Έλληνας Μουσικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος (Αθήνα, 27 Ιουλίου 1948 – 6 Δεκεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας τραγουδιστής, στιχουργός, συνθέτης και ηθοποιός. Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα στο ντουέτο Δάμων και Φιντίας και συνεργάστηκε επίσης με τα Μπουρμπούλια, καθώς και με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 συνεργάστηκε με το συγκρότημα Απροσάρμοστοι. Πέθανε σε ηλικία 42 ετών από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Παύλος Σιδηρόπουλος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Παύλος Σιδηρόπουλος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 27 Ιουλίου 1948 Αθήνα |
Θάνατος | 6 Δεκεμβρίου 1990 (42 ετών) Αθήνα |
Αιτία θανάτου | υπερβολική δόση ναρκωτικών |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Κόκκινου Μύλου |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Ελληνικά |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα Ελληνικά |
Σπουδές | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1967–1990) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | τραγουδιστής τραγουδοποιός συνθέτης ηθοποιός κιθαρίστας |
Περίοδος ακμής | 1970 - 1990 |
Οικογένεια | |
Γονείς | Κωνσταντίνος Σιδηρόπουλος και Τζένη Σιδηροπούλου |
Αδέλφια | Μελίνα Σιδηροπούλου |
Ιστότοπος | |
pavlos-sidiropoulos | |
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής και το άλμπουμ του Φλου που συνηχογράφησε με το συγκρότημα Σπυριδούλα από τα χαρακτηριστικά ηχογραφήματα του είδους.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα[1][2] σε ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του Κώστας καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια καπνεμπόρων του Πόντου[3] και είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ,[4] όμως πολιτικά ανήκε στην Αριστερά. Από την πλευρά της μητέρας του, Τζένης, ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου [5] και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Μέχρι τα έξι του χρόνια η οικογένειά του έμεινε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του παππού του, ενώ μετά τη γέννηση της αδερφής του Μελίνας η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αρχικά στα Πατήσια και από το 1970 μέχρι το 1984 στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου της Κυψέλης.[2]
Ο πυρήνας της οικογένειας ήταν η μητέρα Τζένη με τα δύο παιδιά να είναι πολύ δεμένα μαζί της.[6] Σαν μαθητής ο Σιδηρόπουλος έπαιρνε καλούς βαθμούς χωρίς να είναι ιδιαίτερα μελετηρός.[7] Ο Σιδηρόπουλος ήρθε σε επαφή με το ροκ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '60 μέσα από τις επιτυχίες των Animals και έγινε φανατικός ακροατής της νέας μουσικής, πηγαίνοντας σε συναυλίες ελληνικών συγκροτημάτων της εποχής όπως οι Charms.[8]
Τελειώνοντας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 1967, πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. [9] Στη Θεσσαλονίκη ήταν συμφοιτητής και συγκάτοικος με τον μετέπειτα τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Την περίοδο εκείνη ο Σιδηρόπουλος έπαιζε κρουστά και μαζί με τον Γερμανό έπαιζαν συχνά μουσική.[10] Παράλληλα, κυκλοφορούσε στη ροκ σκηνή της πόλης, παρακολουθώντας συχνά το συγκρότημα Μακεδονομάχοι, αλλά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως θα ασχολούταν ενεργά με τη μουσική δημιουργία.[11] Σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο, λόγω της χούντας, ο Σιδηρόπουλος ένοιωθε απογοητευμένος από τις φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, ενώ σταδιακά εγκατέλειψε τις σπουδές του.[12]
Το 1969, ο Σιδηρόπουλος γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τότε κιθαρίστα των Olympians, σε μια συναυλία τους και αμέσως δέθηκαν, συνειδητοποιώντας πως ταιριάζουν τα μουσικά τους γούστα. Κατέβηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το συγκρότημα-ντουέτο Δάμων και Φιντίας, όνομα εμπνευσμένο από τους δύο ομώνυμους πιστούς φίλους. Ήρθαν σε επαφή με τον Τάσο Φαληρέα, τότε ιδιοκτήτη δισκάδικου και σύμβουλου της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα, όπου και κυκλοφόρησαν το σινγκλ 45 στροφών Το ξέσπασμα / Ο κόσμος τους.[13] Το 1971, έπαιξαν στον συναυλιακό χώρο Κύτταρο, σε μια σειρά από συναυλίες μαζί με τους Socrates και Εξαδάκτυλος. Την ίδια χρονιά συμμετείχαν με δύο κομμάτια στον δίσκο Ζωντανοί στο Κύτταρο. Στο Κύτταρο γνωρίστηκαν με τους Θανάση Γκαϊφύλλια και Δημήτρη Πουλικάκο, αλλά και με τα Μπουρμπούλια, που έπαιζαν με τον Διονύση Σαββόπουλο.
Το 1972, τα Μπουρμπούλια είχαν έρθει σε ρήξη με τον Σαββόπουλο και, στη συνέχεια, δύο από τα μέλη τους αποχώρησαν. Οι Σιδηρόπουλος και Δεληγιαννίδης τους αντικατέστησαν και συνενώθηκαν στο συγκρότημα μαζί με τα δύο εναπομείναντα μέλη, τον Νίκο Τσιλογιάννη (ντραμς) και τον Βασίλη Ντάλα (μπάσο).[14] Το νέο σχήμα των Μπουρμπουλιών ξεκίνησε να εμφανίζεται ζωντανά σε διάφορους χώρους της Αθήνας. Λίγο μετά κυκλοφόρησε τον δίσκο 45 στροφών Ο Ντάμης ο σκληρός, ο οποίος αρχικά ονομαζόταν Ο Ντάμης ο ληστής, αλλά η δισκογραφική εταιρεία ζήτησε αλλαγή του τίτλου για να αποφύγει προβλήματα με τη λογοκρισία. Το συγκρότημα όμως δεν κατάφερε να βρει εταιρεία για να κυκλοφορήσει δίσκο μεγάλης διάρκειας, ενώ μια μαγνητοσκοπημένη τους εμφάνιση για την εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη Δισκοθήκη για νεολαία κόπηκε από τη λογοκρισία.[15] Στην Αθήνα δεν υπήρχαν ευκαιρίες για ζωντανές εμφανίσεις ύστερα και από την άρνηση του Σαββόπουλου να συνεργαστεί μαζί τους. Πήγαν στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1973 προσπαθώντας να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα εκεί, αλλά τα έσοδα από τις συναυλίες ήταν χαμηλά. Ο Δεληγιαννίδης έφυγε σύντομα για την Αγγλία και στις αρχές του 1974 το συγκρότημα διαλύθηκε. Λίγο μετά ο Σιδηρόπουλος επέστρεψε στην Αθήνα, ύστερα από παράκληση της οικογένειάς του που πήγε να τον βρει, και εργάστηκε για λίγο στην επιχείρηση του πατέρα του.
Κατά τη διάρκεια της έντονα πολιτικοποιημένης περιόδου της μεταπολίτευσης που ακολούθησε την πτώση της χούντας το 1974 το ενδιαφέρον του κοινού είχε επικεντρωθεί στο πολιτικό τραγούδι και το ροκ είχε περάσει στο περιθώριο. Λίγους μήνες μετά από την επιστροφή του στην Αθήνα ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του, τα έργα Θεσσαλικός κύκλος (1974), και Οροπέδιο (1976), ενώ είχε και μια ελάχιστη συμμετοχή σε ένα τραγούδι του δίσκου Ανεξάρτητα (1975).[2] Παράλληλα έκανε μουσικές και θεατρικές εμφανίσεις στις συναυλίες του Μαρκόπουλου. Στις 4 και 6 Οκτωβρίου του 1976 ο συνθέτης πραγματοποίησε συναυλίες στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή του Σιδηρόπουλου, οι οποίες μαγνητοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν αλλά κυκλοφόρησαν μόλις το 1990. Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, στην οποία ο Σιδηρόπουλος τα επόμενα χρόνια θα αναφερόταν αρνητικά σε συνεντεύξεις του, χαρακτηρίζοντας την μια νεκρή περίοδο για τον ίδιο.[16] Όμως αργότερα, στα τέλη του 1986, οι δύο τους θα συνεργάζονταν ξανά, καθώς ο Σιδηρόπουλος ερμήνευσε τέσσερα τραγούδια και δύο ποιήματα στον δίσκο του συνθέτη Τολμηρή επικοινωνία (1987).
Αν και ο Σιδηρόπουλος ένοιωθε καλλιτεχνικά τελματωμένος κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον Μαρκόπουλο, η περίοδος εκείνη ήταν σημαντική για την προσωπική του ζωή. Την άνοιξη του 1976 πήρε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία για ψυχολογικούς λόγους.[2] Λίγο αργότερα, μέσα από μια σύντομη σχέση με μια κοπέλα ονόματι Κάθυ, για την οποία έγραψε το τραγούδι «Για την Κ», ο Σιδηρόπουλος θα γνώριζε τη συμμαθήτριά της Γιόλα Αναγνωστοπούλου με την οποία θα έμεναν μαζί μέχρι το 1980. Κατά την περίοδο της σχέσης του με την Αναγνωστοπούλου φαίνεται να ξεκίνησε να κάνει χρήση ηρωίνης.[6][17]
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 ο Σιδηρόπουλος είχε ηχογραφήσει ένα τραγούδι για τον ιστορικό δίσκο του φίλου του Δημήτρη Πουλικάκου Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος που κυκλοφόρησε το 1976. Στις 6 Νοεμβρίου του 1977 ο Πουλικάκος είδε ζωντανά το συγκρότημα Σπυριδούλα στο κινηματοθέατρο Κνωσός. Γνωρίζοντας πως ο Σιδηρόπουλος έψαχνε μουσικούς για να ηχογραφήσει τις συνθέσεις του, του πρότεινε να τους συναντήσει. Αρχικά ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε σε προσωρινή βάση με το συγκρότημα, ερμηνεύοντας διασκευές ξένων τραγουδιών στις συναυλίες τους στην επαρχία.[18] Η συνεργασία τους οριστικοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1978 με σκοπό την ηχογράφηση του άλμπουμ Φλου.
Το συγκρότημα και ο Σιδηρόπουλος ξεκίνησαν εντατικές πρόβες επάνω στα κομμάτια του δίσκου στο κλαμπ Χόμπι που τους είχε παραχωρηθεί. Τον Οκτώβριο μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν αρχικά ένα ντέμο με δύο κομμάτια, τα «Μπάμπης ο Φλου» και «Ξέσπασμα», με το τελευταίο να είναι διασκευή ενός κομματιού που είχε ηχογραφήσει ο Σιδηρόπουλος με τους Δάμων και Φιντίας. Μέσα από τη γνωριμία του Σιδηρόπουλου με τον Θοδωρή Σαραντή, τότε υπεύθυνου ξένου ρεπερτορίου της ΕΜΙΕΛ (τέως Columbia), ήρθε σε επαφή με τον διευθυντή της εταιρείας Γιώργο Πετσίλα ο οποίος συμφώνησε να κυκλοφορήσει το δίσκο. Την παραγωγή του δίσκου ανέλαβε ο Σαραντής με βοηθό τον Μάνο Ξυδού και οι ηχογραφήσεις έγιναν στα στούντιο της Columbia στη Ριζούπολη. Συμμετείχε μια σειρά έμπειρων μουσικών που γνωρίζονταν για χρόνια με τον Σιδηρόπουλο όπως οι Νίκος Πολίτης (κατά καιρούς μέλος του Εξαδάκτυλου και των Socrates), ο Δημήτρης Πολύτιμος (MGC και Εξαδάκτυλος) και ο Γιώργος Μαγκλάρας που έπαιξε ηλεκτρικό βιολί στο ψυχεδελικό «Η ώρα του Stuff», το πρώτο τραγούδι του Σιδηρόπουλου που αναφέρεται στα ναρκωτικά. Στο κομμάτι αυτό έκανε φωνητικά η Δήμητρα Γαλάνη χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα της γιατί είχε μόλις αλλάξει δισκογραφική εταιρεία. Οι ηχογραφήσεις σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν δύσκολες με τον Σιδηρόπουλο να έρχεται σε ρήξη με το άπειρο συγκρότημα, εν μέρει λόγω των προβλημάτων εθισμού που ήδη είχε.[19]
Ο δίσκος κυκλοφόρησε καθυστερημένα τον Μάιο του 1979. Η υποδοχή του από τον ειδικό τύπο ήταν γενικά θετική. Οι πωλήσεις όμως ήταν απογοητευτικές και δεν ξεπέρασαν τις 5.000. Τα επόμενα χρόνια όμως η αποδοχή και οι πωλήσεις του Φλου θα αυξάνονταν θεαματικά, με το δίσκο να κάνει διαρκείς επανεκδόσεις, ενώ το 1992 ψηφίστηκε από τους συντάκτες του περιοδικού Ποπ & Ροκ ως το «καλύτερο άλμπουμ στην ιστορία της ελληνικής ροκ σκηνής».[2] Οι Σπυριδούλα με τον Σιδηρόπουλο έκαναν μια σειρά ζωντανών συναυλιών για την υποστήριξη του δίσκου όμως λίγους μήνες μετά οι δρόμοι τους χώρισαν, πιθανόν γιατί οι Σπυρόπουλοι ήθελαν να ακολουθήσει το συγκρότημα μια πιο ξεκάθαρη πολιτική γραμμή.
Η πρώτη επαφή του Σιδηρόπουλου με την υποκριτική είχε γίνει κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον ρόλο του να έχει αρκετά θεατρικά στοιχεία. Το καλοκαίρι του 1977 μέσω του Τόλη Μαστρόκαλου, μπασίστα των Σπυριδούλα γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο, γνωστού για την ταινία του Αλδεβαράν. Ο Θωμόπουλος εντυπωσιάστηκε από τη σκέψη και τη φωτογένεια του Σιδηρόπουλου και, επιθυμώντας να συνεργαστούν, προσάρμοσε το σενάριο της επόμενης ταινίας του, Ο ασυμβίβαστος,στον χαρακτήρα του. Ο Σιδηρόπουλος δέχθηκε να πρωταγωνιστήσει, παρά τις επιφυλάξεις του για το σενάριο, ενώ τραγουδούσε και όλα τα τραγούδια της ταινίας.[6] Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και τη γενική επιμέλεια της μουσικής επένδυσης της ταινίας είχε ο συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη. Ο τελευταίος έγραψε και ένα τραγούδι για την ταινία, το «Κάποτε θα 'ρθουν» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τέσσερα τραγούδια για το σάουντρακ έγραψε και ο Θωμόπουλος, ανάμεσα τους τη μπαλάντα «Να μ' αγαπάς» το οποίο αρχικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα αλλά μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου έγινε πολύ δημοφιλές στο ραδιόφωνο και διασκευάστηκε από διάφορους καλλιτέχνες.[20] Η ερμηνεία του Σιδηρόπουλου πήρε γενικά θετικές κριτικές όμως η ταινία είχε μια αδιάφορη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1979 όσο και στις αιθουσες.
Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη Οικογένεια Ζαρντή (ΕΡΤ, 1982) όπου έπαιζε το ρόλο ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού των αρχών του 20ού αιώνα.
Το καλοκαίρι του 1979 ο Σιδηρόπουλος είχε μείνει χωρίς συγκρότημα και κατά καιρούς τζάμαρε με τον Τόλη Μαστρόκαλο και τον κιθαρίστα Θόδωρο (Τέρρυ) Παπαντίνα, τέως μέλος των Μακεδονομάχων τους οποίους ακολουθούσε φανατικά ο Σιδηρόπουλος στα φοιτητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Αποφάσισαν να φτιάξουν συγκρότημα και στο σχήμα προστέθηκαν οι Στίλπων Νέστορας (ρυθμική κιθάρα) και ο Γιώτης Μπαγκάλας (ντραμς). Ο Μπαγκάλας έμεινε λιγότερο από ένα μήνα και τον αντικατέστησε ο Τζίμης Τζιμόπουλος, τέως μέλος των Idols. Ο τελευταίος πρότεινε και το όνομα Art Associations για το συγκρότημα αλλά ο Σιδηρόπουλος επέμεινε να ελληνοποιηθεί σε Εταιρεία Καλλιτεχνών.[21] Το γκρουπ πραγματοποίησε μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων όπου έπαιζε διασκευές ξένων κομματιών και μερικά τραγούδια από το Φλου αλλά δεν κυκλοφόρησε δίσκο. Ένα όμως τραγούδι από αυτήν την περίοδο, το «Clown», θα περιλαμβανόταν στον κατοπινό δίσκο του Σιδηρόπουλου Zorba the freak.
Το 1980 ο Παύλος Σιδηρόπουλος κατέληξε σε ένα σχήμα που με λίγες αλλαγές παίζει μαζί του μέχρι το τέλος, τους Απροσάρμοστους. Μαζί ηχογραφούν μια σειρά δίσκων και είχαν συνεχή ζωντανή παρουσία[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1982 κυκλοφορούν το Εν λευκώ. Τα τραγούδια «Η» και «Αντεργκράουντ με στρας» λογοκρίθηκαν, για «προτροπή στη χρήση ναρκωτικών» και το τραγούδι «Ύστατη στιγμή» για «προσβολή της δημοσίας αιδούς»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1985 κυκλοφότησαν το Zorba the freak. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με το συγκρότημα Τερμίτες (Λαυρέντης Μαχαιρίτσας – Αντώνης Μιτζέλος) το 1983-4 και 1986-7 στο Rodeo club (μαζί με τoν Ζωρζ Πιλαλί και την Κρίστη Στασινοπούλου) [9]. Επίσσς το 1985 συμμετείχε στη σειρά συναυλιών που διοργάνωσε το τότε Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και Αθλητισμού σε πολλές πόλεις της Ελλάδος με τίτλο «Ήχοι του Χειμώνα» όπου μοιράστηκε την σκηνή με τους Τερμίτες.[22]
Το 1987 πραγματοποίησε μια συγκλονιστική εμφάνιση στο Ηρώδειο στη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου Τολμηρή επικοινωνία -που κυκλοφόρησε και σε δίσκο με αυτό τον τίτλο- ερμηνεύοντας τραγούδια σε στίχους του Δημήτρη Βάρου και απαγγέλοντας ποιήματα του ιδίου από το βιβλίο Θηρασία. Το 1988 συμμετέχει στο δίσκο Ηλεκτρικός Θησέας (μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος, στίχοι Δημήτρης Βάρος). Το 1989 κυκλοφορησε ο δίσκος του Χωρίς μακιγιάζ, ηχογραφημένος ζωντανά στον συναυλιακό χώρο Μετρό.
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος».[2] Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο οι Απροσάρμοστοι ξεκίνησαν τις συνηθισμένες τους εμφανίσεις στο κλαμπ «Αν» όπου ο Σιδηρόπουλος εμφανιζόταν με το χέρι δεμένο. Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο. Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του. Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι μιας άλλης φίλης του στον Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.[2] Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Ο Αλέκος Αράπης, μπασίστας των Απροσάρμοστων, έχει εκφράσει την υπόθεση πως ο Σιδηρόπουλος πήρε εσκεμμένα υπερβολική δόση με σκοπό να αυτοκτονήσει λόγω των προβλημάτων με το χέρι του, με βάση μια συζήτηση που είχαν λίγους μήνες πριν από το θάνατο του.[23]
Το 1991 οι Απροσάρμοστοι κυκλοφόρησαν τον δίσκο Άντε και καλή τύχη μάγκες, όπου ορισμένα τραγούδια είχε προλάβει να τα ηχογραφήσει ο Παύλος Σιδηρόπουλος και τα υπόλοιπα τα ερμήνευσαν διάφοροι καλλιτέχνες. Μεταξύ αυτών οι Γιάννης Γιοκαρίνης, Γιάννης Αγγελάκας και Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Το 1992 κυκλοφόρησε ο δίσκος Τα μπλουζ του πρίγκηπα. Ο δίσκος αυτός περιέχει πειραματικές ηχογραφήσεις που έγιναν από το 1979 ως το 1981. Ήταν ο καρπός των προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει από το 1972. Εδώ ο Παύλος Σιδηρόπουλος παντρεύει το μπλουζ με το ρεμπέτικο. Το 1994 κυκλοφορεί ο διπλός δίσκος Εν αρχή ην ο λόγος, με ζωντανές ηχογραφήσεις από το 1978 μέχρι το 1989, την απαγγελία ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μουσική και απόσπασμα από μια συνέντευξή του στην ΕΤ2. Πολλά από τα τραγούδια του δίσκου εκδόθηκαν για πρώτη φορά.
Τραγούδια από τις τελευταίες ηχογραφημένες συναυλίες του Παύλου Σιδηρόπουλου με τους Απροσάρμοστους, που πραγματοποιήθηκαν στο Αν Club στην Αθήνα στις 16-17 και 23-24 Μαρτίου του 1990, κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο του 2017 σε συλλεκτική έκδοση βινυλίου με τη συγκατάθεση των φίλων και συνεργατών του Παύλου Σιδηρόπουλου, Οδυσσέα Γαλανάκη, Αλέκου Αράπη και Κυριάκου Δαρίβα.[24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.