Βασιλιάς των Βέλγων From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λεοπόλδος Γ΄ (Léopold III, 3 Νοεμβρίου 1901 - 25 Σεπτεμβρίου 1983) ήταν Βασιλιάς των Βέλγων από το 1934 μέχρι το 1951, όταν και παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Βαλδουίνου.
Λεοπόλδος Γ΄ | |
---|---|
Περίοδος | 23 Φεβρουαρίου 1934 – 16 Ιουλίου 1951 |
Προκάτοχος | Αλβέρτος Α΄ |
Διάδοχος | Βαλδουίνος |
Αντιβασιλέας | Κάρολος, Πρίγκηπας της Φλάνδρας (1944-50) |
Γέννηση | 3 Νοεμβρίου 1901 Βρυξέλλες, Βέλγιο |
Θάνατος | 25 Σεπτεμβρίου 1983 (81 ετών) Βολιβέ-Σαν Λαμπέρ, Βρυξέλλες, Βέλγιο |
Τόπος ταφής | Εκκλησία της Παναγίας του Λαίκεν |
Σύζυγος | Άστριντ της Σουηδίας Μαρί Λιλιάν Μπελ |
Επίγονοι | Ιωσηφίνα Καρλόττα Βαλδουίνος του Βελγίου Αλβέρτος Β΄ του Βελγίου Αλέξανδρος Μαρία Χριστίνα Μαρία Εσμεράλδα |
Πλήρες όνομα | |
Λεοπόλδος Φίλιππος Κάρολος Αλβέρτος Μεϊνάρδος Ουμβέρτος Μαρία Μιχαήλ Γαλλικά: Léopold Philippe Charles Albert Meinrad Hubert Marie Michel Ολλανδικά: Leopold Filips Karel Albert Meinrad Hubertus Maria Miguel | |
Οίκος | Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκότα |
Πατέρας | Αλβέρτος Α΄ του Βελγίου |
Μητέρα | Ελισάβετ της Βαυαρίας |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Προσφωνήσεις του Λεοπόλδου Γ΄ | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μεγαλειότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μεγαλειότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Δ/Δ |
Από το 1944 μέχρι το 1950, ο αδελφός του Λεοπόλδου Γ΄, Κάρολος της Φλάνδρας, υπηρέτησε ως αντιβασιλέας, καθώς ο Λεοπόλδος Γ΄ βρισκόταν εξόριστος στο εξωτερικό μαζί με την οικογένειά του. Το 1950 οι διαμάχες για το αν θα έπρεπε να επιστρέψει ο Λεοπόλδος Γ΄ στον θρόνο προκάλεσαν μια μεγάλη πολιτική κρίση, που έμεινε γνωστή ως Βασιλικό Ερώτημα (γαλλικά: Question royale, ολλανδικά: Koningskwestie).[1][2]
Ο Λεοπόλδος Φίλιππος Κάρολος Αλβέρτος Μαϊρράδος Ουμβέρτος Μαρία Μιχαήλ γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1901 σε προάστιο των Βρυξελλών. Με τη γέννησή του πήρα τον τίτλο του Δούκα της Βραβάντης. Το 1915 στάλθηκε από τον πατέρα του στο Κολλέγιο Ήτον στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Δούκας κατατάχθηκε στο ιεροδιδασκαλείο της Σάντα Μπάρμπαρα.[3][4][5][6]
Από τις 23 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1919, σε ηλικία 18 ετών, θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ μαζί με τους γονείς του.[7]
Το 1926 νυμφεύτηκε την Άστριντ της Σουηδίας, κόρη του Καρόλου, Δούκα του Βέστεργκετλαντ, και απέκτησαν μία κόρη και δύο γιους. Στις 29 Αυγούστου 1935 ο Λεοπόλδος Γ΄ και η Άστριντ, η οποία τότε ήταν έγκυος, βρίσκονταν σε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Λεοπόλδος κοντά στη βίλα τους στο Κούσναχτ της Ελβετίας. Ο Λεοπόλδος Γ΄, οδηγώντας κατά μήκος των ακτών της Λίμνης Λουκέρνης, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο της Άστριντ.[8][9]
Όταν ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η γαλλική και η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησαν αμέσως να πείσουν το Βέλγιο για συμμαχία μαζί τους. Η κυβέρνηση του Βελγίου και ο Λεοπόλδος, που ήταν Βασιλιάς των Βέλγων από το 1934, αρνήθηκαν να βγουν στον πόλεμο, προτιμώντας να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους. Την ίδια στιγμή το Βέλγιο θεωρούσε τότε ότι ήταν καλά προετοιμασμένο σε περίπτωση εισβολής της Ναζιστικής Γερμανίας.[10][11]
Στις 10 Μαΐου 1940 ο Χίτλερ παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου θα εισβάλλει για την κατάληψή του. Το Βέλγιο δε θα αντέξει τους αριθμητικά υπέρτερους Γερμανούς και μέσα σε λίγες μέρες θα βρεθεί ολόκληρο υπό τη γερμανική κατοχή.[12][13]
Στις 24 Μαΐου 1940 ο Λεοπόλδος, έχοντας τη διοίκηση του στρατού του, θα συναντηθεί με τους υπουργούς της βελγικής κυβέρνησης για τελευταία φορά. Οι υπουργοί προέτρεψαν τον Βασιλιά να εγκαταλείψει τη χώρα όπως θα έπραττε και η κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Ουμπέρ Πιερλό θα του υπενθυμίσει ότι η συνθηκολόγηση ήταν μια απόφαση που έπρεπε να λάβει η βελγική κυβέρνηση, όχι ο Βασιλιάς. Ο Λεοπόλδος όμως εξέφρασε την απόφασή του να παραμείνει στη χώρα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Οι υπουργοί το εξέλαβαν αυτό ως επιθυμία δημιουργίας νέας κυβέρνησης, υπό τις οδηγίες του Χίτλερ, πράξη προδοσίας δηλαδή. Ο Λεοπόλδος είχε από το παρελθόν κακές σχέσεις με τους υπουργούς του, των οποίων προσπαθούσε να μειώσει τις εξουσίες και να αυξήσει τις δικές του.[14][15][16]
Στις 25 Μαΐου 1940 κι ενώ τα γαλλικά, βρετανικά και βελγικά στρατεύματα είχαν περικυκλωθεί από τις γερμανικές δυνάμεις στη Μάχη της Δουνκέρκης, ο Λεοπόλδος στέλνει τηλεγράφημα στον Γεώργιο ΣΤ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου με το οποίο τον ενημέρωνε ότι ο πόλεμος για τον βελγικό στρατό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Δύο μέρες αργότερα, στις 27 Μαΐου 1940, ο Λεοπόλδος παρέδωσε τον βελγικό στρατό στους Γερμανούς και παρέμεινε στη χώρα για να μοιραστεί την αιχμαλωσία, ως αρχιστράτηγος που ήταν[17].[18][19][20]
Ο Πρωθυπουργός Πιερλό μιλώντας σε γαλλικό ραδιόφωνο δήλωσε ότι η απόφαση του Βασιλιά για παράδοση ήταν ενάντια στο σύνταγμα της χώρας. Η κυβέρνηση Πιερλό θεώρησε ότι ο Λεοπόλδος ήταν πλέον «ανίκανος να κυβερνήσει» και ότι έπρεπε να διοριστεί αντιβασιλέας. Ο διορισμός του αντιβασιλέα όμως θα γίνει μετά την απελευθέρωση του Βελγίου τον Σεπτέμβριο του 1944.[21][22][23]
Μετά την παράδοση ο βρετανικός τύπος χαρακτήρισε τον Λεοπόλδο ως Προδότη Βασιλιά. Ίδια στάση ακολούθησαν ο Γάλλος πρωθυπουργός Πωλ Ρεϊνώ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, οι οποίοι χαρακτήρισαν την πράξη του Λεοπόλδου ως προδοτική.[24][25]
Με την πτώση του Βελγίου στη Ναζιστική Γερμανία, οι περισσότεροι κυβερνητικοί υπουργοί αυτοεξορίστηκαν κυρίως Γαλλία. Όταν και η Γαλλία έπεσε κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1940, αρκετοί υπουργοί εξέφρασαν την επιθυμία τους να επιστρέψουν στο Βέλγιο. Έτσι, ζήτησαν από τον Λεοπόλδο να επιστρέψουν, όμως εκείνος τους το αρνήθηκε. Εκείνη την περίοδο ο Βασιλιάς είχε μεγάλη δημοφιλία στον λαό, σε αντίθεση με την εξόριστη κυβέρνηση.[14][26][27]
Στις 2 Αυγούστου 1940 αρκετοί εξόριστοι υπουργοί συμμετείχαν σε σύσκεψη στην περιοχή Λε Περτύς της Γαλλίας, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία. Εκεί αποφάσισαν να μετακινηθούν στο Λονδίνο, κάτι που τελικά κατάφεραν στις 22 Οκτωβρίου.[28]
Ο Λεοπόλδος απέρριψε τη συνεργασία με τους Ναζί και αρνήθηκε να διαχειριστεί το Βέλγιο σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, καθώς είχαν εγκαταστήσει μια στρατιωτική κυβέρνηση. Ο Λεοπόλδος προσπάθησε να επιβάλει την εξουσία του ως μονάρχης και επικεφαλής της βελγικής κυβέρνησης, αν και στην ουσία ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών. Παρά την περιφρόνησή του για τους Γερμανούς, η εξόριστη βελγική κυβέρνηση στο Λονδίνο υποστήριζε ότι ο Βασιλιάς δεν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση, καθώς θεωρούνταν ότι ήταν σε αδυναμία να κυβερνήσει.[29]
Οι Γερμανοί τον έθεσαν αρχικά σε κατ' οίκον περιορισμό στο Βασιλικό Παλάτι του Λαίκεν στις Βρυξέλλες. Ο Λεοπόλδος έχοντας εκφράσει την επιθυμία του για μια συνάντηση με τον Αδόλφο Χίτλερ από τον Ιούνιο του 1940, τελικώς θα τον συναντήσει στις 19 Νοεμβρίου 1940. Επιθυμούσε να πάρει μια δημόσια δήλωση του Χίτλερ ότι το Βέλγιο θα αποκτήσει ανεξαρτησία στο μέλλον. Ο Χίτλερ όμως αρνήθηκε να μιλήσει για την ανεξαρτησία του Βελγίου. Χωρίς να υπάρχει αυτή η δήλωση ο Λεοπόλδος φαινόταν πλέον ως όργανο των Γερμανών στο Βέλγιο, κάτι που αργότερα θα του στερήσει τον θρόνο.[30][31]
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ο Λεοπόλδος θα παντρευτεί κρυφά τη Μαίρη Λιλιάνα Μπαέλ σε μια θρησκευτική τελετή που δεν είχε καμία εγκυρότητα υπό το βελγικό δίκαιο, καθώς η βελγική νομοθεσία απαιτούσε πριν από τον θρησκευτικό γάμο να έχει προηγηθεί ο πολιτικός. Ο πολιτικός γάμος διεξήχθη στις 6 Δεκεμβρίου, ενώ επτά μήνες αργότερα απέκτησαν το πρώτο παιδί.[32][33]
Στις 7 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε ότι ο Βασιλιάς Λεοπόλδος ξαναπαντρεύτηκε και ότι η νέα σύζυγός του θα ήταν γνωστή ως Λιλιάν, Πριγκίπισσα του Ρετύ, και όχι Βασίλισσα Λιλιάν. Έγινε γνωστό, επίσης, ότι τα παιδιά τους δεν θα είχαν δικαιώματα επί του θρόνου της χώρας. Ο νέος γάμος του Λεοπόλδου έκανε περαιτέρω ζημιά στην εικόνα του.[34]
Οι υπουργοί έκαναν αρκετές προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου για να έρθουν σε συμφωνία με τον Λεοπόλδο. Τον Ιανουάριο του 1944 έστειλαν τον γαμπρό του Πιερλό ως απεσταλμένο για να μεταφέρει μια επιστολή συμφιλίωσης με την εξόριστη βελγική κυβέρνηση. Η επιστολή δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της, καθώς ο γαμπρός του Πιερλό δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς καθ 'οδόν. Οι υπουργοί δεν ήξεραν τι συνέβη στην επιστολή και στον αγγελιοφόρο, και υπέθεσαν ότι ο Λεοπόλδος τους αγνοούσε.[35]
Λίγο μετά την αποτυχία της συμφιλίωσης που επιχείρησαν οι εξόριστοι υπουργοί ο Λεοπόλδος θα γράψει ένα κείμενο με τίτλο Πολιτική Διαθήκη, το οποίο σχεδίαζε να δημοσιευτεί σε περίπτωση που ο ίδιος δεν ήταν στο Βέλγιο, όταν θα έφταναν οι συμμαχικές δυνάμεις. Η πολιτική διαθήκη, η οποία είχε αυταρχικό και αρνητικό ύφος, θεωρούσε την ενδεχόμενη κίνηση των Συμμάχων στο Βέλγιο ως κατοχή και όχι ως απελευθέρωση. Ταυτόχρονα αγνοούσε την αντίσταση των Βέλγων στις δυνάμεις του Άξονα. Ο Λεοπόλδος θεωρούσε ότι έπρεπε να αποκηρυχθούν οι συμφωνίες που είχε κάνει η εξόριστη κυβέρνηση με τους Συμμάχους, όπως η αμερικανική εκμετάλλευση ουρανίου από το Βελγικό Κονγκό.[36]
Η βελγική κυβέρνηση, μετά την απελευθέρωση, δεν δημοσίευσε την Πολιτική Διαθήκη και προσπάθησε να την αγνοήσει, κυρίως εξαιτίας του φόβου για αυξημένη υποστήριξη προς το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας.[37]
Το 1944 ο στρατάρχης των Ες Ες Χάινριχ Χίμλερ διέταξε τη μεταφορά του Λεοπόλδου και της οικογένειάς του στη Γερμανία. Οι Ναζί κράτησαν την οικογένεια έγκλειστη σε ένα κάστρο στο Χιρστάιν της Σαξονίας από τον Ιούνιο του 1944 μέχρι τον Μάρτιο του 1945, ενώ έπειτα τους μετέφεραν στο Στρομπλ της Αυστρίας.[38][39][40]
Οι κυβερνήσει των ΗΠΑ και της Βρετανίας εξέφραζαν ανησυχίες για το ενδεχόμενο της επιστροφής του Βασιλιά. Ο Αμερικανός Πρέσβης στις Βρυξέλλες Τσαρλς Σιγερ προειδοποίησε ότι μια άμεση επιστροφή του Λεοπόλδου θα συναντήσει πολλές δυσκολίες. Οι φόβοι αυτοί είχαν να κάνουν με την αύξηση των εθνικιστικών αισθημάτων στη γαλλόφωνη Βαλλωνία.[41]
Ο Λεοπόλδος και η οικογένειά του ελευθερώθηκαν από τον αμερικανικό στρατό στις αρχές Μαΐου 1945. Λόγω της ανάμιξής του, κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στο Βέλγιο και πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια εξόριστος στην Ελβετία. Ήδη από το 1944 το βελγικό κοινοβούλιο είχε διορίσει ως αντιβασιλέα τον αδελφό του Λεοπόλδου, τον Κάρολο.[42][43][44]
Ο πρύτανης του Ανοικτού Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, Φαν ντεν Ντούνγκεν, θα γράψει στις 25 Ιουνίου 1945 στον Λεοπόλδο σχετικά με τις ανησυχίες του αναταραχές στη Βαλλωνία: «Το ερώτημα δεν είναι εάν οι κατηγορίες εναντίον σας είναι σωστές ή όχι... Δεν είστε πλέον ένα σύμβολο της βελγικής ενότητας». Από την πλευρά του, ο Προέδρος της βελγικής γερουσίας, Ζιγιό, είπε στον Βασιλιά ότι υπάρχει απειλή σοβαρής αναταραχής: «Αν υπάρξουν μόλις δέκα ή είκοσι άνθρωποι νεκροί, η κατάσταση θα γίνει τρομερή για τον Βασιλιά». Παρόμοια άποψη είχαν και άλλοι αξιωματούχοι της χώρας.[45][46]
Το 1946 μια εξεταστική επιτροπή αθώωσε τον Λεοπόλδο από το αδίκημα της προδοσίας. Παρ' όλα αυτά η διαμάχη συνεχιζόταν με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ένα καθοριστικό δημοψήφισμα το 1950 για το αν θα έπρεπε ή όχι να επιστρέψει στον θρόνο ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Γ΄. Το 57% των πολιτών υποστήριξε την επιστροφή του. Ωστόσο, το χάσμα που είχε δημιουργηθεί ήταν μεγάλο, καθώς μόλις 42% των Βαλλώνων υποστήριξε την επιστροφή του υπερψηφίζεται στη Βαλλωνία, έναντι του 70% των Φλαμανδών.[47][48]
Με την επιστροφή του στο Βέλγιο το 1950, ο Λεπόλδος, ήρθε αντιμέτωπος με τις πιο βίαιες διαδηλώσεις στην ιστορία του Βελγίου. Αποτέλεσμα αυτών των διαδηλώσεων ήταν ο θάνατος τριών διαδηλωτών από πυρά ανδρών της χωροφυλακής. Η χώρα βρισκόταν στο χείλος του εμφυλίου πολέμου, ενώ η σημαία του Βελγίου είχε αντικατασταθεί από τη βαλλονική σημαία σε πολλές περιοχές της Βαλλωνίας.[49][50]
Για να αποφευχθεί η διχοτόμηση της χώρας, αλλά και για να διατηρηθεί ο θεσμός της μοναρχίας, ο Λεοπόλδος αποφάσισε την 1η Αυγούστου 1950 να παραιτηθεί υπέρ του 20χρονου γιου του Βαλδουίνου. Η παραίτησή του τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιουλίου 1951 αν και στην πραγματικότητα η κυβέρνηση είχε εκδώσει το διάταγμα της παραίτησης από την 1η Αυγούστου 1950.[51][52]
Ο Λεοπόλδος και η σύζυγός του συνέχισαν να συμβουλεύουν τον Βασιλιά Βαλδουίνο μέχρι τον γάμο του τελευταίου το 1960. Μερικοί Βέλγοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι εκείνη η περίοδος ήταν περίοδος διαρχίας.[53]
Κατά τη συνταξιοδότησή του ακολούθησε το πάθος του ως ερασιτέχνης κοινωνικός ανθρωπολόγος και εντομολόγος και πραγματοποίησε ταξίδια στον κόσμο.[54]
Ο Λεοπόλδος απεβίωσε το 1983 στη Βολιβέ-Σαν Λαμπέρ. Ετάφη δίπλα στη Βασίλισσα Άστριντ, ενώ αργότερα ετάφη πλησίον του και η δεύτερη σύζυγός του Λιλιάν.[55]
Το 1926 νυμφεύτηκε την Άστριντ της Σουηδίας, κόρη του Κάρολου του Βέστεργκετλαντ και της Ίνγκεμποργκ της Δανίας. Ο γάμος έγινε πολιτικά στις 4 Νοεμβρίου 1926 στη Στοκχόλμη και θρησκευτικά στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους στις Βρυξέλλες. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά:[56][57][58]
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ο Λεοπόλδος Γ΄ ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά με τη Μαρί Λιλιάν Μπελ σε μια μυστική θρησκευτική τελετή, η οποία σύμφωνα με το δίκαιο του Βελγίου δεν έχει ισχύ. Στις 6 Δεκεμβρίου 1941, εν μέσω του πολέμου, θα γίνει και ο πολιτικός γάμος. Ο Λεοπόλδος Γ΄ και η Λιλιάν απέκτησαν τρία παιδιά:[59][60]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.