Κρητικός αγιογράφος του 17ου αιώνα From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Εμμανουήλ Τζάνες (Ρέθυμνο, 1610 - Βενετία, 28 Μαρτίου 1690), ο επιλεγόμενος και Μπουνιαλής, ήταν Έλληνας ζωγράφος της Αναγέννησης και, μαζί με το Θεόδωρο Πουλάκη, ο σημαντικότερος Κρητικός αγιογράφος του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα. Το σημαντικότερο έργο του "Το Ιερό Μανδήλιο" ολοκληρώθηκε το 1659.[3][4][5][6][7]
Εμμανουήλ Τζάνες | |
---|---|
Γέννηση | 1610 Ρέθυμνο |
Θάνατος | 28 Μαρτίου 1690 Βενετία[1] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | ορθόδοξος ιερέας, αγιογράφος και ζωγράφος[2] |
Αδέλφια | Κωνσταντίνος Τζάνες Μαρίνος Τζάνες |
Είδος τέχνης | icon painting |
Σημαντικά έργα | Ο Χριστός ένθρονος (1664) Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ανήκε σε γνωστή οικογένεια του Ρεθύμνου και ήταν ευπαίδευτος. Εκτός από ζωγράφος, ήταν στιχουργός και συγγραφέας ιερών ακολουθιών. Ήταν έγγαμος, αλλά, καθώς χήρεψε νωρίς δεν άφησε απογόνους. Αδελφοί του ήταν ο ποιητής του «Κρητικού Πολέμου» Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής και ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Τζάνες που έζησε μαζί του στην Βενετία μέχρι το τέλος της ζωής του.[8][9]
Το 1636 χρονολογείται το παλαιότερο σωζόμενο έργο του. Πρόκειται για την άψογη, από κάθε άποψη εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο Κορρέρ της Βενετίας και φέρει την υπογραφή του «Ποίημα Εμμανουήλ ιερέως του Τζάνε». Το ίδιο έτος ήταν ήδη δόκιμος ζωγράφος και είχε χειροτονηθεί ιερέας. Όταν άρχισε ο Κρητικός Πόλεμος ήταν ακόμα στην Κρήτη και μάλλον έφυγε από την πατρίδα του μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς το 1646.
Τον Απρίλιο του 1648, βρίσκεται στην Κέρκυρα, όπου συνεργαζόταν με τον επίσης πρόσφυγα του Κρητικού Πόλεμου γνωστό ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο. Στην Κέρκυρα, όπου έμεινε τουλάχιστον ως το τέλος του 1654, συνδέθηκε με το λόγιο Κρητικό ιερομόναχο Καλλιόπιο Καλλιέργη, ο οποίος ήταν εφημέριος στο ναό των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ζωγράφισε τότε ο Τζάνες πολλές εικόνες για το ναό. Τον Μάρτιο του 1658 βρίσκεται στη Βενετία, όπου και παρέμεινε ως το θάνατό του. Το 1660 εξελέγη εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου, θέση που κράτησε, με μικρά διαλείμματα, έως το 1685.[10] Τα τελευταία χρόνια διορίστηκε προϊστάμενος της Φλαγγίνειου Σχολής στην Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας.[11]
Δεν γνωρίζουμε πού μαθήτευσε, ωστόσο, όπως και οι περισσότεροι ζωγράφοι, για τις μεμονωμένες μορφές, ακολουθεί βυζαντινά πρότυπα του 14ου και 15ου αιώνα, περίοδο που αποτελεί την πρώτη ακμή της Κρητικής Σχολής. Αντίθετα σε σύνθετες σκηνές, εμπνέεται από τα εικονογραφικά σχήματα και τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που επικρατούν τον 17ο αιώνα. Στα έργα που φανερώνουν έντονη δυτική επίδραση, διακρίνεται επίσης η επίδραση από τις φλαμανδικές χαλκογραφίες.
Η τεχνοτροπία του Τζάνε ποικίλλει ανάλογα με τα πρότυπα από τα οποία εμπνέεται. Οι μορφές που ακολουθούν υστεροβυζαντινά πρότυπα είναι επίπεδες, δισδιάστατες. Ο όγκος δηλώνεται με διαδοχικά ανοιχτότερα γεωμετρικά του ίδιου ή συμπληρωματικού χρώματος, που δεν συγχέονται. Οι φωτισμένες επιφάνειες έχουν μια μεταλλική ανταύγεια. Συχνά τα υφάσματα είναι διάστικτα από νευρώδεις λευκές βούλες. Ανάλογη πτυχολογία συναντά κανείς στην Παντάνασσα του Μυστράς γύρω στο 1428. Στις εικόνες όμως που ο Ρεθυμνιώτης ζωγράφος ακολουθεί δυτικά πρότυπα, η πτυχολογία είναι ρευστή, με βαθμιαία μετάβαση από το φως στη σκιά. Ως προς δε τα γυμνά μέρη, ο Τζάνες ακολουθεί παλαιολόγεια πρότυπα. Συνήθως ολόκληρη η φωτισμένη επιφάνεια καλύπτεται από αμέτρητες λευκές πινελιές, πολλές φορές εναλλάξ έντονες και αμυδρές, με αποτέλεσμα η σχεδίαση των όγκων να γίνεται με καλλιγραφική διάθεση.
Ο Εμμανουήλ Τζάνες, είναι ιδιαίτερα ικανός στη λεπτολόγο απόδοση των ιταλικών πολυτελών υφασμάτων και των κεντημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και στα πρόσωπα που ζωγραφίζει, δίνοντας έμφαση σε μορφολογικά ή ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως η διάταξη της κόμης ή οι φλέβες αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του διακρίνεται από τη στέρεη δομή των συνθέσεων, τη σταθερότητα του σχεδίου, την δεξιοτεχνία στην απόδοση της λεπτομέρειας και την προσεκτική επιλογή των χρωμάτων.
Υπολογίζεται ότι έχουν σωθεί πάνω από εκατό έργα του και πάνω από τα μισά φέρουν και χρονολογία. Ο Τζάνες υπογράφει χρησιμοποιώντας πάντα τις λέξεις χειρ ή ποίημα, το όνομα Εμμανουήλ, το επώνυμο Τζάνες ή Ζάνες, μερικές φορές και την ιδιότητα του ιερέως, και σπανίως το παρωνύμιο Μπουνιαλής και τον τόπο καταγωγής του. Ένα χρόνο όμως πριν πεθάνει, στην τελευταία γνωστή εικόνα του, υπογράφει πόνος γηραιού πρεσβυταίρου εμμανουήλου ρηθυμναίου του λεγομένου Μπουνιαλή.
Από τη μελέτη των έργων της Κρητικής και της Κερκυραϊκής περιόδου, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο Τζάνες, πολύ πριν μεταναστεύσει στη Βενετία, ήταν ήδη ένας πολύ ικανός και παραγωγικός ζωγράφος. Η φήμη του υπήρξε αναμφίβολα πολύ μεγάλη στην εποχή του, όπως μαρτυρούν η κοινωνική θέση των παραγγελιοδοτών του και η απήχηση που βρίσκουν τον 18ο αιώνα τα θέματα τα οποία εισάγει. Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλεται σε δύο παράγοντες που λειτουργούν συμπληρωματικά: αφενός στις σχέσεις του με υψηλά πρόσωπα σε όλους τους τόπους παραμονής του, και αφετέρου γιατί η ζωγραφική του εκφράζει τις προσδοκίες και τις αισθητικές προτιμήσεις ενός εκτεταμένου κοινού.
Οι περισσότερες χρονολογημένες εικόνες του Εμμανουήλ Τζάνε ανάγονται στην ενετική του περίοδο (1658-1690). Στην κρητική και κερκυραϊκή περίοδο ανήκουν τα ακόλουθα χρονολογημένα έργα:
Στην τριετία 1655 με 1657, κατά την οποία δεν γνωρίζουμε εάν ο ζωγράφος ήταν ακόμα στην πατρίδα του ή είχε μεταβεί στην Κέρκυρα, εντάσσονται τα εξής έργα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.