From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα οιστρογόνα είναι μια ομάδα στεροειδών χημικών ενώσεων, ονομαζόμενα για τον ρόλο τους στον οιστρικό κύκλο, και που εργάζονται ως οι κύριες γυναικείες ορμόνες φύλου. Όπως όλες οι στεροειδείς ορμόνες, τα οιστρογόνα περνούν εύκολα την κυτταρική μεμβράνη. Μέσα στο κύτταρο, αλληλεπιδρούν με οιστρογόνους υποδοχείς.[1] Παράγονται κυρίως από τα πρωτογενή ωοθυλάκια κατά την περίοδο της ωρίμανσής τους, το ωχρό σωμάτιο, και τον πλακούντα. Σε μικρότερες ποσότητες, παράγονται σε άλλους ιστούς όπως ο μαστός, το ήπαρ και τα επινεφρίδια.[2]
Η βιοσύνθεση του οιστρογόνου αρχίζει στα κύτταρα του ωοθυλακίου, με την σύνθεση ανδροστενοδιόνης από χοληστερόλη. Η ανδροστενοδιόνη είναι μία ορμόνη με μέτρια ανδρογενή δραστηριότητα. Αυτή περνά τον βασικό υμένα και μπαίνει στα κύτταρα της κοκκιώδους στοιβάδας της ωοθήκης, όπου μετατρέπεται σε οιστρόνη και οιστραδιόλη, είτε κατ'ευθείαν είτε μέσω τεστοστερόνης. Το ένζυμο υπεύθυνο για αυτή την μετατροπή ονομάζεται αρωματάση. Ακολουθεί, μετατροπή της χοληστερόλης σε πρεγνενολόνη και αυτής σε προγεστερόνη. Στη συνέχεια η προγεστερόνη σχηματίζει ανδρογόνα και με αρωματοποίηση των ανδρογόνων σχηματίζονται τα οιστρογόνα. Από το σχηματισμό των οιστρογόνων μπορούν να παραχθούν προγεστερόνη και τεστοστερόνη.[3]
Η τεστοστερόνη είναι μια στεροειδής ορμόνη που ανήκει στην ομάδα των ανδρογόνων και εκκρίνεται από τους όρχεις των αρσενικών και τις ωοθήκες των θηλυκών.[4] Η προγεστερόνη είναι η ορμόνη που παράγει ο οργανισμός για την δημιουργία του ενδομητρίου δηλαδή της παχιάς επένδυσης της μήτρας απαραίτητης για την ανάπτυξη του εμβρύου.[4]
Τα τρία κύρια φυσικά οιστρογόνα στις γυναίκες είναι η οιστραδιόλη, η οιστριόλη και η οιστρόνη. Μέσα στον οργανισμό και οι τρεις παράγονται από ανδρογόνα μέσω της δράσης ενζύμων. Από την εμμηνοαρχή μέχρι την εμμηνόπαυση το κύριο οιστρογόνο στις γυναίκες είναι η 17β-οιστραδιόλη. Μετά την εμμηνόπαυση, κυριαρχεί πλέον η οιστρόνη παρά η οιστραδιόλη. Η οιστραδιόλη βιοσυντίθεται από την τεστοστερόνη (ορμόνη) ενώ η οιστρόνη από την ανδροστενδιόνη. Η οιστρόνη είναι πιο αδύνατη ορμόνη από την οιστραδιόλη. Έχουν ταυτοποιηθεί πολλές φυσικές αλλά και συνθετικές ουσίες που επίσης έχουν οιστρογονική δραστηριότητα.[5]
Και οι τρεις παράγονται από ανδρογόνα μέσω ενζυμικής δράσης.[2]
Το οιστρογόνο παράγεται κυρίως από τα πρωτογενή ωοθυλάκια κατά την διάρκεια της ωρίμανσης τους, το ωχρό σωμάτιο, και τον πλακούντα. Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) και η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) διεγείρουν την παραγωγή οιστρογόνου στις ωοθήκες. Σε μικρότερες ποσότητες, οιστρόγονο παράγεται σε ιστούς όπως το ήπαρ, τα επινεφρίδια και τον μαστό. Αυτές οι δευτερεύουσες πηγές οιστρογόνου είναι ειδικά σημαντικές σε γυναίκες που έχουν περάσει την εμμηνόπαυση.
Στην αρχή του κύκλου ο οργανισμός παράγει την ωοθυλακιοτρόπο ορμόνη (FSH), που είναι η κύρια ορμόνη που εμπλέκεται στην παραγωγή των ώριμων ωαρίων. Η FSH διεγείρει τα ωοθυλάκια, ώστε να ξεκινήσουν την παραγωγή οιστρογόνων. Το επίπεδο των οιστρογόνων στον οργανισμό αυξάνεται και τελικά προκαλεί την ταχεία αύξηση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH). Η ωχρινοτρόπος ορμόνη LH παρέχει στο ωάριο την τελική ώθηση που χρειάζεται για να ωριμάσει πλήρως και να απελευθερωθεί από το ωοθυλάκιο. Σε περίπτωση που δεν γονιμοποιηθεί το ωάριο, τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης μειώνονται, επειδή δεν είναι πλέον απαραίτητα.[6] Η ταυτόχρονη δράση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης FSH και της ωχρινοτρόπου ορμόνης LH στην ωοθήκη έχει σαν αποτέλεσμα την ωοθυλακιορρηξία. Η LH μετατρέπει το ώριμο ωοθυλάκιο σε ωχρό σωμάτιο όπου εκεί παράγονται τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη.[3]
Το ήπαρ με τα ειδικά του ένζυμα αποτελεί το κύριο μέρος μεταβολισμού των οιστρογόνων. Έτσι η οιστραδιόλη κατά την διέλευση της από το ήπαρ με τη βοήθεια της 17β-OH-στεροειδικής δευδρογενάσης μεταβολίζεται σε οιστριόλη και οιστρόνη μέρος των οποίων εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος. Ο ηπατικός μεταβολισμός των οιστρογόνων ελαττώνει την βιολογική τους ισχύ και αυξάνει τη διαλυτότητά τους στη νεφρική απέκκριση και το νερό. Τα μεταβολικά παράγωγα των οιστρογόνων αποβάλλονται μέσω της χολής από όπου επαναρροφούνται στην κυκλοφορία του αίματος. Το μεγαλύτερο μέρος των οιστρογόνων απορροφάται σε μεγάλο βαθμό στο έντερο και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών αποβάλλεται μέσω κοπράνων.[1]
Τα οιστρογόνα συνδέονται με πρωτεΐνες του πλάσματος και κυρίως τη β-σφαιρίνη στο ήπαρ, του οποίου υδρολύει τις γλυκουρονικές ενώσεις τους ρυθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δράση τους. Η ημερήσια έκκριση των οιστρογόνων κυμαίνεται από 50 mg έως 340 mg. Στη διάρκεια του εμμηνορρυσιακού κύκλου φθάνει τα 4 mg έως 8 mg. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ξεπερνά τα 1000 pg/ml ενώ στην εμμηνόπαυση δεν ξεπερνά τα 15 pg/ml. Τα οιστρογόνα αποβάλλονται από τα ούρα με τη μορφή γλυκουρονικών ενώσεων.[3]
Τα οιστρογόνα κυκλοφορούν στο αίμα και των δύο φύλων αλλά βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Προωθούν την ανάπτυξη γυναικείων δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών, όπως τους μαστούς, και είναι επίσης υπεύθυνα για την πάχυνση του ενδομητρίου και άλλες πτυχές της ρύθμισης του εμμηνορροϊκού κύκλου. Στους άνδρες τα οιστρογόνα ρυθμίζουν διάφορες λειτουργίες του αναπαραγωγικού συστήματος που έχουν να κάνουν με ωρίμανση του σπέρματος [5][7] και είναι συνδεδεμένα με κανονική σεξουαλική επιθυμία[8].
Επίπεδα της οιστραδιόλης μεταβάλλονται κατά την διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου με περίοδο αιχμής αμέσως πριν την ωοθηλακιορηξία.
Ακόμα τα οιστρογόνα:
Όταν το ωάριο γονιμοποιηθεί οι ωοθήκες εκκρίνουν μεγαλύτερη ποσότητα οιστρογόνων, που αυξάνεται έως και τριακόσιες φορές παραπάνω απ’ το φυσιολογικό μέχρι το τέλος της εγκυμοσύνης.[11] Η αυξημένη ποσότητα οιστρογόνων στον οργανισμό ενισχύει τη ροή του αίματος στα όργανα του σώματος και συντελεί στην εντυπωσιακή ανάπτυξη και αύξηση της μήτρας και του πλακούντα, το ενδομήτριο γίνεται παχύτερο και εμπλουτίζεται με θρεπτικά συστατικά. Έτσι, το γονιμοποιημένο ωάριο έχει όλα τα θρεπτικά συστατικά και την υποστήριξη που χρειάζεται για να αναπτυχθεί. Ακόμα τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων, σχετίζονται με την εμφάνιση βλέννας όπου το σπερματοζωάριο μπορεί να κολυμπά και να επιβιώνει για αρκετές ημέρες.[10] Μετά τη δέκατη μέρα απ’ τη γονιμοποίηση, οι ωοθήκες σταματούν την παραγωγή οιστρογόνων και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ο πλακούντας. Τα οιστρογόνα αυξάνουν την έκκριση της μελανίνης, είναι υπεύθυνα για την κατακράτηση υγρών στα άκρα και το πρόσωπο και μπορεί να ευθύνονται σ’ ένα βαθμό και για τις ναυτίες που προκαλούνται σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης.[11]
Συνθετικές ουσίες αυτού του τύπου είναι γνωστές ως ξενοοιστρογόνα και φυσικές ουσίες φυτικής προέλευσης έχουν ονομαστεί φυτοοιστρογόνα. Πρόκειται για φυτά με ορμόνες παρόμοιες με αυτές των ανθρώπων, μπορούν να συνδεθούν στους υποδοχείς οιστρογόνων των ανθρώπινων κυττάρων και συμπεριφέρονται όπως τα οιστρογόνα, μόνο που η δράση τους δεν έχει την ίδια ένταση. Τα φυτοοιστρογόνα περιέχονται σε μεγάλη ποσότητα σε τροφές όπως η σόγια (το αλεύρι, το γάλα και ο κιμάς της σόγιας) και τα πράσινα φασόλια.[12] Το μέλι έχει σημαντική αντιοιστρογονική δράση και συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού, του προστάτη, σε καρδιαγγειακά νοσήματα και στην οστεοπόρωση.[6] Σε μικρές ποσότητες φυτοοιστρογόνα υπάρχουν στο σκόρδο, στο ρύζι, στο μαϊντανό, στο κριθάρι, στα καρότα, στις πατάτες, και σε ορισμένα φρούτα όπως στα κεράσια και στα μήλα.[12]
Ο οργανισμός της γυναίκας παράγει τριών ειδών οιστρογόνα: την οιστραδιόλη, την οιστρόνη και την οιστρόλη η οποία φαίνεται ότι λειτουργεί σαν φυσικός προληπτικός αντικαρκινικός παράγοντας που προφυλάσσει από τον καρκίνο του μαστού. Τα φυσικά οιστρογόνα παρουσιάζουν πολλά οφέλη στον οργανισμό όπως:
Τα επίπεδα οιστρογόνων διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και τις μεθόδους ελέγχου που χρησιμοποιούνται για την ανεύρεση τους. Καλύτερα είναι τα τεστ αίματος από τα τεστ σιέλου ή ούρων. Στο τεστ αίματος τα φυσιολογικά επίπεδα οιστρογόνων κυμαίνονται μεταξύ 180 - 200 pg/ml πριν την εμμηνόπαυση ενώ στην εμμηνόπαυση ιδανικά είναι τα επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 60 – 120 pg/ml .
Τα οιστρογόνα παρουσιάζουν φυσιολογικές διακυμάνσεις στη διάρκεια του κύκλου και της εγκυμοσύνης και κάθετη πτώση κατά την εμμηνόπαυση. Όταν το επίπεδο τους είναι φυσιολογικό διατηρείται η καλή διάθεση και ευεξία, ενώ όταν το επίπεδο τους είναι χαμηλό προκαλείται εκνευρισμός και κακή διάθεση. Τα οιστρογόνα αυξάνονται στην ωορρηξία στη συνέχεια εφόσον δεν υπάρξει γονιμοποίηση, αρχίζουν να μειώνονται και ταυτόχρονα μειώνεται και η σεξουαλική επιθυμία. Κατά την εμμηνόπαυση μπορεί να προκαλέσουν εφιδρώσεις, εξάψεις και δυσκολία στον ύπνο.[13]
Τα οιστρογόνα χρησιμοποιούνται ως μέρος αντισυλληπτικών που χορηγούνται από το στόμα. Επίσης δίνονται για αναπλήρωση οιστρογόνων σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και ως ορμονική θεραπεία σε τρανσεξουαλικές γυναίκες.[2] Τα αντισυλληπτικά είναι ένα συνθετικό μείγμα ορμονών οιστρογόνων και προγεστερόνης. Σκοπός τους είναι να εμποδίζουν την ωορρηξία διατηρώντας σταθερά τα επίπεδα αυτών των ορμονών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ωοθήκη να μην παράγει ωάριο και συνεπώς το επίπεδο των οιστρογόνων να μην αυξάνεται.
Στην παχυσαρκία τα οιστρογόνα επιδρούν θετικά και αρνητικά. Η επίδραση αυτή γίνεται πιο εμφανής σε ορισμένες περιόδους της ζωής της γυναίκας όπως είναι η εφηβεία, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση.
Πιο συγκεκριμένα τα οιστρογόνα: *Μειώνουν την όρεξη καθώς ελαττώνουν την ορεξιογόνο νευροορμόνη του εγκεφάλου.
Η οστεοπόρωση είναι μία πάθηση των οστών κατά την οποία ελαττώνεται η ποιότητα και η πυκνότητα των οστών με αποτέλεσμα να γίνονται πιο λεπτά και εύθραυστα. Η έλλειψη οιστρογόνων είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την εμφάνιση οστεοπόρωσης. Η μείωση των οιστρογόνων στις γυναίκες έχει ως αποτέλεσμα την μείωση οστικής μάζας, το φαινόμενο αυτό ονομάζεται μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση (Τύπος Ι) και αφορά τις γυναίκες οι οποίες βρίσκονται στην εμμηνόπαυση. Για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης χρησιμοποιούνται φάρμακα κυρίως οιστρογόνα, με αυτόν τον τρόπο διατηρείται η οστική πυκνότητα και μειώνεται ο κίνδυνος καταγμάτων.[15]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.