Έλληνας λογοτέχνης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 2 Φεβρουαρίου 1877 – Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1940)[8] ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και ακαδημαϊκός, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα.[9][10]
Ζαχαρίας Παπαντωνίου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Ελληνικά) |
Γέννηση | 2 Φεβρουαρίου 1877[1][2] Καρπενήσι[3] |
Θάνατος | 1 Φεβρουαρίου 1940[1][4] Αθήνα |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά[5] Γαλλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας ποιητής διηγηματογράφος δημοσιογράφος κριτικός τέχνης συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας[6] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (από 1938)[7] Νομάρχης Ζακύνθου Νομάρχης Κυκλάδων Νομάρχης Λακωνίας Νομάρχης Μεσσηνίας |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Από το 1908 μέχρι το 1910 βρισκόταν στο Παρίσι, απ' όπου αρθρογραφούσε για την εφημερίδα Εμπρός. Μεταξύ 1912 και 1916 είχε αναλάβει νομάρχης Ζακύνθου, Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Το 1918 ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και στη συνέχεια (και μέχρι τον θάνατό του) πρόεδρος του μονίμου καλλιτεχνικού συμβουλίου της. Την ίδια αυτή χρονιά εξέδωσε το διήγημα και πεζογραφημά του Τα ψηλά βουνά. Η πρώτη εμφάνιση του Παπαντωνίου στα γράμματα έγινε με σατιρικούς στίχους, τους οποίους είχε γράψει όταν ήταν ακόμη μαθητής και είχαν δημοσιευτεί στο βραχύβιο σατιρικό περιοδικό Αἱ Μηχανορραφίαι, με τον Νικόλαο Κουντουριώτη και Ιωάννη Δεληκατερίνη. Το 1938 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (έδρα Λογοτεχνίας, τάξη Γραμμάτων και Τεχνών). Οι γονείς του ήθελαν να σπουδάσει γιατρός, εκείνος, όμως, προτίμησε τη ζωγραφική. Στο Παρίσι πήγε αργότερα ως ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός, στην οποία και δημοσίευσε το πρώτο διήγημα και πεζογράφημα του, Τα παρισινά γράμματα, το οποίο και προκάλεσε μεγάλη και παγκόσμια αίσθηση και εντύπωση και τα οποία και κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του σε έναν τόμο με τον τίτλο Φιλολογικά Χρονογραφήματα. Επιστρέφοντας από το Παρίσι, συνέχισε να εργάζεται ως ανταποκριτής, αρθογράφος και ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Εμπρός για άλλα 3 χρόνια.
Ο Λάμπρος Παπαντωνίου, ο πατέρας του Ζαχαρία, ήρθε από τη νότια Ρωσία το 1872, όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος, προκειμένου ν' αποφύγει μια μεγάλη επιδημία, που είχε ξεσπάσει στην περιοχή. Φθάνοντας στην Ελλάδα, κατέφυγε στο Καρπενήσι, όπου διέμεναν οι συγγενείς της γυναίκας του (Ελένη Ηλιοκαύτου), η οποία ήταν κόρη του συμβολαιογράφου Ζαχαρία Ηλιοκαύτου. Επειδή, όμως, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κενή θέση δασκάλου στο Καρπενήσι, τοποθετήθηκε στη Γρανίτσα, όπου μεταφέρθηκε με τη γυναίκα του και τον πρωτότοκο γιο του, Χαρίλαο. Η γυναίκα του έμεινε έγκυος και όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει πήγε στο Καρπενήσι, στους δικούς της, για να βρίσκεται την ώρα του τοκετού κοντά σε γιατρούς. Ο Ζαχαρίας γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1877, στο σπίτι των Γ. και Β. Φαρμακίδη. Μετά τη γέννα, η μητέρα με το νεογέννητο επέστρεψαν στη Γρανίτσα. Στο μητρώο αρρένων του Δήμου Απεραντίων ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φέρεται εγγεγραμμένος με αύξοντα αριθμό 1.460.
Θα πρέπει ν' αναφέρουμε ότι εκείνην την εποχή ανακηρύχτηκε άγιος ο “Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εκ Γρανίτσης”. Ο Λάμπρος Παπαντωνίου, που υπηρετούσε τότε στη Γρανίτσα, έγραψε το γνωστό απολυτίκιο του Αγίου “Των Αγράφων τον γόνον και Ελλάδος αγλάισμα [...]”, καθώς και το Δοξαστικό των Αίνων (1881). Και τα δύο μπήκαν στην ακολουθία του Αγίου.
Η οικογένεια του Λάμπρου Παπαντωνίου είχε 4 παιδιά, τον Χαρίλαο, τον Θανάση, τη Σοφία και τον Ζαχαρία. Από τη Γρανίτσα έφυγε το 1890 κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν ο Ζαχαρίας ήταν 13 ετών.[11]
Τελείωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στην Ιατρική, την οποία δεν τελείωσε ποτέ, γιατί τον είχε απορροφήσει η δημοσιογραφία. Από το 1893 συνεργάζεται με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη και παίζει ως ερασιτέχνης ηθοποιός στο θέατρο «Αθήναιον». Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα Ο ψωμάς και δημοσιογραφεί σε διάφορες εφημερίδες. Παράλληλα, σπουδάζει ζωγραφική. Το 1897 συγκλονίζεται από την ελληνική ήττα και γράφει τα Πολεμικά τραγούδια. Τρία χρόνια αργότερα γίνεται αρχισυντάκτης στο Σκριπ, μέχρι το 1905. Παράλληλα, ο αδελφός του ο Θανάσης παρουσιάζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Το 1906 δημοσιογραφεί στον Χρόνο και στο Εμπρός. Το 1908 γίνεται ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός στο Παρίσι. Πολύ σύντομα, όμως, ο διευθυντής του σταμάτησε να τον πληρώνει, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εκείνος απογοητεύεται και αρρωσταίνει, αλλά, ευτυχώς, τον συντηρούσε ο Σωτήρης Σκίπης. Την εποχή αυτή έστελνε τα Παρισινά γράμματα, που αξιολογήθηκαν ως πολύ σπουδαία.
Γυρίζοντας από το Παρίσι, το 1911, συνδέεται μετά από έναν χρόνο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέσω του Στέφανου Γρανίτσα, και διορίζεται νομάρχης. Το 1914, ως νομάρχης Μεσσηνίας, βραβεύεται σε κρατικό διαγωνισμό ποίησης και χρόνια πριν με την ιδιότητα αυτή ήταν ιθύνων νους των τραμ της Καλαμάτας.[12] Όταν ήταν νομάρχης Λακωνίας, το 1916, απαγόρευσε το ανάθεμα των ιερωμένων κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου και παραπέμφθηκε σε δίκη. Την επομένη χρονιά (1917) πεθαίνει ο πατέρας του, αν και πολλοί είπαν ότι αυτοκτόνησε.
Το 1918 κυκλοφορούν Τα ψηλά βουνά και ο ίδιος διορίζεται διευθυντής στην Εθνική Πινακοθήκη. Την επόμενη χρονιά αυτοκτονεί ο αδελφός του ο Θανάσης και ο ίδιος συμμετέχει στη συγγραφή του βιβλίου Αλφαβητάρι με τον Ήλιο. Ακολουθεί η έκδοση της ποιητικής του συλλογής Τα χελιδόνια, αφιερωμένη στη μνήμη του αδελφού του. Στις εκλογές της ίδιας χρονιάς επικράτησαν οι αντιβενιζελικοί και στην Πλατεία Συντάγματος καίγονται Τα ψηλά βουνά ως αντεθνικά και αντιθρησκευτικά.
Το 1923 κυκλοφόρησαν οι Πεζοί ρυθμοί και του απονέμεται το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ακολουθεί η κυκλοφορία των Διηγημάτων και το ανέβασμα στη σκηνή «Κοτοπούλη» του θεατρικού του έργου Ο όρκος του πεθαμένου, το οποίο σημείωσε παταγώδη αποτυχία. Επανέρχεται ο Βενιζέλος και ξαναγυρνούν Τα Ψηλά Βουνά.
Το 1934 πεθαίνει ο αδελφός του ο Χαρίλαος και μέχρι το 1938, που εκλέγεται ακαδημαϊκός, εκδίδει τα έργα Παιδικά τραγούδια, Θεία δώρα, Ο Όθων και η Ρωμαϊκή Δυναστεία, Το Άγιον Όρος, Βυζαντινός όρθρος, Η θυσία. Κατά την εκλογή του ως ακαδημαϊκού εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο στη δημοτική. Για πρώτη φορά ακούγεται στην αίθουσα του Ιδρύματος η δημοτική γλώσσα. Πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1940 (μια μέρα πριν τα γενέθλιά του), μέσα στο τραμ, ενώ πήγαινε στην Ακαδημία, σε ηλικία 63 ετών.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν ένας ευαίσθητος, άμεσος και αληθινός άνθρωπος. Με ηθικές αξίες πραγματικά ρεαλιστικές και απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνία, γι’ αυτό και όλα τα γραπτά του είναι διαχρονικά και αγγίζουν τις ευαισθησίες όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Η αγάπη του προς τα φυτά, τα ζώα, τη φύση και προ παντός τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη. Μεγάλο ευτύχημα για τα παιδιά ήταν το αναγνωστικό του Τα Ψηλά Βουνά. Ήταν το καλύτερο και περιεκτικότερο στην ιστορία των νεοελληνικών αναγνωστικών και εξακολουθεί να παραμένει. Πολλές από τις εικόνες και τις σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι βιώματά από τη ζωή του στη Γρανίτσα. Σε πολλά από τα ποιήματά του και τα έργα του αναφέρεται στη Ρούμελη και το Καρπενήσι, υμνώντας τα ψηλά βουνά και τις φυσικές τους ομορφιές, για τα οποία έτρεφε κρυφή λαχτάρα.[11]
Απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή το απόγευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1940, εν όσω επέβαινε σε τραμ της γραμμής Πατησίων-Ομονοίας, κατευθυνόμενος σε συνεδρίαση της Ακαδημίας.[13][14]
Τα έργα του είναι τα παρακάτω:[9]
Από τον Κερκυραίο συνθέτη Γεώργιο (Τζώρτζη) Λαμπελέτ
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.