Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας ή Λουδοβίκος ο Υπερπόντιος (γαλλικά: Louis IV d'Outremer, 10 Σεπτεμβρίου 920 – 10 Σεπτεμβρίου 954) από τη Δυναστεία των Καρολιδών ήταν Βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων (936 – 954). Ο Λουδοβίκος Δ΄ ήταν γιος του Καρόλου Γ΄ του Απλού και της Έντζιφου της Αγγλίας, κόρης του βασιλιά Εδουάρδου του πρεσβύτερου.[1]
Λουδοβίκος Δ' | |
---|---|
Περίοδος | 936 - 10 Σεπτεμβρίου 954 |
Στέψη | 19 Ιουνίου 936 Λον, Γαλλία |
Προκάτοχος | Ροδόλφος της Γαλλίας |
Διάδοχος | Λοθάριος της Φραγκίας |
Γέννηση | 10 Σεπτεμβρίου 920 Λον, Γαλλία |
Θάνατος | 10 Σεπτεμβρίου 954 (34 ετών) Ρενς, Γαλλία |
Σύζυγος | Γερβέργη της Σαξονίας |
Επίγονοι | Λοθάριος της Φραγκίας Ματθίλδη της Γαλλίας Κάρολος της Κάτω Λωρραίνης Λουδοβίκος Ερρίκος κ.α. |
Οίκος | Καρολιδών |
Πατέρας | Κάρολος Γ΄ της Γαλλίας |
Μητέρα | Έντζιφου της Αγγλίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Γεννήθηκε στην καρδιά των Καρολίγγειων εδαφών στη Δυτική Φραγκία ανάμεσα στη Λαν και τη Ρενς τη διετία 920-921.[2] Είχε 6 μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδελφές από τον πρώτο γάμο του πατέρα του με τη Φρεδερόνη, ήταν ο μοναδικός νόμιμος γιος και διάδοχος του πατέρα του. Ο πατέρας του εκθρονίστηκε και φυλακίστηκε μετά την ήττα του στη "μάχη του Σουασόν", η μητέρα του δραπέτευσε μαζί του στην αυλή του παππού του Εδουάρδου του Πρεσβύτερου, τον διαδέχθηκε μετά τον θάνατο του ο θείος του Έθελσταν της Αγγλίας. Ο μικρός Λουδοβίκος παρέμεινε στην Αγγλο-Σαξονική αυλή μέχρι την εφηβεία του, έμαθε ιστορίες σχετικά με θρυλικά πρόσωπα όπως τον πρόγονο της μητέρας του Έντμουντ που βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Βίκινγκ.[3] Ο Λουδοβίκος έγινε ο υποψήφιος διάδοχος του θρόνου των Καρολιδών στη Δυτική Φραγκία με τον θάνατο του πατέρα του (929). Όταν πέθανε ο Ροδόλφος της Γαλλίας από τον Οίκο των Μποζονιδών (936) ο μαργράβος της Αυστρίας Ούγος ο Μέγας τον κάλεσε να τον διαδεχτεί σε ηλικία 16 ετών. Ανέβηκε στον θρόνο υπό την κηδεμονία του Ούγου του Μέγα που είχε τον τίτλο του "Δούκα των Φράγκων" και του δεύτερου ισχυρού άντρα στο βασίλειο. Ο νέος Φράγκος μονάρχης προσπάθησε να κατακτήσει τη Λοθαριγγία αλλά η εκστρατεία κατέληξε σε αποτυχία, ο κουνιάδος του Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντεπιτέθηκε και κατέλαβε τη Ρενς (940). Όταν πέθανε ο Γουλιέλμος Α΄ της Νορμανδίας ο Λουδοβίκος προσπάθησε να κατακτήσει τα εδάφη του αλλά συνελήφθη από τους άντρες του Ούγου του Μέγα. Στη "Σύνοδο του Ίνγκελχαϊμ" (948) ακολούθησε ο αφορισμός του Ούγου του Μέγα, με τον τρόπο αυτό ελευθερώθηκε ο Λουδοβίκος Δ΄ από την κηδεμονία του. Ο Λουδοβίκος σταδιακά ενίσχυσε την εξουσία του στα βορειοανατολικά του βασιλείου, ειδικά στους κόμητες του Βερμαντουά υπό την προστασία της ανατολικής αυτοκρατορίας των Οθωνιδών.
Την άνοιξη του 936 ο Ούγος ο Μέγας έστειλε μια αντιπροσωπεία στο Ουέσσεξ που προσκάλεσε τον Λουδοβίκο "να έρθει να κυβερνήσει το βασίλειο του". Ο Έθελσταν ζήτησε να του δώσουν όρκο πίστης οι υποτελείς του στη Γαλλία, κατόπιν τον απελευθέρωσε μαζί με τη μητέρα του, μερικούς επισκόπους και υπηρέτες.[4] Με την άφιξη του στη Γαλλία ο Λουδοβίκος δέχτηκε την υποτέλεια του Ούγου του Μέγα και Γάλλων ευγενών στη Βουλώνη που φίλησαν τα χέρια του. Ο χρονικογράφος Ρίτσερους γράφει :
"Ο δούκας έφερε ένα άλογο διακοσμημένο με τα βασιλικά σύμβολα, το άλογο ήταν ατίθασο και δεν άφηνε τον βασιλιά να ανέβει στη σέλα, ο Λουδοβίκος με μιά κίνηση το εξημέρωσε, αυτό ανέβασε κατακόρυφα την εκτίμηση των Φράγκων στο πρόσωπο του.[5] Ο Λουδοβίκος πήγε στο Λαν με τη συνοδεία του όπου έγινε η στέψη του στο Αββαείο του Φοντγκομπώλ από τον αρχιεπίσκοπο της Ρενς (19 Ιουνίου 936).[6][7] Ο νέος βασιλιάς προτίμησε τη Λαν επειδή ανήκε στη σφαίρα των Καρολιδών και είχε γεννηθεί εκεί."
Ο χρονικογράφος Φλόντοαρντ γράφει :
"Οι Βρετανοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους που βρισκόταν απέναντι από τη θάλασσα με την υποστήριξη του βασιλιά Έθελσταν. Ο δούκας Ούγος έστειλε απεαταλμένους για να καλέσουν τον Λουδοβίκο, γιο του βασιλιά Καρόλου να επιστρέψει, οι Φράγκοι έγιναν δεκτοί από τον θείο του Έθελσταν που τους υποχρέωσε να προχωρήσουν σε όρκους υποτέλειας. Ο Ούγος με πολλούς ευγενείς πήγε να τον συναντήσει στις ακτές της Βουλώνης όπου του δήλωσε την υποτέλεια του, από εκεί πήγαν στη Λαν όπου έγινε η τελετή της στέψης από τον αρχιεπίσκοπο παρουσία 20 επισκόπων".[8]
Ο Ούγος ο Μέγας έφερε στον Λουδοβίκο τα βασιλικά σύμβολα, από εκεί και πέρα δεν είναι τίποτα γνωστό για την τελετή της στέψης, ο νέος βασιλιάς ορκίστηκε μπροστά στους επισκόπους ότι θα σεβαστεί τους νόμους της εκκλησίας. Ο Λουδοβίκος Δ΄ έλαβε το σπαθί του Αγίου Ρεμιγίου που σχετίζεται με τη βάπτιση του Κλόβις Α΄. Φορούσε έναν μπλε μεταξωτό μανδύα και μια μοβ ρόμπα με πολύτιμους λίθους και χρυσό επίστρωμα όπως ο προπάππους του Κάρολος ο Φαλακρός, την ίδια ρόμπα φόρεσε αργότερα στη στέψη του ο γιος του Λοθάριος (954).[9][10] Οι ιστορικοί προβληματίζονται έντονα γιατί ο Ούγος Καπέτος κάλεσε τον μικρό Λουδοβίκο να αναλάβει τον θρόνο και δεν τον πήρε ο ίδιος όπως έκανε ο πατέρας του. Είχε καταρχήν πολλούς σοβαρούς αντιπάλους όπως ο αδελφός του βασιλιά Ροδόλφου Ούγος ο Μελανός και ο Ερβέρτος Β΄ του Βερμαντουά που θα αμφισβητούσαν σίγουρα την εκλογή του. Ο σημαντικότερος λόγος ήταν ότι είχε σοκαριστεί ο ίδιος σημαντικά με τον τρόπο που πέθανε ο πατέρας του λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, θεωρούσε ότι τιμωρήθηκε για τις φιλοδοξίες του. Οι Γαλάτες ανήσυχοι συγκεντρώθηκαν γύρω τον Ούγο τον Μέγα και περίμεναν ανυπόμονα την εκλογή του νέου βασιλιά.[5] Ο ιστορικός Ρίτσερους γράφει :
"Ο βασιλιάς Κάρολος πέθανε δυστυχώς, αν ο πατέρας μου και η οικογένεια μου επιδίωξε παλιότερα να πάρει τη θέση του λυπάμαι και ζητώ συγχώρεση. Ο πατέρας μου έκανε μεγάλη αμαρτία, πήρε τη θέση του βασιλιά που δεν ήταν δική του αφού υπήρχε ζωντανός βασιλιάς, αυτό δεν ήταν επιθυμία του θεού γι΄αυτό δεν θα κάνω το ίδιο".[5]
Ο Ούγος ο Μέγας γνώριζε ότι όλοι οι βασιλείς των Φράγκων μέχρι τότε από τη δυναστεία των Καπετιδών είχαν άσχημο τέλος. Ο θείος του Εύδης Α΄ της Γαλλίας πέθανε σε λίγα χρόνια αφού τον είχαν εγκαταλείψει όλοι οι ευγενείς. Ο πατέρας του Ροβέρτος Α΄ λίγους μόλις μήνες μετά την άνοδο του στον θρόνο έπεσε στη "μάχη του Σουασσόν". Ο γαμπρός του Ροδόλφος της Γαλλίας δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις ταραχές που ξέσπασαν στο βασίλειο των Φράγκων την περίοδο της βασιλείας του. Ο ίδιος ο Ούγος ο Μέγας από την άλλη δεν είχε αποκτήσει γιο, η πρώτη σύζυγος του Ιουδήθ πέθανε ύστερα από 11 χρόνια ατεκνίας (925). Ο Ούγος ο Μέγας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ίντχιλντ, αδελφή της βασίλισσας Έντζιφου με την οποία δεν απέκτησε επίσης παιδιά.[11] Ο γάμος με την Ίντχιλντ που είχε προταθεί από την Έντζιφου τον έφερε σε σύγκρουση με σημαντικούς ευγενείς όπως ο Ερβέρτος Α΄ του Βερμαντουά.[12]
Ο νεαρός Λουδοβίκος Δ΄ έφτασε στην ηπειρωτική Ευρώπη σε ηλικία 15 ετών, δεν γνώριζε ούτε Λατινικά ούτε αρχαία Γαλλικά, μονάχα αρχαία Αγγλικά και ήταν άσχετος με το βασίλειο του. Ο Ούγος ο Μέγας, ο ισχυρότερος από τους ευγενείς διορίστηκε κηδεμόνας του.[13] Ο νέος βασιλιάς έγινε αμέσως μαριονέτα του Ούγου του Μέγα που ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης από όταν πέθανε ο πατέρας του Ροβέρτος Α΄ (923). Τα εδάφη που κατείχε ήταν ελάχιστα και περιορισμένα γύρω από τις περιοχές των αρχαίων Καρολιδών, το ίδιο και τα αβαεία, τα έσοδα του προέρχονταν μονάχα από την επαρχία του Ρεμς. Την εποχή του Λουδοβίκου Δ΄ το επίκεντρο της εξουσίας των Καρολιδών έγινε το Ρενς, στην Κοιλάδα του Λίγηρα αντίθετα είχαν την εξουσία οι Ροβερτίδες.[13] Οι μεγάλες εξουσίες του Ούγου του Μέγα ήταν εμφανείς με τον τίτλο του "Δούκα των Φράγκων" που επικύρωσε ο ίδιος ο Λουδοβίκος Δ΄ (936, 943 και 954), ήταν η πρώτη φορά που αναγνωρίστηκε από το στέμμα.[14][15] Τα βασιλικά διατάγματα (936) επικυρώθηκαν όλα από τον Ούγο τον Μέγα σαν τον άνθρωπο "με όλες τις εξουσίες".[14] Ο Ούγος ο Μέγας αρνήθηκε επίσης τα δικαιώματα του στο δουκάτο της Βουργουνδίας τα οποία πίστευε ο Ούγος ο Μελανός ότι είχε αποκτήσει μετά τον θάνατο του αδελφού του Ροδόλφου. Από τις αρχές του 937 ο Λουδοβίκος Δ΄ είχε τον τίτλο του "βασιλέως των δουκών" προσπαθώντας να αποκηρύξει την κηδεμονία του "δούκα των Φράγκων".
Ο Ούγος ο Μέγας καταγράφεται μόνο ως "κόμης" αλλά ο δουκικός τίτλος του ανήκε δικαιωματικά αφού του τον είχε δώσει ο βασιλιάς Κάρολος ο Απλός (914). Ο Λουδοβίκος Δ΄ του τον αφαίρεσε αλλά ο Ούγος ο Μέγας εξακολουθούσε να τον χρησιμοποιεί.[16] Σε επιστολή στον πάπα (938) αποκαλούσε τον εαυτό του "δούκα των Φράγκων", τρία χρόνια αργότερα (941) σε Σύνοδο στο Παρίσι συμπεριφερόταν σαν να ήταν βασιλιάς, είχε την εξουσία σε ολόκληρο το επισκοπάτο της Γαλλίας.[17] Οι εχθρότητες ανάμεσα στους αριστοκράτες ήταν η μόνη ελπίδα του Λουδοβίκου Δ΄ να απαλλαχτεί από την κηδεμονία του Ούγου του Μέγα, βασίστηκε σε εχθρούς του όπως ο αρχιεπίσκοπος του Ρεμς, ο Ούγος ο Μελανός και ο Γουλιέλμος Α΄ της Νορμανδίας. Δέχτηκε επίσης την υποτέλεια σημαντικών ευγενών όπως ο Άλαν Β΄ της Βρετάνης και ο Σουνυέρ της Βαρκελώνης. Η υποστήριξη που είχε ωστόσο ο νεαρός βασιλιάς ήταν περιορισμένη μέχρι την εποχή που ο πάπας διέταξε τους Γάλλους ευγενείς να του δώσουν όρκο υποτέλειας (942).[17] Η εξουσία που είχε ο Φράγκος βασιλιάς στον νότο ήταν ωστόσο συμβολική μετά τον θάνατο του τελευταίου κόμη των Ισπανικών συνόρων (878).[18] Ο Ούγος ο Μέγας απάντησε με συμμαχία με έναν πανίσχυρο βαρόνο τον Ερβέρτο Β΄ του Βερμαντουά, οικοδόμησε και έναν πύργο στη Λαν.[19] Την επόμενη χρονιά ο βασιλιάς κατέλαβε τον πύργο αλλά ο Ερβέρτος Β΄ κατάκτησε το κάστρο της Ρεμς, ο Φλοντόαρντ γράφει :
"Ο Λουδοβίκος ύστερα από κάλεσμα του αρχιεπισκόπου, επέστρεψε και πολιόρκησε τη Λαν στην οποία είχε οικοδομήσει ο Ερβέρτος μια Ακρόπολη, γκρέμισε τα τείχη με τις πολιορκητικές μηχανές και την κατέλαβε με μεγάλη δυσκολία.".[20]
Ο Λουδοβίκος Δ΄ έστρεψε την προσοχή του στη γη των προγόνων του τη Λοθαριγγία και προσπάθησε να την κατακτήσει. Ο Γιλβέρτος της Λωρραίνης επαναστάτησε εναντίον του Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πρόσφερε το στέμμα στον Λουδοβίκο Δ΄, στον δρόμο του για το Άαχεν δέχτηκε στο Βερντέν την υποτέλειας της αριστοκρατίας της Λοθαριγγίας. Ο Γιλβέρτος ηττήθηκε στη "μάχη του Άντερναχ" από τον Όθων Α΄ και στη συνέχεια στις προσπάθειες του να δραπετεύσει πνίγηκε στον Ρήνο (2 Οκτωβρίου 939). Ο Λουδοβίκος Δ΄ προσπάθησε να ολοκληρώσει την κυριαρχία του στη Λοθαριγγία, παντρεύτηκε την Γερβέργη της Σαξονίας, χήρα του Γιλβέρτου της Λωρραίνης χωρίς την άδεια του Όθων Α΄. Ο Όθων Α΄ συμμάχησε με τον Ούγο τον Μέγα, τον Ερβέρτο Β΄ του Βερμαντουά και τον Γουλιέλμο τον Μακρόξιφο, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Λοθαριγγία.[21] Οι ανατολικοί Φράγκοι επιτέθηκαν και κατέκτησαν της Ρεμς (940), ο επίσκοπος Άρναλντ εξορίστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ούγο του Βερμαντουά, μικρότερο γιο του Ερβέρτου Β΄, ανέλαβε την κηδεμονία του Σαιντ Ρεμί, ο Φλοντόαρντ γράφει :
"Είναι οι ίδιοι Φράγκοι που υποδέχτηκαν τον βασιλιά όταν πέρασε με δικό τους αίτημα από την απέναντι ακτή, είναι οι ίδιοι που ορκίστηκαν πίστη στον ίδιο και στον θεό".[20]
Ο Φλοντόαρντ καταγράφει στο τέλος των Χρονικών του τη μαρτυρία ενός κοριτσιού από τη Ρεμς, τη Φλοτχίλδη που είχε προβλέψει την εξορία του Άρνολντ, είπε ότι οι Άγιοι ανησυχούσαν έντονα για την ανυπακοή των ευγενών στον βασιλιά. Η μαρτυρία έγινε ευρύτατα αποδεκτή που ήταν πιστοί στον βασιλιά και πίστευαν ότι ο Άρνολντ είχε αμαρτήσει απέναντι στον θεό με την ανυπακοή του.[22] Οι σύγχρονες χριστιανικές παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Μαρτίνος ήταν παρόν στη στέψη του, οι προστάτες Άγιοι της Ρεμς Άγιος Ρεμίγιος και Σαίντ-Ντενίς φαίνεται ότι είχαν εξοργιστεί με τον βασιλιά. Ο Λουδοβίκος Δ΄ ήθελε να τους μαλακώσει την εποχή που πολιορκούσαν την πόλη ο Ούγος ο Μέγας και ο Γουλιέλμος ο Μακρόξιφος, υποσχέθηκε στον Άγιο Ρεμίγιο βασιλική και ετήσιο αφιέρωμα σε ασήμι.[23] Ο Ούγος ο Μέγας και οι υποτελείς του ορκίστηκαν ταυτόχρονα πίστη στον Όθων Α΄, πήγε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα πριν την πολιορκία του Λαν. Ο βασιλικός στρατός που προσπάθησε να αντισταθεί στον Όθων ηττήθηκε (941), ο Άρναλντ δήλωσε υποταγή στους επαναστάτες. Ο Λουδοβίκος Δ΄ οχυρώθηκε στη Λαν τη μοναδική πόλη που παρέμεινε στα χέρια του. Ο Όθων Α΄ πίστευε ότι ο Λουδοβίκος Δ΄ δεν ήταν αήττητος και ζήτησε να συμφιλιωθεί με τον δούκα των Φράγκων και τον κόμη του Βερμαντουά, από τότε έγινε κυρίαρχος στη Δυτική Φραγκία.[21]
Ο Γουλιέλμος Α΄ ο Μακρόξιφος έπεσε σε παγίδα από τους άντρες του Κόμητος της Φλάνδρας Αρνούλφου του Γηραιού και σκοτώθηκε (17 Δεκεμβρίου 942), ο Ερβέρτος Β΄ του Βερμαντουά πέθανε από φυσικά αίτια (23 Φεβρουαρίου 943).[24] Ο διάδοχος στο Δουκάτο της Νορμανδίας ήταν ο Ριχάρδος Α΄ της Νορμανδίας, ο 10χρονος νόθος γιος του Γουλιέλμου Α΄ με την ερωμένη του Σπρότα, ο Ερβέρτος Β΄ άφησε τέσσερις ενήλικες γιους. Με πλεονέκτημα την αναρχία που επικρατούσε στο Δουκάτο της Νορμανδίας ο Λουδοβίκος Δ΄ εισήλθε στη Ρουέν, δέχτηκε την υποταγή της Νορμανδικής αριστοκρατίας που του πρόσφερε την κηδεμονία του μικρού Ριχάρδου με τη βοήθεια του Ούγου του Μέγα.[25] Η αντιβασιλεία της Νορμανδίας δόθηκε στον έμπιστο κόμη του Μοντρέιγ επίσης υποτελή του Ούγου του Μέγα, ο μικρός Ριχάρδος φυλακίστηκε πρώτα στη Λαν και κατόπιν στο Σατώ-ντε-Κουσί.[26] Στο Βερμαντουά οι γιοι του Ερβέρτου Β΄ μοίρασαν την εξουσία του πατέρα τους : ο Εύδης πήρε την Αμιένη, ο Ερβέρτος Γ΄ του Ομουά το Σατώ-Τιερύ, ο Ροβέρτος του Μω τη Μω και ο Αδαλβέρτος Α΄ του Βερμαντουά τη Σαίντ-Κουεντίν.
Ο Αδαλβέρτος του Βερμαντουά υποστήριξε τον βασιλιά και του έδωσε όρκο υποτέλειας, το Αβαείο του Σαίντ-Κρεπίν στο Σουασσόν δόθηκε στον Ρενώ του Ρουσύ.[27] Ο Ούγος ο Μέγας έδωσε όρκο υποτέλειας στον βασιλιά (943), σε αντάλλαγμα πήρε τον τίτλο του "δούκα των Φράγκων" και την κυβέρνηση στη Βουργουνδία.[28] Το καλοκαίρι του 945 ο Λουδοβίκος Δ΄ πήγε στη Νορμανδία ύστερα από πρόσκληση του αντιβασιλιά που έπεσε θύμα εξέγερσης, έπεσαν όμως σε παγίδα στο Μπαγιέ.[29] Ο αντιβασιλιάς σκοτώθηκε, ο Λουδοβίκος Δ΄ δραπέτευσε στην αρχή στη Ρουέν αλλά τελικά συνελήφθη από τους Νορμανδούς, οι απαγωγείς ζήτησαν από την αντιβασίλισσα Γερβέργκα να παραδώσει τους γιους της Λοθάριο και Κάρολο με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του συζύγου της. Η βασίλισσα έστειλε μόνο τον Κάρολο, στη θέση του διαδόχου Λοθάριου έστειλε τον επίσκοπο Γκυ του Σουασσόν.[30] Ο Λουδοβίκος Δ΄ κρατήθηκε στην αιχμαλωσία όπως ο πατέρας του, κατόπιν παραδόθηκε στον Ούγο τον Μέγα που τον τοποθέτησε στη συνοδεία του Θεοβάλδου Α΄ του Μπλουά για πολλούς μήνες.[31] Η σύλληψη και η φυλάκιση του βασιλιά ήταν εντολή πιθανότατα του Ούγου του Μέγα που ήθελε να εξασφαλίσει την πολιτική του ανεξαρτησία.[32] Ο αυτοκράτορας Όθων Α΄, ο Εδμόνδος Α΄ της Αγγλίας, και πολλοί Φράγκοι ευγενείς πίεσαν έντονα τον Ούγο να απελευθερώσει τον Λουδοβίκο κάτι που τελικά έκανε.[31] Ο Φλοντόαρντ γράφει : ΄ "Ο Ούγος ο Μέγας αποκατέστησε τον βασιλιά Λουδοβίκο στις λειτουργίες του, τουλάχιστον κατά όνομα".[32]
Ο Ούγος ο Μέγας ήταν ο μοναδικός αρμόδιος να αποφασίσει αν θα έπρεπε ο βασιλιάς να παραμείνει στον θρόνο του ή να εκθρονιστεί, σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση ζήτησε τη Λαν.[31][33] Ο Καρολίδης βασιλιάς βρισκόταν σε άβυσσο, δεν μπορούσε να έχει κανέναν έλεγχο. Σε βασιλικό διάταγμα που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 946 καταγράφεται σαν "η ενδέκατη χρονιά που ο Λουδοβίκος επανήλθε στη Φραγκία", ήταν το πρώτο επίσημο κείμενο που αναγνωρίζει μόνο τη Δυτική Φραγκία. Ο τίτλος του βασιλιά των Φράγκων που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Κάρολος ο Απλός (911) διεκδικήθηκε από τους δυτικούς βασιλείς από τη Συνθήκη του Βερντέν εκτός από τους μη-Καρολίδες. Στους ανατολικούς βασιλείς που πήραν αργότερα τον τίτλο του βασιλιά της Γερμανίας ο τίτλος του βασιλιά των Φράγκων εξαφανίστηκε τον 11ο αιώνα.[34]
Ο Όθων Α΄ έβλεπε με ανησυχία τη μεγάλη δύναμη του Ούγου του Μέγα αν και ο ίδιος σεβόταν τη διανομή των εξουσιών. Ο Όθων Α΄ και ο Κορράδος Α΄ της Βουργουνδίας συγκέντρωσαν στρατό και προσπάθησαν να καταλάβουν τη Λαν και κατόπιν τη Σανλίς.[35] Ο Φλοντόαρντ γράφει ότι επιτέθηκαν με μεγάλο στρατό στη Ρενς, ο αρχιεπίσκοπος Ούγος του Βερμαντουά δραπέτευσε και επανήλθε ο Άρναλντ. Ο Ροβέρτος αρχιεπίσκοπος του Τριρ και ο Φρειδερίκος αρχιεπίσκοπος του Μάιντς πήραν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους. Σε λίγους μήνες ενώθηκε και ο βασιλιάς Λουδοβίκος Δ΄ στη "μάχη της Ρουέν" εναντίον του Ούγου του Μέγα. Ο Λουδοβίκος Δ΄ και η σύζυγος του Γερβέργκα πέρασαν το Πάσχα του 947 στην Άαχεν στην αυλή του Όθων Α΄, του ζήτησε βοήθεια στον πόλεμο που έκανε εναντίον του Ούγου του Μέγα.[36] Ο Όθων Α΄ συγκάλεσε τη διετία 947-948 τέσσερις αυτοκρατορικές Συνόδους ανάμεσα στον Μεύση και στον Ρήνο με στόχο να συζητήσει την τύχη του αρχιεπίσκοπου του Ρεμς και του Ούγου του Μέγα.[37] Η "Σύνοδος του Ίνγκελχαϊμ" τον Ιούνιο του 948 έγινε με την παρουσία παπικού Λεγάτου, 30 Γερμανών και Βουργούνδιων επισκόπων, του Άρταλντ με τους υποτελείς του επίσκοπους και πολλών Φράγκων κληρικών. Ο Λουδοβίκος Δ΄ εμφανίστηκε στη Σύνοδο και παρουσίασε όλα τα αιτήματα του εναντίον του Ούγου του Μέγα. Η Σύνοδος κατέληξε στο συμπέρασμα "Κανένας δεν έχει δικαίωμα να πλήξει τη βασιλική εξουσία, ούτε με προδοσία εναντίον του βασιλιά, ούτε με εξέγερση εναντίον του. Ο Ούγος ο Μέγας σαν εισβολέας και απαγωγέας του βασιλιά θα χτυπηθεί με το σπαθί και θα αφοριστεί εκτός αν παρουσιαστεί ο ίδιος στη Σύνοδο και δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τις πράξεις του".[38] Ο δούκας των Φράγκων όχι μόνο αδιαφόρησε πλήρως αλλά λεηλάτησε τη Σουασσόν, τη Ρεμς και δεκάδες εκκλησίες. Ο υποτελής του Θεοβάλδος Α΄ του Μπλουά παντρεύτηκε τη Λιουτγκάρδη του Βερμαντουά, κόρη του Ερβέρτου Β΄ του Βερμαντουά και χήρα του Γουλιέλμου του Μακρόξιφου, οικοδόμησε και ένα κάστρο στο Μονταιγκύ του Λαν για να ταπεινώσει τον βασιλιά. Η "Σύνοδος του Τριρ" που συνεκλήθη τον Σεπτέμβριο του 948 αποφάσισε να τιμωρήσει τον Θεοβάλδο για τις πράξεις του. Ο Γκυ Α΄ του Σουασόν που υποστήριζε τον Ούγο των Βερμαντουά πήρε διαταγή να μετανοήσει, ο Τιμπό της Αμιένης και ο Ιβ του Σανλίς που υποστήριζαν τον Ούγο τον Μέγα αφορίστηκαν. Ο βασιλιάς με τη βοήθεια του Άρνολντ εκτόπισε τον Τιμπό από την επισκοπή της Αμιένης, τοποθέτησε στη θέση του τον υποτελή του Ραιμπώ (949).[39]
Οι προσπάθειες για την απελευθέρωση του Λουδοβίκου Δ΄ έδειξαν ότι η βασιλεία του δεν ήταν αρνητική, εισήλθε στη Λαν όπου ο Θεοβάλδος Α΄ του Μπλουά του παρέδωσε με διαταγή του Ούγου του Μέγα το κάστρο που είχε οικοδομήσει.[40] Ο βασιλιάς ανέκαμψε, κέρδισε τους υποτελείς του Ερβέρτου Β΄ και έδωσε στον Άρναλντ το δικαίωμα να κόβει νομίσματα στην πόλη.[41] Ο Λουδοβίκος Δ΄ και ο Ούγος ο Μέγας τελικά συμφιλιώθηκαν (950), όταν πέθανε ο Ούγος ο Μελανός (952) ο Ούγος ο Μέγας κατέλαβε το μισό της Βουργουνδίας. Ο Λουδοβίκος Δ΄ συμμάχησε με τον Αρνούλφο τον Γηραιό της Φλάνδρας και τον Αδαλβέρτο Α΄ του Βερμαντουά για να εδραιώσει την εξουσία του βόρεια από τον Λίγηρα. Για πολλά χρόνια τόσο ο Λουδοβίκος Δ΄ όσο και ο γιος του Λοθάριος ήταν οι τελευταίοι βασιλείς που έκαναν εκστρατείες νότια από τον Λίγηρα. Ο Λουδοβίκος Δ΄ αρρώστησε βαριά στην Ωβέρνη (951) και προσπάθησε να εξασφαλίσει τη διαδοχή του θρόνου στον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκάχρονο Λοθάριο (951).[42] Δέχτηκε υποταγή από τον επίσκοπο Ετιέν Β΄, αδελφό του υποκόμητος του Κλερμόν. Ο Λουδοβίκος Δ΄ ανάρρωσε στη συνέχεια από τη βαριά του ασθένεια, ευχαρίστησε τη σύζυγο του Γκέρμπεργκα για τις υπηρεσίες της και τον ρόλο της στη διακυβέρνηση του βασιλείου. Το βασιλικό ζεύγος απέκτησε έξι παιδιά, από αυτά μόνο τα τρία επέζησαν και έφτασαν στην ενηλικίωση. Ο πρώτος ήταν ο γιος και διάδοχος του Λοθάριος, η κόρη του Ματθίλδη που παντρεύτηκε τον Κορράδο Α΄ της Βουργουνδίας και ο Κάρολος τον οποίο διόρισε ο ξάδελφος του Όθωνα Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δούκα της Κάτω Λωρραίνης (977).[43] Τη δεκαετία του 950 ακολούθησε η οικοδόμηση πολλών νέων ανακτόρων στις πόλεις που είχε ανακτήσει ο βασιλιάς. Ο Λουδοβίκος Δ΄ είχε στενούς δεσμούς με μια συμπαγής περιοχή, επίκεντρα της ήταν η Κομπιένη, η Λανς και η Ρεμς, τα διατάγματα δείχνουν τις περιοχές που βρισκόταν η κατοικία του βασιλιά. Ο Λουδοβίκος εξέδοσε το 21% των διαταγμάτων του στη Ρεμς, το 15% στη Λαν, το 2% στην Κομπιένη και τη Σουασσόν.[44] Ο Φλοντόαρντ καταγράφει ότι η βασίλισσα Έντζιφου μετά την επιστροφή στη Γαλλία αποσύρθηκε στο Αββαείο του Φοντγκομπώλ στη Λαν όπου έγινε ηγουμένη, ο Ερβέρτος Γ΄ του Βερμαντουά κόμης του Σατώ-Τιερί την απήγαγε και την παντρεύτηκε. Ο βασιλιάς εξοργισμένος έκανε κατάσχεση του Αβαείου του Φοντγκομπώλ από τη μητέρα του και το έδωσε στη σύζυγο του Γκέρμπεργκα.[45][46]
Στις αρχές της δεκαετίας του 960 η βασίλισσα Γκέρμπεργκα άρχισε να έχει εσχατολογικές ανησυχίες, φοβόταν ότι έρχεται ο Αντίχριστος. Οι οπαδοί της τη διαβεβαίωσαν ότι δεν θα γίνει αυτό αν δεν διαλυθούν πρώτα οι δύο πυλώνες του Σύμπαντος, το βασίλειο της Γαλλίας και το βασίλειο της Γερμανίας, συνεπώς μονάχα ο Ουρανός είναι η πύλη του ανθρώπου με τον Θεό.[47] Το καλοκαίρι του 954 ενώ ο Λουδοβίκος Δ΄ κυνηγούσε με τη συνοδεία του στον δρόμο από τη Λαν στη Ρεμς είδε μπροστά του έναν λύκο και προσπάθησε να τον συλλάβει. Δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες για το περιστατικό αλλά ο βασιλιάς έπεσε από το άλογο του, μεταφέρθηκε στη Ρενς και πέθανε από τα τραύματα του (10 Σεπτεμβρίου 954). Οι κανόνες της Ρενς αναφέρουν ότι αυτό που είδε ο Λουδοβίκος Δ΄ δεν ήταν πραγματικός λύκος αλλά μια οπτασία που είδε με θεία παρέμβαση. Ο Φλοντόαρντ γράφει ότι ο Λουδοβίκος Δ΄ κατέκτησε την περιοχή με μεγάλη βιαιότητα (938), δεν σεβάστηκε ούτε τους ιερείς που είχε διορίσει ο πατέρας του, ο Θεός τιμώρησε τον ίδιο και τους απογόνους του με σκληρούς θανάτους. Ο Φλοντόαρντ γράφει ότι ο Λουδοβίκος Δ΄ πέθανε από Φυματίωση, ο γιος του Λοθάριος από Πανώλη (968) μετά την πολιορκία του Βερντέν και ο εγγονός του Λουδοβίκος Ε΄ της Γαλλίας από τα τραύματα του ύστερα από πτώση από άλογο σε κυνήγι (987) λίγους μήνες μετά την προδοσία του Αντάλμπερο του Λον.[48]
Η βασίλισσα Γκέρμπεργκα μέλος του Οίκου των Οθωνιδών, μια δυναμική και πιστή γυναίκα μετέφερε τη σορό του συζύγου της στο Αβαείο του Σαιντ Ρεμί, ανέλαβε την απομνημόνευση της δυναστείας του συζύγου της κάτι ασυνήθιστο για τις Καρολίδες βασίλισσες.[49] Βρισκόταν συνεχώς στο πλευρό του συζύγου της, τον υποστήριξε στην πολιορκία του Λαν (941), της Ρεμς (946), τον συνόδευσε στις εκστρατείες του στην Ακουιτανία (944), τη Βουργουνδία (949) και την περίοδο της αιχμαλωσίας του (945-946).[50] Οι ρόλοι της βασίλισσας ήταν διαφορετικοί στη Γαλλία και τη Γερμανία, τα έργα απομνημόνευσης των βασιλέων ανήκαν αποκλειστικά σε άντρες. Ο Καρλ Φέρντιναντ Βέρνερ γράφει ότι η Γκέρμπεργκα έκτισε μια εκκλησία με προορισμό την ταφή των μελών της δυναστείας των Καρολιδών, το Αβαείο του Σαίντ Ρεμί που κατοχυρώθηκε με διάταγμα (955). Ο γιος της Λοθάριος ακολουθώντας τις επιθυμίες της μητέρας του μετέτρεψε το Σαιντ Ρεμί σε Βασιλική νεκρόπολη και τόπο στέψης των νέων βασιλέων. Ο τάφος του Λουδοβίκου Δ΄ καταστράφηκε όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, τα οστά του ίδιου και του γιου του Λοθάριου μετακινήθηκαν στα μέσα του 18ου αιώνα στο μαυσωλείο του Καρλομάνος Α΄. Τα αγάλματα τους τοποθετήθηκαν στη θέση των αρχικών τάφων, είναι διακοσμημένα με τον χρυσό βασιλικό κρίνο. Ο Μπερνάρ ντε Μονφωκόν κάνει αναλυτικά την περιγραφή των τάφων τους.[51][52] Ο Λουδοβίκος Δ΄ κάθεται σε έναν θρόνο με διπλό κάθισμα, παριστάνεται γενειοφόρος, φοράει στέμμα, χλαμύδα και κρατά ένα σκήπτρο με κώνο. Το κάθισμα του θρόνου του επεκτείνεται πάνω από το κεφάλι του, καταλήγει σε μία οροφή με τρία τόξα. Η βάση στην οποία στηρίζονται τα πόδια του είναι διακοσμημένη με μορφές παιδιών ή λιονταριών.[53]
Με τη σύζυγο του Γερβέργη της Σαξονίας απέκτησε :[54]
Αμέσως μετά τον θάνατό του η χήρα του Γκέρμπεργκα ζήτησε την έγκριση του Ούγου του Μέγα για τη στέψη του μεγαλύτερου γιου της Λοθάριου, που έγινε στο Αβαείο του Σαιν-Ρεμί στη Ρενς (12 Νοεμβρίου 954).[60] Την αντιβασιλεία του μικρού Λοθάριου ανέλαβε ο Ούγος ο Μέγας και μετά τον θάνατο εκείνου (956) ο αδελφός της Γκερμπέργκας Μπρούνο ο Μέγας, που μετέφερε -στο δεύτερο μισό του 10ου αι.- τη Γαλλία στη σφαίρα των Οθωνιδών.[50]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.