, οι οποίες μετακινούνταν παράλληλα κι από τις δυο πλευρές.[39] Αυτές οι οχυρώσεις του αρχαίου Πειραιά, συνδέονταν με αυτές του κεντρικού οικισμού της αρχαίας Αθήνας, μέσα από τα «Μακρά Τείχη».[7] Ο αρχιτέκτονας και σε αυτό το έργο ήταν επίσης ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος. Οι τοίχοι του τείχους προσχωρούσαν μέσα στα λιμάνια και εκτείνονταν με προμαχώνες για να σχηματίσουν τις «Θαλάσσιες Πύλες», τα στόμια των λιμένων,[26] οι οποίες, εν καιρώ πολέμου, ήταν κλειδωμένες με αλυσίδες. Αυτοί οι προμαχώνες ονομάζονταν «χηλές» (αρχαία ελληνικά: χηλαί). [41][42] [43][44]
Στον δήμο υπήρχαν πολλά θρησκευτικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Μουνιχίας Αρτέμιδος, τόπος ασύλου για μετανοούντες εγκληματίες,[13][45] και της θρακικής θεάς Βένδιδος, γνωστό και ως «Βενδίδειον».[13] Υπήρχαν, επίσης, ένας ναός του Διός Σωτήρος[9][46] και της Σώτειρας Ελλιμενίας Αθηνάς, τα ιερά του Μειλιχίου Διός και του Φιλίου Διός, της Ευπλοίας Αφροδίτης, του Ασκληπιού, γνωστό ως «Ασκληπείον»,[15] καθώς και ιαματικά λουτρά αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες.
Τα Μουνίχια ήταν η πιο σπουδαία από τις ετήσιες εορτές, που διεξάγονταν στον αρχαίο Πειραιά. Γίνονταν, στις 16 του μήνα Μουνιχιώνα, (συμπίπτει με τη σύγχρονη 1η Απριλίου), προς τιμή της Μουνιχίας Αρτέμιδος, στο Ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος το οποίο βρισκόταν στον ομώνυμο λόφο της Μουνιχίας. Οι εορτές αυτές πιθανώς προήλθαν από τον μυθικό ήρωα Μούνιχο και μεταγενέστερα πραγματοποιούνταν ταυτόγχρονα με τις επίσης ετήσιες εορτές των «επινίκιων» της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Κατά τους κλασσικούς χρόνους, οι Θράκες, οι οποίοι είχαν μετοικήσει στην Αθήνα γιόρταζαν στον Πειραιά τα Βενδίδεια προς τιμήν της θρακικής θεότητας Βένδειας τη 19η ημέρα του μήνα Θαργηλιώνα, γιορτή στην οποία αναφέρεται ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία».[47].
Επίσης μια ημέρα πριν από τα Παναθήναια έφηβοι που συμμετείχαν στα Βενδίδεια μεταφέρονταν με συνοδεία από καβαλάρηδες, με ένα άλογο για κάθε φυλή, με δάδες από το Πρυτανείο της Αθήνας προς το ναό της θεάς στον Πειραιά.[13]
Ο δήμος του Πειραιά, μαζί με τους δήμους του Φαλήρου, της Ξυπετής και των Θυμαιταδών συναποτελούσαν την κοινότητα–ενότητα με την ονομασία “Τεράκωμος“ ή “Τεράκωμοι”,[48] η οποία είχε το ιερό του Ηρακλή, ως κοινό σημείο. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Έφη Λυγκούρη: «Η αρχική κώμη του Πειραιά η οποία μαζί με τα γειτονικά χωριά, τους μετέπειτα δήμους της Ξυπετής (Νέο Φάληρο, Μοσχάτο), του Φαλήρου (Παλαιό Φάληρο) και των Θυμαιτάδων (Κερατσίνι) αποτελούσε σύμφωνα με τον Πολυδεύκη ένα τετράκωμο με κέντρο το ιερό του Ηρακλέους στα Καμίνια προς τιμήν του οποίου τελούνταν αγώνες».[49] Μεταξύ των τεσσάρων αυτών δήμων - κωμών τελούνταν και αγώνες. Στα Καμίνια κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής της συνοικίας Απόλλωνα (ή, εναλλακτικά, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη), πιθανολογείται ότι υπήρχε το Τετράκωμον Ηράκλειον, δηλαδή το κοινό ιερό προς τιμή του θεού Ηρακλή. Σε αυτό συνηγορεί η ανεύρεση επιγραφών με ονόματα νικητών κατά τους αγώνες στο Ηράκλειο.[50]
Ένα τεχνητό υδραυλικό έργο, το οποίο είναι μέσα σε ένα βαθύ όρυγμα-σπήλαιο, με τη μεταγενέστερη ονομασία Σπηλιά Αρετούσας, βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κορυφής του λόφου της Μουνιχίας, γνωστού σήμερα ως λόφου του Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα (Πειραιά). Οι ως τώρα αρχαιολογικές έρευνες θεωρούν ότι πρόκειται πιθανώς για δεξαμενή ή/και υδραγωγείο. Οι είσοδοι στην σπηλιάς αυτής, είναι κλειστές και περιφραγμένες πίσω από τις εγκαταστάσεις των υφισταμένων νεότερων υδατοδεξαμενών.
Το Σηράγγιον ή Σηραγγείον ή Σήραγγα, είναι επίσης μια σπηλαιώδης κατασκευή ή/και υπόγεια δίοδος, στην ανατολική πλευρά της Καστέλλας, σε απότομη βραχώδη ακτή, πάνω από τη θάλασσα, στη σημερινή θέση «Βοτσαλάκια».
Επιπλέον, στον δήμο Πειραιά, στην περιοχή της σημερινής Φρεαττύδας,[51][52] ήταν η έδρα της «Φρεαττύδος» (αρχαία ελληνικά: Φρεαττύς) δικαστηρίου γνωστού για τις υπερασπίσεις και τις κρίσεις επανένταξης καταδικασμένων σε εξορία, οι οποίοι απολογούνταν μέσα από μια βάρκα για να αποφευχθεί η παραβίαση της ποινής τους.[51]
Ο Θουκυδίδης, στο έργο του «Ιστορίαι», λέει ότι πολλές φορές ο Θεμιστοκλής ήθελε να μετακινήσει το κέντρο της πόλης της Αθήνας προς τον Πειραιά, με δεδομένη τη μεγάλη σημασία του λιμανιού σε αυτόν τον δήμο, αλλά χωρίς επιτυχία.[53] Τέσσερις φορές τον χρόνο, δικαστές, καταγεγραμμένοι σε πίνακα των δέκα ανδρών ανά ειδικότητα (αγορανόμοι, αστυνόμοι, μετρονόμοι και σιτοφύλακες) πραγματοποιούσαν εμπορικούς ελέγχους, καταμερισμένοι σε δύο κλιμάκια, εκ των οποίων το ένα εργαζόταν στον κύριο οικισμό της Αθήνας και το δεύτερο στον Πειραιεύς.
Όταν οι νέοι, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ξεκινούσαν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία τους, παρουσιάζονταν στον Πειραιά και στην Ακτή, όπου εκπαιδεύονταν στις βασικές αρχές του πολέμου.[54]
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ Τερψιθέας και Πασαλιμανίου εκτίθενται ευρήματα από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης του Πειραιά και άλλα ευρήματα τα οποία βρέθηκαν κατά την οικοδόμηση της σύγχρονης πόλης, καθώς και η σειρά των νεοαττικών πλακών από ναυάγιο ρωμαϊκού πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, τα ευρήματα του ιερού της Μουνιχίας και εκείνα του ιερού της Μητρός των Θεών του Μοσχάτου.
Tον Ιούλιο του 1959, οι αρχαιολόγοι Γιάννης Παπαδημητρίου και Ευθύμιος Μαστροκώστας ανακάλυψαν σημαντικά ευρήματα στην περιοχή του Πειραιά, ανάμεσα στα οποία ήταν το ορειχάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, (Αθηνά του Κηφισοδότου ή του Ευφράνωρος). Σταδιακά εκτός από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, αποκαλύφθηκαν το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τα ευρήματα αρχικά μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση και από το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Η κατοίκηση της περιοχής του Πειραιά συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν την κλασική εποχή. Ο Πειραιάς καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τον Σύλλα και, από εκείνη τη στιγμή, στον οικισμό άρχισε η περίοδος παρακμής, η οποία τον οδήγησε στο να είναι, κατά τον 1ο αιώνα, απλά «ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται γύρω από το λιμάνι και το ναό του Διός Σωτήρος».[9] Ο Σύλλας, μετά την άφιξή του, στην Αττική επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην πολιορκία του Πειραιά προκειμένου να πλήξει την Αθήνα, την οποία και κατέλαβε το 87/86 π.Χ.[55] Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παρακμής όπου ο Πειραιάς ερημώθηκε κατά καιρούς, φτάνοντας μέχρι τον 19ο αιώνα και την μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους στην Αθήνα το 1834, οπότε ξεκίνησε μια νέα περίοδος ανάπτυξης της πόλης, με την σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της. Το 2011, ο δήμος Πειραιάς υπολογίζονταν, με βάση την επίσημη απογραφή, σε 163.688 κατοίκους.
Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Πειραιώς, όπως ο συντριήραρχος της Καλλενίκης Βαθύλλος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βασιλείδης ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βενούστος ο Πειραιεύς γιος του Βενούστου, ο βουλευτής Βερυλλανός (Αλέξανδρος) ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βίων ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Γλαύκος ο Πειραιεύς, ο πολέμαρχος Γλαύκος ο Πειραιεύς γιος του Λυσάνδρου, ο βουλευτής Δημήτριος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Δημοκλής ο Πειραιεύς γιος του Δημοκλείδου, ο βουλευτής Δημοσθένης (Αίλιος) ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Δίκαιος ο Πειραιεύς γιος του Δικαίου, ο γραμματέας των ταμίων της Αθηνάς Διόγνις ο Πειραιεύς γιος του Ισάνδρου, ο βουλευτής Διόδωρος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Διοκλής ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Διονύσιος ο Πειραιεύς γιος του Πίστου, ο γραμματέας του δήμου Δυνατός ο Πειραιεύς γιος του Κριτοδήμου κ.α.[56] Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.