εγκληματική μυστική οργάνωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σικελική Μαφία, γνωστή και ως Κόζα Νόστρα (ιταλικά: cosa nostra), είναι μια εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Σικελία της Ιταλίας. Παρακλάδι της εμφανίστηκε στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών περί τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά από διάφορα κύματα μεταναστών από τη Σικελία.
Σικελική μαφία (Κόζα Νόστρα) | |
---|---|
Τόπος ίδρυσης | Σικελία, Ιταλία |
Έτη δράσης | Από τον 19ο αιώνα |
Περιοχές | Κυρίως δυτική Σικελία, ιδιαίτερα σε Παλέρμο, Τράπανι και Αγκριτζέντο. |
Εθνικότητα | Σικελοί |
Μέλη |
|
Εγκληματικές δραστηριότητες | Εκβιασμοί, διακίνηση ναρκωτικών, δολοφονίες, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο, τρομοκρατία, παράνομος τζόγος, πορνεία, κλοπές, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, εμπόριο όπλων, απάτες, απαγωγές, ληστείες. |
Συμμάχοι |
|
Σχετικά πολυμέσα |
Το λεξικό της ιταλικής γλώσσας, το Devoto-Oli, περιγράφει τη μαφία ως: "Ένα σύμπλεγμα μικρών, υπόγειων οργανώσεων (συμμορίες) οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν κώδικα σιωπής (γνωστή και ως ομερτά) και ασκούν κάποιον έλεγχο σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθώς και στη διοίκηση της Σικελίας".
Σύμφωνα με τον ιστορικό Πάολο Πετσίνο: "Η μαφία είναι ένα είδος οργανωμένου εγκλήματος το οποίο όχι μόνο δραστηριοποιείται σε διάφορα παράνομα πεδία, αλλά έχει επίσης την τάση να ασκεί κυριαρχία - η οποία κανονικά ανήκει στις δημόσιες αρχές - σε μια συγκεκριμένη περιοχή […]. Είναι συνεπώς ένα είδος εγκληματικότητας από το οποίο εξυπακούονται κάποιες προϋποθέσεις: η ύπαρξη ενός σύγχρονου κράτους που διεκδικεί το αποκλειστικό δικαίωμα για νόμιμο μονοπώλιο στη βία· μια οικονομία χωρίς φεουδαρχικά στοιχεία […]· την ύπαρξη βίαιων ανθρώπων με δυνατότητα να διοικούνται από μόνοι τους και να επιβάλλονται ακόμη και στις άρχουσες τάξεις".[1]
Η λέξη "mafia" προέρχεται από το παλιό σικελικό επίθετο "mafiusu", το οποίο έχει τις ρίζες του στο αραβικό mahjas που σημαίνει αυτόν που κομπάζει με επιθετικό τρόπο. Μια κυριολεκτική μετάφραση είναι το "κόρδωμα", η "πόζα", αλλά μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως "τόλμη", "νταηλίκι". Αναφερόμενο σε κάποιον, το "mafiusu" στη Σικελία του 19ου αιώνα ήταν ασαφές και σήμαινε αυτόν που εκφοβίζει, τον τραμπούκο, υπερόπτη, τολμηρό, δραστήριο, και περήφανο, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Diego Gambetta.[2]
Η σύνδεση της λέξης με την εγκληματική μυστική οργάνωση έγινε για πρώτη φορά στο θεατρικό έργο "I mafiusi di la Vicaria", των Τζουζέπε Ριτσότο και Γκαετάνο Μόσκα, του οποίου κεντρική υπόθεση είναι εγκληματικές συμμορίες στη φυλακή του Παλέρμο. Οι λέξεις "Mafia" ή "mafiusi" (πληθυντικός του "mafiusu") δεν αναφέρονται καμιά στιγμή στο έργο, και κατά πάσα πιθανότητα μπήκαν στον τίτλο μόνο για να δώσουν τοπικό χρώμα.
Έτσι, η σύνδεση της λέξης "mafiusi" με τις εγκληματικές συμμορίες έγινε από τον τίτλο του θεατρικού έργου, σε μια περίοδο που οι συμμορίες αυτές ήταν κάτι καινούργιο στη σικελική και ιταλική κοινωνία. Συνεπώς, η λέξη "μαφία" δημιουργήθηκε από ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο λίγη σχέση είχε με την πραγματικότητα και που χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για να την περιγράψει. Ο όρος "μαφία" χρησιμοποιήθηκε έπειτα στις πρώτες εκθέσεις και αναφορές του ιταλικού κράτους στο φαινόμενο. Η λέξη "μαφία" έκανε την πρώτη της επίσημη εμφάνιση το 1865 σε μια έκθεση του νομάρχη του Παλέρμο, τον μαρκήσιο Φιλίπο Αντόνιο Γκουαλτέριο.
Ο Λεοπόλντο Φρανκέτι, Ιταλός βουλευτής που ταξίδεψε στη Σικελία και έγραψε μια από τις πιο έγκυρες εκθέσεις για τη μαφία το 1876, περιέγραψε τον όρο 'Μαφία': "ο όρος μαφία βρήκε μια τάξη βίαιων εγκληματιών που ήταν έτοιμοι και περίμεναν ένα όνομα για να τους ορίσει και, δεδομένου του ειδικού τους χαρακτήρα και σημασίας στη σικελική κοινωνία, είχαν το δικαίωμα να έχουν διαφορετικό όνομα από τους κοινούς εγκληματίες σε άλλες χώρες".
Κάποιοι παρατηρητές είδαν τη "μαφία" ως ένα σύνολο θετικών χαρακτηριστικών που ήταν ριζωμένα στη λαϊκή κουλτούρα, ως ένα "τρόπο ζωής", όπως φαίνεται στον ορισμό που δίνει ο Σικελός εθνογράφος Τζουζέπε Πιτρέ στα τέλη του 19ου αιώνα: "Η μαφία είναι η συνείδηση της αξίας του ατόμου, η βεβιασμένη ιδέα της ατομικής δύναμης ως ο μόνος κριτής σε κάθε διαμάχη, σε κάθε σύγκρουση συμφερόντων ή ιδεών."[3]
Πολλοί Σικελοί δεν θεωρούσαν αυτούς τους ανθρώπους εγκληματίες, αλλά πρότυπα και προστάτες, δεδομένου ότι το κράτος δεν πρόσφερε καμιά προστασία στους φτωχούς και τους αδύναμους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στην επιτύμβια επιγραφή του θρυλικού αφεντικού της Βιλάλμπα, Καλότζερο Βιτσίνι αναγραφόταν ότι "η 'μαφία' του του δεν ήταν εγκληματική, ήταν ο σεβασμός του νόμου, η υπεράσπιση όλων των δικαιωμάτων, η μεγαλοσύνη. Ήταν αγάπη." Εδώ η "μαφία" σημαίνει κάτι σαν περηφάνια, τιμή ή ακόμη και κοινωνική ευθύνη: μια στάση, όχι μια οργάνωση. Ομοίως, το 1925 ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Βιτόριο Εμμανουέλε Ορλάντο δήλωσε στην ιταλική γερουσία ότι ήταν περήφανος που ήταν "μαφιόζος", διότι η λέξη σήμαινε τιμή, ευγένεια, γενναιοδωρία.
Σύμφωνα με κάποιους μαφιόζους, το πραγματικό όνομα της Μαφίας είναι Cosa Nostra (Κόζα Νόστρα, κυριολεκτικά "δικό μας πράγμα"), που σημαίνει 'ο κόσμος μας, η παράδοσή μας, οι αξίες μας'. Πολλοί υποστήριξαν, συμπεριλαμβανομένου του λιποτάκτη της μαφίας Τομάζο Μπουσκέτα, ότι η λέξη "μαφία" ήταν λογοτεχνικό δημιούργημα. Άλλοι "λιποτάκτες", όπως ο Αντόνιο Καλντερόνε και ο Σαλβατόρε Κοντόρνο είπαν το ίδιο πράγμα. Σύμφωνα με αυτούς, το πραγματικό όνομα ήταν "κόζα νόστρα". Για τους ανθρώπους που ανήκουν στην οργάνωση, δεν υπάρχει η ανάγκη να την ονομάσουν. Οι μαφιόζοι συστήνουν γνωστά μέλη σε άλλα γνωστά μέλη ως ανήκοντες στην "cosa nostra" (το πράγμα μας) ή "la stessa cosa" (το ίδιο πράγμα). Μόνο ο έξω κόσμος χρειάζεται κάποιο όνομα για να την περιγράψει, εξ ου και τα κεφαλαία των λέξεων: Cosa Nostra.
Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια διαφωνία κατά πόσο η μαφία πηγαίνει πίσω στον μεσαίωνα. Αυτό πίστευε ο αποβιώσας "λιποτάκτης" Τομάζο Μπουσκέτα, ενώ ακαδημαϊκοί σήμερα πιστεύουν το αντίθετο. Δεν αποκλείεται η 'αρχική' μαφία να σχηματίστηκε ως μυστική οργάνωση τον 15ο αιώνα για να προστατέψει τους Σικελούς από ισπανικές λεηλασίες, ωστόσο οι ενδείξεις για κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. Δεν αποκλείεται επίσης ο μύθος του 'Ρομπέν των Δασών' να καλλιεργήθηκε εξ αρχής με στόχο να κερδίσουν οι μαφιόζοι την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση του σικελικού λαού.
Μετά τις επαναστάσεις του 1848 και την επανάσταση του 1860, στη Σικελία δημιουργήθηκε χάος και αναταραχή. Οι πρώτοι μαφιόζοι, τότε μικρές, χωριστές ομάδες ατόμων εκτός νόμου, εξεγέρθηκαν. Ο συγγραφέας Τζον Ντίκι θεωρεί ότι οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτό ήταν η ευκαιρία που είχαν, μέσα στο χάος αυτό, για να κάψουν αστυνομικά έγγραφα και στοιχεία και να σκοτώσουν αστυνομικούς και πληροφοριοδότες. Όμως, όταν με την εγκαθίδρυση νέας κυβέρνησης στη Ρώμη κατέστη εμφανές ότι το αυτό το έργο θα ήταν δύσκολο, οι μαφιόζοι άρχισαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα να αλλάζουν τις μεθόδους και τεχνικές τους. Η προστασία των λεμονοδασών και των κτημάτων της ντόπιας αριστοκρατίας ήταν προσοδοφόρα, αν και επικίνδυνη, επιχείρηση. Το Παλέρμο ήταν αρχικά ο κύριος χώρος αυτής της δραστηριότητας, αλλά η κυριαρχία της σικελικής μαφίας σύντομα εξαπλώθηκε σε όλη τη δυτική Σικελία. Για να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων συμμοριών και να διασφαλίσει μεγαλύτερα κέρδη και ασφαλέστερο περιβάλλον εργασίας, είναι πιθανόν η μαφία ως οργάνωση να σχηματίστηκε αυτή την περίοδο, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.
Από το 1860, τη χρονιά που η Σικελία και τα Παπικά κράτη ενσωματώθηκαν στο νέο ενοποιημένο ιταλικό κράτος, οι Πάπες πρόσκεινταν εχθρικά στο νέο κράτος. Από το 1870 ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν πολιορκημένος από το ιταλικό κράτος και ενεθάρρυνε τους καθολικούς να αρνηθούν κάθε συνεργασία με το κράτος. Στην ηπειρωτική Ιταλία αυτό είχε ειρηνικό χαρακτήρα. Η Σικελία ήταν πολύ καθολική, αν και με πολύ τοπικό τρόπο, και έβλεπε με καχυποψία τους ξένους. Η τριβή μεταξύ της Εκκλησίας και του ιταλικού κράτους έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα σε βίαιες εγκληματικές συμμορίες στη Σικελία, οι οποίες περνούσαν στους κατοίκους των αγροτικών και των αστικών περιοχών τον ισχυρισμό ότι η συνεργασία με την αστυνομία (η οποία εκπροσωπούσε το νέο ιταλικό κράτος) ήταν αντι-καθολική πράξη. Ήταν την εικοσαετία που ακολούθησε την ενοποίηση του 1860 που ο όρος 'μαφία' επήλθε στην προσοχή του ευρύτερου κοινού, αν και θεωρείτο περισσότερο μια στάση και σύστημα αξιών παρά μια οργάνωση.
Η πρώτη αναφορά της 'μαφίας' σε επίσημη νομική τεκμηρίωση έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν κάποιος Δρ Γκαλάτι δέχτηκε απειλές από έναν τοπικό μαφιόζο που προσπαθούσε να εκδιώξει τον Γκαλάτι από το λεμονόδασος που ανήκε στον τελευταίο για να το θέσει υπό δικό του έλεγχο. Η προστασία (με εκβιασμό), η κλοπή ζώων και η δωροδοκία κρατικών αξιωματούχων ήταν οι κύριες πηγές εισοδήματος και προστασίας της πρώιμης μαφίας. Η Κόζα Νόστρα πήρε επίσης πολλά στοιχεία από μασονικούς όρκους και τελετουργίες, όπως την περίφημη τελετή μύησης.
Κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου στην Ιταλία, ο Τσέζαρε Μόρι, νομάρχης του Παλέρμο, χρησιμοποίησε ειδικές εξουσίες που του δόθηκαν για να διώξει τη μαφία, αναγκάζοντας πολλούς μαφιόζους να καταφύγουν στο εξωτερικό από φόβο φυλάκισης. Πολλοί από τους μαφιόζους που έφυγαν πήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Τζόζεφ Μπονάνο, που είχε το παρατσούκλι Joe Bananas, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή στο αμερικανικό παρακλάδι της μαφίας. Όμως, όταν ο Μόρι άρχισε να διώκει τους μαφιόζους που ανήκαν στη φασιστική ιεραρχία απομακρύνθηκε και οι φασιστικές αρχές δήλωσαν ότι η μαφία είχε διαλυθεί. Παρά την επίθεσή του στα "αδέλφια" τους, ο Μουσολίνι είχε οπαδούς ανάμεσα στη μαφία της Νέας Υόρκης, όπως τον Βίτο Τζενοβέζε.
Μετά τον φασισμό, η μαφία απέκτησε ξανά δύναμη στην Ιταλία μόνο μετά που παραδόθηκε η χώρα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αμερικανική κατοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις ιταλικές διασυνδέσεις των Αμερικανών μαφιόζων κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Ιταλία και Σικελία το 1943. Ο Λάκι Λουτσιάνο και άλλα μέλη της μαφίας που είχαν φυλακιστεί στις ΗΠΑ παρείχαν πληροφορίες στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και χρησιμοποίησαν την επιρροή του Λουτσιάνο για να διευκολύνουν την προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων. Επιπλέον, ο έλεγχος των λιμανιών από τον Λουτσιάνο απέτρεψε σαμποτάζ από πράκτορες των δυνάμεων του Άξονα.[4]
Το αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, πρόδρομος της CIA, εσκεμμένα άφησε τη μαφία να επανακτήσει την κοινωνική και οικονομική της θέση ως πολέμιος του κράτους στη Σικελία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη συμμαχία των ΗΠΑ και της μαφίας που έγινε το 1943, αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο στην ιστορία της μαφίας και τα νέα θεμέλια για τα 60 χρόνια που ακολούθησαν. Άλλοι, όπως ο ιστορικός Φραντσέσκο Ρέντα από το Παλέρμο, υποστήριξαν ότι δεν έγινε ποτέ τέτοια συμμαχία, αλλά ότι η μαφία εκμεταλλεύτηκε το χάος της μετα-φασιστικής Σικελίας για να επανακτήσει την κοινωνική της ισχύ. Επ' αυτού, το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών πράγματι στην "Έκθεση για το πρόβλημα της Μαφίας", η οποία συντάχθηκε το 1944 από τον πράκτορα Γ.Ε. Σκότεν, επεσήμανε την αναβίωση της μαφίας και προειδοποίησε για τους κινδύνους που μπορούσε να επιφέρει στη δημόσια τάξη και την οικονομική πρόοδο.
Ένα ακόμη όφελος από την προοπτική των αμερικανικών συμφερόντων ήταν ότι πολλοί Σικελοί-Ιταλοί μαφιόζοι ήταν σκληροπυρηνικοί αντι-κομμουνιστές. Συνεπώς, ήταν πολύτιμοι συνεργάτες των αντι-κομμουνιστών Αμερικανών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν για να κτυπήσουν τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά στοιχεία στην αμερικανική ναυτιλιακή βιομηχανία, τα αντιστασιακά κινήματα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις σε περιοχές όπου είχε δύναμη η μαφία.
Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Γ. Μακκόι, ειδικό σε θέματα εμπορίας ναρκωτικών, επιτράπηκε στον Λουτσιάνο να διευθύνει το εγκληματικό του δίκτυο από το κελί της φυλακής ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που προσέφερε. Μετά τον πόλεμο, ως επιβράβευση, αποφυλακίστηκε και απελάθηκε στην Ιταλία, όπου μπόρεσε να συνεχίσει την εγκληματική του δράση ανενόχλητος. Πήγε στη Σικελία το 1946 και, σύμφωνα με το βιβλίο του Μακκόι Η πολιτική της ηρωίνης στη νοτιοανατολική Ασία (1972), προχώρησε σε συμμαχία με την κορσικανική μαφία, η οποία οδήγησε σε ένα τεράστιο διεθνές δίκτυο εμπορίας ηρωίνης, με προμήθεια αρχικά από την Τουρκία και με βάση τη Μασσαλία, γνωστό διεθνώς ως "Γαλλικός Σύνδεσμος".
Αργότερα, όταν η Τουρκία άρχισε να μειώνει την παραγωγή οπίου, ο Λουτσιάνο χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις του με τους Κορσικανούς για διαβουλεύσεις με Κορσικανούς μαφιόζους στο Νότιο Βιετνάμ. Σε συνεργασία με Αμερικανούς αρχιμαφιόζους, όπως τον Σάντο Τραφικάντε τζούνιορ, ο Λουτσιάνο και οι διάδοχοί του εκμεταλλεύτηκαν τη χαώδη κατάσταση στη νοτιοανατολική Ασία που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ για να εγκαταστήσουν μια απόρθητη βάση τροφοδοσίας και διανομής στο "Χρυσό Τρίγωνο", το οποίο σύντομα διοχέτευε τεράστιες ποσότητες ηρωίνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και άλλες χώρες μέσω του στρατού των ΗΠΑ.[5]
Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, σε έναν πόλεμο αλληλοεξόντωσης συμμοριών, πολλοί σημαντικοί μαφιόζοι δολοφονήθηκαν και μια νέα γενιά μαφιόζων έδωσε περισσότερη έμφαση σε οικονομική εγκληματική δραστηριότητα παρά στις πιο παραδοσιακές επιχειρήσεις προστασίας. Ως αντίδραση στις εξελίξεις αυτές, ο ιταλικός τύπος δημιούργησε τον όρο "Κόζα Νουόβα" ("καινούργιο πράγμα", ως λογοπαίγνιο με το Κόζα Νόστρα), αναφερόμενο στη νέα εκδοχή της οργάνωσης.
Ο βασικός διαχωρισμός στη σικελική μαφία σήμερα είναι μεταξύ των αφεντικών που έχουν καταδικαστεί και βρίσκονται στη φυλακή, κυρίως του Σαλβατόρε 'Τοτό' Ρίινα, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε, και του Λεολούκα Μπαγκαρέλα, και των αφεντικών που δεν έχουν ακόμη συλληφθεί ή διωχθεί, όπως το "αφεντικό όλων των αφεντικών" (capo di tutti capi) Μπερνάρντο Προβεντσάνο που συνελήφθη πρόσφατα. Στους φυλακισμένους υπάρχει αυστηρός έλεγχος, βάσει του ιταλικού νόμου, στην επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο, ώστε να μην μπορούν, κατά το δυνατό, να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους πίσω από τα σίδερα. Ο Αντονίνο Τζουφρέ, στενός συνεργάτης του Προβεντσάνο, έγινε πεντίτο αμέσως μετά τη σύλληψή του, το 2002 και ισχυρίστηκε ότι το 1993 η Κόζα Νόστρα είχε άμεση επικοινωνία με εκπροσώπους του Σίλβιο Μπερλουσκόνι όταν εκείνος ετοίμαζε τη δημιουργία της Φόρτσα Ιτάλια.
Η συμφωνία που έγινε, σύμφωνα με τον Τζουφρέ, ήταν η άρση νόμων εναντίον της μαφίας με αντάλλαγμα ψήφους στη Σικελία. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Η ιταλική βουλή, με τη στήριξη της Φόρτσα Ιτάλια, επέκτεινε την εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας που θα έληγε το 2002 για άλλα τέσσερα χρόνια, με κάλυψη και σε άλλα εγκλήματα όπως την τρομοκρατία. Όμως, σύμφωνα με το περιοδικό L'Espresso, 119 μαφιόζοι - το ένα πέμπτο όσων είχαν φυλακιστεί βάσει τη συγκεκριμένης νομοθεσίας - αφέθηκαν ελεύθεροι σε ατομική βάση. Ο οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει την ανησυχία του ότι αυτή η νομοθεσία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επιτρέψει τη "βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση" των φυλακισμένων.
Στη Σικελία υπάρχει μακρά ιστορία δολοφονιών αστυνομικών, κατηγόρων και δικαστών οι οποίες έχουν ως στόχο να αποτρέψουν τον έλεγχο της μαφίας από το κράτος.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι στη Σικελία, η επιβολή του νόμου αρχίζει τελικά να έχει το πάνω χέρι και να χτυπά τις οργανώσεις της μαφίας, με πιο ισχυρούς νόμους και το σπάσιμο του "κώδικα σιωπής" ή "ομερτά". Πολύ μεγάλη βοήθεια στον πόλεμο κατά της στρατιωτικής πτυχής της μαφίας έχουν δώσει οι διάφοροι πεντίτι - μέλη της μαφίας που συνεργάστηκαν με τις αρχές για ηπιότερη δικαστική μεταχείριση - όπως ο Τομάζο Μπουσκέτα.
Τις τελευταίες δεκαετίες ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα στη Σικελία, σε σχέση με τη μαφία, ήταν ο Σαλβατόρε Ριίνα, ο οποίος το 1992 διέταξε τη δολοφονία των δικαστών/κατηγόρων Τζοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο.
Πρόσφατα, ο χριστιανοδημοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι δικάστηκε για σχέσεις με τη μαφία, αλλά η δίκη δεν πραγματοποιήθηκε στην ολότητά της λόγω λήξης του καταστατικού περιορισμών. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για τη σχέση του Αντρεότι με τη μαφία για την περίοδο μετά από το 1980. Παρ' όλα αυτά, το δικαστήριο έκρινε ότι η σύνδεσή του με τη μαφία μέχρι το 1980 ήταν συνεχής και τεκμηριωμένη.
Τις γνώσεις αναφορικά με την εσωτερική οργάνωση της σικελικής μαφίας τις οφείλουμε στο έργο του Τζοβάνι Φαλκόνε, του πρώτου Ιταλού δικαστή που αντιμετώπισε με σοβαρότητα και επιτυχία τη μαφία.
Η οργάνωση Κόζα Νόστρα αποτελείται από μαφιόζους που αυτοαποκαλούνται uomini d'onore (άνδρες τιμής) και η δομή της είναι κάθετη και έχει σχήμα πυραμίδας. Στη βάση της οργάνωσης βρίσκονται οι famiglie (οικογένειες), στις οποίοιες όλα τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους, που διοικούνται από τον capo-famiglia (ο Δον, το αφεντικό της οικογένειας). Άλλα σημαντικά πρόσωπα είναι ο sottocapo (υπό του αφεντικού) και οι κονσιλιέρι (σύμβουλοι), οι οποίοι δεν είναι περισσότεροι από τρεις. Οι οικογένειες χωρίζονται σε ομάδας των 10 ανδρών, τις λεγόμενες decine (δεκάδες), διοικούμενες από τον capo-decina (αφεντικό, ομαδάρχης). Τρεις οικογένειες σε μια περιοχή αποτελούν το mandamento (περιοχή), του οποίου εκπρόσωπος είναι ο capo-mandamento (αφεντικό της περιοχής), ο οποίος κατά κανόνα δεν είναι αφεντικό κάποιας από τις οικογένειες ώστε να μην τυγχάνει καμίας προνομιακής μεταχείρισης. Οι διάφοροι capi-mandamento απαρτίζουν μια commissione ή cupola (επαρχιακή επιτροπή), η πιο σημαντική από τις οποίες είναι εκείνη του Παλέρμο. Αυτής της επαρχιακής επιτροπής προεδρεύει από κάποιον capo-mandato ο οποίος, για να τονιστεί ο ρόλος του ως "πρώτος μεταξύ ίσων", αρχικά ονομαζόταν segretario (γραμματέας), αν και φαίνεται ότι σήμερα έχει πάρει τον τίτλο capo (αφεντικό). Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε η ανάγκη για κάποιο όργανο ανώτερο από την επαρχιακή επιτροπή, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στην επαρχία του Παλέρμο. Όταν όμως η οργάνωση άπλωσε ρίζες σε όλη τη Σικελία, προέκυψε η ανάγκη για μια περιφερειακή επιτροπή, τη λεγόμενη interprovinciale (διεπαρχιακή), στην οποία μετείχαν όλοι οι εκπρόσωποι των διαφόρων επαρχιών και όπου ο τίτλος του capo διδόταν στο αφεντικό της πιο ισχυρής επαρχιακής επιτροπής, δηλαδή του Παλέρμο.
Τα τελευταία χρόνια, μετά την αναδιοργάνωση που επήλθε μετά τα πλήγματα από τις αρχές ασφαλείας, η δομή που ήταν ήδη πολύ απλή έγινε ακόμη λιγότερο κάθετη και λιγότερο τοπική: εικάζεται (δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία) ότι οι νέες οικογένειες της Κόζα Νόστρα απαρτίζονται περισσότερο βάσει της λειτουργίας παρά της γεωγραφικής περιοχής.
Η εγκληματική δραστηριότητα της Κόζα Νόστρα έχει δύο πτυχές. Από τη μια, προσπαθεί να εγγυηθεί τον έλεγχο της περιοχής όπου βρίσκεται, μέσω της οικονομικής επιβολής στις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της ζώνης, και να τιμωρήσει άμεσα και σκληρά όποιον αντιτίθεται ή αρνείται (η προστασία). Από την άλλη, προσπαθεί να έχει επιρροή στην πολιτική εξουσία και τους αξιωματούχους του κράτους, μέσω της προσφοράς χρημάτων και ψήφων, ώστε να μπορεί να διεξάγει ανενόχλητη τις δραστηριότητές της. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίζει οποιονδήποτε εχθρό, είτε του υποκόσμου είτε θεσμικό, από θέση ισχύος και να έχει πάντοτε ένα σίγουρο καταφύγιο και φίλους στους οποίους μπορεί να προστρέξει, συχνά εκμεταλλευόμενη ακόμη και τις δυνάμεις του ίδιου του κράτους.
Κόζα Νόστρα: Η ιστορία της σικελικής Μαφίας. Συγγραφέας: John Dickie. Μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Καλοφωλιάς. Εκδόσεις Κανάκη, Οκτώβριος 2007, σελ. 542.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.