From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Λαγγόνα είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Φαλακροκορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Microcarbo pygmaeus [ii] [iii] και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]
Λαγγόνα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη λαγγόνα φωτογραφημένη στον Λίβανο | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Microcarbo pygmeus (Μικροκάρβων ο πυγμαίος) [ii][iii] Pallas, 1773 | ||||||||||||||
Η ονομασία της λαγγόνας παραμένει προβληματική όπως και η συστηματική ταξινομική της (βλ. Συστηματική ταξινομική). Μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες και είναι πιθανόν να μεταβάλλονται συνεχώς τα κατά καιρούς δεδομένα.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Microcarbo είναι (νεο-)λατινικός όρος που απαρτίζεται από τα συνθετικά micro «ελάσσων, μικρός» + carbo-onis «άνθρακας, κάρβουνο»,[3] με προφανή σημασία η οποία παραπέμπει, αφ’ ενός στο -μικρό- μέγεθος του πτηνού, αφ’ ετέρου στο σκούρο χρώμα του πτερώματός του. Η άμεση απόδοση στην ελληνική γλώσσα Μικροκάρβων [ii] < μικρός + κάρβων-ονος «κάρβουνο» < carbo,[4] παραπέμπει στην ίδια ετυμολογία και σημασία.
Ο όρος pygmeus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης πυγμαίος < πυγμή «ο έχων μέγεθος πυγμής, ο μικρόσωμος», που παραπέμπει στο μέγεθος του πτηνού. Ωστόσο, η ορθή γραφή της λέξης στα λατινικά είναι pygmaeus[5] και, η γραφή χωρίς a προήλθε, πιθανόν, εκ παραδρομής και απαιτείται διόρθωση (emendation)[6] (βλ. και Σημειώσεις). [iii]
Την ίδια ετυμολογία και προέλευση έχει η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού pygmy cormorant «πυγμαίος κορμοράνος».
Για την προέλευση της ελληνικής λαϊκής ονομασίας λαγγόνα, δεν υπάρχουν αναφορές και, η περαιτέρω ετυμολογία και σημασία της παραμένουν άγνωστες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το είδος περιγράφηκε αρχικά από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Πέτερ Πάλας (Peter Simon Pallas, 1741-1811) ως Pelecanus pygmeus (Κασπία Θάλασσα, 1773). Κατά καιρούς, μεταφέρθηκε στο Phalacrocorax, γένος που είχε προταθεί από τον Γάλλο ζωολόγο Ματουρέν Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723-1806), το 1760, στο Halietor (Collar & Andrew, 1988), και στο Microcarbo (del Hoyo & Collar 2014), γένος που είχε προταθεί από τον Γάλλο βιολόγο και ορνιθολόγο Σαρλ Μποναπάρτ (Charles Lucien Bonaparte, 1803-1857), το 1856.[7][8]
Η ταξινομική του είδους παραμένει προβληματική, με συνεχείς αλλαγές στην ονομασία του γένους, όπως Pelecanus, Phalacrocorax, Microcarbo, αλλά και άλλες πολλές, που σήμερα υφίστανται μόνον ως συνώνυμα (π.χ. Halietor). Επίσης, η ίδια η οικογένεια Phalacrocoracidae έχει πολλά ταξινομικά προβλήματα, τα οποία έχουν ενταθεί μετά την εμφάνιση των μοριακών δεδομένων.
Η λαγγόνα εντάσσεται σε φυλογενετική γραμμή που, από κάποιους ερευνητές, περιλαμβάνει είδη που πρέπει να ταξινομηθούν ως υποοικογένεια Phalacrocoracinae, με τους μικρότερους αρτίγονους κορμοράνους από τον Παλαιό Κόσμο και την Αυστραλία (γένος Microcarbo, παλαιότερα Halietor). Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν αυτές οι ταξινομήσεις να αλλάξουν και πάλι στο άμεσο μέλλον[7].
Η λαγγόνα είναι είδος με περιορισμένη εξάπλωση στη ΝΑ. Ευρώπη και τη ΝΔ. Ασία. Μάλιστα, οι περιοχές όπου απαντά είναι, κατ’ ουσίαν, μικροί θύλακες, ειδικά στην ασιατική επικράτεια.
Στην Ευρώπη, απαντά από την Ιταλία και ανατολικότερα, στην Ουγγαρία, τη ΝΑ. Ουκρανία και τα Βαλκάνια, κυρίως στη Ρουμανία, όπου είναι επιδημητικό πτηνό. Στην Ασία, η εξάπλωση αρχίζει από τη Μικρά Ασία στα δυτικά και, μέσω του Ιράκ και του Ιράν, φθάνει μέχρι το Καζακστάν (βόρειο όριο) και τα υψίπεδα στα σύνορα μεταξύ των χωρών Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν (ανατολικό όριο).
Μικροί θύλακες υπάρχουν στην Εγγύς Ανατολή (Συρία, Λίβανος, Ισραήλ).[6][9]
Η λαγγόνα είναι μεταναστευτικό, μερικώς αποδημητικό και επιδημητικό πτηνό, ανάλογα με την περιοχή κατανομής, ενώ οι «μεταναστεύσεις» περιορίζονται σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Οι πληθυσμοί των Βαλκανίων διαχειμάζουν εν μέρει στην ενδοχώρα και εν μέρει στις βορειοανατολικές μεσογειακές ακτές, ή κοντά σε αυτές. Οι πληθυσμοί της Μαύρης Θάλασσας, μετακινούνται σαφώς περισσότερο, ενώ οι βόρειοι πληθυσμοί εγκαταλείπουν σε μεγάλο βαθμό τους τομείς τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ πολλοί «κατεβαίνουν» μέχρι το Β. Αιγαίο.[10]
Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται Αύγουστο-Σεπτέμβριο, και η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής Μάρτιο-Απρίλιο. Αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις τυχαίων επισκεπτών στα δυτικά και βόρεια του εύρους αναπαραγωγής, ενώ, περιστασιακά, παρατηρούνται «εισβολές» κατά κύματα σε μικρά σμήνη.[10]
Η λαγγόνα αναπαράγεται σε περιοχές όπου είναι μόνιμο (επιδημητικό) πτηνό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως στο Δέλτα του Δούναβη, στην Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και τη Ν. Κασπία Θάλασσα, στην Ασία. Επίσης, έρχεται τα καλοκαίρια ως αναπαραγόμενος επισκέπτης, σχεδόν σε όλες τις περιοχές όπου απαντά, κυρίως όμως στην Ασία σε όλο το βόρειο-βορειοανατολικό φάσμα της κατανομής της. Οι περιοχές διαχείμασης του είδους βρίσκονται, ανάλογα με το γωγραφικό μήκος, νότια των εδαφών αναπαραγωγής. Για παράδειγμα, οι ασιατικοί αναπαραγωγικοί πληθυσμοί στα ανατολικά του φάσματος κατανομής, διαχειμάζουν στο Ιράκ στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, ή στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, ενώ οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί κατεβαίνουν στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ωστόσο, το κύριο χαρακτηριστικό της μεταναστευτικής συμπεριφοράς της λαγγόνας είναι ότι, σε πολλές περιοχές όπου απαντά, αναμιγνύονται μόνιμοι, μεταναστευτικοί ή διαχειμάζοντες πληθυσμοί, με αποτέλεσμα σε όλες τις εποχές του έτους να παρατηρούνται άτομα του είδους.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Πολωνία, την Τυνησία και το Αφγανιστάν.[8]
Στην Ελλάδα, η λαγγόνα απαντά σε όλες τις καταστάσεις μετακίνησης (επιδημητικό, μεταναστευτικό, διαχειμάζον πτηνό), κυρίως στη βόρεια χώρα. Ωστόσο, η Ελλάδα αποτελεί κυρίως περιοχή διαχείμασης,[11][12] από τις σημαντικότερες παγκοσμίως (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).
Από την Κρήτη αναφέρεται ως πολύ σπάνιος χειμερινός επισκέπτης,[13] και από την Κύπρο, ως σπάνιο μεταναστευτικό πτηνό.[14]
Η λαγγόνα αναπαράγεται σε καλαμιώνες, στις μεταβατικές ζώνες μεταξύ των καλαμιώνων και των ανοικτών υδάτων, στις ακτές όπου υπάρχει εκτεταμένη βόσκηση και υγρά λιβάδια, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σε παράκτιους υγροτόπους, κατά μήκος των ποταμών, και μερικές φορές σε λίμνες.[15][16][17][18]
Γενικά, αγαπάει τα θερμά κλίματα, γι’ αυτό περιορίζεται κυρίως σε πεδινές περιοχές γλυκών υδάτων και υφάλμυρων οικοτόπων. Έχει παρατηρηθεί σε εκτεταμένες ανοικτές παρυδάτιες περιοχές, αλλά οπωσδήποτε με την παρουσία δένδρων για να κουρνιάζει, σε υφάλμυρα έλη, τέλματα, ορυζώνες, βάλτους και πλημμυρισμένα χωράφια, όπου μπορεί εύκολα να πιάσει ψάρια στα ρηχά νερά. Τέλος, απαντάται και σε περιοχές με πυκνή βλάστηση και δέντρα, σε θάμνους, ακόμη και σε μικρές πλωτές «νησίδες» από νεκρά φυτά. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τις περιοχές όπου είναι διαβατικό πτηνό.[10]
Η λαγγόνα είναι ο μικρότερος κορμοράνος παγκοσμίως, στοιχείο που εύκολα τη διαφοροποιεί από τα συγγενικά της γένη στην παρατήρηση πεδίου.
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, το κεφάλι και ο λαιμός έχουν πλούσιο ερυθροκαφετί-μαυριδερό χρώμα, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι μαύρο με ιριδίζουσα πρασινωπή απόχρωση και κάποια διάσπαρτα λευκά στίγματα, που δεν υπάρχουν στις άλλες εποχές. Το στρογγυλεμένο, «αναμαλλιασμένο» κεφάλι με το μικρό και παχύ ράμφος είναι, επίσης, διακριτά στοιχεία, ενώ η ουρά του που έχει σχήμα κουπιού, είναι σχετικά μακριά και εξέχει από το σώμα όσο περίπου και το κεφάλι. Το σαγόνι και το ράμφος είναι πιο ανοικτόχρωμα από το υπόλοιπο κεφάλι, ενώ τα πόδια είναι μαύρα. Τον οφθαλμό περιβάλλει «αχνός» οφθαλμικός δακτύλιος. Ο λαιμός μοιάζει κοντός, αλλά μπορεί να εκτείνεται όταν το πουλί κολυμπάει.
Τα νεαρά άτομα είναι πιο ανοικτόχρωμα, ελαφρά κηλιδωτά, με άσπρο λαιμό και υπόλευκη κάτω επιφάνεια του σώματος.[19]
Η λαγγόνα τρέφεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό με ψάρια, αν και, μικρά θηλαστικά, καρκινοειδή, βδέλλες και μεγάλα έντομα έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί στη διατροφή της. Δεκαπέντε είδη ψαριών καταγράφηκαν στο διαιτολόγιο 130 ατόμων στο δέλτα του Δούναβη. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα Perca fluviatilis σε ποσοστό 18,8%, Rutilus rutilus 14,8%, Cyprinus carpio 10,8%, Cobitis taenia 9,7% και Esox lucius 5,6%, Το μέσο βάρος των ψαριών είναι 15 γραμμάρια. Οι λαγγόνες αναζητούν τη λεία τους αποκλειστικά σε ρηχά νερά.[10]
Οι λαγγόνες συνηθίζουν να κολυμπούν κατά πυκνές ομάδες, ενώ σκαρφαλώνουν στα καλάμια και κουρνιάζουν στα κλαδιά των δένδρων.[20] Όπως και άλλοι κορμοράνοι, συχνά στέκεται σε ένα σταθερό σημείο με απλωμένες τις πτέρυγες στο ηλιακό φως για να τις στεγνώσει και να ζεστάνει το σώμα της.
Το πέταγμα της λαγγόνας είναι πολύ γρήγορο σαν της πάπιας, με δυνατά, διαδοχικά φτεροκοπήματα που διακόπτονται από σύντομες αερολισθήσεις (glides).[23]
Τα ζευγάρια αναπαραγωγής αρχίζουν να δημιουργούνται, ήδη, από τα εδάφη διαχείμασης, ενώ η περίοδος φωλιάσματος είναι, συνήθως, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου. Το φώλιασμα πραγματοποιείται κατά αποικίες, συχνά μαζί με άλλους κορμοράνους, αν και φωλιάζει αργότερα εάν συμπίπτει η περίοδος αναπαραγωγής με αυτούς.[26] Επίσης, μαζί με ερωδιούς, χαλκόκοτες και πλαταλέες. Στους βιοτόπους αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι λαγγόνες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα ή θάμνους, πάνω σε κλαδιά που απέχουν λίγο (1-1,5 μ.) από την επιφάνεια του νερού, ή μέσα σε πυκνούς καλαμιώνες. Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα ωοτοκίας περιλαμβάνουν κυρίως ιτιές, αλλά στο Αζερμπαϊτζάν τα πουλιά αναπαράγονται κυρίως σε ενδιαιτήματα με αλμυρίκια.[17]
Η φωλιά, βαθιά κυπελοειδής δομή, αποτελείται από καλάμια εάν είναι κατασκευασμένη σε καλαμιώνες, ενώ πάνω στα δένδρα κατασκευάζεται από μικρά κλαδάκια και επιστρώνεται με λεπτό υλικό. Οι φωλιές επαναχρησιμοποιούνται κάθε χρόνο και, επειδή προστίθεται νέο υλικό, μπορεί να αποκτήσουν πολύ μεγάλες διαστάσεις, ειδικά εκείνες πάνω στα δένδρα. Τα υλικά κατασκευής μεταφέρεται και από τα δύο φύλα που φτιάχνουν μαζί τη φωλιά.[26]
Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσμτος και αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-7), έντονα ελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 46,9 Χ 30,5 χιλιοστών. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό, πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους και διαρκεί 27-30 ημέρες.[26]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί, αλλά γρήγορα αποκτούν υποτυπώδες καφετί χνούδι. Σιτίζονται από τους γονείς με μικρά ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα. Στις 2 εβδομάδες εμφανίζονται τα φτερά των πτερύγων, ενώ η τελική πτέρωση (fledging) είναι στις 6 εβδομάδες.[26] Οι νεαρές λαγγόνες ανεξαρτητοποιούνται στις 70 ημέρες, περίπου.
Η αναπαραγωγική επιτυχία φθάνει το 77,1%, με το ποσοστό βιωσιμότητας των νεοσσών στην ηλικία των 3 εβδομάδων, να φθάνει το 69,1%.[10]
Το είδος απειλείται από την υποβάθμιση των υγροτόπων μέσω αποστράγγισης για τη γεωργία[15] και τις αλλαγές στο υδρολογικό καθεστώς.[17][27][28] Υποφέρει επίσης από διώξεις, λόγω της ανάπτυξης του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας,[17][27][28][29] ενώ, συχνά, διώκεται από τους ψαράδες διότι δρα «ανταγωνιστικά» με αυτούς στις περιοχές αλίευσης. Τέλος, υπάρχει κίνδυνος από την κατάποση τοξικών μετάλλων (λ.χ.Hg, Pb, χλωριωμένοι υδατάνθρακες) μέσω της τροφής. Επίσης, υφίσταται σημαντική πίεση από το κυνήγι για «αναψυχή» και για εμπορική χρήση (πωλείται σε αγορές τροφίμων), στο Ιράν.[30]
Το είδος αναβαθμίστηκε στη Λίστα της IUCN, από Σχεδόν Απειλούμενο (ΕΝ) σε Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) διότι, παρά τη μείωση αρκετών πληθυσμών σε κάποιες χώρες μεταξύ 1990-2000, οι μεγάλοι πληθυσμοί-κλειδιά στο Αζερμπαϊτζάν και τη Ρουμανία παρέμειναν σταθεροί ή αυξήθηκαν, οπότε ο συνολικός παγκόσμιος πληθυσμός εμφάνισε μικρή αύξηση.
Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί αναπαραγωγής της Ευρώπης (75%-94% του παγκόσμιου πληθυσμού) απαντούν στη Ρουμανία (Jijia Largă, Maţa, Rădeanu, Vădeni, Cârja, Vlădeşti, Calinovăţ, Brăila, Dunăreni, Parches-Somova), ενώ ακολουθούν η Σερβία μαζί με το Μαυροβούνιο και η Ελλάδα. Στην Ασία οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί αναπαραγωγής βρίσκονται στο Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία.[31]
Στη ΝA. Ευρώπη, τα μέτρα διαχείρισης έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα, αν και εξακολουθεί να υπάρχει ανησυχία σχετικά με την καταστροφή των ενδιαιτημάτων και τις διώξεις στις περιοχές διαχείμασης.[17][32]
Το είδος ήταν πιο διαδεδομένο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των βρετανικών νήσων. Η αναπαραγωγή του στην περιοχή της λίμνης Αράλης, διακόπηκε στη δεκαετία του 1970, ενώ υπήρξε είδος αναπαραγωγής στην Αλγερία κατά τον 19ο αιώνα. Το 1940 φώλιασε για τελευταία φορά στο Ισραήλ, αλλά μπορεί να αναπαράγεται σήμερα και πάλι, αν και φωλιές δεν έχουν βρεθεί ακόμη. Επαναναπαράγεται στην Ιταλία μετά το 1980, όταν ανακαλύφθηκαν τρία (3) ζεύγη αναπαραγωγής, στη ζώνη του Δέλτα του ποταμού Πάδου.[33]
Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ για την προστασία των πουλιών και των βιοτόπων τους, ενώ Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για το είδος εκπονήθηκε το 1996.[2]
Η λαγγόνα καταγράφηκε να αναπαράγεται στην Ελλάδα, ήδη από το 1967, στην Κερκίνη, την Ισμαρίδα και το Δέλτα του Έβρου, με 120 ζευγάρια. Αργότερα, στη δεκαετία του 1970, η Μικρή Πρέσπα, απετέλεσε τον σημαντικότερο υγροβιότοπο αναπαραγωγής του πτηνού. Επίσης αναπαράγεται στη λίμνη της Καστοριάς, τη λίμνη Πετρών και το Πόρτο Λάγος.[34]
Η λαγγόνα είναι πολύ πιο διαδεδομένη ως διαχειμάζον είδος στην Ελλάδα (βλ. Κατάσταση πληθυσμού) αν και, πάλι, απαντά κυρίως σε Μακεδονία και Θράκη, ενώ δεν φαίνεται να «κατεβαίνει» νότια από το ύψος του Μεσολογγίου και της ΒΔ. Πελοποννήσου. Η Κερκίνη, εκτός από αναπαραγωγική, αποτελεί και σημαντική θέση διαχείμασης μαζί με το Πόρτο Λάγος και το Δέλτα του Νέστου, με τους περισσότερους πληθυσμούς να καταφθάνουν μετά τον Νοέμβριο, ενώ φεύγουν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, κυρίως. Το φθινόπωρο, ορισμένα άτομα παρατηρούνται στο Δέλτα Αξιού, στο Δέλτα Καλαμά και στη ΒΔ. Πελοπόννησο, ενώ στα νησιά (Κυκλάδες, Σποράδες, Κρήτη) είναι εξαιρετικά σπάνιο να παρατηρηθεί, αν και μικρός πληθυσμός διαχειμάζει στη Λέσβο.[34][35]
Το 1997 άρχισε η εφαρμογή τριετούς προγράμματος LIFE για την Προστασία του είδους στην Ελλάδα που υλοποιείται από το WWF, την ΕΟΕ και την Εταιρία Προστασίας Πρεσπών σε 10 υγροτόπους στη Μακεδονία και τη Θράκη.[36]
Η λαγγόνα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Νανοκορμοράνος[24] Κολοκότσα (Αμβρακικός)[37] και Καραμπότα (Μεσολόγγι), ενώ είναι πιθανόν η Ώφυια των αρχαίων και ο Καταρράκτης του Αριστοτέλη.[38]
i. ^ Πολλές αυθεντίες (authorities) της συστηματικής ταξινομικής θέλουν την τάξη Πελεκανόμορφα να ονομάζεται Σουλόμορφα, ή τουλάχιστον να γίνουν αποδεκτές οι δύο ονομασίες ως ισότιμα συνώνυμα.
ii. ^ Το συνθετικό κάρβων-ονος «κάρβουνο, άνθρακας» είναι υπαρκτός και δόκιμος όρος, που εμφανίστηκε στον Μεσαίωνα[39] και απαντά στην ελληνική βιβλιογραφία,[4] ωστόσο δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτός στη νεοελληνική γραμματεία.
iii. ^ Η ορθή λατινική γραφή του είδους είναι pygmaeus και όχι pygmeus που έχει επικρατήσει σε πολλές ορνιθολογικές αναφορές, πιθανότατα εκ παραδρομής, λόγω αρχικού λάθους. Άλλωστε αυτή είναι η ορθή γραφή στα λατινικά λεξικά.[40][41] Στη συγκεκριμένη διόρθωση, αναφέρεται και η κατά Howard & Moore ταξινομική, επικαλούμενη τον J. S. Peters (1931) [6][42][43][44]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.