βυζαντινός νομοδιδάσκαλος και λόγιος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος (γέν. 1320 – θάν. περίπου 1380 με 1385, Λατινικά: Constantinus Harmenopulus[2]/ Κωνσταντίνους Χαρμενόπουλους, Ρώσικα: Арменопул ή Гарменопул[3] / Αρμενόπουλ/Γκαρμενόπουλ) ήταν Βυζαντινός δικαστικός λειτουργός και νομικός συγγραφέας ο οποίος διετέλεσε Νομοφύλαξ και του Καθολικός Κριτής των Ρωμαίων στη Θεσσαλονίκη,[4] ένα από τα υψηλότερα δικαστικά αξιώματα στην ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1320[1] Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 1385 (περίπου) Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | μεσαιωνική ελληνική γλώσσα |
Ομιλούμενες γλώσσες | μεσαιωνική ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | νομικός ειδικός στο Κανονικό Δίκαιο |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το σημαντικότερο έργο του θεωρείται η Ἑξάβιβλος (1344-45), μια συλλογή κειμένων νομικού περιεχομένου το οποίο περιέχει και ένα μεγάλο εύρος βυζαντινών νομικών κειμένων και πηγών. Η πρώτη έντυπη έκδοση του έγινε στο Παρίσι το 1540, και η Ἑξάβιβλος χρησιμοποιούταν ευρέως στα Βαλκάνια[5][6] κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και στη Ρωσική αυτοκρατορία.[7] Το 1828, το έργο αυτό υιοθετήθηκε ως ο αστικός κώδικας του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους και παρέμεινε σε ισχύ έως το 1946.[8] Άλλα επίσης σημαντικά έργα του θεωρούνται τα θρησκευτικού δικαίου Ἐπιτομὴ τῶν ἱερῶν καὶ θείων κανόνων και το Περὶ ὧν οἱ κατὰ καιροὺς αἱρετικοὶ ἐδόξασαν.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης εκδίδει τη μηνιαία νομική επιθεώρηση του από το 1946 υπό την ονομασία Αρμενόπουλος.[9]
Ο κύριος όγκος των διαθέσιμων πληροφοριών για τη ζωή του προέρχεται από τον Νικόλαο Κομνηνό Παπαδόπουλο, λόγιο του 17ου αιώνα από τη βενετοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος τοποθετεί τον Αρμενόπουλο στα μέσα του 14ου αιώνα στο έργο του Praenotiones Mystagogicae ex iure canonico (Μυσταγωγική προθεωρία εκ του κανονικού δικαίου[10]), το οποίο εκδόθηκε το 1697. Οι πληροφορίες του έργου αυτού με τη σειρά τους προέρχονται από το έργο Παραλειπόμενα του Γεωργίου Κορέσιου, και του Μάξιμου Πλανούδη από το σύγγραμμα Νομοκανών του Φώτιου (Fabric. Bill. Gr. vol. xi. p. 260.)
Βάσει της βιογραφίας του Κομνηνού Παπαδόπουλου, ο Αρμενόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περίπου το 1320, σχεδόν 60 χρόνια αφότου η κυριαρχία της πόλης επανήλθε στους Έλληνες από τους Λατίνους το 1261. Ο πατέρας του είχε το αξίωμα του κουροπαλάτη, και η μητέρα του, η Μουζαλώνα, ήταν εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού. Ξεκίνησε τις σπουδές του με τον μοναχό Φιλάστριο, και όταν έφτασε στην ηλικία των 16 ετών ο πατέρας του θεώρησε πως ήταν καιρός να τον εισαγάγει και στην λατινική φιλολογία. Κατόπιν, η εκπαίδευση του νεαρού Αρμενόπουλου ανατέθηκε στον Ασπάσιο, έναν μοναχό από την Καλαβρία, ο οποίος είχε έρθει ειδικά από την Ιταλία για τα καθήκοντα αυτά. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του αυτής, ο Αρμενόπουλος επίσης παρακολούθησε τις διαλέξεις κάποιου Λέοντα, μελλοντικού αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης, ο οποίος ενδέχεται να ταυτίζεται με τον Λέοντα Μαγεντήνο, σχολιαστή των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη.[11]
Σε ηλικία 20 ετών, ο Αρμενόπουλος επικεντρώθηκε αποκλειστικά στον τομέα της νομολογίας, υπό τον νομολόγο Σίμωνα Ατταλειάτη, δισέγγονο του Μιχαήλ Ατταλειάτη, σημαντικού νομολόγου και ιστορικού του 11 αιώνα. Διακρινόταν από εξαιρετική και δραστήρια ευφυΐα του, και αναφέρεται πως σύντομα κατείχε όλο το εύρος των επιστημών, ενώ μόλις είχε φτάσει στην ηλικία των 28 ετών όταν και απέκτησε το αξίωμα του αντικήνσορα (νομοδιδασκάλου), το οποίο συνήθως οι αυτοκράτορες απένειμαν σε αυτούς που είχαν πολυετή προϋπηρεσία ως νομομαθείς και δικηγόροι. Όταν έφτασε τα 30, διορίστηκε δικαστής του ανωτάτου δικαστηρίου (judex Dromi).
Σύντομα προσκλήθηκε να γίνει μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ιωάννη ΣΤ´ Καντακουζηνού, και, αν και ήταν ο νεότερος από τους υπόλοιπους συμβούλους, του αποδόθηκαν ιδιαίτερες τιμές. Εκτέλεσε τα καθήκοντα του με τόση επιμέλεια και αρετή, ώστε μετά την εκθρόνιση του Καντακουζηνού το 1355, διατήρησε τα προνόμια του και υπό τον νέο αυτοκράτορα, Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγο. Απέκτησε τη θέση του κουροπαλάτη διαδεχόμενος τον πατέρα του μετά τον θάνατο του, και επίσης του απονεμήθηκε ο τίτλος του σεβαστού. Λίγο αργότερα έγινε έπαρχος της Θεσσαλονίκης και νομοφύλαξ. Έχοντας πλέον συγκεντρώσει πλήθος διακρίσεων και πλούτο-καθώς και η σύζυγος του, γόνος της οικογένειας των Βρυέννιων, διέθετε επίσης μεγάλη περιουσία-αφιερώθηκε εντατικά στην ερμηνεία του νόμου.
Κατά το 40ό έτος της ζωής του, ο Αρμενόπουλος έστρεψε την προσοχή του προς το εκκλησιαστικό δίκαιο. Για τη δραστηριότητα του αυτή απέκτησε και τη μεγαλύτερη φήμη του. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1380, ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες την 1η Μαρτίου του 1383 (Ιουλιανό ημερολόγιο).
Οι σύγχρονες πηγές αναφέρουν πως έως το 1345 κατείχε το αξίωμα του δικαστικού αξίωμα του σεβαστού στη Θεσσαλονίκη, και έως το 1349 απέκτησε και αυτό του νομοφύλακα. Από το 1359 κατείχε και το αξίωμα του καθολικού κριτή.[12] Επίσης ο Αρμενόπουλος φέρεται να ήταν φίλος του πατριάρχη Φιλόθεου Κόκκινου.[7]
Η εποχή που έζησε ο Αρμενόπουλος αρχικά υποτέθηκε από τους λογίους της Αναγέννησης (Selden, Suarez, Jacques Godefroi, Freher) πως ήταν ο 12ος αιώνας. Η αιτία ήταν πως ο Αρμενόπουλος στα διασωζόμενα κείμενά του δεν αναφέρθηκε σε κανένα αυτοκράτορα μετά τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (β. 1143 - 1180), και πως στην πραγματεία του Περὶ αἱρέσεων περιγράφει τους Βογομίλους ως σέχτα οι οποίοι είχαν εμφανιστεί λίγο καιρό πριν την εποχή που έζησε. Είναι γνωστό πλέον όμως ότι αυτοί εμφανίστηκαν την εποχή του Αλέξιου Α´ Κομνηνού (11ος αιώνας), αλλά δεν είναι κατανοητό γιατί ο Αρμενόπουλος διατύπωσε την χρονολογική εκτίμηση του αυτή, με συνέπεια και η χρονολόγηση του ίδιου του Αρμενόπουλου να παρερμηνευτεί από τους πρώτους μελετητές του έργου του.
Ο λεξικογράφος Γουίλιαμ Σμιθ του 19ου αιώνα παραθέτει αναλυτικά τις πηγές και γραφόμενα του Κομνηνού Παπαδόπουλου αλλά τις θεωρεί κατηγορηματικά ως αναξιόπιστες (1844, Dictionary of Greek and Roman Mythology), καθώς ο τίτλος του αντικήνσορα[13] "δεν ταιριάζει με την εποχή που έζησε", καθώς και ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι το νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού επέζησε μέχρι τον 14ο αιώνα στην αρχική του μορφή, ώστε να είναι στη διάθεση του Αρμενόπουλου, και κρίνει πως δεν είναι πιθανό να είχαν σχολιαστεί από ένα πρακτικό δικαστικό υπάλληλο. Επίσης αναφέρει πως ο Κομνηνός παραπέμπει στο επίσης δικό του έργο Graeciae Sa-pientis Testimonium για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έργο του Αρμενόπουλου, αλλά δεν υπάρχει κάποια αναφορά του έργου αυτού στους καταλόγους και επίσης αναφέρει πως δεν αναφέρεται ποτέ από τον Γιόχαν Άλμπερτ Φαμπρίκιους (Johann Albert Fabricius), σημαντικό Γερμανό ιστορικό και βιβλιογράφο του 17ου αιώνα. κ Οι πληροφορίες και κριτική που παραθέτει ο Σμιθ περιέχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στα γραφόμενα του Αιμίλιου Χέρτσογ, ο οποίος μερικά χρόνια νωρίτερα συνέταξε μια συγκεκριμένη και λεπτομερή μελέτη στα ελληνικά (1836, Πραγματεία περί του Προχείρου ή της Εξάβιβλου) σχετικά με την Εξάβιβλο όπου και παραθέτει πλήθος βιογραφικών στοιχείων για τον Αρμενόπουλο, και αν και ο ίδιος διατηρεί επιφυλάξεις, αφήνει το ζήτημα στην κρίση των αναγνωστών του με βάση τα στοιχεία που παραθέτει.
Τα σωζόμενα έργα του είναι τα ακόλουθα:
Του αποδίδονται επίσης διάφορα άλλα συγγράμματα όπως ένα εγχειρίδιο σχετικά με τη νηστεία της Σαρακοστής και ένα λεξικό κοινών ρημάτων.[21]
Τα γραπτά του Κομνηνού Παπαδόπουλου όμως του αποδίδουν ακόμα περισσότερα συγγράμματα, όπως σχόλια για τα παλαιότερα βυζαντινά νομικά κείμενα όπως τους Πανδέκτες, τον Κώδικα, τις διατάξεις του Ιουστινιανού Α´ και του Λέοντος ΣΤ´ Σοφού, σύγγραμμα σχετικά με το περί της πίστεως μαρτυρίας, κτλ. Τα στοιχεία αυτά θεωρούνται αμφίβολης εγκυρότητας.
Το έργο Νόμοι Γεωργικοί το οποίο συχνά αποτελούσε παράρτημα της Εξάβιβλου στις πρώτες εκδόσεις, πρόκειται για πολύ παλαιότερη σύνταξη νόμων της εποχής των Ισαύρων (8ος αιώνας) και δεν έχει γραφτεί από τον Αρμενόπουλο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.