Στην ελληνική μυθολογία, το όνομα Λεώς (αρχαία ελληνικά: Λεώς), μπορεί να αναφέρεται στα εξής πρόσωπα:
- Λεώς. Επώνυμος ήρωας της Λεοντίδας φυλής και ένας από τους επώνυμους ήρωες των αττικών φυλών, των οποίων τα αγάλματα ήταν στο Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων, στην αθηναϊκή Αγορά κοντά στη Θόλο, το Πρυτανείο και παραπλεύρως από το Μητρώο (το παλαιό Βουλευτήριο των 500).[1] Ήταν γιος του Ορφέα και είχε παιδιά, έναν γιο, τον Κύλανθο και τρεις κόρες, την Πραξιθέα (ή Φασιθέα ή Φρασιθέα), την Θεόπη και την Ευβούλη. Υπακούοντας σε χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, σύμφωνα με μια εκδοχή, φέρεται να θυσιάσθηκε ο ίδιος ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, φέρεται να θυσίασε τις τρεις κόρες του, προκειμένου να ανακουφίσει την πόλη της αρχαίας Αθήνας από μια επιδημία ή την πείνα. Μια περιοχή στην Αττική και ένα Ηρώον ειπώθηκε ότι έλαβε το όνομα «Λεωκόριον» μετά τη θυσία των θυγατέρων του Λεώ (αρχαία ελληνικά: Λεὡ κόραι). Στην πραγματικότητα όμως, ο μύθος περί των θυγατέρων του Λεώ θα μπορούσε αντίστροφα να είχε εφευρεθεί για να εξηγήσει το τοπωνύμιο αυτό.[2]
- Λεώς ο Αγνούσιος. Κήρυκας από τον δήμο του Αγνούντος, ο οποίος πληροφόρησε ή πρόδωσε στον Θησέα την επικείμενη επίθεση του Πάλλαντα και των γιων του, των Παλαντίδων εναντίον του. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Πάλλας (γιος του Πανδίονα, αδελφός του Αιγέα και θείος του Θησέα) και οι Παλλαντίδες (οι 50 γιοι του), μετά τον θάνατο του Αιγέα, δεν αναγνώριζαν ως νόμιμο διάδοχο του αττικού βασιλείου τον Θησέα και διεκδίκησαν το θρόνο του. Ο Θησέας, ο οποίος απουσίαζε αρχικά στην Κρήτη έμαθε, ότι στον δήμο του Γαργηττού έχει εδραιωθεί η κυριαρχία των Παλλαντιδών και ότι έχει γίνει μεταφορά της πρωτεύουσας στην Παλλήνη. Όταν επιστρέφει ξανά στην Αθήνα κηρύττεται πόλεμος με τους Παλλαντίδες. Η μία πτέρυγα των Παλλαντιδών με επικεφαλής τον Πάλλαντα ανέμενε το Θησέα στη νοτιοανατολική διέξοδο του Υμηττού, στη περιοχή του δήμου του Σφηττού, ενώ η δεύτερη στήνει ενέδρα στη βορειοανατολική είσοδο στη περιοχή του δήμου του Γαργηττού. Ο Θησέας όμως καθώς είχε πληροφορηθεί τα σχέδιά τους από τον κήρυκα Λεώ με μια αιφνιδιαστική επίθεση κατορθώνει να εξοντώσει την δεύτερη ομάδα του Γαργηττού και να διασκορπίσει τη πρώτη ομάδα του Σφηττού, εδραιώνοντας την εξουσία του στην αρχαία Αθήνα. Ο κήρυκας Λέοντας ο Αγνούσιος, ο οποίος πληροφόρησε τον Θησέα, ήταν πλέον για τους κατοίκους του Γαργηττού, του Σφηττού, της Παλλήνης και των άλλων συμμαχικών δήμων, μισητός ως προδότης, ενώ ήταν σεβαστός και τιμώμενος στο δήμο του. Από τότε υπήρχε ένταση μεταξύ των δήμων αυτών και είχαν απαγορευτεί οι γάμοι μεταξύ κατοίκων του Αγνούντα και της Παλλήνης, ενώ οι κάτοικοι της Παλλήνης δεν χρησιμοποιούσαν καν τη φράση «ἀκούετε λεῷ» (=ακούετε άνθρωποι), λόγω της ομοφωνίας της λέξης «λεῷ» (=άνθρωποι), με το όνομα «Λεώ».[3] Οι κάτοικοι του Αγνούντος, αντιθέτως, θυσίαζαν και απέδιδαν τιμές προς τον Λεώ, ως τιμώμενο πρόσωπο.[4]
- Το όνομα Λεώς μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως μια μορφή της λέξης Λέων (Λέοντας).
Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Αττικά», 5.2: [...] "[5.2] τῶν δὲ ἐπωνύμων—καλοῦσι γὰρ οὕτω σφᾶς—ἔστι μὲν Ἱπποθόων Ποσειδῶνος καὶ Ἀλόπης θυγατρὸς Κερκυόνος, ἔστι δὲ Ἀντίοχος τῶν παίδων τῶν Ἡρακλέους, γενόμενος ἐκ Μήδας Ἡρακλεῖ τῆς Φύλαντος, καὶ τρίτος Αἴας ὁ Τελαμῶνος, ἐκ δὲ Ἀθηναίων Λεώς• δοῦναι δὲ ἐπὶ σωτηρίᾳ λέγεται κοινῇ τὰς θυγατέρας τοῦ θεοῦ χρήσαντος. [...]
Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Θησεύς», 13.1-3: [...] "13.1] οἱ δὲ Παλλαντίδαι πρότερον μὲν ἤλπιζον αὐτοὶ τὴν βασιλείαν καθέξειν Αἰγέως ἀτέκνου τελευτήσαντος• ἐπεὶ δὲ Θησεὺς ἀπεδείχθη διάδοχος, χαλεπῶς φέροντες εἰ βασιλεύει μὲν Αἰγεὺς θετὸς γενόμενος Πανδίονι καὶ μηδὲν Ἐρεχθείδαις προσήκων, βασιλεύσει δ᾽ ὁ Θησεὺς πάλιν ἔπηλυς ὢν καὶ ξένος, εἰς πόλεμον καθίσταντο. [13.2] καὶ διελόντες ἑαυτοὺς οἱ μὲν ἐμφανῶς Σφηττόθεν ἐχώρουν ἐπὶ τὸ ἄστυ μετὰ τοῦ πατρός, οἱ δὲ Γαργηττοῖ κρύψαντες ἑαυτοὺς ἐνήδρευον, ὡς διχόθεν ἐπιθησόμενοι τοῖς ὑπεναντίοις. ἦν δὲ κῆρυξ μετ᾽ αὐτῶν, ἀνὴρ Ἁγνούσιος, ὄνομα Λεώς. οὗτος ἐξήγγειλε τῷ Θησεῖ τὰ βεβουλευμένα τοῖς Παλλαντίδαις. [13.3] ὁ δὲ ἐξαίφνης ἐπιπεσὼν τοῖς ἐνεδρεύουσι πάντας διέφθειρεν. οἱ δὲ μετὰ τοῦ Πάλλαντος πυθόμενοι διεσπάρησαν. ἐκ τούτου φασὶ τῷ Παλληνέων δήμῳ πρὸς τὸν Ἁγνουσίων ἐπιγαμίαν μὴ εἶναι, μηδὲ κηρύττεσθαι τοὐπιχώριον παρ᾽ αὐτοῖς "ἀκούετε λεῷ•" μισοῦσι γὰρ τοὔνομα διὰ τὴν προδοσίαν τοῦ ἀνδρός". [...]
Στέφανος Βυζάντιος, "Εθνικά", ("Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt." Gr. Edidit Anton Westermann, Λειψία 1839), [...] "Αγνούς, δήμος εν τη Αττική της Δημητριάδος φυλής τινές δε της Ακαμαντίδος ή, ως Φρύνιχος, της Ατταλίδος, εκλήθη δε από της εν αυτώ φυομένης άγνου. επιπολάζει γάρ και τούτο το είδος παρ’ Έλλησιν, οίον Σχοινούς, Σκιλλούς, Πιτυούς, Δαφνούς, Σελινούς, Ερικούς, από των εν τους τόπους φυομένων, καθά των Αθήνησι δήμων τινές, Αχερδούς, Φηγούς, Μυρρινούς. ο δημότης Αγνούσιος, ως Ραμνούσιος. από της γενικής, προσόδω του ι, του τ φυλασσομένου, ως εν τω Σελινούντιος, Οπούντιος, Ιεριχούντιος, τρεπομένου δε εις σ, και του προ αυτού ν υφαιρουμένου, Aλιμούσιος, Φηγούσιος. διακρίνεται η τροπή τω αδιαιρέτω τού πρωτοτύπου, όπερ Αττικοί φιλούσι. παρ’ αυτοίς γάρ ου λέγεται Αγνόεις ή Φηγόεις ή Μυρρινόεις, όθεν ουδέ διά τού τ λέγεται Σιμούντιος, αλλά δια τού σ μετά της υφέσεως του ν. το δε Σιμούς Σιμόεις διαιρείται, και Οπούς Οπόεις. τάχα δε και τα δοκούντα διαιρείσθαι κυριώτερα καθέστηκεν' όθεν μετά του τ λέγεται Σιμούντιος, ου γάρ Αττικά ταύταυ το τοπικόν Αγνουντόθεν, και εν τόπω Αγνούντι. εν τοις άξοσιν επειδή Αγνούντι θυσία έστι τω λεώ. εις τόπον Αγνούνταδε". [...], σελ. 10.
Πρωτογενείς πηγές
Δευτερογενείς πηγές