Το Άι-άι (παλαιότερη γραφή Άϋ-άϋ [1][2]) είναι νυκτόβιο πρωτεύον θηλαστικό της οικογενείας των Δωβεντονιιδών, που απαντά αποκλειστικά στη νήσο της Μαδαγασκάρης (ενδημικό). Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Daubentonia madagascariensis και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[3][4][5]
Άι-άι | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο άι-άι στο φυσικό του περιβάλλον | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Daubentonia madagascariensis (Δωβεντονία η μαλαγασιανή ) [i] Gmelin, 1788 | ||||||||||||||
Το άι-άι ανήκει στον κλάδο των λεμουρίων, ιδιαίτερη ταξινομική μονάδα (taxon) εντός της υποτάξης των στρεψίρρινων προπιθήκων. Επιπροσθέτως, αποτελεί μοναδική περίπτωση θηλαστικού για τους εξής λόγους:
- Είναι ο μοναδικός αρτίγονος εκπρόσωπος σε επίπεδο είδους, ολόκληρης οικογενείας (Daubentoniidae) πρωτευόντων.[6]
- Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος νυκτόβιο πρωτεύον (nocturnal primate) [7] και, επομένως, ο μεγαλύτερος σε μέγεθος νυκτόβιος λεμούριος.[8]
- Διαθέτει κοπτήρες οι οποίοι αναπτύσσονται διαρκώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.[8]
- Στερείται σπερματοδόχων κύστεων, στοιχείο μοναδικό εντός των λεμουρίων.[9]
- Διαθέτει μακρείς και στενούς δακτύλους, εκ των οποίων ο 3ος είναι εξαιρετικά λεπτός και ευλύγιστος.[8]
- Είναι το μοναδικό πρωτεύον που χρησιμοποιεί τη μέθοδο της κρουστικής τροφοληψίας (βλ. λ.) κατά την αναζήτηση της τροφής του.[10][11]
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
- Καθοδική ↓ [12]
Ονοματολογία
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Daubentonia, οφείλεται στον Γάλλο Ε. Ζ. Σαιντ-Ιλέρ (Étienne Geoffroy Saint-Hilaire, 1772 – 1844), μαθητή τού -επίσης Γάλλου- φυσιοδίφη Λ. Ντωμπαντόν (Louis-Jean-Marie Daubenton 1716 – 1800), ο οποίος ονοματοδότησε το taxon προς τιμήν του δασκάλου του, το 1795.[4] Αρχικά, ο Σαιντ-Ιλέρ σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει το, ελληνικής προέλευσης, όνομα Scolecophagus «σκωληκοφάγος» για το γένος, παραπέμποντας στις διατροφικές συνήθειες του θηλαστικού, αλλά επειδή δεν ήταν απολύτως βέβαιος γι’ αυτές και επειδή υπήρχε πιθανότητα να ανακαλύψει και άλλα είδη, αναίρεσε αυτή του την απόφαση.[13] Η ονοματοδοσία της οικογενείας (Daubentoniidae) έγινε πολύ αργότερα, το 1863, από τον Βρετανό ζωολόγο Τ. Ε. Γκρέι (John Edward Gray, 1800 – 1875).[4]
Ο όρος madagascariensis στην επιστημονική ονομασία του είδους, παραπέμπει στη μεγάλη αφρικανική νήσο της Μαδαγασκάρης, όπου το θηλαστικό απαντά ως ενδημικό όπως, άλλωστε, πολλά άλλα πρωτεύοντα.
Ο Γάλλος φυσιοδίφης και εξερευνητής Π. Σονερά (Pierre Sonnerat, 1748 – 1814) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη λαϊκή ονομασία, «άι-άι», το 1782, όταν προσπάθησε να περιγράψει και να ζωγραφίσει το θηλαστικό, αν και ήδη είχε αποκληθεί, επίσης, ως «μακροδάκτυλος λεμούριος» από τον Άγγλο βοτανικό και ζωολόγο Τ. Σόου (George Shaw, 1751 – 1813), το 1800. Σύμφωνα με τον Σονερά, το όνομα «άι-άι» είχε ηχομιμητική προέλευση «…cri d'exclamation & d'étonnement» «…κραυγή έκπληξης και θαυμασμού» [ενν. του ζώου] (βλ. και Φωνή). Ωστόσο, ο Αμερικανός παλαιοανθρωπολόγος Ι. Τάτερσαλ (Ian Tattersall, 1845- ) υποστήριξε το 1982 ότι, το όνομα «άι-άι» έχει δοθεί από τους ιθαγενείς κατοίκους της Μαδαγασκάρης και χρησιμοποιείται σε όλο το νησί. Έτσι, η διαδεδομένη χρήση του υποδηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να έχει προέλθει από τον Σονερά.[13] Μια υπόθεση είναι ότι, προέρχεται από τη φράση «hay hay», «δεν ξέρω», στα μαλαγασιανά. Αν αυτό είναι σωστό, τότε το όνομα θα μπορούσε να προέρχεται από το λαό της Μαδαγασκάρης που, λέγοντας «hay hay», αποφεύγουν να αναφερθούν στο «μαγικό ζώο που τους προκαλεί φόβο» (βλ. Δεισιδαιμονίες).[13]
Συστηματική ταξινομική
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό φυσιοδίφη και ερπετολόγο Γ. Γκμέλιν (Johann Friedrich Gmelin 1748 – 1804), ως Sciurus madagascariensis (δυτικές περιοχές Μαδαγασκάρης, 1788).[8] Η μεταφορά του στο γένος Daubentonia, έγινε το 1795 από τον Σαιντ-Ιλέρ, όπως προαναφέρθηκε. Λόγω των ιδιαίτερων μορφολογικών χαρακτηριστικών του, το άι-άι έχει έντονα συζητηθεί από την ανακάλυψή του έως και σήμερα. Η παρουσία των -αενάως αναπτυσσομένων- κοπτήρων, παραλληλιζόμενη με εκείνη των τρωκτικών, του χρώματος γούνας και της ουράς του, είχε οδηγήσει τους πρώτους φυσιοδίφες να ταξινομήσουν εσφαλμένα το άι-άι στη συγκεκριμένη τάξη θηλαστικών [14] και, μάλιστα, ως σκίουρο (sic). Ωστόσο, τους «μπέρδευε» το γεγονός ότι, το άι-άι μοιάζει και με αιλουροειδές στο σχήμα του κεφαλιού, των ματιών, των αυτιών και των ρουθουνιών του.[15]
Ακόμη και σήμερα, η ταξινομική του θεωρείται αβέβαιη. Έχει θεωρηθεί ως «ισχυρό» μέλος της οικογένειας Indridae, βασικό κλάδο της υποτάξης των στρεψίρρινων, αλλά με εξαιρετικά απροσδιόριστη σχέση με όλα τα αρτίγονα πρωτεύοντα.[16] Μορφολογικές μελέτες και αναλύσεις κυτοχρώματος-c μιτοχονδριακού DNA δείχνουν ότι, το γένος Daubentonia μπορεί να είναι «αδελφικό» γκρουπ τόσο στα Lemuriformes όσο και στα Loriformes.[8] Το 1931, οι Anthony και Coupin κατέταξαν το άι-άι στην ξεχωριστή υποτάξη Chiromyiformes, «αδελφικό» γκρουπ με τους άλλους στρεψίρρινους. Ο Colin Groves επικύρωσε αυτή την ταξινόμηση, το 2005, επειδή δεν ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι το άι-άι σχημάτιζε ξεχωριστό κλάδο με τους υπόλοιπους λεμούριους της Μαδαγασκάρης,[4] παρά τα μοριακά δεδομένα που είχαν δείξει ότι, η οικογένεια Daubentoniidae ήταν βασικό taxon σε όλα τα Lemuriformes,[16] και προερχόταν από τον ίδιο «πρωτο-λεμούριο» που έφθασε στη Μαδαγασκάρη κατά τη διάρκεια του Παλαιόκαινου ή του Ηώκαινου. Το 2008, οι Russell Mittermeier και Colin Groves με τους συνεργάτες τους απέρριψαν την ταξινόμηση στο επίπεδο της «ομάδας» των Lemuriformes, εξακολουθώντας να θεωρούν την οικογένεια Daubentoniidae, μοναδική εντός των Chiromyiformes.[4][8] Περαιτέρω στοιχεία που δείχνουν ότι το άι-άι ανήκει στην υπεροικογένεια Lemuroidea, μπορούν να συναχθούν από την παρουσία λιθοειδών ακουστικών καψών (petrosal bullae) που εγκλείουν τα οστάρια (ossicles) του αυτιού του δομή που, ωστόσο, εμφανίζει ομοιότητα με εκείνη των τρωκτικών.[14]
- Η οικογένεια Daubentoniidae περιλαμβάνει και το είδος Daubentonia robusta, εξαιρετικά ευμέγεθες άι-άι, που δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία του, γιγάντιο άι-άι. Το συγκεκριμένο πρωτεύον έζησε, επίσης, στη Μαδαγασκάρη και φαίνεται ότι εξαφανίστηκε (EX) πριν από 1.000 χρόνια, περίπου. Δεν υπάρχουν πληροφορίες ή καταγραφές όσο ήταν εν ζωή, και είναι γνωστό μόνον από μη-πλήρως απολιθωμένα κατάλοιπα.[17]
Γεωγραφική εξάπλωση και βιότοπος
Το είδος έχει ευρεία κατανομή στη Μαδαγασκάρη, όπου απαντά ως ενδημικό, αλλά λείπει από όλα τα κεντρικά ηπειρωτικά και τα νοτιοδυτικά της νήσου. Βόρεια, φθάνει στο εθνικό πάρκο Montagne d'Ambre και τη Sambava, στα βορειοδυτικά μέχρι το Sambirano και στα νότια στη Ranomafana και την Bemaraha. Υπάρχουν επίσης δύο εισηγμένοι νησιωτικοί πληθυσμοί στα ανοικτά των ακτών της ΒΑ. Μαδαγασκάρης. Κινείται από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 1.875 μ.[12] Ωστόσο, η πυκνότητα των πληθυσμών του παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε όλες τις περιοχές όπου διαβιοί.[18][19] Απαντά στα πρωτογενή και δευτερογενή δάση βροχής μικρού και μεσαίου υψομέτρου, στα δάση φυλλοβόλων, σε μερικές καλλιεργούμενες εκτάσεις (με φυτείες καρύδας και λίτσι) και, ενδεχομένως, σε ξηρά δάση με θάμνους και μαγκρόβιους βάλτους.[19][20]
Μορφολογία
Το άι-άι είναι ο μεγαλύτερος νυκτόβιος λεμούριος και ξεχωρίζει -γενικότερα- από αυτούς λόγω της μακριάς φουντωτής ουράς, τα πεταχτά, τριγωνικά και γυμνά αυτιά και, κυρίως, τα πολύ μακριά, επιμηκυμένα δάκτυλα των «χεριών» με τους καμπυλωτούς γαμψώνυχες (claws).[8] Το τρίχωμα είναι μακρύ, τραχύ και σκούρο καφέ έως μαύρο με διάσπαρτες τρίχες προστατευτικού στρώματος (guard hair) που φέρουν λευκά άκρα. Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από μαύρους δακτυλίους και έχουν κίτρινη-πορτοκαλί ή κρεμ-καφέ ίριδα, ενώ σκαρδαμυκτική μεμβράνη είναι παρούσα. Το πρόσωπο και ο λαιμός έχουν απαλό γκρίζο χρώμα, ενώ το ρύγχος είναι κοντό και αμβλύ και η μύτη είναι ροζ. Τα κάτω άκρα (πόδια) είναι μεγαλύτερα από τα άνω (χέρια) και το μοναδικό (1) ζεύγος μαστών βρίσκεται στη βουβωνική περιοχή. Οι κροταφικοί, μασητήρες και ουραίοι μύες είναι ισχυρά ανεπτυγμένοι.
Η μόνιμη οδοντοφυΐα του θηλαστικού περιλαμβάνει 18 συνολικά δόντια, με τον εξής οδοντικό τύπο: [9] Οι κοπτήρες αναπτύσσονται αενάως, με τους κάτω να είναι μεγαλύτεροι των άνω. Οι γομφίοι είναι μικροί με δυσδιάκριτα φύματα.[9]
Παρά τις αναφορές ότι τα αρσενικά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα θηλυκά, μελέτη που διενεργήθηκε σε 20 άγρια άτομα δεν έδειξε κάποιο σημαντικό φυλετικό διμορφισμό ως προς τη μάζα σώματος.
Μορφή δακτύλων
Οι δάκτυλοι του άι-άι είναι πολύ ιδιόμορφοι και, εν πολλοίς, αποτελούν την κύρια αιτία δίωξής του από τους ιθαγενείς της Μαδαγασκάρης (βλ. Δεισιδαιμονίες). Είναι το κυριότερο διαγνωστικό στοιχείο του ζώου, ενώ η μορφή των καμπυλωτών γαμψωνύχων τους -εκτός εκείνου του μεγάλου δακτύλου των ποδιών (hallux)- επιτρέπει τον χειρισμό αντικειμένων μικρής διαμέτρου.[21] Ο -κοινός στους λεμούριους- γαμψώνυχας-καλλωπισμού (groom or toilet-claw) υπάρχει στον 2ο δάκτυλο του ποδιού, αν και χρησιμοποιείται κατά κόρον ο 3ος. Οι δάκτυλοι είναι πολύ επιμηκυμένοι. Ειδικά, ο 3ος δάκτυλος του «χεριού» είναι εντελώς διαφορετικός από τους άλλους: είναι εξαιρετικά λεπτός -μοιάζει περισσότερο με λεπτό κλαδί- είναι πολύ ευλύγιστος και ελέγχεται ανεξάρτητα από τους άλλους δακτύλους.[22] Η ευλυγισία του οφείλεται στη δομή της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης (σφαιροειδής διάρθρωση ball-and-socket joint).[23] Ο 4ος δάκτυλος είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος, πολύ χρήσιμος κατά την τροφοληψία (βλ. Τροφή και Ηθολογία).
Βιομετρικά στοιχεία
- Μήκος σώματος (χωρίς την ουρά): ♂ 32 εκατοστά, ♀ 30,5 εκατοστά (κατά μέσον όρο).
- Μήκος ουράς : 36,5 έως 44,5 εκατοστά.
- Μήκος κάτω γνάθου: 3,8 εκατοστά (κατά μέσον όρο).
- Μήκος αυτιών: 9,7 εκατοστά (κατά μέσον όρο).
- Μήκος 4ου δακτύλου: 10,5 εκατοστά (κατά μέσον όρο).
- Απόσταση ζυγωματικών: 6 εκατοστά (κατά μέσον όρο).
- Βάρος: 2,5 κιλά (κατά μέσον όρο)
(Πηγή:[24])
Τροφή
Το άι-άι κατατάσσεται στα παμφάγα [25] πρωτεύοντα, δεδομένης της προτίμησής του τόσο στη φυτική όσο και στη ζωική ύλη, ανάλογα με τις θέσεις αναζήτησης τροφής. Το διαιτολόγιο περιλαμβάνει ξυλοφάγες προνύμφες (κάμπιες) εντόμων, καρπούς (φρούτα ή ξηρούς) και φυτικά εκκρίματα (κυρίως νέκταρ). Καταναλώνονται ευρέως η σάρκα και τα σπέρματα του αρτόδεντρου (Artocarpus spp.), καθώς και των γενών Chrysalidocarpus, Ficus, και Musa (μπανανιές). Επίσης, οι μεγάλες δρύπες των ειδών Passiflora quadrangularis και Terminalia catappa,[26] ανωρίμαστες καρύδες (Cocos nucifera), το σκληρό εσωτερικό τω καρπών του Canarium madagascariensis, μπαμπού (Bambusa vulgaris), λίτσι (Litchi chinensis), και ώριμα μάνγκο (Mangifera spp. ).[27] Τα άι-άι αρέσκονται πολύ στην κατανάλωση νέκταρος από τα άνθη μπανανιάς και του τοπικού ενδημικού Ravenela madagascariensis, ζωοκοκκίδια και φλούδες φλοιού της Ιntsia bijuga.[27]
Το ζωικό διαιτολόγιο περιλαμβάνει -πέραν των προνυμφών- ενήλικα Κολεόπτερα, Δερμάπτερα, Υμενόπτερα, Λεπιδόπτερα, ακόμη και μικρούς βατράχους.[27]
Ηθολογία
Τα άι-άι είναι σχεδόν πλήρως δενδρόβια και αυστηρά νυκτόβια πρωτεύοντα θηλαστικά. Αν και είναι γνωστό ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να κατεβαίνουν στο έδαφος, τα άι-άι κοιμούνται, τρώνε, περιπλανώνται και ζευγαρώνουν πάνω στα δέντρα, συνήθως μέσα ή κοντά στον δασικό θόλο (canopy) όπου υπάρχει πλήρης κάλυψη από το πυκνό φύλλωμα της κόμης των δένδρων. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, κοιμούνται σε σφαιρικές φωλιές στις διχάλες που σχηματίζουν τα κλαδιά και, όταν πέσει το σκοτάδι, ξεκινούν την αναζήτηση τροφής. Η αναζήτηση τροφής αρχίζει, συνήθως, μισή ώρα με 3 ώρες μετά τη δύση του ηλίου, με τα αρσενικά να ξεκινούν νωρίτερα από τα θηλυκά.[19][21] Έως και το 80% της νύχτας δαπανάται σ’ αυτήν, με περιστασιακές περιόδους ανάπαυσης.
Δεν έχουν παρατηρηθεί να περιποιείται το ένα το άλλο σε άγρια κατάσταση, παρά μόνο σε αιχμαλωσία,[28] ενώ πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν πως μπορεί να είναι πιο κοινωνικά από ό, τι πιστευόταν παλαιότερα. [εκκρεμεί παραπομπή]
- Στην περίπτωση της αλληλοπεριποίησης (allogrooming) τα άι-άι χρησιμοποιούν τον 3ο, πολύ λεπτό δάκτυλο και τη γλώσσα τους για 30 λεπτά, περίπου.[21][29]
Η κίνηση στα δένδρα γίνεται κυρίως ανοδικά, με διαδοχικά κάθετα άλματα, μοιάζοντας πολύ με εκείνη ενός σκίουρου. Η οριζόντια κίνηση χρησιμοποιείται λιγότερο ενώ, αντίθετα, οι ισχυροί, αντιτακτοί, μεγάλοι δάκτυλοι των ποδιών, η στιβαρή ωμική ζώνη και η υψηλή αντίσταση του βραχιονίου οστού στις κάμψεις, επιτρέπουν την καθοδική κίνηση στα δένδρα με το κεφάλι προς τα κάτω.[21][30] Το άι-άι σπάνια κατεβαίνει στο έδαφος για να αναρριχηθεί σε ένα άλλο δέντρο, ενώ συχνά μπορεί να διανύσει μέχρι και 4 χιλιόμετρα σε ένα (1) βράδυ, πάντοτε πάνω σε δένδρα. [εκκρεμεί παραπομπή]
Κρουστική τροφοληψία
Το άι-άι ανήκει στα πλέον ιδιόμορφα πρωτεύοντα δεδομένου ότι, αναζητεί και αποκαλύπτει μεγάλο τμήμα της λείας του με τη μέθοδο που, εύστοχα, έχει κατονομαστεί ως κρουστική τροφοληψία (percussive foraging). Κατ’ αυτήν, ακολουθείται η εξής διαδικασία:
Το ζώο κρούει σαν δρυοκολάπτης (sic) τον κορμό και τα κλαδιά των δέντρων έως και οκτώ φορές ανά δευτερόλεπτο χρησιμοποιώντας τον εξαιρετικά λεπτό και επιμηκυμένο 3ο δάκτυλο και, μέσω της ηχούς που παράγεται, εντοπίζει ακουστικά κοίλους θαλάμους στο υποκείμενο ξύλο. Η παρουσία αυτών των κοιλοτήτων υποδεικνύει στο θηλαστικό ότι υπάρχει ασυνέχεια στη δομή του ξύλου και όχι, όπως πιστευόταν παλαιότερα, ύπαρξη λείας. Έτσι, τεχνητές κοιλότητες παραγεμισμένες με αφρό, ζελατίνη ή άλλα υλικά προκαλούσαν την έντονη επιθυμία για ανασκαφή τους, γεγονός που υποδηλώνει ότι οποιοδήποτε «ρήξη» στην ακεραιότητα του ξύλου διεγείρει τη συγκεκριμένη ηθολογική συμπεριφορά.[10] Πάντως, σε φυσικό περιβάλλον, οι κοιλότητες που εμπεριείχαν λεία ανασκάπτονταν συχνότερα.[31]
- Το άι-άι πιστεύεται ότι είναι το μόνο πρωτεύον θηλαστικό που χρησιμοποιεί την τεχνική του ηχοεντοπισμού (echolocation) για να βρίσκει τη λεία του.[32] [ii]
Μόλις εντοπιστεί ακουστικά η κοιλότητα, το άι-άι δαγκώνει και μασάει τον φλοιό στο συγκεκριμένο σημείο, χρησιμοποιώντας τους ισχυρούς κοπτήρες του που μοιάζουν με εκείνους των τρωκτικών. Έτσι, διανοίγεται τρύπα στο ξύλο και το ζώο χρησιμοποιεί πλέον τα εξαιρετικά ιδιόμορφα δάκτυλά του για να αποκαλύψει και ανασύρει -πιθανές- προνύμφες από την κρυψώνα τους. Συνήθως, χρησιμοποιείται ο 3ος, εξαιρετικά λεπτός δάκτυλος για την αποκάλυψη και ανάσυρση της λείας,[33][34]
- Το μοναδικό άλλο θηλαστικό που χρησιμοποιεί τον ίδιο τρόπο ανάσυρσης της λείας του, είναι το μαρσιποφόρο Dactylopsila trivirgata.[35]
- Υπό τη γενικότερη διαδικασία αναζήτησης τροφής -διάνοιξη και εκσκαφή του ξύλου-, το άι-άι θεωρείται ότι καταλαμβάνει τον οικολογικό θώκο των δρυοκολαπτών.[36]
Αλλά και τα φρούτα διατρυπώνται με το 3ο ή 4ο –πολύ μεγάλο- δάκτυλο, ενώ το περιεχόμενο αποσπάται με την ταχεία παλινδρόμηση (εισαγωγή-εξαγωγή) του 3ου δακτύλου, με συχνότητα 3,3 κινήσεις / δευτερόλεπτο.[37]
Φωνή
Υπάρχουν διάφορες φωνήσεις που αρθρώνονται από τα άι-άι, οι περισσότερες ως παραλλαγές μιας πρωτογενούς, ηχηρής στριγκλιάς διάρκειας 2-3 δευτερολέπτων. Αυτές χρησιμεύουν για τη φιλική, επιθετική και ενημερωτική «επαφή» των διαφόρων ατόμων, μεταξύ τους. Κάτι σαν «φτάρνισμα» εκπέμπεται ως απάντηση στην εμφάνιση ατόμων του ιδίου είδους, άλλων λεμούριων ή ανθρώπων. Η γνωστότερη φώνηση hai-hai από την οποία, ενδεχομένως, πήρε τη λαϊκή του ονομασία (βλ. Ονοματολογία) το είδος, αρθρώνεται όταν εγκαταλείπει απότομα τη φωλιά του κατά τη διάρκεια απόπειρας σύλληψής του.[3]
Αναπαραγωγή
Ζωτικός χώρος
Γενικά, πρόκειται για μοναχικά ζώα (ενίοτε, σχηματίζονται μικρές ομάδες των 2-3 ατόμων [38]), με μεγάλο ζωτικό χώρο τον οποίο οριοθετούν οσμητικά.[32] Η οσμητική σήμανση επιτυγχάνεται με το τρίψιμο της άνω γενετήσιας περιοχής, του λαιμού, ή των παρειών του προσώπου στα κλαδιά.[21] Ούρα διαβρέχονται σε πλάγια κλαδιά και στο έδαφος.[26] Άλλη χαρακτηριστική σήμανση είναι η εμφανής δαγκωματιά από τους ισχυρούς κοπτήρες τους, πάνω στον φλοιό των δένδρων.[21]
Ωστόσο, τα αρσενικά άι-άι τείνουν να μοιράζονται τα εδάφη τους με άλλα αρσενικά, σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και τις ίδιες φωλιές για κούρνιασμα ενώ, μπορεί φαινομενικά να ανεχθεί ο ένας τον άλλον μέχρι να ακούσουν το χαρακτηριστικό κάλεσμα κάποιου θηλυκού που ψάχνει για σύντροφο. Συνήθως, επιμένουν να αναζητούν τροφή στη δική τους, «προσωπική» επικράτεια.
Οι ζωτικοί χώροι των θηλυκών, αντίθετα, δεν αλληλεπικαλύπτονται, αν και η επιφάνεια του ζωτικού χώρου ενός (1) αρσενικού συχνά περιλαμβάνει εκείνους αρκετών θηλυκών. Σε αριθμούς, το αρσενικά άι-άι ζουν σε μεγάλες εκτάσεις μέχρι 80 στρέμματα (320.000 m2), ενώ τα θηλυκά υπερασπίζονται εκτάσεις μέχρι 20 στρέμματα (81.000 m2). Επομένως, είναι δύσκολο για τα αρσενικά να διεκδικήσουν ένα (1) μοναδικό θηλυκό, λόγω του μεγάλου ζωτικού τους χώρου, γι’ αυτό εμφανίζεται πολυγαμία εξαιτίας αυτού του γεγονότος.[39]
Ζευγάρωμα
Όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους προπιθήκους, τα θηλυκά άι-άι κυριαρχούν των αρσενικών. Δεν είναι τυπικά μονογαμικά ζώα και, συνήθως, έρχονται σε αντιπαραθέσεις κατά τη διεκδίκηση συντρόφων. Ειδικά, σε μερικές περιπτώσεις, τα αρσενικά αντιδρούν πολύ «δυναμικά» και μπορούν να απωθήσουν ομόφυλα άτομα μακριά από ένα θηλυκό, ακόμη και κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος. Όταν δεν υπάρχουν «αντιδικίες», το ζευγάρωμα μπορεί να διαρκέσει έως και μία (1) ώρα αλλά, όταν δεν συνευρίσκονται, αρσενικά και θηλυκά αλληλεπιδρούν μόνο περιστασιακά, συνήθως κατά την αναζήτηση τροφής. [εκκρεμεί παραπομπή]
Φωλιά
Η φωλιά έχει ωοειδές-σφαιρικό σχήμα και είναι κατασκευασμένη από φύλλα και κλαδιά, ψηλά (10-15 μ.) στον δασικό θόλο [29] Φωλιές έχουν βρεθεί σε κοκοφοίνικες, γαριφαλόδενδρα, Intsia bijuga, Litchi chinensis, δέντρα μάνγκο (Mangifera spp. ) κ.ά.[40] Μία (1) συγκεκριμένη φωλιά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αρκετές, συνεχόμενες ημέρες ή να μείνει ελεύθερη για αρκετές εβδομάδες.[21] Διαφορετικά άτομα μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια φωλιά σε διαφορετικές ημέρες.[41]
Γέννα
Τα λιγοστά δεδομένα από τις παρατηρήσεις του θηλαστικού σε άγρια κατάσταση δείχνουν ότι, το ζευγάρωμα και η αναπαραγωγή του δεν υπόκεινται στις εποχικές αλλαγές. Γεννιέται ένα (1) μόνο μικρό, μετά από περίοδο εγκυμοσύνης 158-172 ημερών, ενώ μέχρι την επόμενη εγκυμοσύνη μεσολαβούν 2-3 χρόνια. Το νεογέννητο ζυγίζει 90-140 γραμ. και φέρει τρίχωμα παρόμοιο με του ενηλίκου. Η ανάπτυξή του είναι αργή και απογαλακτίζεται στις 28 εβδομάδες, περίπου. Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 2,5 χρόνια, περίπου.[42]
Η φόσα φαίνεται να αποτελεί τον, δυνητικά, πιο επικίνδυνο θηρευτή του είδους στο φυσικό του περιβάλλον.[19]
Απειλές
Βασική απειλή για το είδος είναι οι διώξεις που υφίσταται επειδή εισβάλλει στις φυτείες (λ.χ. κοκκοφοινίκων), προκαλώντας την οργή των καλλιεργητών. Επίσης, το κυνήγι του ως τροφή (γνωστό μόνο από ορισμένα μέρη του Makira). Άλλη απειλή είναι η καταστροφή των οικοτόπων του σε όλο το φάσμα κατανομής του, με δέντρα όπως τα είδη Intsia bijuga και Canarium madagascariensis - βασική τροφή για τους πληθυσμούς του- να υλοτομούνται κατά προτίμηση, για την κατασκευή πλοίων, σπιτιών και φερέτρων.[37] Υπάρχουν και λιγοστές αναφορές για παράνομη εμπόρευση κάποιων ατόμων.[43]
Δεισιδαιμονίες
Όμως, όσο και αν φαίνεται περίεργο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το είδος είναι οι προλήψεις που υπάρχουν στις τοπικές κοινωνίες των ιθαγενών της Μαδαγασκάρης. Το άι-άι συχνά θεωρείται ως προάγγελος κακού και, πολλές φορές, θανατώνεται επί τόπου (on sight). Κάποιοι ιθαγενείς πιστεύουν ότι συμβολίζει τον θάνατο και, μάλιστα, αν κάποιο ζώο «δείξει» με το λεπτό 3ο δάκτυλο κάποιον άνθρωπο, προαναγγέλλει το τέλος του. Η εμφάνιση ενός άι-άι σε κάποιο χωριό προοιωνίζεται τον θάνατο ενός χωρικού και ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί αυτό είναι να το σκοτώσουν. Οι Sakalava ισχυρίζονται τα άι-άι τρυπώνουν στις καλύβες από τις αχυρένιες σκεπές και δολοφονούν τους κοιμώμενους ενοίκους, χρησιμοποιώντας το μεσαίο δάκτυλο τους για να τρυπήσουν την αορτή του θύματος.[44]
Κατάσταση πληθυσμού
Το άι-άι θεωρήθηκε ότι είχε εξαφανιστεί το 1933, αλλά επανανακαλύφθηκε το 1957. Εννέα άτομα μεταφέρθηκαν στο Nosy Mangabe, ένα νησί κοντά στο Maroantsetra της Α. Μαδαγασκάρης, το 1966.[25] Η πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι το άι-άι είναι πιο διαδεδομένο από ό, τι πιστευόταν παλαιότερα, αν και κατατάσσεται στα Κινδυνεύοντα Είδη.[43] Περίπου 50 άτομα διατηρούνται σε ζωολογικές εγκαταστάσεις σε όλο τον κόσμο.[25]
Μέτρα προστασίας
Το είδος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της CITES. Έχει αναφερθεί ότι εμφανίζεται σε πολλές προστατευόμενες περιοχές της Μαδαγασκάρης, συμπεριλαμβανομένων και 13 Εθνικών Πάρκων (Andohahela, Andringitra, Mananara-Nord, Mantadia, Marojejy, Masoala, Midongy du Sud, Montagne d 'Ambre, Ranomafana, Sahamalaza-Iles Radama, Tsingy de Bemaraha, Tsingy de Namoroka, και Zahamena), επτά απόλυτα προστατευόμενων φυσικών περιοχών (Betampona, Tsaratanana, Makira, Farankaraina, Itampolo, Tsingy de Bemaraha, και Zahamena), και 13 ειδικών Καταφυγίων Άγριας Ζωής (Ambatovaky, Analamazaotra, Analamerana, Anjanaharibe-Sud, Ankarana, Bora, Forêt d 'Ambre, Kalambatritra, Manombo, Manongarivo, Marotandrano, Nosy Mangabe, και Pic d' Ivohibe). Ωστόσο, παρά την παρουσία τους σε πολλές προστατευόμενες περιοχές, αυτή συχνά βασίζεται τυπικά μόνο στις πινακίδες και στις σπάνιες εμφανίσεις, έτσι, υπάρχει μικρή γνώση του μεγέθους των πληθυσμών και της δυναμικής τους. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για συστηματική απογραφή των πληθυσμών σε όλο το φάσμα κατανομής, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη ενός σχεδίου δράσης για τη διατήρηση του είδους. Υπάρχει ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία που αφορά πολλούς και διαφορετικούς επιστημονικούς φορείς. Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν έχουν στεφθεί με επιτυχία, τουλάχιστον στο επίπεδο της δεύτερης γενιάς σε συνθήκες αιχμαλωσίας.[43]
Σημειώσεις
i. ^ Απαντά στη βιβλιογραφία και με την εναλλακτική λόγια ονομασία Νταουμπεντονία η μαδαγασκάριος.[1]
ii. ^ Οι νυχτερίδες -που χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο- αποτελούν τυπικό παράδειγμα μη-πρωτεύοντος θηλαστικού.
Παραπομπές
Πηγές
Βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.