From Wikipedia, the free encyclopedia
Ισπανικά κόμικς (ισπανικά: historietas, tebeos, cómics) είναι κόμικς που δημιουργούνται για αναγνώστες από την Ισπανία. Έχοντας διαγράψει μια μακρά και πλούσια ιστορία, τα ισπανικά κόμικς μπορούν να επιδείξουν πολλούς δημιουργούς διεθνούς αναγνώρισης και μια μεγάλη ποικιλία τίτλων, από την κυνική σειρά Torpedo των Ενρίκε Σάντσεθ Αμπουλί και Γιόρδι Μπερνέτ, μέχρι το χιουμοριστικό Αντιρίξ και Συμφωνίξ (Mortadelo y Filemón) του Φρανθίσκο Ιμπάνιεθ.
Στα ισπανικά, χρησιμοποιούνται τουλάχιστον τρεις λέξεις για το μέσο των κόμικς για τις διάφορες μορφές του. Μια από τις πιο διαδεδομένες είναι το tebeo(s), που προέρχεται από το όνομα του δημοφιλούς περιοδικού TBO.[1] Αν και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδιορίσει ένα οποιοδήποτε έντυπο που περιέχει κόμικς,[2] η Βασιλική Ισπανική Ακαδημία αναγνώρισε τον όρο αυτό ως τον πιο ορθό για να περιγράψει το ίδιο το μέσο.[3] Το historietas («μικρές ιστορίες»), όρος που προήλθε από τη Λατινική Αμερική,[4] αναφέρεται στα κόμικς γενικά, όπως επίσης και ο ξενικός όρος cómics.
Οι ρίζες της διαδοχικής τέχνης στην Ιβηρική Χερσόνησο μπορούν να αναχθούν στα χρόνια του Αλφόνσου Ι΄[5] ή, σύμφωνα με κάποιους, ακόμα και στην προϊστορική τέχνη των σπηλαίων της Αλταμίρα και άλλων τοποθεσιών.[6][7] Ιδιαίτερη θέση στον σχηματισμό των ισπανικών κόμικς κατέχει η άουκα (auca), μια μορφή αφηγηματικής τέχνης ιδιαίτερα αγαπητή στην Καταλονία. Εμφανίστηκε τον 17ο αιώνα και συνίσταται από μια σελίδα με πολλά καρέ ίδιου μεγέθους, συνήθως 48 στον αριθμό, που συνοδεύονται από σύντομο κείμενο.[8]
Η αρχή των ισπανικών κόμικς μπορεί να εντοπιστεί σε σατιρικά έντυπα των τελών του 19ου αιώνα,[9] με κυριότερο το El Mundo Cómico, που εμφανίστηκε το 1873.[10] Επόμενος κρίκος της αλυσίδας ήταν χιουμοριστικά περιοδικά όπως το Gente Menuda και το Blanco y Negro. Στα έντυπα αυτά δεν υπήρχαν μπαλονάκια διαλόγου και το κείμενο τοποθετούνταν κάτω από τις εικόνες,[11] τεχνική που εφαρμοζόταν και σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία.[12] Το 1910 ιδρύθηκε στη Βαρκελώνη η εκδοτική El Gato Negro, η οποία εξέδιδε τέτοια περιοδικά. Αποκτώντας αργότερα την ονομασία Editorial Bruguera, θα κυριαρχούσε στον χώρο των ισπανικών κόμικς για πολλές δεκαετίες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να εκδίδονται τα λεγόμενα tebeos, δηλαδή περιοδικά που περιείχαν αποκλειστικά στριπ. Μολονότι πήραν το όνομά τους από το TBO (1917),[1] το πρώτο τέτοιου είδους έντυπο ήταν το Dominguín, που εμφανίστηκε το 1915.[13] Άλλα tebeos ήταν το B.B. (1920), το πρώτο που απευθυνόταν στο κοριτσίστικο κοινό,[14] το Pulgarcito (1921) των εκδόσεων El Gato Negro, και το Pinocho (1925). Μεταξύ όλων αυτών, το TBO, του οποίου το όνομα είναι λογοπαίγνιο με τη φράση te veo («σε βλέπω») και υποδηλώνει την οπτική φύση των κόμικς,[3] αναδείχθηκε στο πλέον επιτυχημένο. Οι πωλήσεις του ανά εβδομάδα αυξήθηκαν από τα 39.000 αντίτυπα το 1920 στα 220.000 λίγο πριν από την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου.[3]
Κεντρική προσωπικότητα των πρώτων tebeos ήταν ο Ρικάρντο Γκαρθία Λόπες, που υπέγραφε ως K-Hito. Επρόκειτο για τον ιδρυτή διαφόρων περιοδικών, όπως το Macaco (1928-1930), και δημιουργό πολλών δημοφιλών χαρακτήρων (Gutiérrez, Macaco, Currinche, Don Turulato). Ο K-Hito εισήγαγε στα στριπ του σουρεαλιστικά και ενήλικα στοιχεία[15] και εξαιτίας της ομοιότητας του ψευδωνύμου του με τον μονάρχη της Ιαπωνίας Χιροχίτο, του έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «αυτοκράτορας των ισπανικών κόμικς».[16]
Το 1936 ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος και τα κόμικς δεν έμειναν αμέτοχα, καθώς και οι δύο πλευρές προσπαθούσαν μέσα από αυτά να κερδίσουν τις καρδιές της νεολαίας.[3] Έτσι, από τη μεριά των Εθνικιστών του Φρανθίσκο Φράνκο εκδιδόταν το αντικομμουνιστικό Flechas y Pelayos (1938), ενώ η Δημοκρατική παράταξη εξέδιδε το πιο διασκεδαστικό Camaradas (1936) και το El Pionero (1937), που δημοσίευε πειραγμένες ιστορίες του Ποπάι.[17][i]
Η επικράτηση του Φράνκο και η εγκαθίδρυση διδακτορίας επέφερε ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς. Στα κόμικς, η λογοκρισία ήταν διαρκής και παρούσα σε κάθε έντυπο[4][18] και ως εκ τούτου, η ισπανική σκηνή περιορίστηκε στο χιουμοριστικό, ρομαντικό και περιπετειώδες περιεχόμενο.[4] Παρόλα αυτά, ορισμένα κόμικς όπως το Carpanta (1947) του Escobar ή το 13, Rue del Percebe (1961) του Φρανθίσκο Ιμπάνιεθ κατάφερναν να ασκούν κριτική σε επίμαχα κοινωνικά ζητήματα, μέσα από μια χιουμοριστική οπτική, ώστε να έλκουν μεγάλο μέρος του κοινού.[19] Οι επεμβάσεις δεν περιορίστηκαν στην εγχώρια παραγωγή, καθώς τα αμερικανικά υπερηρωικά κόμικς ήταν επίσης απαγορευμένα.[20] Πάντως, παρά τα εμπόδια, τα ισπανικά κόμικς, ιδιαίτερα τα χιουμοριστικά, άνθισαν από τη δεκαετία του 1940 μέχρι το 1960, σε μια περίοδο που αποκαλείται «Χρυσή Εποχή».[21]
Η δικτατορία οδήγησε στην διαρροή ταλέντων από τη χώρα. Πολλοί Ισπανοί καλλιτέχνες έφυγαν και εργάστηκαν στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.[22] Κάποιοι εξ αυτών ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένοι, όπως ο Χοσέ Καμπρέρο Αρνάλ που τη δεκαετία του 1950 αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους συνεργάτες του γαλλικού περιοδικού Vaillant. Ο Χεσούς Μπλάσκο, που θεωρείται ευρέως ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς καλλιτέχνες[23][24][25] και έχει χαρακτηριστεί «πατέρας των ισπανικών κόμικς»,[24] κατέφυγε στη Γαλλία και αργότερα συνεργάστηκε με μεγάλη επιτυχία με βρετανικές και αμερικανικές εκδοτικές, όπως η Marvel.[23][26] Ο νεαρός τότε Γιόρδι Μπερνέτ σχεδίασε κόμικς σε ξένα έντυπα, μεταξύ των οποίων το περίβλεπτο βελγικό Spirou, δημιουργώντας το ιδιαίτερα επιτυχημένο Andrax για ένα γερμανικό περιοδικό.[27]
Η δεκαετία του 1940 είδε την κυκλοφορία αρκετών σημαντικών κόμικς, τόσο χιουμοριστικών, όσο και περιπετειών. Τα τελευταία, γνωστά ως cuadernos de aventura, παρουσίαζαν ιστορίες δράσης με ιππότες, πειρατές και εξερευνητές και καουμπόηδες.[28] Η Editorial Valenciana, η οποία είχε ιδρυθεί το 1932 και έδρευε στη Βαλένθια,[29] αναδείχθηκε σε κυρίαρχη εκδοτική ακριβώς λόγω τέτοιων κόμικς, μεταξύ των οποίων τα Roberto Alcázar y Pedrín (1941) των Χουάν Μπαουτίστα Πουέρτο και Εντουάρντο Βανιό Παστόρ και El Guerrero del Antifaz (1943) του Μανουέλ Γκάγκο Γκαρθία. Η δεύτερη, όντας σε συστοιχία με την εθνικιστική ιδεολογία του καθεστώτος, παρουσίαζε έναν Χριστιανό ιππότη που κατατρόπωνε τους Μουσουλμάνους και ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη.[30] Το 1948, η εκδοτική Toray έκανε την είσοδό της στα πολεμικά κόμικς, με το Hazañas Bélicas, μια σειρά που κράτησε για 323 τεύχη.[29] Ο κυριότερος σχεδιαστής που αναδείχθηκε από το Hazañas Bélicas ήταν ο Γκιγιέρμο Σάντσεθ Μπόις, που υπέγραφε ως Boixcar.
Όσον αφορά τα χιουμοριστικά κόμικς της δεκαετίας του 1940, δύο από τα σημαντικότερα ήταν το La familia Ulises και το Doña Urraca. Το μεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο οπισθόφυλλο του TBO,[31] σε κείμενα του Χοακίν Μπούιγας και σκίτσα του Μαρίνο Μπενεγιάμ. Επρόκειτο για μια σατιρική σειρά με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας καταλανικής οικογένειας, η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία.[32] Το δε, γραμμένο και σχεδιασμένο από τον Jorge, ξεχώριζε από άλλα κόμικς της εποχής λόγω του μαύρου χιούμορ.[33]
Αρχής γενομένης το 1950, τα κόμικς άρχισαν να διαδίδονται με ταχύτατους ρυθμούς, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς κατείχαν οι χιουμοριστικοί τίτλοι.
Μακράν το πιο επιτυχημένο ήταν το Αντιρίξ και Συμφωνίξ (Mortadelo y Filemón – 1958) του Φρανθίσκο Ιμπάνιεθ.[29] Θεωρείται το διασημότερο ισπανικό κόμικ, καθώς έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχει μεταφερθεί πολλάκις στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.[18][34][35] Άλλα κόμικς του Ιμπάνιεθ είναι τα El botones Sacarino (1963), Rompetechos (1964) και Pepe Gotera y Otilio (1966). Το Zipi y Zape (1948) του Escobar έγινε σύντομα μια από τις φημισμένες παιδικές σειρές των ισπανικών κόμικς,[36] ενώ ο Μανουέλ Βάθκεθ Γκαγιέγο, γνωστός για τις σειρές του Las hermanas Gilda (1949), La familia Cebolleta (1951) και Anacleto, agente secreto (1965), ήταν επίσης ένας από τους σημαντικότερους χιουμορίστες αυτής της περιόδου.[37] Οι ιστορίες των προαναφερθέντων δημιουργών, καθώς και πληθώρας άλλων (π.χ. Cifré, Κάρλος Κόντι, Χοσέ Πενιαρόγια), δημοσιεύονταν στις σελίδες περιοδικών της Editorial Bruguera, όπως το Pulgarcito και το El DDT. Το χιούμορ της επονομαζόμενης «Σχολής Bruguera» (Escuela Bruguera) ήταν επηρεασμένο από τα γαλλοβελγικά κόμικς και βασιζόταν κυρίως στο σλάπστικ.[29]
Από την Editorial Bruguera εκδίδονταν και ορισμένα cuadernos de aventura που πλέον θεωρούνται κλασικά. Η πιο αγαπητή σειρά ήταν η Τρουένο (El Capitán Trueno), των Βίκτορ Μόρα και Ambrós, που έκανε το ντεμπούτο της τον Ιούνιο του 1956.[39] Ο Μόρα ήταν επίσης ο σεναριογράφος μια άλλης σημαντικής σειράς, της Ελ Ζαμπάτο (El Zabato – 1968), που διαδραματιζόταν στην ρωμαϊκή εποχή.
Βέβαια, η Editorial Bruguera δε δρούσε χωρίς ανταγωνισμό, καθότι διάφορες εκδοτικές έβγαζαν πολυάριθμους επιτυχημένους τίτλους. Έτσι, η Toray εξέδιδε τη σειρά επιστημονικής φαντασίας El mundo futuro (1955) του Boixcar, η Editorial Maga το γουέστερν Apache (1958) των Πέδρο Κιεσάδα και Λουίς Μπερμέχο και το εγκληματικό Dan Barry (1954) των αδελφών Λεοπόλντο και Χοσέ Ορτίθ και η Editorial Valenciana το παιδικό Pumby (1954) του Χοσέ Σάντις Γκράου. Κατά τη δεκαετία του 1960, τα κόμικς υποχώρησαν ελαφρώς μπροστά στην αύξηση της δημοτικότητας της τηλεόρασης και υπό το βάρος της λογοκρισίας.[40] Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένοι καινούργιοι τίτλοι σαν το ποδοσφαιρικό Olimán (1961) του Χοσέ Πέρεθ Φαχάρδο που γνωρίσουν αξιοσημείωτη επιτυχία, ενώ το είδος του τρόμου αρχίζει να διαδίδεται, χάρη κυρίως στο περιοδικό Dossier Negro (1968).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τα ευρωπαϊκά κόμικς στο σύνολό τους απομακρύνθηκαν από την παιδικότητα και στην Ισπανία αυτό εκδηλώθηκε με τις προσπάθειες των χιουμοριστικών δημιουργών να εμφυσήσουν μια ενήλικη χροιά στα κόμικς τους, παρά την λογοκρισία.[41] Το 1973 έκανε την εμφάνισή του, από το πενάκι του Jan, ο Superlópez. Πρόκειται για μια παρωδία του Σούπερμαν, που έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο αγαπητούς χαρακτήρες των ισπανικών κόμικς.[42] Ο Sir Tim O' Theo, ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα του Raf,[21] ήταν πρωταγωνιστής της ομώνυμης σειράς που ξεκίνησε την ίδια περίπου εποχή.
Παράλληλα, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα σημαντικά περιοδικά, όπως τα σατιρικά El Papus (1973) και El Rrollo enmascarado (1973). Ιδιαίτερα το βραχύβιο El Globo (1973-1974), που δημοσίευε ιστορίες μεγάλων ξένων καλλιτεχνών (Ούγκο Πρατ, Γουίλ Άισνερ, Quino κ.ά.), θεωρείται ο προπομπός της εκτίναξης των ενήλικων ισπανικών κόμικς.[43] Ανάμεσα στους δημιουργούς που πρωτοεμφανίστηκαν μέσα από αυτά τα έντυπα ήταν ο Max, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ισπανικής σκηνής κόμικς,[44] και ο εξίσου σπουδαίος[45] Μιγκέλ Γκαγιάρδο.
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης που ακολούθησε τον θάνατο του Φράνκο το 1975, έφερε ριζικές μεταβολές στο πολιτισμικό γίγνεσθαι της Ισπανίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα έκανε οτιδήποτε σχετιζόταν με το φασιστικό καθεστώς να φαίνεται παρωχημένο και μεταξύ αυτών ήταν και τα tebeos, ενώ η πάλαι ποτέ κυρίαρχη Editorial Bruguera έκλεισε στα μέσα της δεκαετίας του 1980.[45] Καινούργιοι τρόποι έκφρασης, απευθυνόμενοι σε νέους αναγνώστες και επηρεασμένοι από τις διεθνείς εξελίξεις (γαλλικά περιοδικά σαν το Hara-Kiri και το κίνημα του αμερικανικού underground),[4] άρχισαν να αναπτύσσονται, ενώ ταυτόχρονα, μέχρι πρότινος απαγορευμένα έργα, όπως αυτά του Μίλο Μανάρα και του Ρίτσαρντ Κόρμπεν, μεταφράζονταν εντατικά.[45] Αυτή η μαζική στροφή της ισπανικής σκηνής στο ενήλικο κοινό ονομάστηκε El boom del cómic adulto («το μπουμ του ενήλικου κόμικ»).[46][47]
Κεντρική θέση στα μεταπολιτευτικά χρόνια κατέχει το πρωτοποριακό Paracuellos (1975) του Κάρλος Χιμένεθ, που εξετάζει ορισμένες σκοτεινές πτυχές της δικτατορίας και συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της ισπανικής σκηνής.[19] Με το έργο αυτό, αλλά και με τα Barrio (1977) και Los Professionales (1982), ο Χιμένεθ έγινε ένας από τους πρώτους δημιουργούς της χώρας του που ασχολήθηκε με το αυτοβιογραφικό κόμικ.[48]
Τα νέα περιοδικά που ιδρύθηκαν (El Jueves – 1977, Zona 84 – 1978, Totem – 1979, Creepy – 1979, Cimoc – 1979 κ.ά.) αποτέλεσαν την κινητήριο δύναμη του boom del cómic adulto, προσφέροντας μια μεγάλη ποικιλία ειδών, από σατιρικές ιστορίες μέχρι τίτλους επιστημονικής φαντασίας, fantasy και τρόμου, συχνά με στοιχεία ερωτισμού. Μεταξύ των κόμικς που ξεχώρισαν μέσα από αυτά τα περιοδικά ήταν τα Martínez el Facha (1977) του Kim, Ο Μισθοφόρος (El Mercenario – 1981) του Βιθέντε Σεγρέγιες και Roco Vargas (1983) του Ντανιέλ Τόρες, ενώ ο Αντόνιο Σεγκούρα, συνεργαζόμενος με τους Χοσέ Ορτίθ και Γιόρδι Μπερνέτ, έγραψε τα Hombre (1981), Kraken (1983) και Sarvan (1984). Ένας άλλος σημαίνων τίτλος ήταν το εξαιρετικά αναγνωρίσιμο Torpedo (1981) των Ενρίκε Σάντσεθ Αμπουλί και Γιόρδι Μπερνέτ.[ii] Μέσα από αυτή τη δουλειά, αλλά και από μεταγενέστερες, ο Μπερνέτ καθιερώθηκε ως ένας κορυφαίος καλλιτέχνης σε διεθνές επίπεδο.[49]
Το περιοδικό El Víbora (1979) σχημάτισε μια διαφορετική «σχολή», με μια αισθητική εμπνευσμένη από τους Ρόμπερτ Κραμπ, Σπέιν Ροντρίγκεζ και άλλα ονόματα των αμερικανικών underground κόμικς.[4] Στους συνεργαζόμενους καλλιτέχνες συμπεριλαμβάνονταν οι Max, Ceesepe, Μιγκέλ Γκαγιάρδο και Nazario. Με την πάροδο των ετών, το El Víbora καθιέρωσε την ισπανική εναλλακτική σκηνή, για την οποία χρησιμοποιείται ο όρος linea chunga («χονδροειδής γραμμή»).[50] Παρόμοια έντυπα ήταν τα Bésame Mucho (1980) και Makoki (1982).
Θεωρείται ότι το El boom del cómic adulto έφτασε το αποκορύφωμά του γύρω στο 1983 και κατόπιν άρχισε να παρακμάζει, για διάφορους λόγους, όπως η αύξηση της τιμής του χαρτιού.[51] Οι πωλήσεις πολλών περιοδικών έπεσαν ραγδαία και αυτή η κάμψη θα γινόταν εμφανέστερη τα επόμενα χρόνια.[50] Παρόλα αυτά, εμφανίστηκαν ορισμένα πολύ σημαντικά κόμικς, όπως το Manuel Montano (1988) των Φερνάντο Λούνα και Μιγκελάνσο Πράδο, ενώ μεταξύ 1984 και 1987 κυκλοφόρησε το τελευταίο ίσως αξιοπρόσεκτο περιοδικό του κινήματος. Ήταν το Madriz, όπου δημοσιεύονταν δουλειές των Χαβιέρ Ολιβάρες, Αντρές Ράμπαγο Γκαρθία και Raúl.
Η δεκαετία του 1990 ήταν μια περίοδος ύφεσης για τα ισπανικά κόμικς, καθώς η αγορά υποχώρησε σε δραματικό βαθμό.[45] Η Toutain Editor και η Toray, δύο μεγάλες εκδοτικές του παρελθόντος, έκλεισαν, ενώ το Cairo, το Zona 84, το Cimoc και πολλά άλλα έντυπα ενήλικων κόμικς διέκοψαν την κυκλοφορία τους. Οι μεταφράσεις μάνγκα, όπως του επιτυχημένου Dragon Ball, και τίτλων της DC και της Marvel ήταν οι πιο βιώσιμες εκδόσεις.[45] Αξιόλογη ανταπόκριση είχαν τα κόμικς ερωτικού περιεχομένου, που δημοσιεύονταν σε περιοδικά όπως το Kiss Comix (1991) και το Penthouse Comix (1994).
Ένα από τα λίγα περιοδικά που διασώθηκε, ήταν το συνεχιζόμενο έως και σήμερα El Jueves. Εκ των σημαντικότερων τίτλων που ξεκίνησε αυτή την περίοδο ήταν η Φωτεινή της Νύχτας (Clara de Noche – 1992), ένα κόμικ των Κάρλος Τρίγιο, Εδουάρδο Μάικας και Γιόρδι Μπερνέτ, που συνδυάζει το χιουμοριστικό με το ερωτικό. Το Kafre (1992) των Ενρίκε Σάντσεθ Αμπουλί και Ντας Παστόρας, άλλη μια σειρά χιουμοριστικού περιεχομένου, θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα των σύγχρονων ισπανικών κόμικς.[52]
Η κρίση οδήγησε στην εμφάνιση πολλών μικρών εκδοτικών (Under Cómic, Dude Comics κ.ά.) και περιοδικά φανζίν, όπως τα TMEO (1987), Amaníaco (1991), La Comictiva (1994) και Cretino (1997). Το σπουδαιότερο ήταν το Nosotros somos los muertos, που άρχισε να κυκλοφορεί το 1995.[53] Ξεκίνησε από τους Max και Πέρε Γιοάν, δημοσιεύοντας αρχικά σχεδόν αποκλειστικά ιστορίες Ισπανών δημιουργών. Ωστόσο, αργότερα, μέσα από τις σελίδες του μεταφράστηκαν έργα μερικών από τους πιο καινοτόμους δημιουργούς του κόσμου, όπως οι Ντέιβιντ Μαζουκέλι, Κρις Γουέαρ και Λιούις Τρόντχαϊμ.[54]
Παρότι τα μάνγκα και τα υπερηρωικά κόμικς είναι εν πολλοίς οι πιο επιτυχημένες εκδόσεις, αντιπροσωπεύοντας, το 2007, το 70% των εκδοθέντων κόμικς,[55] τα τελευταία χρόνια, η αγορά ανθεί και το αναγνωστικό κοινό αυξάνεται.[56] Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται, σύμφωνα με καταστηματάρχες και εκδότες, στη διοργάνωση εκδηλώσεων και φεστιβάλ, καθώς και στην έκδοση σημαντικών ξένων graphic novel, όπως το Περσέπολις της Μαργιάν Σατράπι ή το Maus του Αρτ Σπίγκελμαν, τα οποία έφεραν το μέσο πιο κοντά στο ενήλικο κοινό.[55] Ο τομέας των ηλεκτρονικών κόμικς θεωρείται ακόμα μικρής εμβέλειας, αλλά αναμένεται να μεγαλώσει και αρκετοί κλασικοί τίτλοι έχουν γίνει προσβάσιμοι και μέσω του διαδικτύου.[57]
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένα από τα πιο επιτυχημένα κόμικς Ισπανών δημιουργών, πρώτα κυκλοφορούν από γαλλικές εκδοτικές και μετά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, από ισπανικές. Τα δύο κυριότερα είναι το Μπλάκσαντ (Blacksad – 2000) των Χουάν Ντίαθ Κανάλες και Χουάνχο Γκουαρνίδο και το Arrugas (2007) του Πάκο Ρόκα, που μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη το 2011.[58] Ιδιαίτερα το Μπλάκσαντ, έχει πετύχει παγκόσμια αναγνώριση.[59][60]
Ο Γιοάν Κορνέγια έχει επίσης γίνει διεθνώς γνωστός, λόγω των βουβών στριπ του με το παράλογο και συχνά μαύρο χιούμορ.[61] Άλλα ταλέντα που έχουν εμφανιστεί από τη δεκαετία του 2000 και έπειτα είναι οι Αλφόνσο Θαπίκο, Κριστίνα Ντουράν και Νταβίντ Ρουμπίν, ενώ κάποιοι, όπως ο Νταβίντ Άχα, εργάζονται κυρίως για ξένες εταιρείες. Παράλληλα, παλαιότεροι δημιουργοί συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στον χώρο, προσφέροντας σημαντικά κόμικς. Για παράδειγμα, το αυτοβιογραφικό María y yo (2007) του Μιγκέλ Γκαγιάρδο, που ερευνά το θέμα του αυτισμού, συγκαταλέγεται στα κορυφαία του έργα,[62] ενώ το El arte de volar (2009) των Αντόνιο Αλταρίμπα και Kim, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Κόμικ.[63]
i.^ Το περιοδικό κυκλοφορούσε από την El Gato Negro και παρουσίαζε τον Ποπάι ως έναν Μεξικανό Μαρξιστή που ταξίδευε στην Ισπανία καταπολεμώντας τον Φασισμό.[17]
ii.^ Αρχικά, το σχέδιο είχε αναλάβει ο βετεράνος Αμερικανός Άλεξ Τοθ, αλλά, διαφωνώντας με την κυνικότητα του Αμπουλί, αποχώρησε.[64]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.