Γάλλος συγγραφέας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ζαν Πατρίκ Μοντιανό (γαλλικά: Jean Patrick Modiano, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1945), γνωστός ως Πατρίκ Μοντιανό, είναι Γάλλος μυθιστοριογράφος, που βραβεύθηκε το 2014 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1978 είχε τιμηθεί και με το Βραβείο Γκονκούρ για το μυθιστόρημά του Οδός σκοτεινών μαγαζιών. Ο Μοντιανό έχει έργα του μεταφρασμένα σε περισσότερες από 30 γλώσσες[18], ωστόσο τα περισσότερα μυθιστορήματά του δεν είχαν μεταφρασθεί στην αγγλική πριν πάρει το Βραβείο Νόμπελ.[19]
Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε στο προάστιο Μπουλόν-Μπιγιανκούρ, στα δυτικά του κέντρου του Παρισιού. Ο πατέρας του, Αλμπέρ Μοντιανό (1912–1977, γεννημένος στο Παρίσι), ήταν ιταλικής καταγωγής[20] και (από τον δικό του πατέρα) καταγόμενος από Σεφαρδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης.[21] Η μητέρα του συγγραφέα, η Λουίζα Κολπέιν (1918-2015), ήταν Βελγοφλαμανδή ηθοποιός του κινηματογράφου.[22] Οι γονείς του Πατρίκ γνωρίστηκαν στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Παρίσι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και άρχισαν τη σχέση τους μυστικά (χρειάστηκε να χωρίσουν λίγο μετά τη γέννηση του Πατρίκ).[23] Ο Αλμπέρ είχε αρνηθεί να φοράει το κίτρινο σήμα με το άστρο και δεν παρουσιάστηκε όταν οι Εβραίοι των Παρισίων συγκεντρώθηκαν για απέλαση στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως.[19] Προσάχθηκε τον Φεβρουάριο του 1942 και μόλις ξέφυγε από την απέλαση μετά από την παρέμβαση ενός φίλου.[23] Κατά τα έτη της Κατοχής, ο Αλμπέρ έγινε μαυραγορίτης, ενώ συγχρωτιζόταν και με τους Carlingue, τους Γάλλους βοηθούς της Γκεστάπο.[19][20] Ο Αλμπέρ Μοντιανό δεν μίλησε ποτέ ξεκάθαρα για τις κατοχικές δραστηριότητές του στον γιο του.[20]
Η παιδική ηλικία του Πατρίκ πέρασε μέσα σε μία μοναδική ατμόσφαιρα: Αρχικώς τον μεγάλωσαν οι γονείς της μητέρας του, που του έμαθαν τη φλαμανδική ως την πρώτη του γλώσσα.[24] Η απουσία του πατέρα του και συχνά και της μητέρας του, έφερε τον Πατρίκ κοντά στον κατά δύο έτη νεότερο αδελφό του, τον Ρούντι[23], ο οποίος πέθανε ξαφνικά από ασθένεια σε ηλικία 9 ετών (ο συγγραφέας αφιέρωσε όλα τα έργα που έγραψε από το 1967 έως το 1982 στον αδελφό του).
Ως μαθητής, ο Πατρίκ Μοντιανό πήγε στο δημοτικό σχολείο του Μονσέλ, στο προάστο Jouy-en-Josas, μετά στο Κολέγιο του Αγίου Ιωσήφ στο Τον της Άνω Σαβοΐας και τέλος στο Λύκειο Ερρίκος Δ΄ των Παρισίων. Ενώ ήταν στο λύκειο, πήρε και μερικά μαθήματα γεωμετρίας από τον συγγραφέα Ρεϊμόν Κενώ, που ήταν γνωστός της μητέρας του. Ο πατέρας του τον ενέγραψε στην προπαρασκευαστική τάξη για τις Ανώτατες Σχολές παρά τη θέληση του Πατρίκ, ο οποίος σύντομα σταμάτησε να παρακολουθεί μαθήματα. Το 1965 εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού προκειμένου να εξασφαλίσει αναβολή από τη στράτευση, αλλά δεν πήρε κάποιο τίτλο σπουδών.
Το 1970 ο Μοντιανό νυμφεύθηκε την Ντομινίκ Ζερφύς (Dominique Zehrfuss). Σε συνέντευξή της το 2003 η Ντομινίκ δήλωσε: «Έχω καταστροφικές αναμνήσεις από την ημέρα των γάμων μας. Έβρεχε... Κουμπάροι μας ήταν ο Κενώ, μέντορας του Πατρίκ από την εφηβεία του, και ο Μαλρώ, ως φίλος του πατέρα μου. Οπότε άρχισαν να διαφωνούν σε μια συζήτηση για τον Ντυμπυφέ, και ήταν σαν να βλέπαμε αγώνα τένις! ... Θα ήταν καλό να είχαμε κάποιες φωτογραφίες, αλλά ο μόνος που είχε μηχανή είχε ξεχάσει να βάλει φιλμ. Υπάρχει μόνο μία φωτογραφία μας από τον γάμο μας, που δείχνει τις πλάτες μας κάτω από μία ομπρέλα!»[25] Το ζεύγος απέκτησε δύο κόρες, τη Ζίνα (γεννήθηκε το 1974) και τη Μαρί (γενν. 1978).
Ο Ρεϊμόν Κενώ ήταν ο άνθρωπος που εισήγαγε τον Μοντιανό στον κόσμο της λογοτεχνίας, δίνοντάς του την ευκαιρία να παρακολουθήσει μία δεξίωση του μελλοντικού εκδότη του. Το 1968, σε ηλικία 22 ετών, ο Μοντιανό δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, το La Place de l'étoile, ένα μυθιστόρημα της κατοχής με πρωταγωνιστή έναν Εβραίο συνεργάτη των Γερμανών, αφού πρώτα διάβασε το χειρόγραφο στον Κενώ. Το μυθιστόρημα δυσαρέστησε τον πατέρα του τόσο πολύ, ώστε προσπάθησε να αγοράσει όλα τα αντίτυπά του. Ως έφηβος ο Πατρίκ (1959) είχε ξεμείνει στο Λονδίνο και είχε καλέσει τον πατέρα του να του στείλει λίγα χρήματα, αλλά εκείνος τον είχε αποπάρει.[23] Από το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα (που τιμήθηκε με τα βραβεία Φενεόν και Ροζέ Νιμιέ), ο Μοντιανό κάνει ήδη λόγο για το «τράβηγμα του παρελθόντος, την απειλή της εξαφάνισης, το ξεθώριασμα των ηθικών ορίων, τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής».[19]
Το 1973 ο Μοντιανό έγραψε από κοινού με τον Λουί Μαλ το σενάριο της ταινίας Επώνυμο: Λακόμπ, Ονομα: Λισιέν, που ιστορεί την πορεία ενός αγοριού που συνεργάζεται με τη φασιστική πολιτοφυλακή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η ταινία προκάλεσε συζητήσεις για την έλλειψη δικαιολογήσεως των πράξεων του βασικού χαρακτήρα.
Σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα του Μοντιανό καταδύονται μέσα στο αίνιγμα της ταυτότητας και της προσπάθειας να αποκτηθούν στοιχεία για την ύπαρξη από τα ίχνη του παρελθόντος. Χαρακτηριζόμενος από εμμονή με την ταραχώδη και ντροπιαστική (εξαιτίας των σκοτεινών δραστηριοτήτων του πατέρα του) περίοδο της Κατοχής, ο συγγραφέας επιστρέφει στο θέμα σε όλα του τα μυθιστορήματα, κτίζοντας ένα αξιοσημείωτα ομογενές έργο. «Μετά από κάθε μυθιστόρημα, έχω την εντύπωση ότι έχω ξεμπερδέψει με το θέμα», είχε δηλώσει, «αλλά γνωρίζω πως θα επανέλθω πάλι και πάλι σε μικροσκοπικές λεπτομέρειες, μικρά πράγματα που αποτελούν μέρος αυτού που είμαι. Τελικά είμαστε όλοι καθορισμένοι από τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο γεννηθήκαμε».[26] Γράφει επίσης συνεχώς για το Παρίσι, περιγράφοντας την εξέλιξη των δρόμων του, των τοπικών συνηθειών και των κατοίκων του.[26]
Το σύνολο των έργων του Μοντιανό είναι γραμμένα από μία θέση «μανίας» με τη μνήμη. Στην Οδό σκοτεινών μαγαζιών, ο ήρωας πάσχει από αμνησία και ταξιδεύει από την Πολυνησία στη Ρώμη σε μία προσπάθεια να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του. Το μυθιστόρημα θέτει το θέμα της αιώνιας αναζητήσεως ταυτότητας σε έναν κόσμο όπου «η άμμος δεν κρατά τα ίχνη των βημάτων μας παρά για λίγες στιγμές». Στο Du plus loin de l'oubli ο αφηγητής ανακαλεί τη σκιώδη ερωτική του σχέση με μία αινιγματική γυναίκα στο Παρίσι και το Λονδίνο της δεκαετίας του 1960. Δύο από τις πλέον διαβόητες μορφές του μεταπολεμικού Λονδίνου, οι Πίτερ Ράχμαν και Έμιλ Σαβούντρα, γίνονται φίλοι του αφηγητή. Το τι είναι αληθινό και τι όχι παραμένει αβέβαιο στο ονειρικό μυθιστόρημα, που αποτελεί πρότυπο των έμμονων ιδεών και της ελεγειακού πεζού λόγου του συγγραφέα.[26]
Η θεματική της μνήμης διαφαίνεται καθαρότερα στο Dora Bruder, ένα υβρίδιο βιογραφίας, αυτοβιογραφίας και αστυνομικού μυθιστορήματος που διηγείται την ιστορία μιας δεκαπεντάχρονης κόρης Εβραίων μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη. Εκκινώντας εδώ από ένα υπαρκτό άσημο πρόσωπο, ο Μοντιανό ερευνά αναζητώντας μνήμες άλλων.[27] Τα ήρεμα και λιτά μυθιστορήματα του συγγραφέα, όπως τα παραπάνω, περιγράφονται ως αναγνώσματα παρόμοια με «θρίλερ που περιέχουν συμπάθεια και μεταμέλεια».[28]
Το μυθιστόρημα του Μοντιανό Στο café της χαμένης νιότης (2007) μάς μεταφέρει στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου μια ομάδα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ένας ντετέκτιβ σκοτεινού παρελθόντος, αναρωτιούνται τι συμβαίνει ή τι συνέβη με μια νεαρή γυναίκα ονόματι Λουκί, που (το μαθαίνουμε στην τελευταία σελίδα) τελείωσε τη ζωή της πέφτοντας από ένα παράθυρο. Παρά το ότι δίνονται πολλές γεωγραφικές λεπτομέρειες, ο αναγνώστης αφήνεται με μια αίσθηση ασάφειας ως προς το τι και πότε συνέβη.[29] Για πρώτη φορά στο έργο του[30] ο Μοντιανό χρησιμοποιεί διάφορους αφηγητές, που διηγούνται από την άποψή τους τι νομίζουν ότι γνωρίζουν σχετικά με τη Λουκί. Ο συγγραφέας δημιουργεί μερικές «αστάθειες» σε διάφορα επίπεδα του κειμένου του και αυτό σηματοδοτεί το πώς μπορούν ή δεν μπορούν να δημιουργηθούν λογοτεχνικοί χαρακτήρες.[31]
Στο 26ο βιβλίο του Μοντιανό, το L'Horizon (2011), ο αφηγητής Ζαν Μποσμάν, ένας εύθραυστος άνδρας που καταδιώκεται από το φάντασμα της μητέρας του, ζει με τις μνήμες της νιότης του και των ανθρώπων που έχει χάσει. Ανάμεσά τους είναι και η αινιγματική Μαργκαρέτ Λεκόζ (Le Coz), την οποία είχε γνωρίσει και ερωτευθεί την δεκαετία του 1960. Οι δυο τους πέρασαν αρκετές εβδομάδες περιπλανώμενοι στους δρόμους του Παρισιού. Μια μέρα όμως, χωρίς να τον ειδοποιήσει, η Μαργκαρέτ επιβιβάσθηκε σε ένα τρένο και εξαφανίσθηκε. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Ζαν είναι έτοιμος να αναζητήσει τον χαμένο του έρωτα. Το μυθιστόρημα όχι μόνο αποτελεί μία επιτομή του ύφους και των ενδιαφερόντων του συγγραφέα, αλλά σημειώνει και ένα νέο βήμα στην προσωπική του αναζήτηση.[26]
Ο Μοντιανό έχει επίσης συγγράψει παιδικά βιβλία.[32]
Το πρώτο ήδη μυθιστόρημα του Μοντιανό, to La Place de l'étoile, τιμήθηκε με τα βραβεία Φενεόν και Ροζέ Νιμιέ το 1968. Ο συγγραφέας κέρδισε και το Βραβείο Γκονκούρ το 1978 για το μυθιστόρημά του Οδός σκοτεινών μαγαζιών. Το 1972 είχε τιμηθεί με το Μέγα Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το Les Boulevards de ceinture. Επιπλέον, κέρδισε το 2010 το Παγκόσμιο Βραβείο Σινό ντελ Ντικά για το σύνολο του έργου του και το 2012 το Αυστριακό Κρατικό Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας.
Χαρακτηριζόμενος «ένας σύγχρονος Μαρσέλ Προυστ»[33], ο Μοντιανό τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2014 «για την τέχνη της μνήμης με την οποία περιέγραψε τα πλέον ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και απεκάλυψε τη ζωή και κόσμο της (γερμανικής) Κατοχής στη Γαλλία».[34][35] Ο συγγραφέας έμαθε για τη βράβευσή του από ένα τηλεφώνημα της κόρης του στο κινητό του τηλέφωνο, ενώ περπατούσε στο Παρίσι, «κοντά στον κήπο του Λουξεμβούργου», την περιοχή της κατοικίας του.[36] Η απονομή του Νόμπελ στον Μοντιανό χαρακτηρίσθηκε ως απροσδόκητη, ιδίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο.[37] Ακόμα και ο Πέτερ Ένγκλουντ, ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, ανέφερε πως πολλοί έξω από τη Γαλλία δεν θα είναι γνώστες του Μοντιανό και του έργου του. «Είναι πολύ γνωστός στη Γαλλία, αλλά πουθενά αλλού», είπε σε συνέντευξή του μετά την ανακοίνωση της βραβεύσεως.[38]. Με αφορμή τη βράβευση αυτή, διπλασιάστηκαν περίπου και οι ελληνικές μεταφράσεις έργων του Μοντιανό.
Σενάρια
Μεταφορές βιβλίων του στον κινηματογράφο
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.