μουσείο εικαστικών τεχνών με έδρα την Αθήνα From Wikipedia, the free encyclopedia
H Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου[2] ή απλά Εθνική Πινακοθήκη (ονομασία ίδρυσης) είναι μουσείο εικαστικών τεχνών που ιδρύθηκε το 1900 και βρίσκεται στην Αθήνα. Οργανικά συνδεδεμένη με την Εθνική Γλυπτοθήκη, αποτελεί την μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή νεοελληνικής τέχνης, με συγκεντρωμένα περισσότερα από 15.000 έργα από τα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα.
Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος | |
---|---|
Παλαιότερες ονομασίες | Εθνική Πινακοθήκη |
Άλλες ονομασίες | Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου - Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη |
Γενικές πληροφορίες | |
Είδος | art museum, εθνικό μουσείο και πινακοθήκη |
Διεύθυνση | Βασιλέως Κωνσταντίνου 50, 116 34 Αθήνα |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αθηναίων[1] |
Τοποθεσία | Αθήνα |
Χώρα | Ελλάδα |
Έναρξη κατασκευής | 1964 |
Ολοκλήρωση | 1968 |
Ιδιοκτήτης | Ελληνικό Δημόσιο |
Συραγώ Τσιάρα | |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Εθνική Πινακοθήκη δημιουργήθηκε με βάση τη διαθήκη του νομικού και φιλότεχνου με σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδρυτικού μέλους της εταιρείας «Φίλοι του Λαού» Αλεξάνδρου Σούτζου (1839-1895), που κληροδότησε την κινητή και ακίνητη περιουσία του, όπως και τη συλλογή έργων τέχνης και νομισμάτων του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών».[3] Καθοριστικός υπήρξε ο νόμος του υπουργού Παιδείας Αθ. Ευταξία το 1897 «Περί ιδρύσεως Μουσείου Καλών τεχνών»,[4] ενώ επισήμως η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε τρία χρόνια αργότερα, στα 1900, με τον νόμο ΒΨΛΔ΄ «Περί μισθού του εφόρου της εν Αθήναις Πινακοθήκης» (10/4/1900) και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κανονισμού της Εθνικής Πινακοθήκης» (28/6/1900).
Πρώτος διευθυντής διορίστηκε ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος για το λόγο αυτό επέστρεψε από τη Γερμανία όπου διέμενε[5], ενώ για τη στέγαση του μουσείου παραχωρήθηκαν προσωρινά τρεις αίθουσες του πρώτου ορόφου του κεντρικού κτιρίου του Πολυτεχνείου. Η συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης αποτελείτο αρχικά από 258 έργα τέχνης που ανήκαν στις συλλογές του Πολυτεχνείου (στο οποίο είχε δημιουργηθεί λίγα χρόνια πριν μια μικρή πινακοθήκη) και του Πανεπιστημίου Αθηνών (ανάμεσά τους και οι δωρεές των Θεόδωρου Βρυζάκη και Στέφανου Ξένου[6]), καθώς και από τα 107 έργα του κληροδοτήματος του Α. Σούτζου. Κατά τα επόμενα χρόνια η συλλογή εμπλουτίστηκε κυρίως με έργα δυτικοευρωπαϊκής τέχνης από δωρεές και κληροδοτήματα κυρίως εύπορων Ελλήνων της διασποράς, όπως οι Γρηγόριος Μαρασλής, Θεόδωρος και Αικατερίνη Ροδοκανάκη, Μάρκος Δραγούμης κ.ά.
Με μια σειρά νομοθετημάτων στα 1909-1910, διασφαλίστηκε η αυτοτέλεια της Εθνικής Πινακοθήκης, διορίστηκε μόνιμος συντηρητής ο Γεώργιος Χατζόπουλος και παραχωρήθηκε στο μουσείο και η συλλογή έργων τέχνης του Γεωργίου Αβέρωφ, που μέχρι τότε ανήκε στο Πολυτεχνείο. Το 1918, ο λογοτέχνης και τεχνοκρίτης Ζαχαρίας Παπαντωνίου αντικατέστησε τον Ιακωβίδη στη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του την 1η Φεβρουαρίου 1940. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα έργα της Πινακοθήκης συσκευάστηκαν σε κιβώτια και μεταφέρθηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τον Ιούνιο του 1949 διορίστηκε στη θέση του διευθυντή ο βυζαντινολόγος και τεχνοκρίτης Μαρίνος Καλλιγάς, ο οποίος και παρουσίασε τμήμα της μόνιμης συλλογής του μουσείου στις αίθουσες του Ζαππείου την περίοδο 1953-1959. Ο Καλλιγάς ήταν εκείνος που κατόρθωσε το 1954 να συγχωνεύσει με νόμο την Εθνική Πινακοθήκη με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου, από όπου προέρχεται και η διπλή της ονομασία, ενώ το 1956 προχώρησε στην προκήρυξη αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή ιδιόκτητου κτιρίου του μουσείου. Από τις 40 συνολικά προτάσεις 75 αρχιτεκτόνων που υποβλήθηκαν, επιλέχθηκε τελικά το σχέδιο των Ν. Μουτσόπουλου, Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου. Μετά από καθυστερήσεις, η Πινακοθήκη θεμελιώθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1964 από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ το πρώτο τμήμα ήταν έτοιμο το 1968 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1969. Το 1976 εγκαινιάστηκε τελικά το νέο κτίριο.[7]
Το Ίδρυμα Ωνάση χρηματοδότησε ένα νέο παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο, ενώ τα γλυπτά απέκτησαν δικό τους κτίριο με την Εθνική Γλυπτοθήκη η οποία βρίσκεται στην Αθήνα, στις παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Γουδί κοντά στη λεωφόρο Κατεχάκη.
Η Εθνική Πινακοθήκη έχει στο σύνολο τέσσερα παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα, γεγονός που επεκτείνει τη δράση και τον παιδαγωγικό της χαρακτήρα και βοηθάει στην εξοικείωση και του κοινού στην περιφέρεια με τις εικαστικές τέχνες. Όντας σε τουριστικά μέρη δίνει την ευκαιρία και σε όλους τους τουρίστες να έρθουν σε επαφή με τα αριστουργήματα της νεότερης ελληνικής τέχνης. Τα τέσσερα παραρτήματα βρίσκονται σε Σπάρτη (Κουμαντάρειος Πινακοθήκη), Ναύπλιο (σε κτίριο που παραχώρησε ο Δήμος Ναυπλίου το 2004 και ανακαινίστηκε από το Κοινωφελές Ίδρυμα «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης»), Κέρκυρα (σε ιστορικό κτίριο που παραχωρήθηκε το 1993) και Αίγινα (Σπίτι και Μουσείο Χρήστου Καπράλου – προς το παρόν μη επισκέψιμο).
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης, θεσμικός ρόλος του ιδρύματος «είναι η συλλογή, διαφύλαξη, συντήρηση, μελέτη και έκθεση έργων τέχνης, με σκοπό την αισθητική καλλιέργεια του κοινού, την δια βίου εκπαίδευση μέσα από την τέχνη και την ψυχαγωγία που αυτή προσφέρει, αλλά και την αυτογνωσία των Ελλήνων με τη βοήθεια της ιστορίας της τέχνης, η οποία εκφράζει σε συμβολικό επίπεδο τον εθνικό βίο».[8]
Στις υποχρεώσεις της Εθνικής Πινακοθήκης εντάσσεται και η διοργάνωση περιοδικών και ειδικών εκθέσεων, όπου το κοινό έχει την ευκαιρία να γνωρίσει έργα που έρχονται ως δάνεια από άλλα μουσεία και συλλογές, ενώ συγχρόνως έχει την ευκαιρία να εμβαθύνει σε συγκεκριμένους τομείς και περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας της τέχνης. Η Πινακοθήκη είναι εξάλλου ενταγμένη σε ευρωπαϊκά δίκτυα μουσείων και σε διεθνείς συνεργασίες.[9]
Στο ίδιο πλαίσιο, η Εθνική Πινακοθήκη διοργανώνει επιστημονικά συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες, ενώ πραγματοποιεί εκδόσεις καταλόγων των εκθέσεων, τόσο της μόνιμης συλλογής όσο και των περιοδικών εκθέσεων. Τέλος, η Πινακοθήκη έχει καταρτίσει πρόγραμμα εκπαιδευτικών δράσεων προκειμένου μαθητές και κοινό να γνωρίσουν πληρέστερα την ιστορία της ευρωπαϊκής και νεότερης ελληνικής τέχνης. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιούνται ξεναγήσεις που προσαρμόζονται ανάλογα με την ηλικία και την ιδιότητα των επισκεπτών. Λειτουργεί επίσης για τα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η ξενάγηση ολοκληρώνεται με το Παιδικό Εργαστήρι.
Οι ιστορικές συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης ξεκινούν από τη μεταβυζαντινή περίοδο και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (El Greco), που προήλθε από τη λεγόμενη Κρητική Σχολή, καλύπτουν την επτανησιακή ζωγραφική, και διευρύνονται με έργα που αντιπροσωπεύουν την καλλιτεχνική δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, από την ανεξαρτησία του έως τις ημέρες μας.[10] Η Πινακοθήκη κατέχει επίσης μια αξιόλογη συλλογή δυτικοευρωπαϊκής τέχνης[11], που περιλαμβάνει τόσο έργα ζωγραφικής όσο και έργα χαρακτικής και σχεδίου.[12] Επίσης κατέχει σημαντική συλλογή από φωτογραφικά αρχεία Ελλήνων και ξένων δημιουργών. Κομμάτι της συλλογής με σχετική αυτονομία είναι και η Εθνική Γλυπτοθήκη που βρίσκεται στο Άλσος Στρατού στο Γουδί, στους παλιούς βασιλικούς στάβλους του ιππικού που ανακαινίστηκαν με χορηγία του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[13] Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης είναι ήδη ψηφιοποιημένο και διαθέσιμο στο κοινό.
Οι συλλογές της Πινακοθήκης είναι ταξινομημένες σε: Νεοελληνική Ζωγραφική, Δυτικοευρωπαϊκή Ζωγραφική, Νεοελληνική και Ευρωπαϊκή Χαρακτική – Σχέδια Ελλήνων και Ξένων Καλλιτεχνών, Νεοελληνική και Ευρωπαϊκή Γλυπτική, Διακοσμητικές και Εφαρμοσμένες Τέχνες καθώς και Φωτογραφικό και Ιστορικό αρχείο.
Ανάμεσα στα έργα που κατέχει η Εθνική Πινακοθήκη είναι και των ζωγράφων Λορέντσο Βενετσιάνο, Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, Γιάκομπ Γιόρντενς, Λούκα Τζιορντάνο, Τζοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο, Φρανθίσκο Γκόγια, Ρέμπραντ, Ευγενίου Ντελακρουά καθώς και των Ελλήνων Γεωργίου Ιακωβίδη, Νικηφόρου Λύτρα, Νικόλαου Γύζη, Κωνσταντίνου Βολανάκη, Γιάννη Τσαρούχη, Χρήστου Καπράλου, Γιάννη Μόραλη, Θεόφιλου, Γιώργου Ζαγγολόπουλου, κ.ά.
Συνολικά στην Πινακοθήκη και τα παραρτήματά της εκτίθενται πάνω από 15.000 έργα. Στο κεντρικό της κτίριο λειτουργεί και βιβλιοθήκη με αρχειακό υλικό και συντηρητήριο.
Κατά την ίδρυσή της το 1900, η Εθνική Πινακοθήκη στεγαζόταν στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων και η εύρεση λύσης για τη μόνιμη στέγη της αποτέλεσε βασική μέριμνα του πρώτου διευθυντή της, του Γιώργου Ιακωβίδη. Το 1914 με το Νόμο 477 το Δημόσιο παραχώρησε στην Εθνική Πινακοθήκη οικόπεδο επί των οδών Ριζάρη και Βασιλίσσης Σοφίας[14] (εκεί που βρίσκεται σήμερα το Πολεμικό Μουσείο), όπου βρισκόταν ο στρατώνας του Πυροβολικού. Η προσπάθεια ανέγερσης του κτιρίου της Πινακοθήκης στο εν λόγω οικόπεδο απέβη άκαρπη λόγω αντιστάσεων των στρατιωτικών, στους οποίους ανήκε το οικόπεδο, αλλά και της ατελέσφορης προσπάθειας εύρεσης της απαραίτητης χρηματοδότησης.
Η επόμενη απόπειρα λύσης του κτιριακού ζητήματος της Πινακοθήκης έλαβε χώρα γύρω στο 1926, όταν ο τότε διευθυντής της, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, προέβη στην αγορά του Ιλίου Μελάθρου (σημερινό Νομισματικό Μουσείο), έργο του αρχιτέκτονα Έρνστ Τσίλλερ και πρώην οικία του Ερρίκου Σλήμαν, με την αρωγή του κληροδοτήματος Αλεξ. Σούτζου. Όμως, η αγορά αυτή ματαιώθηκε τελικά λόγω της ακαταλληλότητας του κτιρίου να φιλοξενήσει εκθέσεις ζωγραφικής.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου η Εθνική Πινακοθήκη παρέμεινε χωρίς μόνιμη στέγη, οι συλλογές της φυλάχθηκαν στις υπόγειες αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το 1949 ο τότε διευθυντής της Πινακοθήκης Μαρίνος Καλλιγάς, αναγκάσθηκε λόγω τεχνικών έργων να μεταφέρει τα έργα και τις υπηρεσίες της Πινακοθήκης από το Αρχαιολογικό Μουσείο στο Casa d'Italia (Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών), όπου παρέμειναν για τρία χρόνια, μέχρι που αποφασίστηκε η μετεγκατάστασή τους στους στρατώνες που βρίσκονταν στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Ριζάρη.
Κατά το διάστημα 1952-1959 η Εθνική Πινακοθήκη ανέπτυξε εκθεσιακή δραστηριότητα στο Ζάππειο Μέγαρο, με επιλογές από τις συλλογές της.
Ο Καλλιγάς έχοντας ως βασικό του στόχο την επίλυση του προβλήματος της μόνιμης στέγης του μουσείου[15], επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της διεκδίκησης του οικοπέδου της οδού Ριζάρη, που είχε παραχωρηθεί στην Εθνική Πινακοθήκη το 1914 αλλά δεν είχε προχωρήσει ποτέ η αξιοποίησή του. Οι δυσκολίες που προέκυψαν από την επιλογή του συγκεκριμένου χώρου αφορούσαν τόσο τη διαμφισβήτηση του ίδιου του οικοπέδου, όσο και την εξεύρεση οικονομικών πόρων για την ανοικοδόμηση του κτιρίου. Αρχικά, το Υπουργείο Εξωτερικών μετά τον πόλεμο είχε υποδείξει στην Αμερικανική Πρεσβεία το συγκεκριμένο κομμάτι γης ως κατάλληλο για την ανέγερση του δικού της κτιρίου, αλλά όταν το 1950 ενημερώθηκε σχετικά η αμερικανική πλευρά έδειξε κατανόηση και εγκατέλειψε αυτή την ιδέα. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός, που είχε στρατώνες του Πυροβολικού στο συγκεκριμένο οικόπεδο, προέβαλε έντονες αντιδράσεις και χρειάστηκαν έξι χρόνια σκληρής διαπραγμάτευσης για την οριστική λύση του ζητήματος, υπέρ της Πινακοθήκης.
Στη συνέχεια ο Καλλιγάς επιδόθηκε σε έναν επιπλέον αγώνα για να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του έργου, ο οποίος κατέληξε επιτυχής με τη συνένωση της Εθνικής Πινακοθήκης με το Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου σε ενιαίο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με το Νόμο 2814 του 1954.
Στις 14/6/1956[15] προκηρύχθηκε ο πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για τη μελέτη του κτιρίου της Πινακοθήκης, ο οποίος ήταν ο ένας από τους δύο σημαντικότερους διαγωνισμούς για δημόσια κτίρια (ο άλλος διαγωνισμός ήταν αυτός της Πολυτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης)[16] κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο του εκσυγχρονισμού που ξεκίνησε το 1957[17] και διαδέχτηκε την πρώτη μεταπολεμική περίοδο της ανασυγκρότησης. Στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού συμμετείχαν οι Α. Βαλαωρίτης, Δ. Ευαγγελίδης, Μ. Καλλιγάς, Χ. Καρούζος, Π. Μιχελής, Α. Νταής, Κ. Πάγκαλος, Γ. Πάντζαρης, Δ. Πικιώνης και Ε. Ρουσόπουλος. Η συμμετοχή στο διαγωνισμό ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή, καθώς 75 περίπου αρχιτέκτονες υπέβαλαν 40 μελέτες. Στις 20.06.1957 ανακοινώθηκε το πόρισμα της Επιτροπής το οποίο απένειμε το Α΄ Βραβείο στη μελετητική ομάδα των Ν. Μουτσόπουλου, Π. Μυλωνά και Δ. Φατούρου, από την οποία θα αποχωρήσει αργότερα ο Ν. Μουτσόπουλος.
Το σχέδιο της μελέτης που κέρδισε το Α΄ Βραβείο ήταν φορέας των αξιών του διεθνούς μοντέρνου κινήματος και συγκεκριμένα του μπρουταλισμού, καθώς και του έργου του μοντέρνου αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ.[18]
Το οικοδομικό σύμπλεγμα συνέθεταν δύο χωριστά κτιριακά σύνολα[19] που επικοινωνούσαν με τζαμωτό υπόστεγο διάδρομο. Η γενική οργάνωση της κάτοψης του συγκροτήματος είχε τρία διακριτά, αλλά συνδεόμενα τμήματα:
Επρόκειτο για ένα μοντέρνο, φονξιοναλιστικό έργο, αποτελούμενο από διασπώμενους όγκους με διαφορετική διάρθρωση ο καθένας, με προσανατολισμό προς την λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και φόντο το τυπικό πολυώροφο (πενταώροφο στην περίπτωση της Πινακοθήκης) κτίριο (slab) της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.
Το κτίριο υποδοχής επεδείκνυε όλο το καινοτόμο ρεπερτόριο της δεκαετίας του 1950[20]: δύο διαφορετικές στέγες σε σχήμα πεταλούδας, υπερυψωμένες και κουμπωμένες πάνω από τον προθάλαμο υποδοχής, και ένα αμφιθέατρο οργανικό με τεθλασμένη κάτοψη και κυρτή οροφή. Το σχέδιο της κτιριολογικής διάταξης[21] τονίζει με μεγάλη έμφαση τον φονξιοναλιστικό χαρακτήρα του συγκροτήματος, ένα σχέδιο που σχεδόν ταυτίζεται με ένα λειτουργικό διάγραμμα. Τέλος, από το συγκεκριμένο σχεδιασμό προέκυπταν αρκετοί ελεύθεροι υπαίθριοι χώροι. Ο άλλος διαγωνισμός ήταν αυτός της Πολυτεχνικής Σχολής της Θεσσαλονίκης.
Το κτίριο της Πινακοθήκης αποπερατώθηκε σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, το 1976, με μια αλλαγή στη χωροθέτησή του αλλά και αρκετές τροποποιήσεις στο αρχικό του σχέδιο.
Ενώ τα έργα ανοικοδόμησης του κτιρίου είχαν ξεκινήσει, αιφνιδίως το οικόπεδο της οδού Ριζάρη παραχωρήθηκε για την ανέγερση ενός Πνευματικού Κέντρου (το Ωδείο Αθηνών είναι το μοναδικό υλοποιημένο κτίριο του διαγωνισμού του 1959, για το εν λόγω Πνευματικό Κέντρο) και η Πινακοθήκη αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε καινούργιο χώρο, εκεί που βρίσκεται σήμερα.
Μετά από πολλές δυσκολίες και χρονοτριβές, η τελετή θεμελίωσης του νέου μεγάρου της Εθνικής Πινακοθήκης έγινε με κάθε επισημότητα 26 Νοεμβρίου του 1964 από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, σε εορταστικό κλίμα και με μεγάλη δημοσιότητα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της εποχής. Ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνος Καλλιγάς έκανε απογραφή της περιουσίας: 1.500 πίνακες 1.300 έργα ελαφράς ύλης, 100 χαρακτικά, 10 γλυπτά και άλλα μικροτεχνήματα. Ο πρόεδρος της κυβέρνησης, Γεώργιος Παπανδρέου, άδραξε την ευκαιρία για να εξαγγείλει μεγαλεπήβολο πρόγραμμα για την ενίσχυση των γραμμάτων και τεχνών.[22] Η καινούργια μελέτη για το κτίριο έγινε το 1966, από τον Π. Μυλωνά, Δ. Φατούρο και τον συνεργάτη τους αρχιτέκτονα Δ. Αντωνακάκη, η οποία διατηρούσε τη βασική ιδέα του αρχικού σχεδίου, παρόλο που το νέο οικόπεδο ήταν τριγωνικό και όχι τετράγωνο, όπως αυτό της οδού Ριζάρη.
Το Α΄ Τμήμα του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1968 και ήταν ένα διώροφο κτίσμα που αναπτυσσόταν προς τα κάτω (με ενδιάμεσο ημιώροφο), και αποτελούνταν από ένα ισόγειο κτίσμα με την είσοδο του μουσείου και μια αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, και το κάτω επίπεδο, με προσωρινές αποθήκες, αναψυκτήριο κ.ά.
Το 1974 ανατέθηκε στον, από το 1972, διευθυντή της Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμο, η ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του Τμήματος Β του κτιρίου, αυτό της κυρίως Πινακοθήκης, το οποίο βρισκόταν στο στάδιο του σκελετού, το οποίο μετά από σοβαρές κατασκευαστικές δυσκολίες ολοκληρώθηκε το 1976. Αυτό το κτίριο το συνέθεταν τρεις όροφοι, δύο για τις μόνιμες εκθέσεις, ένας για τη διοίκηση, τη βιβλιοθήκη και τα εργαστήρια συντήρησης, ενώ στο υπόγειο προβλέπονταν οι αποθήκες των έργων.
Το συνολικό κτιριακό συγκρότημα που αποπερατώθηκε για να στεγάσει την Εθνική Πινακοθήκη και εγκαινιάστηκε το 1976, ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα του μοντέρνου διεθνούς ρυθμού. Αποτελούνταν από δύο βασικούς παράλληλους επιμήκεις όγκους, έναν διώροφο κύβο στην είσοδο του μουσείου επί της λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου (Τμήμα Α΄), και ένα τριώροφο κτίριο πίσω από αυτό (Τμήμα Β΄), οι οποίοι συνδέονταν με μια κλειστή γέφυρα-διάδρομο.
Οι όψεις του κτιρίου χαρακτηρίζονταν από εμφανές μπετόν, χωρίς στιλιζαρίσματα και φινιρίσματα (χαρακτηριστικό στοιχείο του μπρουταλισμού), καθώς και από επιφάνειες επενδυμένες από λευκές ορθομαρμαρώσεις. Το μπροστινό κτίσμα[23] πλαισιώθηκε εμπρός και πίσω από στεγασμένες βεράντες με κολώνες από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, ενώ στις δύο μακρόστενες πλευρές του ψηλότερου κτιρίου αρθρώθηκε ένας ρυθμικός κάνναβος σκιάστρων, από γυμνό μπετόν, ο οποίος μεσολαβούσε στην απευθείας πρόσβαση του φυσικού φωτός στο κτίριο. Στο επίπεδο του εδάφους και στον ελεύθερο χώρο που είχε προβλεφθεί, διαμορφώθηκε ένας κλειστός κήπος, αξιοποιώντας τις υψομετρικές εναλλαγές.
Η Εθνική Πινακοθήκη τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια ασφυκτιούσε όλο και περισσότερο στο κτίριο του 1976, το οποίο αποτελούσε μια μικρότερη και ατελή εκδοχή του βραβευμένου σχεδίου των Ν. Μουτσόπουλου, Π. Μυλωνά και Δ. Φατούρου.
Με την πάροδο του χρόνου, οι εσωτερικές ανάγκες επέκτασης και εκσυγχρονισμού του κτιρίου της Πινακοθήκης έγιναν πολύ πιεστικές λόγω του μεγάλου αποθέματος έργων (περίπου 25.000), των ανεπαρκών εκθεσιακών και αποθηκευτικών χώρων, των περιορισμένων χώρων των γραφείων διοίκησης, της έλλειψης δυνατότητας για την απρόσκοπτη λειτουργία των εργαστηρίων συντήρησης, καθώς και της βιβλιοθήκης – αρχείου του οργανισμού. Επίσης, οι χώροι που θα εξυπηρετούσαν τις σύγχρονες μουσειολογικές επικοινωνιακές ανάγκες του μουσείου (αμφιθέατρο, πωλητήριο, χώρος εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αναψυκτήριο-εστιατόριο) ήταν ανεπαρκείς έως ανύπαρκτοι.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε το 2002 στους αρχικούς αρχιτέκτονες (γραφείο Π. & Κ. Μυλωνά και Δ. Φατούρου) την εκπόνηση της προμελέτης, η οποία εγκρίθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, αλλά εξοφλήθηκε μετά από αρκετό καιρό, με χορηγία του «Ιδρύματος Μαρία Τσάκος». Θα πρέπει να επισημανθεί ότι από το 1998, με υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 1233/1998), το συγκρότημα είχε κηρυχθεί διατηρητέο. Το 2001 με νόμο (ΦΕΚ Α 228/2001) ορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης για την επέκταση του κτιρίου, οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη και καθόρισαν την προμελέτη του 2002.
Το 2008 το Υπουργείο Πολιτισμού πραγματοποίησε δημόσιο διαγωνισμό για την οριστική μελέτη του κτιρίου, ο οποίος ανέδειξε αυτή των γραφείων Αρχιτεκτονική ΕΠΕ Γραμματόπουλος-Πανουσάκης[24] και Δ. Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Ε.Ε.[25]
Σύμφωνα με την αναδειχθείσα μελέτη[26], η Εθνική Πινακοθήκη, μετά την επέκταση του κτιρίου της, θα αποκτήσει επιπλέον εκθεσιακούς χώρους, αποθήκες, αμφιθέατρο 450 θέσεων καθώς και αναψυκτήριο-εστιατόριο με πανοραμική θέα. Επίσης, ιδιαίτερη μέριμνα της μελέτης επέκτασης αποτελεί η εναρμόνιση του συγκροτήματος με τις σύγχρονες μεθόδους στατικής ενίσχυσης και αντισεισμικής άμυνας, καθώς και πρόσβασης ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Οι γυάλινες διαφάνειες και οι νέες επιδερμίδες αποτελούν κυρίαρχα γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής γλώσσας που υιοθετήθηκε για την εξωτερική όψη του συγκροτήματος. Χαρακτηριστικός είναι ο υαλοφράκτης που θα τοποθετεί στη διατηρητέα πρόσοψη του ψηλού κτιρίου, ο οποίος θα καλύπτεται από αυτοκαθαριζόμενο υλικό και θα μπορεί να λειτουργεί ως γιγαντοοθόνη για βραδινές προβολές. Πίσω από αυτή τη γυάλινη κουρτίνα θα κατασκευαστούν ξύλινες πλατιές ράμπες, για την ελεύθερη κίνηση των επισκεπτών, οι οποίες θα εμπλουτίσουν το ρεπερτόριο των κατακόρυφων επικοινωνιών μέσω των κλιμακοστασίων και των ανελκυστήρων. Τη σύνθεση της εξωτερικής όψης του συγκροτήματος θα συμπληρώνει ένα ελικοειδές γυάλινο σκέπαστρο, το οποίο θα «κουμπώνει» στη περιελισσόμενη κλίμακα που θα οδηγεί στα υπόγεια επίπεδα.
Το 2012 το έργο εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Αττική 2007-2013», με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού. Το ποσόν του προϋπολογισμού συμπληρώνεται με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και εκτελείται υπό την επίβλεψη της Γενικής Γραμματείας του Υπουργείου Παιδείας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.