ευρεία έννοια που περικλείει αντικειμενικά και υποκειμενικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας και της ύπαρξης From Wikipedia, the free encyclopedia
Το είναι αντικατοπτρίζει αυτό που υπάρχει. Προκύπτει από το ρήμα «ειμί» (είμαι, λατ. esse) και είναι φιλοσοφική έννοια, η οποία εκφράζει και εμπεριέχει όλες τις έννοιες της ύπαρξης, του προγεγραμμένου, του συνόλου και της ανώτατης θεότητας. Το ον είναι κάθε τι αντικείμενο ή γεγονός. Εκφράζει επίσης την ανώτατη θεότητα, την οικουμένη, το αιώνιο, αέναο, την ουσία και το σύμπαν ολόκληρο.
Είναι βασικός όρος της δυτικής φιλοσοφίας που χρησιμοποιείται είτε ως ρήμα που συνοδεύει υποκείμενο και αποδίδει «ουσία» (ο τάδε είναι τέτοιος), είτε απόλυτα, περιέχοντας την έννοια του υποκειμένου και δηλώνοντας υπόσταση. Ο φιλόσοφος που ανέπτυξε τη διδασκαλία του «είναι», ο Παρμενίδης, αντιτάχθηκε στη φιλοσοφία του «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου. Στην ανατολική φιλοσοφία εμφανίζεται επίσης το απόλυτο «είναι», για παράδειγμα στο Μπράχμαν του Ινδουισμού, αλλά και η αντίθετη έννοια, της μεταβολής, στο «Γιν-Γιανγκ» του Ταοϊσμού το οποίο ομοιάζει[1] με το «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου.
Ο Παρμενίδης, θέτοντας το ερώτημα του τι είναι αληθινό, απάντησε μέσω της «φιλοσοφίας του είναι», σύμφωνα με την οποία οι αισθήσεις μας παραπλανούν και μας απομακρύνουν από την αλήθεια, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς μόνο μέσω της λογικής. Οι αισθήσεις μας κατευθύνουν προς πεποιθήσεις, οι οποίες μοιάζουν σίγουρες και προφανείς, όμως η αλήθεια προκύπτει αποκλειστικά από τη λογική των επιχειρημάτων, ακόμα και όταν αυτά φαίνονται να αντιτίθενται στην εμπειρία των αισθήσεων:
Σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο και την περίφημη φράση του «τα πάντα ρει», ο Παρμενίδης μετέφερε την αλήθεια της ύπαρξης έξω από τον χώρο της «πραγματικότητας» των αισθήσεων και των μεταβολών, στον Σφαίρο, ο οποίος μένει αναλλοίωτος και έχει τις ιδιότητες του τέλειου. Σε αυτό φθάνει με τη λογική πως το «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου, η συνεχής μεταβολή, αντιπροσωπεύει τη φθορά, άρα το «είναι» φέρει αντιθέτως τις ιδιότητες της αφθαρσίας, της αιωνιότητας, της σταθερότητας και της ομοιογένειας.
Ο Παρμενίδης καταλήγει στο ότι δεν υπάρχει χώρος, χρόνος, κίνηση ή ταχύτητα. Οι λογικές αυτές θεωρήσεις που απορρέουν από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη στηρίχθηκαν έμπρακτα από τον Ζήνωνα, μαθητή του Παρμενίδη, ο οποίος έθεσε προβλήματα, τα Παράδοξα του Ζήνωνα, που από πολλούς θεωρούνται και σήμερα αναπάντητα και άλυτα.
Ο Παρμενίδης υποστήριξε πως το «είναι» χρησιμοποιείται λανθασμένα στην καθημερινότητα για πράγματα που δεν υπάρχουν, όπως το σκοτάδι ή η σιωπή, ενώ θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει με απόλυτο τρόπο την ύπαρξη. Η φημισμένη φράση που χρησιμοποίησε είναι: «το είναι υπάρχει, το δεν είναι δεν υπάρχει».
Ο Δημόκριτος, με ευρύ ερευνητικό ενδιαφέρον, εξαιρετικά καλά πληροφορημένος και ενήμερος στα επιστημονικά θέματα, αντιμετώπισε επάξια τις θεωρητικές προκλήσεις του Παρμενίδη και του Ζήνωνα. Τα παράδοξα, που προέκυπταν από την υπόθεση πως ο χώρος διαιρείται επ' άπειρον, τον έκαναν να επεξεργαστεί την ιδέα του άτμητου σωματιδίου που μένει αδιαίρετο και δομεί την πραγματικότητα.
Ο Δημόκριτος υποστήριξε πως υπάρχουν μόνο άτομα και κενό. Το άτομο, που είναι το μικρότερο δυνατό κομμάτι και δομικό στοιχείο των πάντων, είναι άφθαρτο, αιώνιο κλπ, φέρει δηλαδή ιδιότητες του Σφαίρου του Παρμενίδη, όμως μένει εντός της πραγματικότητας των αισθήσεων και είναι ο φορέας της ύπαρξης μέσα στη μεταβολή, η οποία προκύπτει από την ένωση και τον χωρισμό των ατόμων. Υπό μία έννοια ο Δημόκριτος μετακίνησε το «είναι» του Παρμενίδη μέσα στο «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου[εκκρεμεί παραπομπή]. Επίσης έκανε την καινοτομία της αντικατάστασης του τίποτα με την έννοια του κενού, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι μεταβολές.
Τα άτομα του Δημόκριτου δεν τέμνονται, είναι άπειρα σε αριθμό, συνενώνονται κινούμενα σε κοσμική δίνη και παράγουν όλα τα μείγματα (φωτιά, γη, νερό, αέρα), ώστε όλα τελικά τα πράγματα να είναι συνδυασμοί ατόμων. Η ψυχή, που εξισώνεται με τη νόηση, αποτελείται από λεία και στρογγυλά άτομα, το ίδιο και τα ουράνια σώματα, ενώ τα υπόλοιπα μείγματα παράγονται από άτομα με διαφορετικά μεγέθη και γεωμετρικά σχήματα. Τα αποτελέσματα των αισθήσεων δεν υπάρχουν ως αλήθεια, δεν υπάρχουν δηλαδή τα χρώματα, οι γεύσεις κλπ τα οποία είναι απλά γνώμες. Η αλήθεια αφορά μόνο το «είναι» των ατόμων (όντων) και το «μη είναι» (το τίποτα) του κενού.
Ο Γοργίας, ως σοφιστής, ήταν σχετικιστής και χρησιμοποιούσε τη ρητορική για να αναδείξει ακόμα και πράγματα που δεν πίστευε, ή και ψέματα και με ένα είδος παιχνιδίσματος μπορούσε να υποστηρίζει και μετά από λίγο να επιχειρηματολογεί εναντίον της ίδιας άποψης. Έτσι η παρακάτω θέση του δεν θεωρείται από όλους ως πραγματικό του πιστεύω.
Κατά τον Αριστοτέλη καμία από τις επιμέρους επιστήμες δεν μελετά τα πράγματα επί της ουσίας τους και μόνο η μεταφυσική, σε ανώτατη βαθμίδα, αναζητά τον λόγο για τον οποίο κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μελετά δηλαδή το ον ως ον. Η ουσία του όντος αντανακλά αφηρημένα το σύνολο των αναγκαίων ιδιοτήτων του που καθορίζουν επακριβώς αυτό που είναι. Η «ουσία» ενός πράγματος είναι που καθορίζει πως αυτό «είναι» για παράδειγμα μια καρέκλα, και κάθε καρέκλα, κατά συνέπεια, οφείλει να περιέχει αυτή την «ουσία», για να «είναι» τέτοια.
Η «ουσία» ενός πράγματος (όντος) καθορίζει το «είναι» του. Χωρίς αυτή την περιγραφή της πιο εσωτερικής φύσης του, το ον σταματά να είναι αυτό που είναι και παύει να υπάρχει ως τέτοιο. Η ύπαρξη πλέον ταυτίζεται με την ουσία, αυτό δηλαδή που παρά τη μεταβολή παραμένει αμετάβλητο.
Ο Ρενέ Ντεκάρτ, ψάχνοντας μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης κατέληξε στο ότι ο μόνος τρόπος να πιστοποιήσει κανείς την ύπαρξή του προκύπτει από την ικανότητά του να σκέφτεται. Οτιδήποτε αισθάνεται κάποιος, σύμφωνα με τον Ντεκάρτ, θα μπορούσε να είναι μέσα σε ένα όνειρο, μιας και όταν ονειρεύεται κανείς δεν ξεχωρίζει την ονειρική κατάσταση, την οποία βιώνει ως πραγματική. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι ότι έχει την ικανότητα της σκέψης, της αμφιβολίας, η οποία γίνεται η ικανή συνθήκη που δίνει οντότητα στον εαυτό του. Και υπάρχει κάποιος στα σίγουρα μόνο όσο διατηρεί την ικανότητα να σκέφτεται. Οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να μην υπάρχει πραγματικά.
Ο μόνος τρόπος για να υπάρχει η πραγματικότητα των αισθήσεων, με δεδομένη την ύπαρξη μόνο του εαυτού με την ικανότητα να σκέφτεται, είναι ο αναλογισμός της ύπαρξης του Θεού, μέσω του οποίου προκύπτει η υλική πραγματικότητα, καθώς αυτός θα έπαυε να έχει θεία φύση, θα ήταν ένας «ανώτατος απατεώνας», αν παραπλανούσε μια κατώτερη ύπαρξη που νοείται, με τη σκηνοθετημένη ψευδαίσθηση μιας ολόκληρης πραγματικότητας.
Ο Μπαρούχ Σπινόζα, σε αντίθεση με την ουσία του Αριστοτέλη η οποία αφορά το κάθε αντικείμενο, και τις δύο ουσίες στις οποίες χώρισε ο Καρτέσιος να διίσταται η πραγματικότητα, την ύλη και το πνεύμα[σ 3], όρισε την ουσία ως μοναδική με πολλές ιδιότητες (διαστάσεις), από τις οποίες δύο (πνεύμα και σώμα) γίνονται αισθητές από τη νόηση. Η μοναδικότητα της ουσίας συνεπάγεται τη μοναδικότητα του όντος, άρα ο Θεός βρίσκεται πια παντού ως η ίδια η φύση που απαρτίζει τον κόσμο, δεν την έχει δηλαδή δημιουργήσει καθώς δεν διαχωρίζεται από αυτήν. Η δημιουργική φύση του Θεού είναι απλά η έμφυτη αιτία που δίνει ζωή στα πράγματα.
Ο συλλογισμός του Σπινόζα ξεκινά ορίζοντας την ουσία ως αυθύπαρκτη και με κλιμάκωση, την οποία επιχειρηματολογεί, συμπεραίνει:
Ο Σπινόζα φτάνει στη μία και μοναδική ουσία, που περικλείει αιτιοκρατικά όλες τις πιθανές της ιδιότητες, με άπειρα βήματα που απαντούν διαδοχικά στο ερώτημα που συσχετίζει την αιτία με την απόλυτη ουσία, άπειρα δηλαδή ερωτήματα της αιτίας για την αιτία, που καταλήγουν στη μία και μοναδική ουσία. Έτσι τελικά η ουσία εμπεριέχει άπειρα χαρακτηριστικά, τα πάντα, από τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο δύο, η «σκέψη» και η «έκταση».
Ο Τζορτζ Μπέρκλεϊ, στηριζόμενος στον εμπειρισμό[σ 4], τον φτάνει στα άκρα λέγοντας πως η θεωρούμενη ύπαρξη των πραγμάτων οφείλεται μόνο και μόνο στο ότι αυτά γίνονται αντιληπτά στη νόηση. Η ύπαρξη ορίζεται αποκλειστικά μέσα στον νου και η ύπαρξη της ύλης έξω από αυτόν παύει να υποστηρίζεται, είτε λογικά, είτε πειραματικά. Σε αυτό καταλήγει με βάση την υποκειμενικότητα της αντίληψης, όχι μόνο για τις αισθήσεις, αλλά και για τις πρωταρχικές ιδιότητες (σχήμα, μέγεθος, κίνηση, ταχύτητα κλπ) οι οποίες μπορούν να γίνονται αντιληπτές απόλυτα, και όχι σχετικά, μόνο μέσα στον νου, καθώς έξω από αυτόν υπάρχει επηρεασμός από την θέση, την κίνηση, το μέγεθος κλπ αυτού που παρατηρεί.
Δεν υπάρχει ύλη λοιπόν γιατί δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομα από τον νου που την αντιλαμβάνεται. Υπάρχει μόνο ο νους του κάθε ανθρώπου και ο Θεός (άπειρος Νους), ο οποίος έχει συγχρονίσει τα μυαλά όλων των ανθρώπων παρέχοντας σε όλους τις ίδιες αισθήσεις, στις περιπτώσεις που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα ίδια πράγματα.
Ο Ιμμάνουελ Καντ υποστήριξε πως οφείλουμε να εγκαταλείπουμε τις ιδέες που έχουμε για τα αντικείμενα (όντα), όταν ο σκοπός μας είναι να αποδώσουμε σε αυτά ύπαρξη. Ο ανθρώπινος νους έχει αυθόρμητα την τάση να ξεπερνά τα όρια της πειραματικής επαλήθευσης και να βγάζει υποθετικά συμπεράσματα, να διατυπώνει μεταφυσικές ερμηνείες και να δογματίζει και πρέπει να ελέγχεται με κριτική και αυτοκριτική ώστε να περιορίζεται σε ασφαλή όρια. Η γνώση παράγεται αποκλειστικά από τη σύνθεση της εμπειρίας και όχι από συμπερασματικές εξηγήσεις που θεμελιώνονται σε «εμφανείς αλήθειες», όπως ήθελε ως τότε η παράδοση του ορθολογισμού του Καρτέσιου.
Η πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Καντ, σχηματίζεται από νοητικά σχήματα που βρίσκονται ήδη στον νου και δίνουν μορφή στα αισθητικά ερεθίσματα, άρα δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στο ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως τα αντιλαμβανόμαστε καθώς οι μορφές αυτές είναι κάτι διαφορετικό και ελλιπέστερο από αυτό που υπάρχει. Αντικείμενο της μελέτης πρέπει πια να γίνει ο νους για να κατανοήσουμε πώς αποδίδει ως πραγματικότητα την ύπαρξη που αντιλαμβάνονται τα αισθητήρια όργανα. Ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος θεωρούνται προϋπάρχοντα νοητικά σχήματα, ψυχικά πρότυπα, στα οποία η αντίληψη αποτυπώνει την ύπαρξη ως πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή θα ήταν τελείως διαφορετική αν άλλαζαν τα νοητικά σχήματα ή τα αισθητήρια όργανα.
Στα αντικείμενα των αισθήσεων λοιπόν μπορεί και αποδίδεται ύπαρξη, όχι όμως και στα αντικείμενα της καθαρής σκέψης, για τα οποία δεν υπάρχει αντιληπτική επαλήθευση από τις αισθήσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ενδεχομένως, αλλά ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξή τους. Καθώς η γνώση δεν παράγεται από την απλή ιδέα, η ιδέα της έννοιας του Θεού δεν συνεπάγεται τη γνώση της ύπαρξής του· αν η ιδέα δεν συσχετιστεί με εμπειρικά δεδομένα δεν μπορεί να πλατύνει τη γνώση μας για αυτό που υπάρχει.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.