From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (ιρλανδικά: Óglaigh na hÉireann, αγγλικά: Irish Republican Army, IRA, μεταγραφή στα ελληνικά: ΙΡΑ) ήταν ανεπίσημη ένοπλη παραστρατιωτική οργάνωση που έδρευε στην Ιρλανδία και είχε ως αρχικό στόχο την πλήρη ανεξαρτητοποίηση (οικονομική και διοικητική) αυτής από τη Μεγάλη Βρετανία[1] και την ίση μεταχείριση προτεσταντών και καθολικών[2] και, στη συνέχεια, την προσκόλληση της Βορείου Ιρλανδίας, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός Óglaigh na hÉireann | |
---|---|
Ενεργό | 1917–1922 |
Δύναμη | 100.000 εγγεγραμμένοι από το 1918, 15.000 μάχιμοι (μέγιστη ισχύ, καθώς και πρώτη γραμμή και προσωπικό υποστήριξης), από τους οποίους 3.000 υπηρέτησαν ως μαχητές οποτεδήποτε |
Αρχηγείο | Δουβλίνο |
Ο ΙΡΑ ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1919, διαδεχόμενος την ένοπλη οργάνωση Ιρλανδοί Εθελοντές (Irish Volunteers), η οποία είχε ιδρυθεί το 1913. Πολλά από τα τότε μέλη της ήταν -ταυτόχρονα- και μέλη του Κόμματος, Σιν Φέιν (Sinn Féin). Παρά την εμπλοκή των εθνικιστών, ο ΙΡΑ δρούσε ανεξάρτητα από το κόμμα και σπάνια είχε πολιτική επιρροή.
Κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1921), ο ΙΡΑ εφήρμοσε τακτικές ανταρτοπολέμου, στήνοντας ενέδρες, κάνοντας επιδρομές και προκαλώντας δολιοφθορές, με ομάδες των 15 έως 30 μελών.[1] Την 21η Νοεμβρίου του 1920, μέλη του ΙΡΑ δολοφόνησαν δεκατέσσερις Βρετανούς πράκτορες και Ιρλανδούς συνεργάτες τους, στο Δουβλίνο. Οι Βρετανοί απάντησαν ανοίγοντας πυρ ενάντια σε πλήθος που παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα σκοτώντας δεκαπέντε άτομα, ενώ άλλοι τρεις Ιρλανδοί πολιτικοί κρατούμενοι βρέθηκαν νεκροί στο Κάστρο του Δουβλίνου, το οποίο, εκείνη την περίοδο, χρησιμοποιείτο ως φυλακή. Η ημέρα αυτή έμεινε στην ιστορία ως "Ματωμένη Κυριακή" (Bloody Sunday), καθώς βρήκαν τον θάνατο συνολικά 32 άνθρωποι.[3] Οι επιτυχίες του ανταρτοπολέμου του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού ανάγκασαν τη βρετανική κυβέρνηση να προχωρήσει σε πολιτική ρύθμιση, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία ιρλανδικού κράτους, υπό τη μορφή κτήσης. Παρά την υποχώρηση των Βρετανών, ένα μεγάλο μέρος των μελών της οργάνωσης θεώρησε τους όρους απαράδεκτους. Αυτό δίχασε τα μέλη και τα χώρισε σε δύο στρατόπεδα: το μεν πρώτο, το οποίο υποστήριζε τη σύναψη ειρήνης με τους Βρετανούς και το δεύτερο, το οποίο θεωρούσε ότι, η συμφωνία έπρεπε να γίνει μόνο με ευνοϊκότερους όρους και πως, σε διαφορετική περίπτωση, ο ένοπλος αγώνας έπρεπε να συνεχιστεί. Η πρώτη παράταξη δημιούργησε τον επίσημο τακτικό στρατό του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους (Irish Free State Army) και η δεύτερη παράταξη, η οποία ξεκίνησε να ετοιμάζει ένοπλη αντίσταση ενάντια στην ανεξάρτητη κυβέρνηση ίδρυσε τον "Στρατό των Ατάκτων", καθώς τα μέλη της είχαν ονομαστεί "Άτακτοι" (The Irregulars). Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος, με σφοδρές συγκρούσεις (1922-1923), ο οποίος έληξε μετά από συνθηκολόγηση του Στρατού των Ατάκτων και επικράτηση του τακτικού κρατικού στρατού.. Ωστόσο, παρά την ήττα τους οι Άτακτοι δεν παρέδωσαν τα όπλα, ούτε διαλύθηκαν ως οργάνωση, επιδιώκοντας να πραγματοποιήσουν το όραμά τους για μια ενιαία και δημοκρατική Ιρλανδία, το οποίο θα επέβαλλαν ακόμη και με τη βία.
Το 1931, η οργάνωση κηρύχθηκε παράνομη από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, καθώς διαρκώς στρατολογούσε νέα μέλη, τα οποία εκπαιδεύονταν και εκγυμνάζονταν στους κόλπους αυτής και δημιουργούσαν αρκετές φορές επεισόδια. Το 1936, ο ΙΡΑ κηρύχθηκε παράνομος για δεύτερη φορά. Το 1939, πραγματοποίησε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων επί αγγλικού εδάφους, με αποτέλεσμα η ιρλανδική Βουλή των Αντιπροσώπων (Ντάιλ Έιριν) να αποφασίσει να λάβει ακόμα σκληρότερα μέτρα ενάντια στην οργάνωση, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης χωρίς δίκη. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μέλη του ΙΡΑ προκαλούσαν πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση του κράτους, η οποία εκτέλεσε πέντε ηγετικά και φυλάκισε πολλά άλλα στελέχη της οργάνωσης.
Τον Δεκέμβριο του 1948, η Ιρλανδία μετατράπηκε σε ανεξάρτητη δημοκρατία, αποχωρώντας από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Αφού, λοιπόν, η Ιρλανδία δεν αποτελούσε πια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας και είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος, οι βλέψεις της οργάνωσης στράφηκαν στο μικρό κομμάτι του νησιού, στα βορειοανατολικά, το οποίο είχε παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60, υπήρξαν κάποιες ενέργειες στη Βόρεια Ιρλανδία, από πλευράς ΙΡΑ, όμως, δεν υπήρξε ανταπóκριση από τους Ιρλανδούς της περιοχής. Στα τέλη της δεκαετίας του '60, οι ρωμαιοκαθολικοί του Ώλστερ, ξεκίνησαν διαδηλώσεις ενάντια των διακρίσεων στο δικαίωμα ψήφου, στη στέγαση και στην απασχόληση, με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό να τούς στηρίζει ενεργά. Αυτή η ενέργεια επανέφερε τον διχασμό στις τάξεις του ΙΡΑ (η κύρια διαφωνία ήταν ο βαθμός χρήσης βίας στις διαδηλώσεις), με αποτέλεσμα τα μέλη του να χωριστούν εκ νέου σε δύο παρατάξεις, έπειτα από συνέδριο του Σιν Φέιν, το 1969: τη λεγόμενη "επίσημη" (official) και τη λεγόμενη "προσωρινή" (provisional). Τα μέλη της Προσωρινής πτέρυγας (Πρόβος - Provos) τάχθηκαν υπέρ της τρομοκρατίας, καθώς αποτελούσαν, κυρίως, τα νεαρότερα ηλικιακά και μαχητικότερα μέλη της οργάνωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, οι Πρόβος εξαπέλυσαν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε πολλούς Βρετανούς στρατιωτικούς και πολίτες, ενώ άφησαν πίσω τους και αρκετούς τραυματίες. Μεταξύ 1973 και 1975, η δράση των Πρόβος μειώθηκε, όμως, στο επόμενο διάστημα, η "προσωρινή" πτέρυγα του ΙΡΑ ξεκίνησε, και πάλι, τις βομβιστικές επιθέσεις, για να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης. Στις 20 Ιουλίου του 1981, εξερράγη μια βόμβα του ΙΡΑ στο Χάυντ Παρκ του Λονδίνου, η οποία σκότωσε τρεις άνδρες της έφιππης βασιλικής φρουράς και τραυμάτισε άλλους 23 ανθρώπους. Σχεδόν ταυτόχρονα, μια δεύτερη βόμβα του ΙΡΑ εξερράγη, η οποία σκότωσε έξι μέλη της στρατιωτικής φιλαρμονικής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μια παραφυάδα του ΙΡΑ, ο Ιρλανδικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (Irish National Liberation Army) ανέλαβε την ευθύνη για τη βόμβα που εξερράγη σε μπαρ, στη Βόρεια Ιρλανδία, και σκότωσε 11 Βρετανούς στρατιώτες. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1974, βόμβα του ΙΡΑ εξερράγη στο Γκραν Οτέλ του Μπράιτον, στο οποίο διέμεναν μέλη της τότε κυβέρνησης του Συντηρητικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, προκαλώντας τεράστιες υλικές ζημιές, οδηγώντας στον θάνατο πέντε ανθρώπους και τραυματίζοντας, παράλληλα, πολλούς ακόμα. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας, Νόρμαν Τέμπιτ.[1] Το 1990, υπήρξε νέος διχασμός στις τάξεις του ΙΡΑ, από τον οποίο προέκυψε ο "Πραγματικός ΙΡΑ" (Real IRA), ο οποίος αποτελείτο, κυρίως, από τα περισσότερο σκληροπυρηνικά μέλη της οργάνωσης. Στον Πραγματικό IRA αποδίδονται οι ευθύνες για τη βομβιστική επίθεση στο Όμα, το 1998 και στο Λονδίνο, το 2001.[2]
Μετά το τέλος του Ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου (1922-23), ο IRA παρέμεινε στην ίδια μορφή για σαράντα χρόνια, όταν χωρίστηκε στον επίσημο IRA και τον προσωρινό IRA το 1969.
Μετά από απεργίες πείνας, το 1981, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε δέκα Ρεπουμπλικανούς, οι οκτώ εκ των οποίων ήταν μέλη του ΙΡΑ, οι ηγέτες του Σιν Φέιν, Τζέρρυ Άνταμς και Μάρτιν ΜακΓκίνες προσπάθησαν να πολιτικοποιήσουν την οργάνωση, έχοντας απώτερο σκοπό τα μέλη της να μπορούν να μετέχουν σε πολιτικές συζητήσεις, κάτι το οποίο κατάφεραν σε συνεργασία με τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού και Εργατικού Κόμματος, Τζων Χιουμ, τον Αύγουστο του 1994, οπότε και ο ΙΡΑ κήρυξε "πλήρη κατάπαυση οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης". Δύο μήνες μετά, την παύση του πυρός από πλευράς τους, κήρυξαν και οι ενωτικοί προτεστάντες παραστρατιωτικοί. Ωστόσο, οι υποσχέσεις για εκπροσώπηση σε πολυμερείς συζητήσεις προς το Σιν Φέιν και τα πρώην μέλη του ΙΡΑ δεν τηρήθηκαν, λόγω της απαίτησης των ενωτικών για πλήρη αφοπλισμό του ΙΡΑ, με αντάλλαγμα το δικαίωμα συμμετοχής του Σιν Φέιν σε αυτές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια νέα βομβμιστική επίθεση από τον ΙΡΑ στο Ντόκλαντς του Λονδίνου, η οποία σκότωσε δύο ανθρώπους. Τον Ιούλιο του 1997, τα μέλη του ΙΡΑ κήρυξαν εκ νέου κατάπαυση του πυρός, δεχόμενα τους όρους του αφοπλισμού και ορκιζόμενα να τηρήσουν τις αρχές της μη βίας. Έτσι, δύο μήνες μετά, τούς επιτράπηκε η συμμετοχή σε πολιτκές συζητήσεις. Τον Απρίλιο του 1998, υπογράφηκε η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, σύμφωνα με την οποία θα προέκυπτε νέα κυβέρνηση στη Βόρεια Ιρλανδία,[1] μέσω μιας ημιαυτόνομης εθνοσυνέλευσης, στην οποία θα συμμετείχαν κόμματα και προτεσταντών και καθολικών και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός θα αφοπλιζόταν πλήρως. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση διαλύθηκε, λόγω αλληλοκατηγοριών.[2] Οι Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί συμφώνησαν, τελικά, με την παραμονή της Βορείου Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, για όσο το επιθυμούσε η πλειοψηφία των κατοίκων της, αλλά τα μέλη του ΙΡΑ αρνήθηκαν να αχρηστεύσουν το σύνολο του οπλοστασίου της οργάνωσης.[1] Τον Δεκέμβριο του 2004, τα ηγετικά μέλη του ΙΡΑ πρότειναν την ολοκλήρωση του αφοπλισμού τους, όμως οι προτεστάντες απαίτησαν φωτογραφική τεκμηρίωση, κάτι που δεν έγινε δεκτό από την οργάνωση, η οποία έκανε λόγο για "απαράδεκτο εξευτελισμό". Στα τελευταία χρόνια δράσης του, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός έτεινε να μετατραπεί σε μια αποκλειστικά εγκληματική οργάνωση, ιδιαίτερα μετά τη ληστεία της τράπεζας Northern Bank, τον Δεκέμβριο του 2004, στο Μπέλφαστ και τη δολοφονία του ρωμαιοκαθολικού Ρόμπερτ ΜακΚάρτνυ, τον Ιανουάριο του 2005, επίσης στο Μπέλφαστ.[2] Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα.[1][2] Ο Τζέρρυ Άνταμς χαρακτήρισε την απόφαση αυτή "θαρραλέα και αξιόπιστη".
Η Πράσινη Βιβλος είναι ένα εγχειρίδιο εκπαίδευσης και καθοδήγησης που εκδίδονταν από την οργάνωση και δίνονταν σε νέους εθελοντές. Χρησιμοποιήθηκε από τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) μετά τον Ιρλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο μαζί με μεταγενέστερες ενσαρκώσεις όπως ο Προσωρινός IRA (PIRA). Περιλαμβάνει μια δήλωση στρατιωτικών στόχων, τακτικών και όρων για την επιβολή της στρατιωτικής νίκης ενάντια στη βρετανική κυβέρνηση. Η πράσινη βίβλος έχει διανεμηθεί και δημοσιευτεί κρυφά από άγνωστα τυπογραφεία και διανέμεται ή μοιράζεται από εθελοντές του IRA, όταν γίνονται δεκτοί για ενεργό καθήκον. Λόγω αυτής της μυστικότητας μόνο δύο εκδόσεις του Πράσινου Βιβλίου έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα στον δημόσιο τομέα. Η πρώτη, που δημοσιεύθηκε το 1956 ενώ η δεύτερη, χρονολογείται από τη σύλληψη του τότε αρχηγού του IRA του Seamus Twomey το 1977. Το βιβλίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με την πολιτική φιλοσοφία του IRA, την ιρλανδική ιστορία όσον αφορά την πάλη ενάντια στην κατοχή της Ιρλανδίας, τους στρατιωτικούς στόχους της οργάνωσης, αλλά και τρόπους προπαγάνδας, σύλληψης και αιχμαλωσίας όπως και τον στρατιωτικό εξοπλισμό και την εκπαίδευση των εθελοντών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.